Βιβλιο

Μαριάνα Ενρίκες: Η Ελλάδα μοιάζει πολύ, κατά έναν παράξενο τρόπο, με την Αργεντινή

Η αργεντινή συγγραφέας μιλάει για το νέο της βιβλίο «Η δική μας πλευρά της νύχτας» και το Φεστιβάλ ΛΕΑ

Γιώργος Δήμος
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Μαριάνα Ενρίκες μιλάει για το μυθιστόρημά της «Η δική μας πλευρά της νύχτας» (εκδ. Πατάκη) και τη συμμετοχή της στο 16ο Φεστιβάλ ΛΕΑ (Λογοτεχνία Εν Αθήναις)

Συναντάω τη Μαριάνα Ενρίκες στο λόμπι του ξενοδοχείου Titania, στην Πανεπιστημίου, δίπλα από το Θέατρο Rex, όπου έχουμε δώσει ραντεβού μέσω του εκδοτικού οίκου Πατάκη, που έχει αναλάβει τη μετάφραση των βιβλίων της στα ελληνικά. Έχοντας διαβάσει πρόσφατα τα εφιαλτικά, αλλά με μια μοναδική ατμόσφαιρα διηγήματά της και το γεμάτο μυστήριο και αγωνία μυθιστόρημά της «Η δική μας πλευρά της νύχτας» (εκδόσεις Πατάκη, 2024), τα περισσότερα εκ των οποίων διαδραματίζονται στην γενέτειρά της, το Μπουένος Άιρες, αναρωτιέμαι αν η Ενρίκες είναι το ίδιο εκκεντρική ως προσωπικότητα όπως είναι και το έργο της.

Τελικά, όταν καθόμαστε σε ένα τραπεζάκι κοντά στην είσοδο και αρχίζουμε να συζητάμε, καταλαβαίνω πως πρόκειται για έναν συμπαθέστατο άνθρωπο, εξαιρετικά ευφυή και ιδιαίτερα οξυδερκή. Η Αργεντινή συγγραφέας έχει έρθει στην Αθήνα μόνο για τρεις μέρες, με αφορμή τη συμμετοχή της στο 16ο Φεστιβάλ ΛΕΑ, με προσκεκλημένους συγγραφείς από τον ιβηροαμερικανικό κόσμο (Λατινική Αμερική, Ισπανία και Πορτογαλία), το οποίο ξεκίνησε στις 17 και θα διαρκέσει έως τις 28 Ιουνίου. Ο τρόπος ζωής και οι άνθρωποι στην Ελλάδα της θυμίζουν, προς μεγάλη της έκπληξη, την Αργεντινή.

© Sebastián Freire

Η Μαριάνα Ενρίκες μιλάει στην Athens Voice

Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά σας, «Η δική μας πλευρά της νύχτας» (2019), είναι το μοναδικό που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Το αναγνωστικό κοινό, όμως, σας γνωρίζει ήδη από τις συλλογές διηγημάτων σας, «Οι κίνδυνοι του να καπνίζεις στο κρεβάτι» (2009) και «Όσα χάσαμε στις φλόγες» (2015). Ήταν εύκολη για εσάς αυτή η μετάβαση από το διήγημα στο μυθιστόρημα;
Ήμουν πολύ νέα όταν ξεκίνησα να γράφω. Όταν εκδόθηκε το πρώτο μου βιβλίο ήμουν 21. Ξεκίνησα με ένα μυθιστόρημα. Το δεύτερο βιβλίο μου ήταν επίσης μυθιστόρημα, ενώ στο ενδιάμεσο υπήρξε και ένα ακόμα το οποίο εγκατέλειψα. Έτσι, ουσιαστικά, ξεκίνησα ως μυθιστοριογράφος. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 κατάλαβα ότι ήθελα να γράψω ιστορίες τρόμου και φαντασίας. Τα πρώτα μου μυθιστορήματα είναι πιο ρεαλιστικά∙ συμβαίνουν τρομαχτικά πράγματα, όμως είναι αληθινά.

Όσον αφορά τον τρόμο, το διήγημα προσφέρεται ως φόρμα, καθώς μπορείς να χειριστείς την ένταση καλύτερα σε αυτό. Ως Αργεντινή, το διήγημα είναι για μένα το πιο οικείο αφηγηματικό είδος. Όλος ο λατινοαμερικανικός κανόνας (βλέπε Μπόρχες, Κορτάσαρ, Οράσιο Κιρόγα, Χουάν Ρούλφο κ.λπ.) αποτελείται από διηγηματογράφους. Το διήγημα είναι ένα είδος που διδάσκεται μέχρι και στα σχολεία. Πάντα μου άρεσε ο τρόμος και είναι ένα είδος στο οποίο ειδικεύονται οι διηγηματογράφοι. Ήταν μια πολύ συνειδητή απόφαση. Ύστερα σκέφτηκα ότι μπορούσα και να αλλάζω. Ένα μυθιστόρημα παίρνει πολύ χρόνο για να το γράψεις. Ζούσα με τους χαρακτήρες όταν το έγραφα. Είναι πολύ διαφορετικό από το διήγημα, όπου υπάρχει μεγαλύτερη αμεσότητα και έχει περισσότερη πλάκα, κατά κάποιο τρόπο. Είμαι επίσης και δημοσιογράφος, οπότε οι εμμονές μου είναι λίγες, αλλά η μορφή που αυτές μπορούν να πάρουν είναι πολλές.

Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στο Μπουένος Άιρες, αλλά η καταγωγή της οικογένειάς σας είναι από τη Γαλικία της Ισπανίας. Έχουν επηρεάσει αυτά τα δύο μέρη τη θεματολογία σας ως συγγραφέα;
Η Ισπανία καθόλου. Έχει να κάνει με την οικογένεια, δεν θέλω να γενικεύω. Η Αργεντινή είναι μία χώρα μεταναστών που εδραιώθηκαν και δημιούργησαν μια εθνική ταυτότητα. Δεν γνωρίζουμε πολλά για την καταγωγή μας. Οι παππούδες μας δεν μιλάνε πολύ γι αυτό το θέμα. Νομίζω ότι η γενιά αυτή που μετανάστευσε στην Αμερική (όχι μόνο τη Λατινική, αλλά και τη Βόρεια) θέλησε να αφήσει πίσω της την Ευρώπη οριστικά και να μην ξαναγυρίσει ποτέ. Σήμερα έχουμε πολύ περισσότερες πληροφορίες. Εκείνα τα χρόνια υπήρχε μεγάλη φτώχεια, πόλεμοι και λοιπά. Οπότε δεν ξέρουμε τι πραγματικά συνέβη. Υπάρχουν, βέβαια, τα φαγητά, οι προφορικές ιστορίες, αλλά, τουλάχιστον η δική μου οικογένεια, δεν έχει διατηρήσει δεσμούς με την παλιά πατρίδα. Έπειτα υπάρχουν πολλές προσμίξεις. Η άλλη μισή μου οικογένεια έχει καταγωγή από την Ιταλία. Τα διηγήματά μου αφορούν την Αργεντινή, όμως μιλάνε περισσότερο για τη ζωή στην πόλη, που, λίγο-πολύ, μοιάζει με τη ζωή σε άλλες πρωτεύουσες ανά τον κόσμο.

Οι πληθυσμοί των ιθαγενών στο Νότο ήταν μικρότεροι και εξοντώθηκαν πιο γρήγορα. Βορειοανατολικά, στο σημείο που βλέπει τα σύνορα με την Παραγουάη και τη Βραζιλία (όπου ζούσε ένα μέρος της οικογένειάς μου), οι ιθαγενείς είχαν σχετικά καλύτερη αντιμετώπιση από τους αποικιστές. Εκεί έστειλαν τους Ιησουίτες, που δεν ήθελαν να τους σκοτώσουν, αλλά να τους προσηλυτίσουν στον Καθολικισμό. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία ενός θρησκευτικού συγκρητισμού, που επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας. Δεν είναι κάτι το οποίο συναντάς συχνά σε άλλα μέρη της Λατινικής Αμερικής, καθώς η εξάλειψη των τοπικών θρησκειών και των ιθαγενών αλλού έγινε πιο αποτελεσματικά (για εκείνους). Μιλάμε για τεράστιες σε έκταση χώρες. Αυτό είναι το κομμάτι που γνωρίζω εγώ.

Ακόμα και στην Παραγουάη, που έχει μέχρι και δική της γλώσσα (η οποία θυμίζει αρκετά πορτογαλικά) οι διαφορετικές παραδόσεις και οι δοξασίες που θα συναντήσεις είναι ως ένα βαθμό εκχριστιανισμένες. Είναι αδύνατον να βρεις την αρχική θρησκεία, εκείνη που υπήρχε πριν έρθει ο Χριστιανισμός. Υπάρχουν, παρόλα αυτά, κάποια παράξενα στοιχεία, όπως ορισμένα έθιμα και μερικοί τοπικοί άγιοι, που δεν είναι αναγνωρισμένα από την Εκκλησία. Αυτό για το οποίο ήθελα πάντα να μιλήσω ήταν αυτές οι δοξασίες, γιατί αυτές γνωρίζω. Δεν μου αρέσει όταν κάποιοι συγγραφείς, ιδιαίτερα Λατινοαμερικανοί, τις χρησιμοποιούν ως φετίχ. Για την πλειοψηφία των συγγραφέων από τη μέση ή τη χαμηλότερη μέση τάξη, σαν κι εμένα, που ζουν σε μεγάλες πόλεις, όλα αυτά είναι εντελώς άγνωστα. Συνεπώς, ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούνται δεν είναι και ο πιο ειλικρινής. Αυτό με ξενερώνει. Δείχνει προς τα έξω μία εικόνα της Λατινικής Αμερικής που είναι ψεύτικη. Αν πας στο Μπουένος Άιρες δεν θα δεις τίποτα τέτοιο. Στην περιοχή αυτή που ανέφερα, όμως, που είναι το μέρος όπου πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, όλα αυτά ισχύουν και νιώθω πως μου επιτρέπεται να εμπνέομαι από αυτά.

© Sebastián Freire

Τι σας εμπνέει στο να γράψετε ένα διήγημα ή ένα μυθιστόρημα; Υπάρχουν πράγματα που βλέπετε και τα σημειώνετε για να τα χρησιμοποιήσετε αργότερα στο έργο σας;
Η διαδικασία διαφέρει όταν πρόκειται για διηγήματα απ’ ότι όταν πρόκειται για ένα μυθιστόρημα. Αυτό το μυθιστόρημα ήθελα πολύ να το γράψω και το είδα σαν ένα μεγάλο πρότζεκτ. Έτσι, μέσα σε άκρες, είχα ήδη στα χέρια μου την πλοκή. Εκείνο που δεν είχα ήταν η συναισθηματική πλοκή, που τελικά είναι και η πιο σημαντική. Οπότε ξεκίνησα να γράφω και σιγά-σιγά άρχισα να προσθέτω περισσότερα επίπεδα. Οι χαρακτήρες ήταν το πραγματικό σημείο εκκίνησης. Αντίθετα, τα διηγήματα, ως επί το πλείστον, ξεκινάνε με τέτοιο τρόπο: Κρατάω σημειώσεις, παρατηρώ ανθρώπους, μερικές φορές διαβάζω τα νέα. Μπορεί να εμπνευστώ από κάτι που μου συνέβη και μου άφησε μία παράξενη αίσθηση, ή από μία εικόνα, ή μια ιστορία. Τα όνειρα συνήθως δεν αποτελούν καλή πρώτη ύλη για τη λογοτεχνία. Είναι πολύ τρελά. Μπορεί να ξυπνήσεις και να σκεφτείς, «Αυτό ήταν πολύ καλό!», όμως όταν καθίσεις να το γράψεις συνειδητοποιείς ότι δεν είναι και τόσο. Τα όνειρα μας έρχονται από μια άλλη διάσταση, μέσω μιας διαφορετικής «κεραίας».

Τα περισσότερα έργα σας ανήκουν στο είδος του γοτθικού τρόμου. Τι είναι κατά τη γνώμη σας αυτό που καθιστά τον τρόμο τόσο ενδιαφέρον και γιατί έχει τέτοια απήχηση στο κοινό διεθνώς;
Ο τρόμος είναι ένα από τα παλαιότερα είδη στη λογοτεχνία. Ειδικά το φανταστικό που είναι οριακά τρομαχτικό. Είναι ένα αρχαίο αφηγηματικό είδος, που περιέχει μαγικά και μυθολογικά στοιχεία, τα πιο πρώιμα στοιχεία του τρόμου. Πιστεύω πως οι άνθρωποι που ακούνε ή επινοούν αυτές τις ιστορίες προετοιμάζονται, κατά έναν παράξενο τρόπο, για την ίδια τη ζωή. Προετοιμάζονται για τον «τρόμο» της πραγματικότητας και αποτελεί μία προσπάθειά τους να βρουν το νόημα σε αυτόν. Ο τρόμος είναι σαν το χιούμορ: Δεν έχει αλλάξει ιδιαιτέρως μέσα τους αιώνες. Αν έχεις ένα καλό αστείο και ξέρεις πώς να το πεις, δεν χρειάζεσαι τίποτε άλλο. Αυτή είναι η αφήγηση.

Το ίδιο και ο τρόμος: Αν έρθω μία μέρα και σου πω: «Δεν έχεις ιδέα τι μου συνέβη!» και ύστερα αρχίσω να σου εξηγώ, τελείωσε. Οι σιωπές και η ατμόσφαιρα θα συμπληρώσουν ό,τι λείπει από την αφήγηση. Επίσης, στην ποπ κουλτούρα, είναι ένα από τα κυρίως είδη. Ίσως η απήχηση που έχει να είναι αυτή που τον κάνει να θεωρείται καμιά φορά υποδεέστερος. Πολλές φορές υπάρχει μια ελιτίστικη διάθεση να μην μας αρέσουν τόσο αυτά που αρέσουν στον κόσμο. Ειδικά οι νέοι, όταν πάνε στο σινεμά, αν έχουν να διαλέξουν ανάμεσα από άλλες ταινίες και μία ταινία τρόμου, το πιο πιθανό είναι να διαλέξουν την ταινία τρόμου. Είναι κάτι σαν τελετή ενηλικίωσης. Η λογοτεχνία είναι άλλωστε ένας ασφαλής χώρος. Τίποτα κακό δεν πρόκειται να σου συμβεί εκεί. Μπορείς να έχεις αυτή την εμπειρία και να τη γλιτώσεις χωρίς γρατζουνιά. Ίσως να φοβηθείς λιγάκι, όμως θα επιβιώσεις.

Μερικά από τα διηγήματά σας έχουν δημοσιευτεί στα αγγλικά σε μερικά από τα μεγαλύτερα περιοδικά των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως το Southern Review και το New Yorker. Οι δύο συλλογές διηγημάτων σας και το νέο σας μυθιστόρημα έχουν επίσης μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι άλλες γλώσσες ανά τον κόσμο. Όταν τα γράφατε, θέλατε στο πίσω μέρος του μυαλού σας να τα κάνετε ελκυστικά σε παγκόσμιο επίπεδο, ή αυτό απλά προέκυψε αφότου έγιναν διάσημα στην Αργεντινή;
Δεν ξέρω καν πώς θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο. Ήταν, μάλιστα, μεγάλη έκπληξη για μένα το ότι άρεσαν σε τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους ανθρώπους. Όταν μιλάω με τους αναγνώστες μου, με ενδιαφέρει να μάθω τι κατάλαβαν και τι δεν μπόρεσαν να καταλάβουν με τίποτα. Μου θυμίζει όταν ξεκίνησα να διαβάζω, στην Αργεντινή, όπου κυκλοφορούσε πολλή λογοτεχνία σε μετάφραση. Όταν διάβαζα Πολ Όστερ, για παράδειγμα, του οποίου τα βιβλία διαδραματίζονται στο Μπρούκλιν, ποτέ δεν αμφισβητούσα αυτά που διάβαζα. Πήγα στο Μπρούκλιν σχεδόν είκοσι χρόνια αφότου διάβασα το πρώτο βιβλίο του Όστερ και ποτέ δεν σκέφτηκα, «Είναι πράγματι αυτός ο δρόμος εκεί που λέει;» Μου φαινόταν πολύ φυσιολογικό. Είναι παράξενο το τι μπορεί να μιλήσει στον κάθε αναγνώστη.

Για παράδειγμα, θυμάμαι όταν είχα πάει στην Πολωνία, στο Conrad Festival και μια κοπέλα με πλησίασε για να με συγχαρεί. Μου εξήγησε ότι ήταν queer και είχε μεγαλώσει σε μια μικρή πόλη από την οποία αναγκάστηκε να φύγει εξαιτίας της σεξουαλικότητάς της και το γεγονός ότι διάβασε για έναν queer χαρακτήρα στο βιβλίο μου, που είχε σχεδόν τη δική της ηλικία, ήταν γι’ αυτήν πολύ σημαντικό και τη βοήθησε ψυχολογικά. Μερικές φορές, μπορεί να είναι μία πτυχή που δεν αποτελεί τον κεντρικό άξονα της ιστορίας. Στη «Δική μας πλευρά της νύχτας» το πιο σημαντικό είναι η σχέση του πατέρα με τον γιο. Για κάθε άνθρωπο, όμως, μπορεί να είναι κάτι διαφορετικό. Γι αυτό το κορίτσι, ήταν ότι βρήκε εκεί μέσα ανθρώπους σαν την ίδια. Αυτό είναι για μένα το πιο εντυπωσιακό. Αυτός είναι και ο τρόπος με τον οποίο διαβάζω. Δεν μου αρέσει η λογοτεχνία που είναι φτιαγμένη για να αρέσει σε πολύ ευρύ κοινό. Δεν μιλάω μόνο για τα «best sellers», αλλά για τη λογοτεχνία που αποσκοπεί σε ένα διεθνές κοινό. Δεν είναι του γούστου μου, προσωπικά.

Η εφημερίδα Guardian περιέγραψε τη «Δική μας πλευρά της νύχτας» ως μια «υπερφυσική εκδοχή του “βρώμικου πολέμου” που συνδυάζει την πολιτική αλληγορία με την εύθυμη αιματοχυσία». Θα περιγράφατε το έργο σας ως έντονα πολιτικοποιημένο; Πώς ήταν η εμπειρία σας στην Αργεντινή κατά την περίοδο του «Βρώμικου Πολέμου» (1976-1981);
Το έργο μου είναι πολιτικοποιημένο, αλλά δεν είναι αλληγορία, υπό την έννοια ότι αν ήθελα να γράψω για τη δικτατορία ή την οικονομική κρίση (την οποία επίσης χρησιμοποιώ συχνά, ως θέμα), θα το έκανα. Το έχω κάνει,  μάλιστα, στο παρελθόν. Παρόλα αυτά, νομίζω ότι ο ρεαλισμός δεν είναι ένα είδος που μεταφέρει επαρκώς το συναίσθημα ή την αίσθηση της αβεβαιότητας που υπάρχει όταν μεγαλώνεις μέσα σε ένα δικτατορικό καθεστώς. Δεν ήμουν βέβαια ενήλικη τότε, οπότε δεν καταλάβαινα πολλά. Ήξερα, όμως, ότι κάτι κακό συνέβαινε. Έμοιαζε με ένα μυστήριο τρόμου που δεν πολύ-καταλάβαινα. Φυσικά, οι δικτατορίες δεν τελειώνουν στ’ αλήθεια όταν τελειώνουν. Ο νέος Πρόεδρος εγκαθίσταται, όμως αυτό που έρχεται στην επιφάνεια μετά είναι οι πληροφορίες. Αυτό με βρήκε στην εφηβεία. Διάβαζα για τα βασανιστήρια που συνέβαιναν και έψαχνα τις άγνωστες λέξεις στο λεξικό. Αυτό διαμόρφωσε τόσο την αισθητική μου, όσο και την πολιτική μου άποψη, σε σημείο που τα δύο έγιναν αναπόσπαστα.

Δεν υπήρξα ούτε μέλος των ένοπλων δυνάμεων, ούτε ακτιβίστρια, ούτε απειλήθηκε ποτέ άμεσα η σωματική μου ακεραιότητα, όμως το ένιωσα όλο αυτό και ήταν μια τρομαχτική εμπειρία. Όταν, λοιπόν, γράφω γι αυτό ρεαλιστικά, θυμίζει περισσότερο δημοσιογραφία, ενώ όταν γράφω για την αίσθηση που σου αφήνει (την αίσθηση της συνεχούς απειλής από έναν αόρατο εχθρό), γράφω πιο λογοτεχνικά. Τόσο η δικτατορία, όσο και η οικονομική κρίση σε κάνουν να νιώθεις ευάλωτη. Δεν βλέπεις κανένα μέλλον και ό,τι σχέδιο και να κάνεις καταστρέφεται, σαν να σου τραβάνε το χαλί κάτω από τα πόδια. Μοιάζει με μια άλλη πραγματικότητα. Καμιά φορά νιώθω ότι βιώνω μια διαφορετική πραγματικότητα από αυτή που βιώνουν άνθρωποι από άλλες χώρες. Εδώ στην Ευρώπη με ρωτάνε αν έχω επιθυμήσει το σπίτι μου. Ναι, το έχω επιθυμήσει, όμως αυτό που δεν έχω επιθυμήσει είναι να ξυπνάω κάθε πρωί και να τσεκάρω την τιμή του δολαρίου, ή αν αυξήθηκε ο πληθωρισμός, ή αν η κυβέρνηση είναι ακόμα η ίδια. Υπάρχουν ελάχιστοι άνθρωποι με τους οποίους μπορώ να συζητήσω αυτά τα πράγματα και να με καταλάβουν, όπως αυτοί που είναι από τη Βενεζουέλα. Στη λογοτεχνία, η αίσθηση αυτή της περιθωριοποίησης εκφράζεται καλύτερα μέσα από τον γοτθικό τρόμο. Ο ρεαλισμός γίνεται καμιά φορά κουραστικός.

Τα περισσότερα από τα διηγήματά σας είναι γραμμένα σε α’ πρόσωπο, από την οπτική ενός θηλυκού χαρακτήρα. Πρόκειται για μία δήλωση εκ μέρους σας ή είναι κάτι που σας ήρθε πιο φυσικά;
Ήταν μια δήλωση, αλλά με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που φαίνεται. Για παράδειγμα, όταν ξεκίνησα να γράφω διηγήματα, νόμιζα πως η πρωτοπρόσωπη αφήγηση θα με διευκόλυνε στο να γράψω διηγήματα τρόμου, με την αγωνία, τη δράση κ.λπ. Μου φάνηκε, επίσης, πως θα ήταν πιο εύκολο να γράψω θηλυκούς χαρακτήρες, καθώς είμαι γυναίκα, όμως όλοι οι χαρακτήρες κατέληξαν να ακούγονται σαν εμένα. Δεν είχαν δική τους φωνή, αλλά τη δική μου. Έτσι, μέσα από αυτή τη διαδικασία έμαθα πως αν ήθελα να γράψω θηλυκούς χαρακτήρες, έπρεπε να γράψω θηλυκούς χαρακτήρες, όπως θα έγραφα έναν σκύλο, έναν άντρα, ή ένα φυτό. Ήταν ένας χαρακτήρας και το γεγονός ότι ήξερα μερικά παραπάνω πράγματα για τη γυναικεία εμπειρία ήταν ένα συν, αλλά δεν ήταν το παν.

Μια ηλικιωμένη γυναίκα δεν είναι το ίδιο με μια νέα κοπέλα, ή μια συντηρητική γυναίκα δεν είναι το ίδιο με μία ακτιβίστρια, και ούτω καθεξής. Τις προάλλες, διάβαζα ένα βιβλίο του Στίβεν Κινγκ και περιέγραφε μία γυναίκα που βιαζόταν να πάει στην τουαλέτα. Νομίζω πως ο Στίβεν δεν ρώτησε τη γυναίκα του, γιατί η περιγραφή του δεν ήταν καθόλου πειστική. Οπότε, σε κάθε περίπτωση είναι ένα συν το να γράφεις για κάτι που ξέρεις. Τελικά, όταν το έμαθα αυτό, ήταν μία δήλωση το ότι ήθελα να γράψω για γυναίκες σε διηγήματα τρόμου που δεν είναι θύματα. Είναι συνήθως μάρτυρες. Δεν είναι εκείνες που τις κυνηγάει το τέρας. Ήθελα να προσθέσω αυτή την πτυχή στο είδος, γιατί ένιωθα πως έλλειπε.

Στο έργο σας συναντάμε πολλά πλάσματα από τη μυθολογία, όπως μάγισσες, φαντάσματα, τέρατα κ.λπ. Παρουσιάζονται, ωστόσο, ως «αληθινά» και οι περισσότεροι χαρακτήρες αντιλαμβάνονται την παρουσία τους. Έχει να κάνει αυτό με το είδος του «μαγικού ρεαλισμού»;
Εκτιμώ πολύ τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και το είδος του «μαγικού ρεαλισμού», όμως είναι ένα είδος που δεν με εκφράζει πια. Έχει να κάνει με την εποχή. Οι συγγραφείς των δεκαετιών του 1950 και του 1960 απεικονίζουν μια Λατινική Αμερική πολύ πιο αισιόδοξη για το μέλλον της. Στον Μάρκες μπορεί να συμβαίνουν παράξενα πράγματα, αλλά τις περισσότερες φορές τα διέπει μία μαγεία και μία χαρά. Ακόμα και τα στενάχωρα πράγματα που συμβαίνουν είναι όμορφα και ακτινοβολούν. Άλλοι, όπως ο Μάριο Βάργκας Λιόσα, μπορεί να έχουν πολύ διαφορετική θεματολογία, αλλά εμπίπτουν στην ίδια γενικότερη κατηγορία.

Στις «Συζητήσεις στον καθεδρικό ναό» (1969), για παράδειγμα, που είναι μία μεγάλη συζήτηση μεταξύ νέων ανθρώπων για το μέλλον του κόσμου, υπάρχει μία πεποίθηση πως μπορούν πραγματικά να τον κάνουν καλύτερο. Τόσο στη Λατινική Αμερική όσο και στην Ανατολική Ευρώπη, αυτή η εναλλακτική απέναντι στον καπιταλισμό απέτυχε και σε μερικά κράτη παταγωδώς. Εμείς οι νεότεροι συγγραφείς δεν μπορούμε να κατανοήσουμε αυτή την υπέρμετρη αισιοδοξία. Σίγουρα, καθώς πρόκειται για ένα μέρος όπου επικρατεί ο θρησκευτικός συγκρητισμός, υπάρχουν πολλά υπερφυσικά στοιχεία στην καθημερινότητά μας. Μπορείς να ακούσεις κάποιον να λέει ανοιχτά ότι πηγαίνει στη χαρτορίχτρα. Έπειτα υπάρχει και το Καθολικό στοιχείο. Όχι τόσο στην Αργεντινή, όσο στην υπόλοιπη Λατινική Αμερική. Η Βίβλος, σε μερικά σημεία, είναι πιο ακραία κι από την «Οδύσσεια». Είναι πολύ κουλ. Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μέσα σε φάλαινες, σκελετωμένοι καβαλάρηδες στον ουρανό, νεκροί που επιστρέφουν στη ζωή, όπως ο Λάζαρος. Η αφήγηση είναι συχνά κι αυτή εξίσου τρελή.

© Sebastián Freire

Ποιοι είναι οι συγγραφείς που σας έχουν επηρεάσει περισσότερο; Υπάρχουν λογοτεχνικές τάσεις που παρακολουθείτε σήμερα;
Νομίζω πως ο συγγραφέας που άλλαξε το παιχνίδι ήταν ο Ρομπέρτο Μπολάνιο. Ο Μπολάνιο δεν έχει τόσο έντονο το στοιχείο του φανταστικού. Επικεντρώνει περισσότερο στον τρόμο και τον ωμό ρεαλισμό. Στο «2666» μιλάει για τα θύματα στο Χουάρες και περιγράφει ένα χείμαρρο θανάτου. Έχει την εμπειρία του Λατινοαμερικανού συγγραφέα του σήμερα: Μεγάλωσε μέσα σε καθεστώς δικτατορίας, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του, ήταν φτωχός, έζησε στο Μεξικό, σιχάθηκε το Μεξικό, πήγε στην Ισπανία, ήταν ανασφαλής, προσπαθούσε να κερδίζει λογοτεχνικούς διαγωνισμούς για να ζήσει. Είναι μία εμπειρία με την οποία μπορώ να ταυτιστώ περισσότερο από εκείνη του νομπελίστα συγγραφέα. Βρισκόταν πιο κοντά στη δική μου γενιά, μετά τη δεκαετία του 1970. Είναι ένας τελείως διαφορετικός κόσμος.

Σήμερα είναι μία καλή στιγμή για την λογοτεχνία. Ο κόσμος έχει γίνει πιο δύσκολος να τον καταλάβεις και με την τεχνολογική επανάσταση (που τώρα βρίσκεται στο ζενίθ της), τους πολέμους και την άνοδο του φασισμού για άλλη μία φορά, οι άνθρωποι είναι ανήσυχοι και στενοχωρημένοι, ακόμα κι αν η κατάσταση δεν είναι στ’ αλήθεια τόσο άσχημη. Η πραγματικότητα δεν είναι τόσο άμεσα βίαιη απέναντι στους ανθρώπους, αλλά υπάρχει μία αβεβαιότητα και μία δυσπιστία απέναντι στα πάντα, που  είναι σχεδόν πρωτοφανής. Είναι λες και ζούμε σε μία προσομοίωση της πραγματικότητας. Έτσι, έχεις πολλή λογοτεχνία που φτάνει στα άκρα. Υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που μου αρέσουν. Η Σαμάντα Σβέμπλιν μου αρέσει πολύ. Τα διηγήματά της μιλάνε για έναν κόσμο που δεν μπορεί να καταλάβει. Έχουν περάσει δεκαετίες από τότε που οι συγγραφείς ασχολήθηκαν τελευταία φορά με την κατεύθυνση που έχει πάρει ο κόσμος μας. Ο αγαπημένος μου συγγραφέας είναι μάλλον ο Κόρμακ Μακάρθι. Είναι ένας πραγματικός προφήτης της καταστροφής που πλησιάζει και η γλώσσα του είναι άψογη.

Αυτή είναι η πρώτη φορά που συμμετέχετε στο Φεστιβάλ ΛΕΑ. Πώς μάθατε γι’ αυτό;
Με κάλεσαν. Ήμουν στην Ευρώπη ούτως ή άλλως, οπότε ήταν μια ευτυχής συγκυρία. Ήθελα να έρθω, για να επισκεφτώ την Ελλάδα για πρώτη φορά. Είναι, όμως, μόνο για τρεις μέρες δυστυχώς. Μου αρέσει πολύ η ζωή του συγγραφέα-ταξιδιώτη. Δεν τροφοδοτεί μόνο το «εγώ» μου. Πρέπει να ταξιδεύω γιατί χρειάζομαι νέες εμπειρίες σε νέα μέρη για τη δουλειά μου. Η Ελλάδα μοιάζει πολύ, κατά έναν παράξενο τρόπο, με την Αργεντινή. Οι άνθρωποι εδώ αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα και να ζουν τη ζωή τους με παρόμοιο τρόπο. Όσο για το Φεστιβάλ, είναι σίγουρα μια μοναδική ευκαιρία για μένα, καθώς συμμετέχουν συγγραφείς τους οποίους θαυμάζω, όπως για παράδειγμα η Σάρα Μέσα, που γράφει πολύ διαφορετικά από εμένα, αλλά μου αρέσει ιδιαιτέρως.