Βιβλιο

Κόστια Τσολάκης: Ποιος είναι ο «Εγγλέζος»;

Μιλήσαμε με τον κουίρ ποιητή, μεγαλωμένο στην Ελλάδα αλλά με γραφή στα αγγλικά, με αφορμή το βιβλίο του «Greekling»

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
ΤΕΥΧΟΣ 921
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Κόστια Τσολάκης: Ο βραβευμένος ποιητής και μία από τις πιο γοητευτικές κι επείγουσες φωνές στη βρετανική ποίηση μιλάει για το βιλβίο του, «Greekling»

Όταν ο ψηλός άνδρας γεμάτος τατουάζ κάθισε στο τραπέζι απέναντί μου στο καφέ Ριζάρη 22, δεν είχα ιδέα ότι, πριν περάσουν καλά καλά δυο ώρες, θα είχα ανακαλύψει μια αδελφή ψυχή.

Κουίρ ποιητής, μεγαλωμένος στην Ελλάδα αλλά με γραφή στα αγγλικά, ο Κόστια Τσολάκης λάτρευε την Αγγλία και την κουλτούρα της πριν ακόμα φτάσει στο πανεπιστήμιο του Γουόρικ για σπουδές, το μακρινό 1999. Από τότε που οι φίλοι του στο σχολείο –χλομός καθώς ήταν– τον έλεγαν «ο Εγγλέζος». Όταν τον ρωτάω πώς θυμάται εκείνα τα «χρυσά» χρόνια της Cool Britannia, είναι λες κι ακούω τον εαυτό μου: η Αγγλία ήταν ο αισιόδοξος, ανοιχτόμυαλος, ηλιόλουστος (!) τόπος του κινηματογραφικού Notting Hill, του Sliding Doors, του Shakespeare in Love· των βιβλίων, της τηλεόρασης, των Blur και των Pulp. «Ένα μέρος, όπου μπορούσα ν’ αναπνεύσω· με εξίταρε η μουσική της, η λογοτεχνία της, το Globe Theatre του Σαίξπηρ!»

Χρόνια αργότερα, θύμωσε μαζί της –όπως τόσοι και τόσοι Ευρωπαίοι μετανάστες– με το Brexit. Όμως, η Αγγλία τον αντάμειψε: βραχεία λίστα του βραβείου Runciman για το βιβλίο «Greekling» («Γραικύλος», του αρέσει να το ονομάζει στα ελληνικά), Poetry Book Society Recommendation, βραβείο ποίησης από το Oxford Brookes…

Ο Κόστια Τσολάκης μιλάει με αφορμή το βιβλίο του ο «Εγγλέζος»

«Μια στιγμή μού έχει μείνει ανεξίτηλη», λέει ο Κόστια Τσολάκης αναπολώντας τα γλυκά χρόνια της βρετανικής μετεφηβείας. «Ήταν Μάρτιος, πριν πάω στο πανεπιστήμιο. Η εποχή που το ΝΑΤΟ βομβάρδιζε τη Γιουγκοσλαβία και το θυμάμαι γιατί είχαμε πετάξει πάνω από την Αδριατική με το αεροπλάνο και μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση. Μπήκα σ’ ένα βιβλιοπωλείο στο Λονδίνο ν’ αγοράσω τη “12η νύχτα” του Σαίξπηρ και βγαίνοντας είδα μπροστά μου δυο άνδρες να κρατούνται χέρι χέρι. Και τότε είπα από μέσα μου, “αυτό είναι μέρος για μένα”».

Τον πρώτο χρόνο, βεβαίως, ο Κόστια Τσολάκης τον πέρασε στην ντουλάπα, λέει και γελάει, «ίσως επειδή ήθελα να σιγουρευτώ κι εγώ για τον εαυτό μου. Αλλά τη δεύτερη χρονιά βγήκα θριαμβευτικά!» Σύχναζε στο θρυλικό Rainbows στο Κόβεντρι, στο Popstarz, το Ghetto, το Heaven στο Λονδίνο· στο The Village στο Σόχο, όπου χάζευε τους go go dancers να χορεύουν φορώντας χνουδωτές μπότες… «Ένιωθα ελεύθερος εδώ» μου λέει, «μπορούσα ν’ αναπνεύσω, να είμαι ο εαυτός μου. Έρχονταν φίλοι να με δουν στο Λονδίνο –όταν μετακόμισα εδώ μετά το πανεπιστήμιο– και μου έλεγαν, “είσαι άλλος άνθρωπος εδώ, περπατάς αλλιώς, μιλάς αλλιώς”…»

Για πολλά χρόνια, αυτή η αίσθηση αισιοδοξίας που είχε για την Αγγλία παρέμεινε φουντωμένη μέσα του, συνοδευόμενη από μια αίσθηση εγκλωβισμού στην Ελλάδα: «Δεν ήθελα να έρχομαι πίσω, δεν είχα κάνει come out στους γονείς μου, αισθανόμουν και ντροπή, αυτό το gay shame που μας έχουν μάθει να νιώθουμε. Σε κάποιες διακοπές των Χριστουγέννων, ο πατέρας μου διάβασε το προσωπικό μου ημερολόγιο, όπου έγραφα για τ’ αγόρια που γνώριζα και, παρ’ όλο που δεν μου είπε κάτι, κατάλαβα ότι τον ενόχλησε· η μάνα μου άρχισε να μου κάνει διαγώνιες ερωτήσεις…

»Μέχρι και παπά έφεραν στο σπίτι, να με ραντίσει στα Θεοφάνεια, μήπως και ξορκίσουν την faggotιά –που λέω κι εγώ– από μέσα μου (γελάει). Αυτό μού δημιούργησε την πρώτη μου κρίση ταυτότητας, αλλά με έκανε και να επαναστατήσω. Γύρισα στο πανεπιστήμιο και άλλαξα το πτυχίο μου σε Ιστορία, διέκοψα τις σπουδές μου για 6 μήνες, δούλεψα σ’ ένα Starbucks για να βγάζω λεφτά, και ξανάρχισα το 2ο έτος των σπουδών μου από τον επόμενο Σεπτέμβριο. Το καλοκαίρι, όταν γύρισα για διακοπές στην Αθήνα, ήταν λες και δεν είχε συμβεί τίποτα τα προηγούμενα Χριστούγεννα… μιλάμε για τρομερή άρνηση…»

Όλα αυτά είναι δοσμένα γυμνά και ποιητικά στο βιβλίο του: τα αγόρια που γνώρισε, η τεταμένη σχέση με τους γονείς. Όμως το «Greekling» είναι και γεμάτο αγαπητικές εικόνες για την Αθήνα.

— Τι συνέβη και την ξαναγάπησες;

Είμαι παιδί των νοτίων προαστίων και το κέντρο μού φαινόταν πάντα μέρος εξωτικό. Όταν, μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012, άρχισε να δημιουργείται όλη εκείνη η τοξική ατμόσφαιρα πριν το δημοψήφισμα για το Brexit, αηδίασα με την Αγγλία και η σχέση μου μαζί της άλλαξε ανεπιστρεπτί. Ευτυχώς, είχα γνώρισα τον σύντροφό μου, τον Τιμ, το 2013 κι αρχίσαμε να ερχόμαστε στην Ελλάδα –είχα κάνει και come out στους γονείς μου το 2011, δύσκολα μεν, αλλά έγινε– και μέσω της αγάπης που απέκτησε εκείνος για την Αθήνα και την Ελλάδα, ξεκίνησα κι εγώ να την βλέπω αλλιώς, να την επαναπροσεγγίζω.

Από τη μία εκνευριζόμουν με το πώς μας έβλεπαν οι ξένοι στο εξωτερικό την εποχή της κρίσης, σαν τεμπέληδες, από την άλλη άρχισα να βλέπω μια Ελλάδα που άλλαζε, όχι την Ελλάδα του κούφιου, επιδεικτικού λαϊφστάιλ που γνώρισα μεγαλώνοντας. Βεβαίως, εδώ δεν έζησα την κρίση από πρώτο χέρι, αλλά σε αυτήν την Ελλάδα, που βγήκε από την κρίση, εγώ αισθάνομαι πιο άνετος. Ίσως επειδή αρχίζω κα γνωρίζω ανθρώπους που μου μοιάζουν, ίσως επειδή άρχισε και η ελληνική κουίρ ποίηση να γίνεται πιο δυναμική.

Χαίρεται τελικά που δεν έζησε το κέντρο όταν ήταν μικρός, γιατί τώρα το ανακαλύπτει και μαγεύεται. «Αγοράσαμε κι ένα διαμέρισμα με τον σύντροφό μου κοντά στο σπίτι της μητέρας μου, οπότε ερχόμαστε συχνά και βγαίνουμε βόλτα μαζί της στην Κυψέλη και μας δείχνει τα παιδικά της κατατόπια… Μ’ έχει πιάσει ξαφνικά μια αγωνία να ξαναγνωρίσω την κουλτούρα μας, να κερδίσω τον χαμένο χρόνο μέσα από βόλτες, βιβλία, μουσεία, τέχνη. Αυτό βγήκε πολύ στο βιβλίο, ναι».

— Και πώς ένας ιστορικός αποφάσισε να γίνει ποιητής;

Πάντα είχα μια κάποια σχέση με τη λογοτεχνία. Στο σπίτι έβλεπα το όνομα του Καβάφη στη βιβλιοθήκη, ο πατέρας μου τον αγαπούσε πολύ. Θυμάμαι μέχρι και τώρα τη σημαδιακή ημερομηνία –24 Σεπτεμβρίου του 1997, δυο μέρες μετά τα 16α μου γενέθλια– που διαβάσαμε Καβάφη στο σχολείο, τον “Καισαρίωνα”, κι έμεινα άναυδος, γιατί κατάλαβα ότι εξέφραζε τη δική μου σεξουαλικότητα. Έτσι ξεκίνησε η αγάπη μου για τον Καβάφη και δεν τελείωσε ποτέ. Μετά, στην Αγγλία, σπουδάζοντας Iστορία, συνειδητοποίησα πόσο περίπλοκη και αντιφατική είναι η ελληνική ιστορία και πόσο γεμάτη γοητευτικούς μύθους και ξανασυναντήθηκα με την αγάπη μου για τη λογοτεχνία, τόσο πολύ που σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε να έχω πάρει πτυχίο στην αγγλική λογοτεχνία τελικά (γελάει). Άρχισα, λοιπόν, να γράφω ένα μυθιστόρημα.

Κόστια Τσολάκης © Sophie Davidson

— Τι μυθιστόρημα;

Ένα με Έλληνες εφοπλιστές του Λονδίνου, τύπου “Succession”. Αλλά με φαντάσματα» μου απαντάει γελώντας. «Με βάση αυτό, με δέχθηκαν στο τμήμα δημιουργικής γραφής. Πέρασα υπέροχα εκεί: μιλούσαμε συνεχώς για λογοτεχνία, ανακάλυψα την τεράστιά μου αγάπη στους Ρώσους συγγραφείς – τον Τουργκιένιεφ, τον Γκόγκολ, τον Μπουλγκάκωφ. Να φανταστείς ότι ακόμα έχω όνειρο να πάω στην Αγία Πετρούπολη και να διαβάζω Αντρέι Μπέλι. Όμως, οι καθηγητές μου (η Maureen Freely, o Michael Hulse και ο David Morley) διέβλεψαν ότι περισσότερο από πεζογράφος, ήμουν ποιητής. Αυτό ήταν κάτι που δεν το περίμενα.

Κι εδώ που τα λέμε, για χρόνια δεν μπορούσα να γράψω ποίηση. Μέχρι που το 2015 είχα μια επιφοίτηση (road to Damascus moment, το λέει στα αγγλικά): ήμουν στην κουζίνα κι έπλενα τα πιάτα κι άκουγα στο ραδιόφωνο έναν ποιητή που μιλούσε για το πρώτο του βιβλίο και τον γκέι πόθο και κοκάλωσα. Σταμάτησα ό,τι έκανα για να τον ακούσω. Ήταν ο Andrew McMillan και διάβαζε το the men are weeping in the gym από τη συλλογή “Physical”, που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Κι εκείνη τη στιγμή κατάλαβα τι ακριβώς ήθελα να κάνω: ήθελα να γράψω ποίηση, που θα σε κάνει να σταματάς να πλένεις τα πιάτα για να την ακούσεις! Αυτή ήταν η στιγμή που άλλαξε η ζωή μου». 

Ξεκίνησε να διαβάζει πάλι ποίηση, έγινε μέλος του Poetry Society, πήγαινε σε συναντήσεις και αναγνώσεις δειλά δειλά, και μετά από 6 μήνες άρχισε να κάνει προσωπικό mentoring με την ποιήτρια Heidi Williamson.

«Αρχίσαμε να δουλεύουμε μαζί το 2016 και είναι ακόμα και σήμερα η μέντοράς μου, 8 χρόνια μετά. Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι που με βοήθησαν πάρα πολύ να βρω τον δρόμο μου, και στο μεταπτυχιακό και μετά, και χαίρομαι να τους κάνω περήφανους», λέει με παιδική σχεδόν ζεστασιά.

— Βλέπεις κοινά ή διαφορές μεταξύ βρετανικής και ελληνικής ποίησης αυτήν τη στιγμή;

Νομίζω ότι και οι δυο προσπαθούμε να βγούμε από τη σκιά των τρανών, ας το πούμε, των ρομαντικών και μοντέρνων ποιητών, να δούμε ποιοι είμαστε εκτός από απόγονοι του Τ.Σ. Έλιοτ, του Ώντεν, του Λάρκιν, του Καβάφη, του Ελύτη, του Σεφέρη. Βλέπω και στις δυο πλευρές μια προσπάθεια, επίσης, να ξεθάψουμε ποιητές που ίσως ξεχάστηκαν στο παρελθόν: στην αγγλόφωνη ποίηση όσους έγραφαν για το AIDS ή για την κουίρ επιθυμία σε εποχές που ήταν παράνομη· στην Ελλάδα, ποιητές και γυναίκες, ας πούμε, πριν τον Σεφέρη και τον Ελύτη, ακόμα κι αυτούς που συνέβαλαν στην κουίρ κυπριακή ποίηση, όπως ο Κωνσταντίνου. Με δυο λόγια, αυτό που βλέπω κοινό στους δύο χώρους είναι ότι προσπαθούμε να διαλύσουμε τον κανόνα της βρετανικής και της ελληνικής ποίησης αντιστοίχως.

— Πού πιστεύεις ότι πάει η σύγχρονη ποίηση μετά την κρίση;  

Νομίζω ότι το λιντσάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου άλλαξε τα πράγματα στην ελληνόφωνη κουίρ ποίηση – όλοι αυτοί οι θάνατοι κουίρ ατόμων, οι γυναικοκτονίες. Αισθάνομαι ότι θέλουμε όλοι να γράψουμε γι’ αυτήν τη βία. Αλλά και στη Βρετανία συμβαίνει αυτό: μας ενδιαφέρει ν’ ακουστούν οι περιθωριοποιημένες φωνές. Μιλάμε για τις ταυτότητες, τα δικαιώματα, τα ανασφάλειές μας σ’ έναν κόσμο που κλίνει όλο και περισσότερο προς τα δεξιά.

— Και το επόμενο βιβλίο;

Με ενδιαφέρει να μην επαναλάβω τον εαυτό μου. Θα γράψω για τον θάνατο του πατέρα μου, για τη Θεσσαλονίκη απ’ όπου κατάγεται, θέλω να ψάξω τις ρίζες μου, να κοιτάξω τις φιγούρες της οικογένειάς μου στο ιστορικό τους πλαίσιο: τον παππού μου που γύρισε με κρυοπαγήματα από το μέτωπο της Αλβανίας, τη γιαγιά μου που ήταν Γερμανίδα, τον αδερφό του παππού μου που εκτελέστηκε από τους Ναζί στο Ασβεστοχώρι – με ενδιαφέρουν όλες αυτές οι αντιθέσεις. Ή θέλω να γράψω για την ομοφυλοφιλία στο Βυζάντιο. Αλλά, να ξέρεις, όλα αυτά τα θέματα οδηγούν, φυσικά, σε ένα: στον πόλεμο. Γι’ αυτό θέλω να γράψω.

Θα μπορούσα να του μιλάω για ώρες ακόμα, είτε στο καφέ όπου καθίσαμε είτε μέσω zoom όπου συνδεθήκαμε για να κάνουμε μέρος αυτής της συζήτησης. Έχω, όμως, περιορισμένο αριθμό λέξεων γι’ αυτήν τη συνέντευξη και ίσα που προλαβαίνω να τον ρωτήσω κάτι που μ’ έτρωγε από την αρχή.

— Γιατί «Κόστια;»

Γιατί όταν ήρθα στην Αγγλία κανείς δεν μπορούσε να προφέρει το Κωνσταντίνος και με έλεγαν Κon, Κonz, Connie, ονόματα που δεν μου άρεσαν καθόλου. Κι όταν κάποια στιγμή διάβασα την Άννα Καρένινα, αποφάσισα να υιοθετήσω το υποκοριστικό Kostya. Αισθάνομαι μια τρυφερότητα προς αυτό το όνομα: για πολλά χρόνια δεν αισθανόμουν άνετος με τον εαυτό μου, αλλά το γεγονός ότι είχα επιλέξει πώς θα ονομάσω τον εαυτό μου –στην Αγγλία ειδικά– μου έδωσε μια αίσθηση ελέγχου. Κι εν τέλει, είναι κάτι που μου επέτρεψε να κρατήσω μιαν απόσταση μεταξύ του Κωστή της Ελλάδας και των γονιών μου και του Κόστια που γράφει γι’ αυτούς και είναι περφόρμερ στη σκηνή. Πες το λογοτεχνικό ψευδώνυμο. Μόνο που πια έγινε η ζωή μου. Τι ωραίο να μπορείς να την ορίζεις εσύ τη ζωή σου!»