Βιβλιο

Μιχάλης Μακρόπουλος: Κάποια Μαργαρίτα Ιορδανίδη

«Εκείνο που πάντα μου άρεσε είναι ο τρόπος με τον οποίο επεξεργάζεται μικρές λεπτομέρειες της πραγματικότητας που περιγράφει»

Γιώργος Φλωράκης
ΤΕΥΧΟΣ 921
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μιχάλης Μακρόπουλος: Το νέο βιβλίο του «Μαργαρίτα Ιορδανίδη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.

Πριν από έναν περίπου μήνα έγραφα εδώ για το «Ποτάμι του χρόνου», το βιβλίο στο οποίο ο Μιχάλης Μακρόπουλος εξομολογούνταν την αγάπη του για τον κινηματογράφο. Η «Μαργαρίτα Ιορδανίδη» (Κίχλη) είναι όμως η καινούργια του νουβέλα και, για ακόμη μια φορά, πρόκειται για ένα πολύ καλό βιβλίο.

Εκείνο που πάντα μου άρεσε στον Μακρόπουλο είναι ο τρόπος με τον οποίο επεξεργάζεται μικρές λεπτομέρειες της πραγματικότητας που περιγράφει. Να δύο παραδείγματα από τη «Μαργαρίτα Ιορδανίδη»: «Τα ψίχουλα τα σκορπισμένα γύρω απ’ το πιάτο σαν ν’ απόχτησαν ξάφνου κρυφή έννοια, γιατί τα παρατηρούσε ένα ένα, τα ζούλαγε με τ’ ακροδάχτυλο, τα μετακινούσε παρακεί, λες και υπήρχε για τα σκόρπια ψίχουλα μία και μοναδική σειρά για με νόημα, όπως στ’ αστέρια ενός αστερισμού» (σελ. 14). Ή και πιο κάτω: «Του άρεσε το στριμωξίδι ανάμεσα στους πάγκους, η τυχαία αίσθηση ενός άγνωστου κορμιού που για μια στιγμή κολλούσε πάνω στο δικό του κι έπειτα τραβιόταν, οι περαστικές μορφές που διαδέχονταν απανωτά η μια την άλλη, σαν ζωγραφισμένες σ’ ένα μπλοκ που ένα δάχτυλο το φυλλομετρούσε στα γρήγορα» (σελ. 21). Είναι η λεπτομέρεια, είναι η αποκάλυψη της λεπτής υφής της πραγματικότητας, είναι –ακόμη περισσότερο– ο ρυθμός του περάσματος του χρόνου (όπως πιθανότατα θα το έθετε ο Βέντερς), είναι σε κάθε περίπτωση ο ρυθμός που ο Μακρόπουλος διαλέγει για να απευθυνθεί στον αναγνώστη του: αρκετά αργός ώστε να απολαμβάνεις την ανάγνωση έχοντας την επίγνωση ότι εκείνη τη στιγμή διαβάζεις, αρκετά γρήγορος ώστε να μην μπορείς να κλείσεις το βιβλίο.

Η Μαργαρίτα είναι η Μαργαρίτα. Κι ύστερα είναι κάποια άλλη. Κι αν η αποσαφήνιση της ταυτότητάς της είναι κομβικό ζήτημα για το βιβλίο, ο Κώστας είναι πιο απλός. Θα μπορούσε να μου γίνει συμπαθής έτσι κλειστός και μονόχνωτος που είναι. Έτσι που ρίχνει μαύρη πέτρα πίσω του φεύγοντας από το χωριό, έτσι που δεν διστάζει να κάνει καινούργια αρχή ξανά και ξανά, έτσι που «γραπωνόταν από την καθημερινότητα… ένας άνθρωπος ανάμεσα στους πολλούς που πάλευε όπως όλοι με τις μικροέγνοιες, τους φόβους, τα προβλήματά του» (σελ. 27). Έτσι που δούλευε (λογιστής) από το πρωί μέχρι το βράδυ, απολαμβάνοντάς το κιόλας μερικές φορές. Μα δεν μου είναι συμπαθής, είναι υπερβολικά… τακτικός για τα γούστα μου. Όπως «τα χαρτιά είναι ταχτοποιημένα σε μικρές στοίβες» (σελ. 25), και η ζωή του τείνει να τακτοποιείται no matter what. Δεν μου είναι συμπαθής έτσι που δεν έχει χιούμορ, έτσι που δεν τρέφει ιδιαίτερα αισθήματα ούτε για τη μητέρα του. Όταν εκείνη πεθαίνει, «ό,τι ένιωθε ήταν ανάκατο, δεν μπορούσες να το πεις ούτε λύπη ούτε τίποτε» (σελ. 42). Ο τρόπος που αντιμετωπίζει τον θάνατό της, θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει ο Μερσώ τον θάνατο της δικής του μητέρας, στον «Ξένο» του Καμύ. Βέβαια ο Καμύ δίνει πολύ μεγαλύτερη έκταση στο ζήτημα αυτό. Δεν μου είναι συμπαθής, είναι συντηρητικός, επιμένει ξανά και ξανά ότι το σωστό δεν είναι «Ιορδανίδη» αλλά «Ιορδανίδου». Ο Κώστας τα τακτοποιεί όλα ξεπερνώντας κάθε εμπόδιο. Μόνο που τακτοποιώντας τον μικρόκοσμό του όπως αυτός σχηματίζεται κάθε στιγμή στο μυαλό του, οδηγεί τους άλλους ανθρώπους στο χάος. Ή τουλάχιστον, έτσι νιώθω…

Προφανώς δεν θα ταίριαζα μ’ έναν άνθρωπο όπως ο Κώστας. Και δεν θα αποκαλύψω άλλο τίποτα από την πολύ ουσιαστική αυτή νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου. Τον Κώστα, όπως και κάθε άλλο μυθιστορηματικό ήρωα, μπορεί ο κάθε αναγνώστης να τον δει με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο. Και μπορεί οι προσεγγίσεις να απέχουν έτη φωτός η μία από την άλλη. Αυτή δεν είναι άλλωστε η μαγεία της λογοτεχνίας;

Κρατώ για το τέλος την αίσθηση του καλοκαιριού, έτσι όπως υπάρχει στο βιβλίο κι όπως τα παιδιά τη νιώθουν: «Ήταν αρχές Οκτώβρη –η Ιωάννα είχε μόλις αρχίσει την πρώτη δημοτικού. Η Δήμητρα πήγαινε φέτος στα μεγάλα νήπια–, και δεν είχαν αποβάλει από τον παιδικό τους οργανισμό την καλοκαιρινή αποχαλίνωση, την αίσθηση απεραντοσύνης που έχει ο χρόνος το καλοκαίρι, όταν δεν υπάρχουν ώρες αλλά μονάχα νύχτα και μέρα» (σελ. 119).

Η «Μαργαρίτα Ιορδανίδη» κυλάει νερό, μα δεν είναι ένα εύκολο συναισθηματικά βιβλίο. Είναι ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα που μπορεί να σε βοηθήσει να δεις στον εαυτό σου ή στους γύρω σου τι μπορεί να κάνεις λάθος και πόσο ολέθριο μπορεί να αποδειχτεί το λάθος αυτό…