Βιβλιο

Ο Μαύρος Ορλώφ

Δε μοιάζει με κανένα άλλο καλό μυθιστόρημα

Βασίλης Βασιλικός
ΤΕΥΧΟΣ 509
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αν θέλετε να διαβάσετε ένα καλό μυθιστόρημα που να μη μοιάζει με κανένα άλλο καλό μυθιστόρημα της χρονιάς που μας πέρασε, προτιμήσετε το «Ο μαύρος Ορλώφ» του Γιάννη Γαϊτάνου που κυκλοφόρησε στις ακροτελεύτιες μέρες του Δεκέμβρη από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.

Είναι μια ημερολογιακή καταγραφή 13 μόνο ημερών (17-30 Νοεμβρίου του 1905) ενός πολύγλωσσου άρτι προσληφθέντος διπλωμάτη στο Υπουργείο Εξωτερικών (και αγνώστου ακόμα στο χώρο του) στον οποίο αναθέτουν μια «ειδική αποστολή»: να διεισδύσει προς άγραν πληροφοριών, με όνομα, διαβατήριο και ιδιότητα Ρώσου μεγαλεμπόρου, στον κύκλο των Βαλκάνιων αναρχικών (Βούλγαρων, Σέρβων, Ελλήνων, Αλβανών, ακόμα και Τούρκων ενάντια στον Σουλτάνο) που σχεδιάζουν την ίδρυση Ανεξάρτητης Μακεδονικής Ομοσπονδίας, στον απόηχο της αποτυχημένης μεν, αλλά πολλά υποσχόμενης δε, πρώτης εξέγερσης των μπολσεβίκων στην Αγία Πετρούπολη το 1905.

Ο πρώτος σταθμός του Ιωάννη Πορφυρογένη (το πραγματικό όνομα του διπλωμάτη-ημερολογιογράφου) είναι ο Βόλος όπου συναντά, μεταξύ άλλων, και τον καρμπονάρο πατέρα του κατοπινού ζωγράφου Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο (είναι ο επικεφαλής της δημιουργίας σιδηροδρομικού δικτύου στη Θεσσαλία) και ο δεύτερος και τελευταίος η πολυεθνική και κοχλάζουσα σε κάθε μορφής ίντριγκες Θεσσαλονίκη. Εκεί συναντά τον εξόριστο, εβραϊκής καταγωγής επαναστάτη Λέοντα Τρότσκι, που περιφέρεται στα Βαλκάνια ως ανταποκριτής εφημερίδας της διασποράς που συνεργάζεται στενά με τον επίσης εβραϊκής καταγωγής Έλληνα κομμουνιστή (πριν την ίδρυση του ΚΚΕ) «σοσιαλιστή» Μπεναρόγια.

image

Χαφιές στην ιστορία αυτή, όπως και στην ανεξιχνίαστη μέχρι σήμερα δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ το 1949 στη Θεσσαλονίκη, είναι φυσικά –ποιος άλλος;– ένας Άγγλος διπλοπράκτορας με το όνομα Μακύ, ο οποίος προδίδει τους κατόχους του μεγαλύτερου διαμαντιού στον κόσμο που σύντροφοι του Τρότσκι κατάφεραν να κλέψουν από τα υπόγεια θησαυροφυλάκια του Τσάρου στις φονικές εκείνες λίγες μέρες που κράτησε στην Αγία Πετρούπολη η εξέγερση.

Διότι καμιά επαναστατική οργάνωση δεν μπορεί να λειρουργήσει χωρίς χρήμα. Και το διαμάντι αυτό με τη συνθηματική ονομασία «Μαύρος Ορλώφ» προορίζονταν προς πώλησιν στα αδαμαντορυχεία του Άμστερνταμ ή της Αμβέρσας, ανάλογα ποιος θα έδινε τα περισσότερα λεφτά, για τις ανάγκες της δημιουργίας ενός Ανεξάρτητου Ομοσπονδιακού Κράτους της Μακεδονίας από όλους τους εμπλεκόμενους Βαλκάνιους αναρχικούς (μηδέ του Μουσταφά Κεμάλ και του Εμβέρ εξαιρουμένων, παρόντων στη Θεσσαλονίκη την ίδια εποχή, που πρωτοστατούσαν στην ανατροπή του Σουλτάνου).

Και τότε, τη 13η και φαρμακερή μέρα (το ημερολόγιο που κρατά ο Πορφυρογένης αρχίζει στις 17 Νοέμβρη –εξέγερση Πολυτεχνείου– και τελειώνει στις 30 του ίδιου μηνός, δηλαδή μια μέρα πριν τα «Δεκεμβριανά» της «Ματωμένης Κυριακής» στην Αθήνα του 1944), βρίσκει οικτρό θάνατο ο αφηγητής που μας τον περιγράφει (το θάνατό του) στις 10 Ιουνίου του 1924 ο υποστράτηγος του ελληνικού στρατού και φίλος του δολοφονημένου Φίλιππος Ζάρκος, στα υπόγεια του οποίου, όταν το διώροφο κατεδαφίστηκε επί χούντας για να γίνει πολυκατοικία βρέθηκαν, σε έναν τενεκέ, σαν τα «Απομνημονεύματα» του στρατηγού Μακρυγιάννη, και τα χειρόγραφα του μακαρίτη από έναν ανεψιό του υποστράτηγου.

Ο Γιάννης Γαϊτάνος, ο πραγματικός συγγραφέας πια αυτών των «χειρογράφων», πέτυχε με το βιβλίο του αυτό, το 10ο κατά σειρά πεζογράφημά του, το α κ α τ ό ρ θ ω τ ο. Δηλαδή να αναβιώσει μια ολόκληρη εποχή με κύριο όχημα τη γλώσσα. (Δεν είναι η καθαρεύουσα, είναι η λόγια εκδοχή της.) Πέτυχε ακόμα να φτιάξει έναν απόλυτα πειστικό «αντι-ήρωα» στο πρόσωπο του αφηγητή του, που μόνο απερίπλοκος δεν είναι.

Όπως στον «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου ο Ντίνος Ηλιόπουλος εμπλέκεται σε μια σκοτεινή ιστορία, ολότελα άσχετος με αυτήν, έτσι κι ο Πορφυρογένης βρίσκεται μέσα στο έρεβος του Μακεδονικού Αγώνα χωρίς καμιά σχετική προετοιμασία γι’ αυτόν. Διατηρεί πεισματικά την αυτοτέλεια του «καλλιεργημένου» ανθρώπου, εμμένει στις προσωπικές του ψυχώσεις και δεν προδίδει την άκρα μετριοφροσύνη του, το χαμηλό του προφίλ που πάντα τον χαρακτήριζε. Υποδύεται τον Ρώσο Τζέιμς Μποντ των Βαλκανίων, όπως ο Ηλιόπουλος τον «Δράκο» που δεν ήταν στην ταινία του Κούνδουρου και, με εύρημα αυτό, ο συγγραφέας των ημερολογίων δίνει τη δυνατότητα στους άλλους να τον κατατοπίσουν, να του εκθέσουν τις θεωρίες τους που ενίοτε τις αντικρούει κτλ.

Τοιουτοτρόπως ο αναγνώστης κλείνοντας το βιβλίο έχει μάθει σχεδόν τα πάντα: σε ποιο διεθνές πλαίσιο εντάσσεται «το μακεδονικό», πώς προέκυψε η εξ αυτού συνώνυμη «σαλάτα», μαθαίνει για τις ίντριγκες, τις παλινωδίες της τότε (όπως και τώρα) «τρόικας» (Αγγλία, Ρωσία, Γαλλία), την ατζαμοσύνη των τότε (όπως και τώρα) Ελλήνων πολιτικών, αλλά και την παλικαριά και την ανιδιοτέλεια τότε (όπως και τώρα) των ανώνυμων αγωνιστών. Ταυτόχρονα ο αναγνώστης ξενερίζει από το μυθιστόρημα έχοντας αποκτήσει στο αναγνωστικό του οπλοστάσιο ένα νέο «ήρωα» ή «αντιήρωα». Δηλαδή μια ολοκληρωμένη ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία, μια καινούργια μυθιστορηματική persona, τουτέστιν τον Ιωάννη Πορφυρογένη που με τις υπαρξιακές και υπερεαλιστικές φαντασιώσεις του δροσίζει το κείμενο με τον αυτοσαρκασμό του. Και με το πηγαίο χιούμορ των απελπισμένων.

Γραφή οιστρηλατημένη, πλοκή άριστα δομημένη. Λυρισμός και μεταφυσική σε πρώτο πλάνο. Tη μόνη ένσταση που θα μπορούσα να έχω (για την εμμονή του αφηγητή στο μπροστινό και στο πίσω μπαλκόνι του γυναικείου σωματότυπου) κατάφεραν 3 μόνο σελίδες από τις 842 της «Αυτοβιογραφίας» του Βραζιλιάνου συγγραφέα Γιόργκε Αμάντο που διάβασα πρόσφατα (καμιά σχέση με τον σημερινό, σε κακέκτυπο, ομόλογό του Πάολο Κοέλο) να μου την αναιρέσουν.

Υ.Γ. Υπόσχομαι τις τρεις αυτές σελίδες να τις μεταφράσω από τα γαλλικά για την απόλαυση των αναγνωστών της ηλεκτρονικής Athens Voice πριν τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου. Θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στους «αναποφάσιστους». Τίτλος τους: «Μόσχα 1953 - Τα βυζιά της Βαλεντίνης».