Βιβλιο

Το βιβλίο και η Εποχή της Μπασκλασαρίας

Στους αντίποδες του εστετισμού, το χάος

Κυριάκος Αθανασιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πώς η δύναμη των σόσιαλ μίντια αλλάζει το εκδοτικό τοπίο

Αυτό που είδαμε στις Ευρωεκλογές, με την τεράστια αποχή, τους απίθανους νέους ευρωβουλευτές, την άνοδο του Βελόπουλου, τη θριαμβευτική είσοδο της Λατινοπούλου, και τον συνωστισμό των ~3% λαϊκιστικών κομμάτων στα… ακροδεξιά τους, το βλέπουμε στον χώρο του βιβλίου χρόνια τώρα, και ειδικά την τελευταία πενταετία-δεκαετία. Βασικά, είναι ένα φαινόμενο που παρατηρούμε να μεγαλώνει εκθετικά, και ως εκ τούτου να χειροτερεύει, κάθε χρόνο, από τότε που τα σόσιαλ μίντια μπήκαν για τα καλά στη ζωή μας. Είναι όπως με την κλιματική κρίση. Πώς λέμε ότι φέτος θα έχουμε το πιο δροσερό καλοκαίρι της επόμενης δεκαετίας; Αυτό ακριβώς: κάθε χρόνο είμαστε και χειρότερα. Είναι μία κατάσταση που σχεδόν την έχουμε συνηθίσει πια, όπως καθετί κακόγουστο που επιβάλλεται διά της φορτικής του επαναλήψεως. Και που έχει ένα όνομα: ζούμε την Εποχή της Μπασκλασαρίας.

Την Εποχή της Μπασκλασαρίας τη βλέπουμε παντού: σε νέους συγγραφείς, σε «κριτικούς» και «παρουσιαστές» βιβλίου, σε wannabe influencers, σε «ομάδες» και «σελίδες», ακόμη και σε… βιβλιοπωλεία. Πια, δεν μπορείς να το αποφύγεις όλο αυτό, γιατί δεν είναι εντοπισμένο κάπου, δεν είναι εδώ ή εκεί: είναι διάχυτο στον χώρο — βρίσκεται παντού, και σε τρομάζει.

Τις προάλλες κουτσομπολεύαμε με φίλους έναν που παρουσιάζει και διαφημίζει βιβλία, έναν άνθρωπο που εμφανώς δεν είναι ακριβώς σε θέση να διαβάσει. Σχεδόν πονούσες παρακολουθώντας τον. Πλέον γίναμε φαν του κι εμείς. Για τους λάθος λόγους μεν, αλλά γίναμε. Είναι τόσο θλιβερά αστείο να τον βλέπεις να προσπαθεί (ή, για την ακρίβεια, να μην προσπαθεί καν…) να μιλήσει με τα ίδια λόγια για όλα τα βιβλία που «παρουσιάζει», χωρίς να καταλαβαίνει τι λέει και για ποιον το λέει…

Οι συγγραφείς, πάλι, που, χωρίς να είναι συγγραφείς, διαφημίζουν τον εαυτό τους σαν τέτοιο, είναι πια κοινωνική μάστιγα. Κάποιοι κάνουν κανονικές περφόρμανς, μιλούν καθημερινά με φανταστικούς φίλους και φανταστικούς φανατικούς αναγνώστες τους, στέλνουν θεαματικά ραβασάκια στον εαυτό τους, ακούνε Φωνές. Άλλοι, ή και οι ίδιοι, επιδίδονται σε διαγωνισμό σολοικισμών στην προσπάθειά τους να μιλήσουν «καλά», πετάνε αδιανόητα μαργαριτάρια, κοελίζουν μετά μανίας, κεντάνε Καλημέρες με παπαρούνες και σπουργιτάκια και τις κρεμάνε στα προφίλ τους — όρεξη να ’χει κανείς. Όπως, δε, συμβαίνει στους κόλπους των αντίστοιχων πολιτικών σχηματισμών της Μπασκλασαρίας, το ίδιο και αυτοί: μιλούν για τον εαυτό τους και τους ομοίους τους (είναι πολλοί, λεγεών) με όχημα έναν διθυραμβικό λόγο που μπορεί να σε λιγώσει από το σερμπέτι, ή και να σε ξαποστείλει από OD, όταν δεν φωτογραφίζονται σαν τον Κάφκα στην παραλία, χωρίς τον Μαξ Μπροντ από δίπλα.

Τα αισθητικής φύσεως ξεμαλλιάσματα ανάμεσα σε ανθρώπους που διαβάζουν μόνο αυτό ή μόνο εκείνο το είδος ή την κατηγορία είναι καθημερινή υπόθεση.

Σε βιβλιοφιλικές ομάδες τα παρανοϊκά ερωτήματα δίνουν και παίρνουν. Οι δε moderators απλώς σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Δεν μπορούν να κάνουν κάτι, τα ρεσάλτα είναι άπειρα. Θέματα λυμένα από αιώνες ανακινούνται εξαρχής αλλά σε νηπιακό επίπεδο, χρήστες με περίεργα ψευδώνυμα —ή και άλλοι, χειρότεροι: επωνύμως…— καταφέρονται εναντίον συγγραφέων που τα βιβλία τους διδάσκονται στα μεγάλα ξένα πανεπιστήμια, ακόμη πιο παλαβοί τύποι βγαίνουν και μας πληροφορούν λαχανιασμένοι πόσο σημαντικοί είναι ο Ντοστογιέφσκι, ξέρω γω, ο Τόμας Μαν ή ο Μέλβιλ («Ξετρύπωσα διαμαντάκι»), ενώ τα αισθητικής φύσεως ξεμαλλιάσματα ανάμεσα σε ανθρώπους που διαβάζουν μόνο αυτό ή μόνο εκείνο το είδος ή την κατηγορία είναι καθημερινή υπόθεση.

Δεν μιλάμε εδώ για «λαϊκή πεζογραφία», δεν μιλάμε για ροζ, για αστυνομικά ή για ό,τι άλλο, δεν μιλάμε για genre fiction ή για βιβλία τού TikTok, που όλα τους είναι καλά καγαθά και συνεισφέρουν στο χτίσιμο της μεγάλης, ζωντανής και ζέουσας πυραμίδας της αγοράς του βιβλίου, που στηρίζεται στην ποικιλομορφία και την ποσότητα: μιλάμε για την αυθεντική Μπασκλασαρία, τους αντίποδες ενός εστετισμού, που έχει καβαλήσει το σοσιαλμιντιακό ξύλινο αλογάκι της και, σαν άλλη αφρικανική σκόνη, καταπνίγει τους πάγκους και τα ράφια των εικονικών βιβλιοκαφέ, παραμορφώνοντάς τα με τον ακκισμό, την απαιδευσιά και το εξοντωτικό της επίπεδο.

Ζούμε άραγε κάτι πρωτόγνωρο; Κάτι που δεν υπήρχε ποτέ παλιά στον χώρο; Δηλαδή, δεν ισχύει εδώ το «ουδέν καινόν υπό τον ήλιον»; Και ναι και όχι. Γιατί, μολονότι όλοι αυτοί οι τύποι, οι Μαυρογιαλούροι των γραμμάτων, σαφώς και υπήρχαν ήδη από τη γέννηση του βιβλίου, ποτέ πριν στην ιστορία δεν είχαν τα όπλα που εν αφθονία τούς παρέχει το διαδίκτυο. Τα πράγματα, εν ολίγοις, αλλάζουν. Ή: Πάλι καλά που υπάρχουμε. Για λίγο ακόμα, ίσως.

H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot.