- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης μιλάει για το νέο του βιβλίο «De Mysteriis» και το black metal
Ένα μυθιστόρημα από τις εκδόσεις Αντίποδες πάνω στους τίτλους ενός από τα αριστουργήματα του νορβηγικού black metal
Χρυσόστομος Τσαπραΐλης: Συνέντευξη με τον συγγραφέα για το βιβλίο «De Mysteriis» (εκδόσεις Αντίποδες) και τη σχέση με τον black metal δίσκο των Mayhem.
Με τον Χρυσόστομο Τσαπραΐλη έχουμε κοινές αγάπες: το νορβηγικό black metal, τους Mayhem, τον τραγουδιστή τους, τον Dead, αλλά και τον Tolkien, τον Barker, τον Ligotti. Τον παρακολουθώ από το πρώτο του βιβλίο, τις «Παγανιστικές Δοξασίες της Θεσσαλικής Επαρχίας», που μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η θεματολογία του αλλά και η left hand οπτική του. Όμως ακόμη κι αν οι προηγούμενες δουλειές του Τσαπραΐλη μου άρεσαν, το καινούργιο του βιβλίο με εξέπληξε: καλοστημένα διηγήματα, σκοτεινή θεματολογία, θαυμάσια γραφή και ιστορίες που εκτυλίσσονται σ’ ένα απολύτως αναγνωρίσιμο τοπίο, που όμως μεταμορφώνεται, παίρνει εξωπραγματικές, ζοφερές διαστάσεις. Διάβασα απνευστί το “De Mysteriis” και ξαναέβαλα στο πικάπ -μετά από πολλά χρόνια- τόσο το το “De Mysteriis Dom Sathanas, όσο και το “Live In Leipzig” των Mayhem. Νοσταλγία…
Χρυσόστομος Τσαπραΐλης: Ο συγγραφέας μιλάει για το νέο του βιβλίο De Mysteriis και την έμπνευση από το νορβηγικό black metal
Μετά τις «Παγανιστικές Δοξασίες της Θεσσαλικής Επαρχίας» και τις «Γυναίκες Που Επιστρέφουν» έρχεσαι με το τρίτο σου βιβλίο. Έχει αρκετές διαφορές από τα δύο προηγούμενα, έτσι δεν είναι;
Σίγουρα. Η πιο εμφανής είναι δομική και έχει να κάνει με την έκταση των ιστοριών που πλέον φτάνουν σε μέγεθος «κανονικού» διηγήματος. Έπειτα, έχει αλλάξει ο χώρος που διαδραματίζονται οι ιστορίες: εκεί που οι «Παγανιστικές Δοξασίες» και οι «Γυναίκες που Επιστρέφουν» είχαν ως κύριο πεδίο δράσης ένα άχρονο, σχεδόν μυθολογικό παρελθόν (με κάποια ψήγματα σύγχρονου κόσμου), οι ιστορίες του “De Mysteriis” διαδραματίζονται ως επί το πλείστον στα τελευταία 15 χρόνια. Τέλος, αποπειράθηκα να εμβαθύνω περισσότερο στον ανθρώπινο παράγοντα, στις σκέψεις και τις εμμονές των πρωταγωνιστών (οι οποίες αποτελούν και έναν από τους θεματικούς άξονες του βιβλίου), σε σχέση με την πιο αποστασιοποιημένη και περιγραφική αφηγηματική ματιά των Γυναικών και των Δοξασιών.
Ανεξάρτητα από τον τρόπο που θα χαρακτηρίζαμε τα διηγήματά σου, μ’ ένα ευρύ τρόπο, αποτελούν σκοτεινή γραφή. Ποια θα έλεγες ότι είναι τα στοιχεία της γραφής σου και πώς θα όριζες ο ίδιος τα δικά σου κείμενα;
Θα έλεγα ότι τα κείμενά μου κινούνται στον ευρύτερο χώρο της λογοτεχνίας που στα αγγλικά λέγεται spe-culative fiction (λογοτεχνία που ξεφεύγει από τον ρεαλισμό και περιλαμβάνει τον τρόμο, την επιστημονική φαντασία και τη λογοτεχνία του φανταστικού), και συγγενεύουν με τον τρόμο, δίχως αυτός να είναι αυτοσκοπός – στόχος μου είναι να ανακινήσω στον αναγνώστη μια αίσθηση του θαυμαστού και του υπερβατικού, να αναδείξω το παράδοξο που υπάρχει στον κόσμο μας, να ανοικειώσω γνώριμα τοπία, να παρουσιάσω χαρακτήρες με τρόπους σκέψης που αποκλίνουν από το συνηθισμένο, και να επαναμαγεύσω, όσο μπορώ, την πραγματικότητα, μέσω μιας ανιμιστικής ματιάς.
Ποιοι συγγραφείς θα έλεγες ότι οδηγούν τα βήματά σου και πώς ακριβώς ο καθένας;
Ο J.R.R. Tolkien με τον λυρισμό του και τη μυθολογική του ματιά,ο H.P. Lovecraft με την υπαινικτική μαεστρία με την οποία κεντάει τον τρόμο, ο Arthur Machen με την υπερβατικότητα, ο Algernon Blackwood με το παγανιστικό του πρίσμα, ο Robert Aickman με την μοναδική του ικανότητα να εγείρει το παράδοξο σε γνώριμα μέρη και καταστάσεις, ο διηγηματικός Clive Barker με το εύρος της θεματικής του πρωτοτυπίας, ο Νικόλαος Πολίτης με τη λαογραφική του ματιά.
Οι τίτλοι των διηγημάτων σου συμπίπτουν με τους τίτλους του δίσκου των Mayhem που έχει σχεδόν τον ίδιο τίτλο με το βιβλίο σου: “De Mysteriis Dom Sathanas”. Με ποιον τρόπο άντλησες έμπνευση από τον συγκεκριμένο δίσκο;
Από τις πρώτες φορές που έπιασα στα χέρια μου τον δίσκο και το πανέμορφο booklet με τα πρωτογράμματα του Jørgen Lid Widing και τη χειροποίητη γραμματοσειρά των στίχων, είχα την εντύπωση πως τα οχτώ αυτά μνημειώδη black metal κομμάτια κρύβουν μέσα τους τον σπόρο ισάριθμων διηγημάτων. Έτσι, πριν από 4-5 χρόνια έθεσα στον εαυτό μου ως πρόκληση την υλοποίηση αυτών των ιστοριών με μπούσουλα την ατμόσφαιρα του δίσκου (και γενικότερα το πνεύμα της νορβηγικής black metal σκηνής των αρχών της δεκαετίας του 1990) και τους στίχους των τραγουδιών. Προχώρησα τραγούδι-τραγούδι, προσπαθώντας σε καθένα να στήσω μια διήγηση με βάση τους (ομολογουμένως λιτούς και ασαφείς, από αφηγηματικής άποψης) στίχους, ενσωματώνοντας στην πορεία και κάποια στοιχεία από τον βίο της μπάντας και των γεγονότων που σημάδεψαν τη σκηνή. Σταδιακά αναδύθηκαν κάποια στοιχεία που ταίριαζαν μεταξύ τους (για παράδειγμα η απελπισμένη λαχτάρα για τον θάνατο στο “Life Eternal” οδηγεί στη νεκροζώντανη οντότητα του “Buried by Time and Dust”, (το οποίο επίσης μπορεί να σχετίζεται με το προσωπείο του “From the Dark Past”), με αποτέλεσμα την τρόπο τινά σπονδυλωτή νουβέλα που συνθέτουν τα τρία τελευταία διηγήματα του βιβλίου. Όσο για τους κεντρικούς θεματικούς άξονες (οι κατασκευασμένες παραδόσεις και οι εμμονές των πρωταγωνιστών που παίρνουν σάρκα και οστά) προέκυψαν αρκετά αργότερα. Να σημειώσω εδώ και τον Τόλη Γιοβανίτη που φιλοτέχνησε τα πρωτογράμματα των ιστοριών του βιβλίου, τα οποία πιστεύω ότι συμβάλλουν τα μέγιστα στην επίκληση της ατμόσφαιρας του δίσκου.
Το «Παγωμένο Φεγγάρι» (“The Freezing Moon”) το αφιερώνεις στον Per Yngve Ohlin, που είχε τραγουδήσει το συγκεκριμένο τραγούδι μόνο στον Live της Λειψίας το 1990 και όχι στο “De Myste-riis.”… Γιατί το αφιερώνεις σ’ εκείνον;
Τρέφω ιδιαίτερη αδυναμία στον Per, τόσο ως ερμηνευτή (παρότι θεωρώ αξεπέραστη την ερμηνεία του Attila Csihar στο “De Mysteriis…”), όσο και ως αλλόκοτη και τραγική, σχεδόν μυθική φιγούρα, και πιστεύω ότι αποτύπωνε μια σκληρή μα και συνάμα αθώα έκφανση του black metal, κάτι ιδιαίτερα πρωτόλειο – άλλωστε η αυτοκτονία του εγκαινιάζει κατά κάποιον τρόπο τα γνωστά γεγονότα που έφεραν στο προσκήνιο το μουσικό αυτό είδος. Το συγκεκριμένο διήγημα, πέρα από τους στίχους του “Freezing Moon” (ας μην ξεχνάμε πως τους έγραψε ο Per) έχει βασιστεί σε διάφορα στοιχεία από τη ζωή του και είναι ουσιαστικά ένας φόρος τιμής σε αυτόν.
Πώς σε επηρεάζει η μουσική στο γράψιμό σου;
Άμεσα, με τη δημιουργία ατμόσφαιρας κατά τη συγγραφή, και εμμέσως μα πολύ πιο ουσιαστικά, με τον τρόπο που έχει διαμορφωθεί η αισθητική μου μετά από δυόμιση δεκαετίες συνεχόμενης τριβής με συγκεκριμένα μουσικά είδη.
Τα διηγήματα του “De Mysteriis” συμβαίνουν μέσα στην πόλη, πολύ κοντά μας και όχι σε κάποιους μακρινούς απομονωμένους τόπους. Πρόκειται για μία πολύ ιδιαίτερη σύλληψη της Αθήνας. Πώς καταφέρνεις να δεις έναν άλλο τόπο εκεί που όλοι μας βλέπουμε την όψη που έχει η πόλη στην καθημερινότητα;
Προσπάθησα να αποτυπώσω το κέντρο της Αθήνας όπως μου είχε φανεί όταν είχα πρωτοέρθει ως φοιτητής (τότε που είχα συγκλονιστεί από την έκταση και την κλίμακα και την αγνή πολυπλοκότητα της πόλης), όπως το φανταζόμουν ανά διαστήματα για να μην πνιγώ από την καθημερινότητα και την ασχήμια και τους ρυθμούς του αστικού τοπίου, όπως αποκαλύπτεται ενίοτε στα όνειρα και τους εφιάλτες μου. Εστιάζω όσο μπορώ στο εν δυνάμει ανοίκειο (καπάκια υπονόμων με παράξενα σύμβολα, παρατημένα αυτοκίνητα γεμάτα σκιές και υποψίες κινήσεων στο εσωτερικό τους, δρόμοι με περίεργο σχήμα ή/και όνομα, οι ζοφερές σιλουέτες των πολυκατοικιών και τα μυστικά που μπορεί να κρύβουν στα υπόγειά τους) και προσπαθώ να το ακολουθώ όσο μπορώ, να ξετυλίγω νοητικά κουβάρια που συγχέουν την πραγματικότητα με τη φαντασία.
Το αγαπημένο μου κείμενο είναι ο «Καταραμένος στην Αιωνιότητα». Θα ήθελες να μου πεις πώς συνέλαβες την ιδέα αυτού του διηγήματος;
Αυτό είναι και το δικό μου αγαπημένο επειδή μου έδωσε την ευκαιρία να γράψω για την Κυψέλη (μια περιοχή στην οποία έχω ζήσει 13 χρόνια), να την αποτυπώσω με τον τρόπο που αυτή υπάρχει στη φαντασία και στους εφιάλτες μου, να γράψω για μαγαζιά, δρόμους και μέρη από όπου περνούσα συχνά, να παρουσιάσω το χάος που μου είχε εμπνεύσει στα πρώτα χρόνια η ρυμοτομία της και να της προσδώσω μια μαγική ατμόσφαιρα. Ξεκίνησα προσπαθώντας να συλλάβω μια παράλογη, αγχωτική, οριακά καταραμένη κατάσταση σε αυτό το περιβάλλον και σύντομα προέκυψε η ιδέα ενός νυχτερινού διανομέα που αναζητάει απεγνωσμένα μια ανύπαρκτη οδό που σταδιακά του γίνεται εμμονή. Από εκεί και πέρα επένδυσα την πλοκή με κοινωνικούς και μεταφυσικούς προβληματισμούς επί του αστικού τοπίου και της πολεοδομίας, φιλτραρισμένους μέσα από πρίσματα αποκρυφισμού, μυθολογίας και λογοτεχνίας τρόμου, αλλά και κάποιων ταινιών που αγαπώ ιδιαίτερα, όπως ο “Ένοικος” του Polanski.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο με τα διηγήματα του Τόμας Λιγκότι που μετέφρασες. Θα ήθελες να μου πεις αν υπάρχει κάτι να σας συνδέει και τι είναι αυτό;
Η ανάδειξη της ανοικειότητας που ελλοχεύει στο περιβάλλον μας, η αδυναμία της λογικής ως μοναδικού τρόπου σκέψης για πλοήγηση του κόσμου και η σχετικά άσχημη μοίρα αρκετών από τους πρωταγωνιστές μας. Όμως ο Λιγκότι κινείται σε ένα πολύ πιο φιλοσοφικό τερέν, με αξιοθαύμαστο τεχνικό έλεγχο του λόγου του, ενώ τα γραπτά του είναι ποτισμένα με μια σχεδόν αβάσταχτη, για μένα, απελπισία.
Στον χώρο που έχεις επιλέξει, τη σκοτεινή πλευρά της λογοτεχνίας, με ποιους σημερινούς συγγραφείς νιώθεις ότι έχεις συγγένεια;
Από εγχώριους, θα έλεγα τον Κωνσταντίνο Δομηνίκ, τον Αντρέα Νικολακόπουλο, τον Θανάση Πετρόπουλο. Από ξένους, τον Andrew Michael Hurley, τον Brian Evenson και τον προσφάτως εκλιπόντα Mark Samuels.
Πώς κυλάει μια κανονική σου μέρα;
Αρκετά πεζά. Οι ρυθμοί στο Αϊντχόβεν όπου ζω τα τελευταία δυόμιση χρόνια με τη σύντροφό μου είναι σχετικά ήρεμοι, προσομοιάζοντας το επίπεδο τερέν της Ολλανδίας, ενώ η συγγραφική και μεταφραστική εργασία μου πραγματοποιείται κατά κύριο λόγο στο σπίτι.
Εκτός από true norwegian black metal, τι άλλα πράγματα ακούς;
Παρότι συνεχίζει να κατέχει τη μερίδα του λέοντος, το black metal (true norwegian και μη) ουδέποτε μονοπωλούσε τα ακούσματά μου. Εντός των μεταλλικών τειχών ακούω πολύ heavy, power και epic, ενώ από άλλα είδη μουσικής έχω εδώ και πολλά χρόνια αδυναμία στην gothic και post-punk σκηνή (ειδικά στην πιο minimal synth έκφανσή της), στο dungeon synth και ορισμένα neo-folk ακούσματα, ενώ τα τελευταία χρόνια έχω κάνει ανοίγματα σε πιο παραδοσιακές μουσικές, εγχώριες και μη (για παράδειγμα, ανακάλυψα και λάτρεψα τα αλβανικά πολυφωνικά).
Υπάρχει κάτι που μεταφράζεις αυτή την εποχή;
Τελειώνω τη μετάφραση ενός μυθιστορήματος του Arthur Machen (“The Three Impostors”), και ακολουθεί μια συλλογή διηγημάτων του M. R. James.
Τι σου προσφέρει το διήγημα ως φόρμα;
Θεματική ευελιξία, πιο προσεκτικό έλεγχο του κειμένου λόγω μικρής έκτασης, και σποραδικότητα των διαλόγων, οι οποίοι ανέκαθεν με δυσκόλευαν.
Σκέφτεσαι να περάσεις σε μεγαλύτερη φόρμα;
Ναι, έστω για δοκιμή. Ούτως ή άλλως υπάρχει μια (κατά ένα μέρος ηθελημένη) σταδιακή ανάπτυξη του μεγέθους από τις «Παγανιστικές Δοξασίες» στις «Γυναίκες που Επιστρέφουν» και ακολούθως στο “De Mys-teriis”. Το επόμενο βιβλίο μου που θα κυκλοφορήσει, το «Κατέβασμα του Φεγγαριού» (από τις εκδόσεις Ίκαρος, κάπου στις αρχές του 2025) είναι μια ενιαία αφήγηση σε μέγεθος νουβέλας, ενώ είναι στα σκαριά και ένα μυθιστόρημα.
Ποιο θα ήταν το μεγαλύτερο όνειρό σου που δεν έχει ακόμα πραγματοποιηθεί;
Να ζήσω για μεγάλο διάστημα στο ορεινό (και σχεδόν ακατοίκητο) χωριό μου, το Αετοχώρι Αργιθέας.