Βιβλιο

Παρουσιάσεις: Χθες και σήμερα (αλλά και αύριο)

Το τρίτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος στις παρουσιάσεις βιβλίου στην Ελλάδα

Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πώς μετριέται, αλήθεια, η επιτυχία μιας παρουσίασης;

Στα δύο προηγούμενα σημειώματά μας μιλήσαμε για τις παρουσιάσεις βιβλίου στην Ελλάδα: μέσα από μία πραγματική ιστορία, όμοια με χιλιάδες άλλες που προηγήθηκαν ή που είναι να γίνουν, και με ένα χιουμοριστικό κειμενάκι για το πώς να βγούμε από το αδιέξοδο, πώς να αποφύγουμε επιτέλους τα ίδια και τα ίδια. Θα ολοκληρώσουμε σήμερα αυτό το μίνι αφιέρωμα με μερικές ακόμη σκέψεις πάνω στο θέμα.

Καταρχάς να θυμίσουμε πάλι πως το φαινόμενο δεν είναι τωρινό. Ο κόσμος είχε βαρεθεί τον τρόπο που γίνονταν οι παρουσιάσεις ήδη είκοσι χρόνια πριν. Και από τότε ακόμη, αλλά και από ακόμη παλιότερα, γίνονταν προσπάθειες να αλλάξει κάπως η συνταγή. Επί ματαίω, προφανώς, γιατί εντέλει τίποτε δεν άλλαξε. Ή μάλλον άλλαξε: τώρα γίνονται πολύ περισσότερες παρουσιάσεις από όσες γίνονταν παλιά. Για την ακρίβεια, παλιά δεν γίνονταν παρουσιάσεις για όλα τα βιβλία. Γίνονταν μόνο για κάποια από αυτά. Και τουλάχιστον οι μισές δεν αφορούσαν το κοινό, αλλά μόνο τους ανθρώπους του Τύπου. Μάλιστα, ήταν εκεί ακριβώς, στον χώρο της παρουσίασης, που οι δημοσιογράφοι, οι κριτικοί και οι λοιποί έπαιρναν το αντίτυπό τους μαζί με το σχετικό δελτίο Τύπου. Όμως εδώ και κάμποσα χρόνια δεν γίνονται απλώς παρουσιάσεις για όλα τα βιβλία, αλλά για κάμποσα βιβλία γίνονται και πολλές παρουσιάσεις: όχι δύο· πολλές. Και δεν μιλώ για τις περιοδείες. Μιλώ για πολλές παρουσιάσεις στην ίδια πόλη. Στην ίδια ενορία. Whatever.

Αφού με τα πολλά διάβαζαν όλοι το κείμενό τους, ακολουθούσαν ερωτήσεις από το κοινό. Που σπανίως ήταν ερωτήσεις: εννέα στις δέκα φορές ήταν «τοποθετήσεις», αναλύσεις άσχετες με το βιβλίο, γκρίνιες για διάφορα θέματα. Τα γνωστά.

Αλλά δεν γίνονταν βέβαια μόνο για τον Τύπο παλιά· γίνονταν και ανοιχτές παρουσιάσεις, κυρίως Ελλήνων συγγραφέων. (Πεζογράφων εννοώ, ή και δοκιμιογράφων. Αλλά, Θεούλη μου, και ποιητών…) Κι εκεί, ξέρουμε όλοι το σκηνικό: ένα πάνελ με σκυθρωπούς ανθρώπους με μπόλικα μαλλιά και γενειάδες, μακριοί γιακάδες, δακτυλόγραφα, μεγάλα κείμενα που διαβάζονταν με έναν κάποιο στόμφο, και με μια σιγουριά, τσιγάρα που άναβαν και έσβηναν κλπ. Αφού με τα πολλά διάβαζαν όλοι το κείμενό τους, ακολουθούσαν ερωτήσεις από το κοινό. Που σπανίως ήταν ερωτήσεις: εννέα στις δέκα φορές ήταν «τοποθετήσεις», αναλύσεις άσχετες με το βιβλίο, γκρίνιες για διάφορα θέματα. Τα γνωστά. Κλασικά πράγματα. Και τώρα οι ερωτήσεις έτσι είναι.

Τώρα, κάποιες από αυτές τις παρουσιάσεις ήταν επιτυχημένες, και κάποιες όχι. Βαρετές πάντως ήταν ούτως ή άλλως όλες τους. Είναι δύσκολο να κάθεσαι σε μια καρέκλα, σε μια κλειστή αίθουσα, και να σου διαβάζουν ένα κείμενο που γράφτηκε με αφορμή την εκδήλωση μεν, αλλά με στόχο να δημοσιευτεί στην Εποχή, ας πούμε, ή στο Αντί. Συχνά, είναι πιο εύκολο να ακολουθήσεις μία γραμμή τού Πόλοκ. Πόσο δε μάλλον όταν έχεις να κάνεις με ΔΥΟ κείμενα. Ή με ΤΡΙΑ. Εκεί δε σε σώνει τίποτε.

Ήδη από τότε πάντως, κάποιοι έβαλαν κι άλλα στοιχεία στις παρουσιάσεις τους. Μουσική, απαγγελία, τραγούδι — τέτοια συνήθως. Φημολογείται ότι κάποιοι άνθρωποι που έπεσαν στα ναρκωτικά ή βούτηξαν από μπαλκόνια το έκαναν ακριβώς επειδή παρακολούθησαν κάμποσες τέτοιες εκδηλώσεις (μια μικρή συναυλία με σιτάρ, π.χ., ή ένα τραγούδι απ’ αυτούς τους Μογγόλους που τραγουδάνε όλοι μαζί με το λαρύγγι), αλλά προσωπικά δεν το πιστεύω. Ναι, ΗΤΑΝ αυτό που λέμε «να κόβεις φλέβα», αλλά όχι κυριολεκτικά. Μεταφορικά. Αλίμονο.

Οι περισσότερες παρουσιάσεις γίνονταν σε αίθουσες όπως της ΕΣΗΕΑ και άλλες παρόμοιες, δεν υπήρχαν βιβλιοκαφέ τότε, και τα βιβλιοπωλεία ήταν είτε μικρά, λίγα τετραγωνικά, είτε σαν την Πολιτεία: δεν έκαναν παρουσιάσεις, δεν το προέβλεπαν. Δεν ήταν διαδεδομένη η κουλτούρα, που λέμε, των παρουσιάσεων βιβλίου ΣΤΑ βιβλιοπωλεία. Κάποια στιγμή, έγινε και η Στοά του Βιβλίου, οπότε ο κύριος όγκος των παρουσιάσεων πέρασε εκεί. Άνοιξε και το Polis Café παραδίπλα, και ξεκίνησαν να γίνονται και εκεί, όπου ήταν πολύ πιο χαλαρά τα πράγματα. Και ακολούθησαν και άλλα καφέ και καφέ-μπαρ και τεϊοποτεία, τόσο στο κέντρο όσο και σε γειτονιές. Ωραία φάση. Όλοι, βέβαια, κατά καιρούς βρεθήκαμε σε όλα τα πιθανά και απίθανα μέρη για να ακούσουμε για ένα καινούργιο βιβλίο. Ακόμη και σε σπίτια. Και εννοείται σε πανεπιστήμια. Και βέβαια σε μπαρ. Πιθανότατα η πρώτη παρουσίαση σε μπαρ έγινε στο Τρίτο Μάτι της Ζωσιμάδων, στο ωραίο μαγαζί του Βασίλη. Και την έκανα εγώ. \m/

* * *

Θέλω να πω, από τότε ψαχνόμασταν, από τότε είχαμε την αγωνία της επιτυχημένης παρουσίασης. Δεν είναι κάτι καινούργιο. Μα, παρά ταύτα, σε μια βόλτα που έκανα στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, τις προάλλες, πέρασα μπροστά από ένα σωρό πάνελ και παρουσιάσεις που ο τάδε κύριος διάβαζε με έναν κάποιο στόμφο, και με μια σιγουριά (κατά τον ίδιο τρόπο δηλαδή που διάβαζαν τότε, στον καιρό μου, και πιθανόν κατά τον ίδιο τρόπο που θα διάβαζαν και οι πρώτοι άνθρωποι που σηκώθηκαν στα δυο τους πόδια αν ήταν γραμματιζούμενοι: με έναν κάποιο στόμφο, και με μια σιγουριά) μέσα από ένα κείμενο. Και μάλιστα εκτυπωμένο. Εκτυπωμένο σε εκτυπωτή. Δηλαδή, συγγνώμη, ποιος έχει εκτυπωτή. Στο φεγγάρι πήγαμε. (Από κάτω βέβαια κοιμόταν ο κόσμος, αλλά έδειχνε ότι παρακολουθεί: αυτή τη δεξιότητα την αναπτύσσουν όλοι όσοι συχνάζουν σε παρουσιάσεις. Δείτε το την επόμενη φορά).

Οπότε; Δεν γίνεται τίποτε; Όχι, δεν γίνεται τίποτε. Ούτε χρειάζεται να γίνει κάτι. Ο καθένας θα κάνει ό,τι θέλει, όπως το θέλει. Ο καθένας, ή μάλλον: κάποιοι, θα σκεφτούν κάποια στιγμή κάποια πιο όμορφα πράγματα, κάποιες παραλλαγές, κάποιες νότες δροσιάς για το ακροατήριο, πράγματα που έχουν γίνει ξανά και στο παρελθόν — ή και όχι. Κι έτσι θα πάει. Άλλωστε, ήδη δεν είναι όλες οι παρουσιάσεις ίδιες μεταξύ τους, καρμπόν. (Αν και οι περισσότερες είναι πράγματι). Κάποιοι, ας πούμε, διαθέτουν μπάτζετ για να έχουν κρασί, καναπεδάκια, γλυκά, τέτοια πράγματα. Αν έχεις κάτι που να τρώγεται ή να πίνεται, αμέσως ξεχωρίζεις ούτως ή άλλως. Ή άλλες γίνονται σε ταράτσες ωραίων μπαρ, οπότε έτσι οι καλεσμένοι της παρουσίασης ενώνονται με τους υπόλοιπους θαμώνες και συνθέτουν μια ωραία, περίεργη ατμόσφαιρα. Ή άλλες γίνονται σε ακτιβιστικά βιβλιοκαφέ, οπότε ξεσηκώνουν και δυναμικές συζητήσεις — μια χαρά· δεν έχω τίποτε με τις δυναμικές συζητήσεις, αρκεί να μην είμαι κι εγώ στον χώρο. Ή άλλες γίνονται για έναν σούπερ επιτυχημένο συγγραφέα, οπότε γίνεται το έλα να δεις.

Όλα είναι καλά, και θα πάνε ακόμη καλύτερα. Και πανδημία να μας ξανάρθει, τώρα το μάθαμε: θα τις κάνουμε, όπως τις κάναμε και επί δύο χρόνια, στο Zoom. Γιατί οι παρουσιάσεις είναι καλές, και μας αρέσουν. Γίνονται to know us better.

Ή μάλλον… εδώ που τα λέμε, οι εκδότες, οι συγγραφείς και οι βιβλιοπώλες τις κάνουν για να πουλήσουν βιβλία. Και εκεί ακριβώς κρίνεται η επιτυχία τους. Γιατί, καλά τα αισθήματα και οι έπαινοι, καλή και η τέχνη, καλά και τα πάντα, αλλά η αγορά του βιβλίου δεν ζει από αυτά: ζει από τα 15 ευρώ που θα δώσει ο αναγνώστης για να πάρει το βιβλίο. Αυτός είναι που την κρατά όρθια και, πού και πού, θαλερή. Γι’ αυτό και τον ευχαριστούμε, και ταπεινά κλίνουμε το γόνυ.

H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot.