Βιβλιο

Τόμας Μάρκο Μπλατ: οικολογικά θρίλερ, ιστορίες μυστηρίου και ολίγη ποίηση

«Γράφω κατά κανόνα για πράγματα που με ενδιαφέρουν να μάθω περισσότερα, πράγματα που θέλω να ερευνήσω»

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τόμας Μάρκο Μπλατ: Συνέντευξη με το Νορβηγό συγγραφέα που ήρθε στη Σκόπελο καλεσμένος του Διεθνούς Φεστιβάλ Λογοτεχνίας «Νίκος Μάρκου»

Πρωτάκουσα για τον συγγραφέα Τόμας Μάρκο Μπλατ κάποια χρόνια πριν, στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης, στο περίπτερο της Νορβηγίας. Κάποιος έβαλε στα χέρια μου μια ποιητική του συλλογή: ποιήματα αφηγηματικά, σε γλώσσα απλή μα αιχμηρή, ποιήματα για την καθημερινότητα στις επαρχιακές πόλεις της Νορβηγίας ή το Όσλο, ποιήματα για βόλτες στο σούπερ μάρκετ και για εργατικές κατοικίες, για μετανάστες και για ντόπιους, για το πώς χτίζεις μια πόλη στο κεφάλι σου απ’ την αρχή, μια ζωή μακριά από το μέρος όπου γεννήθηκες.

Βλέπετε, ο Τόμας υιοθετήθηκε από τους Νορβηγούς γονείς του όταν ήταν τριών ετών, από τη Νότιο Κορέα. Έχω κι εγώ μια φίλη που έχει μια αδερφή από τη Νότιο Κορέα, υιοθετημένη περίπου την ίδια εποχή: στις αρχές τις δεκαετίας του 1980. Όταν γνωριστήκαμε από κοντά, στη Σκόπελο, τον ρώτησα αν κάτι τέτοιο συνηθιζόταν εκείνη την εποχή. «Σαφώς» ήταν αφοπλιστική του απάντηση. Γιατί; «Φαίνεται ότι η Νορβηγία και η Νότιος Κορέα είχαν κάποιου είδους συνεννόηση για υιοθεσίες τη δεκαετία του 1970 και 1980, νομίζω είχε ψηφιστεί κάποιος νόμος ευνοϊκός». Το έψαξα. Ήταν αλήθεια. Η Νότιος Κορέα έχει μακρά παράδοση «εξαγωγής» βρεφών για υιοθεσία σε ξένες χώρες από την εποχή του εμφυλίου πολέμου: συνολικά 200 χιλιάδες βρέφη έχουν υιοθετηθεί στο εξωτερικό από τη δεκαετία του 1950 και μετά.  

«Αλλά βεβαίως δεν ήμουν μόνο εγώ» συνεχίζει ο Τόμας. «Πολλοί συμμαθητές μου ήταν από την Κίνα, άλλοι από τη Νότιο Αφρική». Φίλους άλλους από τη Νότιο Κορέα είχε; «Έχω έναν φίλο, αλλά συναντηθήκαμε πολύ αργότερα, δεν γνωριζόμασταν παιδιά». Ο Τόμας ήρθε, λοιπόν, τριών χρονών στη Νορβηγία για να μείνει με τους νέους του γονείς στο Όσλο. Στα 8 μετακόμισαν σε μια κωμόπολη 40 λεπτά βορειότερα της πρωτεύουσας, το Σέρουμσαν. «Είχα μια πολύ ωραία, προστατευμένη παιδική ηλικία» ομολογεί. «Όμως ήταν μια μικρή κωμόπολη και δεν υπήρχαν πολλά παιδάκια με σκουρόχρωμο δέρμα ή ασιατικά χαρακτηριστικά σαν τα δικά μου. Ένιωθα λοιπόν διαφορετικός, όχι επειδή μου φερόταν κανείς διαφορετικά, αλλά επειδή εγώ ο ίδιος έβλεπα ότι δεν έμοιαζα με τα υπόλοιπα, λευκά Νορβηγάκια».

Άρχιζε να παίζει ποδόσφαιρο. Πολύ καλό ποδόσφαιρο. Αρκετά καλό ώστε ν’ αρχίζει να προπονείται στην ομάδα νέων της Λίλεστρομ. Μέχρι που έπαψε να του αρέσει αυτή η ποδοσφαιρική κουλτούρα: ο ανταγωνισμός, η πίεση… 

Τόμας Μάρκο Μπλατ: Ο Νορβηγός συγγραφέας μιλάει στην ATHENS VOICE

                                                        ***

Κι αποφάσισες να γίνεις συγγραφέας; τον ρωτώ με ένα μειδίαμα. Χαμογελάει. «Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι γεμάτο βιβλία. Οι γονείς μου διάβαζαν. Η γιαγιά μου είχε βιβλιοπωλείο στη βόρειο Νορβηγία! Πήγαινα και την επισκεπτόμουν κάθε καλοκαίρι, ήταν σα να πήγαινα στο μικρό μου παράδεισο. Όταν άρχισα να καταλαβαίνω ότι δεν ένιωθα “στο σπίτι μου” στα ποδοσφαιρικά πρωταθλήματα, κατάλαβα ότι αυτό που ήθελα ήταν να γίνω συγγραφέας. Ακούγεται περίεργο ίσως, αλλά ήταν κάτι που έγινε πολύ απότομα».

Και οι δικοί σου, δεν αντέδρασαν; Να σου πουν τι πας να κάνεις, πώς θα ζήσεις;

«Φυσικά! Μπορεί στην οικογένεια να είμαστε αναγνώστες, αλλά κανείς δεν ήταν καλλιτέχνης. Στην αρχή πάλευα με μένα, μ’ εκείνους, με τη συγγραφή. Αλλά όταν άρχισα να φοιτώ σε διάφορες ακαδημίες δημιουργικής γραφής, στη Νορβηγία και στη Σουηδία, κι εξέδωσα και το πρώτο μου βιβλίο, κάπως ησύχασαν».

Με ένα βιβλίο ποίησης;! «Κι όμως, ναι. Η πρώτη μου ποιητική συλλογή βγήκε το 2006. Ήμουν 26 ετών.»

                                                ***

Ίσως και να είχαν δίκιο: ο Τόμας κέρδισε μ’ αυτό το βιβλίο το βραβείο Tarjei Vesaas πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, το μεγαλύτερο τέτοιο βραβείο στη Νορβηγία. Εξέδωσε άλλες δύο ποιητικές συλλογές κατόπιν και το 2014 έβγαλε το πρώτο του μυθιστόρημα.

«Πάντα έγραφα σε πρόζα», λέει, «απλώς αρχικά αυτή δεν ήταν καλή! Χρειαζόμουν να γράψω πρώτα ποίηση, να εξασκηθώ στη λιτότητα, στη συμπύκνωση, για να επιστρέψω μετά στην πρόζα. Και όταν το έκανα, σε μια εποχή που ένιωθα “καμένος” από την ποίηση, ήταν λες και ανακτούσα μια μεγάλη ελευθερία».

Καταλαβαίνω τι εννοεί και πώς η ποίηση και η πρόζα «ταΐζουν» η μία την άλλη στη γραφή του: η ποίησή του είναι αφηγηματική, σαν του άλλου μεγάλου αφηγηματικού Νορβηγού ποιητή, του Γιαν Έρικ Βολ (Jan Erik Vold). Και η πρόζα του, ποιητική.

Το πρώτο του μυθιστόρημα, Varsjøen, είναι μια ιδιαίτερη ιστορία μυστηρίου: ο πρωταγωνιστής λαμβάνει αναπάντεχα ένα τηλεφώνημα από κάποιον παλιό του φίλο που ισχυρίζεται ότι γνωρίζει τι συνέβη πριν από 20 χρόνια, την ημέρα που πέθανε ο αδερφός του πρωταγωνιστή. Ο πρωταγωνιστής, που μέχρι τότε νόμιζε ότι ήξερε όλη την αλήθεια, θα ξεκινήσει για ένα ταξίδι από το Όσλο προς τον βορρά της χώρας, για να ανακαλύψει τι πραγματικά συνέβη, γεγονότα που λαμπυρίζουν απειλητικά σαν κάτω από την επιφάνεια του νερού της λίμνης (sjøen) του τίτλου.

                                         ***

Στο δεύτερό σου μυθιστόρημα μεταφέρεσαι εκτός Νορβηγίας, στην Πορτογαλία. Και μιλάς και για την κλιματική κρίση.

«Σωστά. Το Ο χρόνος είναι η φωτιά που μας καίει (Tiden er ilden vi brenner i) είναι ένα οικολογικό θρίλερ για μια μητέρα και το παιδί της που πηγαίνουν διακοπές στην Πορτογαλία για να ξεφύγουν από μια τραυματική ανάμνηση ―ένα τροχαίο ατύχημα― και να χτίσουν μια καινούργια ζωή, μακριά από τον σύζυγο και πατέρα. Όμως, απρόβλεπτες καθώς είναι, φεύγουν από τους πεπατημένες τουριστικές διαδρομές και, οδηγούμενες βόρεια, πέφτουν πάνω σε μία πραγματική, φονική πυρκαγιά που έζησα εγώ ο ίδιος (από μακριά) ένα καλοκαίρι στην Πορτογαλία. Από τότε που μύριζα τους καπνούς ήθελα να γράψω για τα ολοένα και αυξανόμενα κύματα καύσωνα της νοτίου Ευρώπης και για τις πυρκαγιές.

Και το τρίτο σου βιβλίο, πάλι εκτός Νορβηγίας διαδραματίζεται. Στο Λίβερπουλ.

«Ναι, γράφω κατά κανόνα για πράγματα που με ενδιαφέρουν να μάθω περισσότερα, πράγματα που θέλω να ερευνήσω. Αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που με γέμιζαν όταν ήμουν ένας μικρός αναγνώστης: πάντα με μάγευε να διαβάζω για κόσμους ξένους από τον δικό μου».

Και τι σου άρεσε να διαβάζεις λοιπόν, τότε και τώρα;

«Αναλόγως. Αν μιλάμε για πεζογραφία, δύο ονόματα μού έρχονται στο μυαλό: ο «καταραμένος» ποιητής και πεζογράφος Τουρ Ούλβεν (Tor Ulven), που ήταν γνωστός για κείμενα γεμάτα υπαρξιακά αδιέξοδα, και αυτοκτόνησε το 1995· και, ένας εξίσου διαφορετικός από εμένα πεζογράφος, που με σημάδεψε όμως μεγαλώνοντας, ο Φραντς Κάφκα».

Η γραφή κανενός από τους δύο, όμως, δεν μοιάζει με τη δική σου!

«Αλήθεια είναι αυτό. Η γραφή μου φέρνει περισσότερο προς τους αγαπημένους μου ποιητές, μία εκ των οποίων ξαναδιαβάζω πάλι από την αρχή, γιατί άρχισα να ξαναγράφω ποίηση: η Δανέζα Ίνγκερ Κρίστενσεν».

                                                          ***

Πιάνουμε, κατόπιν, τη συζήτηση για τη μετάφραση. Εξάλλου συναντιόμαστε στα πλαίσια του Διεθνούς Λογοτεχνικού Φεστιβάλ Σκοπέλου, όπου η Νορβηγία είναι μία από τις 3 τιμώμενες χώρες, μαζί με την Ισλανδία και τη Σουηδία. Πώς νιώθει αυτή τη συνύπαρξη πολιτισμικών αναφορών, τη γέφυρα της μετάφρασης; «Η λογοτεχνία είναι σημείο συνάντησης πολιτισμών ― δεν λέω κάτι το καινούργιο. Θεωρώ σημαντικότατο οι αναγνώστες από διαφορετικές κουλτούρες να έρχονται σε επαφή μέσα από τη λογοτεχνία, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για δύο “περιφερειακές”, “μικρές” (αριθμητικά εννοώ) λογοτεχνίες».

Ναι, αντιτίθεμαι ― μόνο που η νορβηγική NORLA έχει κάνει θαύματα σε σχέση με την ολιγομιλούμενη νορβηγική, για να προμοτάρει τη δουλειά των Νορβηγών συναδέλφων του στο εξωτερικό. Όλοι διαβάζουμε Νέσμπο, Κνάουσγκωρ, Γιορτ. Εσείς τι Έλληνες διαβάζετε στη Νορβηγία, τον ρωτώ; Σκέφτεται για λίγο. «Έχεις δίκιο», μου λέει. «Δεν υπάρχει σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία μεταφρασμένη στα Νορβηγικά. Εδώ δεν έχω καν διαβάσει τους νομπελίστες ποιητές σας, που υποτίθεται ότι είναι μεταφρασμένοι στα Σουηδικά τουλάχιστον. Από Έλληνες, μόνο τους αρχαίους».

Δεν έχουμε αρκετούς μεταφραστές, του εξηγώ. «Αυτό είναι πραγματικά θλιβερό», μου λέει. «Πρέπει να μάθουμε σε περισσότερους Νορβηγούς την ελληνική γλώσσα». Αμήν, σκέφτομαι. Αλλά ποιες οι πιθανότητες;

Τόμας, θα ξανάρθεις, λες, στην Ελλάδα; «Φυσικά! Εκδοθώ δεν εκδοθώ στα ελληνικά, τα παιδιά μου λατρεύουν να πηγαίνουν σε αρχαιολογικούς χώρους. Ο μεγάλος σκέφτεται να σπουδάσει φιλοσοφία, εμπνευσμένος από τους αρχαίους».

Και κάπως έτσι τελειώνει η συζήτησή μας στο νησί της Σκοπέλου. Με τη διαπίστωση ότι, για μια ακόμα φορά, οι Νορβηγοί έχουν κάνει θαύματα στην προώθηση της γλώσσας και της λογοτεχνίας τους κι εμείς συνεχίζουμε ν’ αναρωτιόμαστε αν φταίει το ότι γράφουμε τόσο ελληνοκεντρικά που δεν εκδιδόμαστε στο εξωτερικό. Περαστικά μας.

Ο Τόμας Μάρκο Μπλατ ήρθε στην Ελλάδα με την οικονομική υποστήριξη της NORLA (Norwegian Litterature Abroad) και της Νορβηγικής Πρεσβείας στην Αθήνα. Τα βιβλία του κυκλοφορούν στα Νορβηγικά από την kolon forlag.