Βιβλιο

Ο εκδημοκρατισμός των συγγραφέων

Όταν νομίζεις ότι σου ανήκουν τα πάντα

Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Βιβλίο και συγγραφείς: Ποιότητες και αλλαγές στο σύγχρονο εκδοτικό τοπίο

Χθες Σάββατο παρακολούθησα στην Έκθεση την παρουσίαση δύο πρωτόλειων μυθιστορημάτων που έκανε ένας φίλος. Δεν ήξερα τα βιβλία, αλλά ο φίλος ήθελε στήριξη και μου ζήτησε να είμαι εκεί· δεν μου πήγε καρδιά να του χαλάσω το χατίρι. Στο πάνελ ήταν αυτός, οι δύο νεαροί συγγραφείς και ένας ακόμη, κριτικός βιβλίου, κάπως βαριεστημένος αυτός. Στις καρέκλες από κάτω καθόμασταν αρκετοί — γενικά, οι περισσότερες εκδηλώσεις αυτές τις ημέρες στην Έκθεση έχουν αρκετό κόσμο, κι αυτό είναι καλό: δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα στον χώρο μας από τις παρουσιάσεις μπροστά σε δυο και τρεις ανθρώπους όλους κι όλους, και σε μια παράταξη από άδειες καρέκλες. Σε πιάνει η καρδιά σου.

Αφού λοιπόν έκανε μια αρχική τοποθέτηση ο φίλος μου, εξόχως επαινετική για τα βιβλία, πήρε τον λόγο ο επόμενος, ο κριτικός —που αναφέρθηκε, κάπως βαριεστημένα, σε διαφορετικές πτυχές των βιβλίων, για να μην υπάρχει αλληλοκάλυψη—, και τέλος, ένας-ένας, οι δύο νεαροί συγγραφείς. Κάτι μού έκανε αμέσως άθλια εντύπωση, λες και μου ’δωσες να φάω κοπριά ανακατεμένη με σανό, αλλά κρατήθηκα και δεν άρχισα να φωνάζω μέσα στην Έκθεση σαν αφιονισμένος Ινδιάνος. Γενικά, προσπαθώ να σέβομαι τον χώρο που με φιλοξενεί τα τελευταία σαράντα χρόνια, όχι πάντα με επιτυχία. Παρά ταύτα, και μολονότι προσπαθούσα για τα υπόλοιπα τριάντα λεπτά της παρουσίασης να αρπαχτώ από μια λέξη εδώ ή εκεί μπας και μου φύγει, η αίσθηση της κοπριάς παρέμεινε. Και στο τέλος εντάθηκε. Μια άθλια εμπειρία, εν ολίγοις. Απροσδόκητα άθλια.

Γιατί την είχα αυτή την αίσθηση; Γιατί οι δύο συγγραφείς δεν είπαν ένα ρημαδοευχαριστώ για τους επαίνους που άκουσαν. Τίποτα. Μηδέν. Νάδα. Ακόμη περισσότερο: όχι απλώς δεν είπαν ένα ρημαδοευχαριστώ, αλλά, όταν τούς δόθηκε ο λόγος —και έτσι, δυστυχώς, κύλησε όλη η παρουσίαση—, άρχισαν να μιλούν για τα βιβλία τους σαν να μιλούσαν για τα βιβλία ενός τρίτου. Σαν να μην ήταν δικά τους, αλλά σαν να τα είχε γράψει ένας άλλος. Σαν να παρουσίαζαν αυτοί τα βιβλία των άλλων δύο στο πάνελ. Με μια λέξη: αυτοεπαινούνταν. Κάτι, όχι απλώς αισχρό, αλλά —μά τον Θεό— ανίερο. Και βέβαια σοκαριστικό. Πρώτη φορά συνέβη να γίνω μάρτυρας σε κάτι τέτοιο; Όχι. Αλλά πρώτη φορά εις διπλούν, και μάλιστα από ανθρώπους που έκαναν τα πρώτα τους βήματα στη δουλειά.

Πέρασαν κάμποσες ώρες από το τέλος της εκδήλωσης, είδα πολύ κόσμο, συνάντησα μερικές δεκάδες γνωστούς και φίλους που είχαν ανέβει από την Αθήνα —τι καλύτερο από μια έκθεση στη επάγγελμά μας—, αλλά εκείνη η αίσθηση δεν μου ’φυγε από το στόμα. Βασικά, την έχω ακόμη. Μα, θα πεις, σιγά. Ήταν δυο χαζούληδες. Ή, ακόμα καλύτερα, ήταν αμήχανοι, δεν ήξεραν πώς να το χειριστούν όλο αυτό. Δεν είμαι πολύ σίγουρος ότι είναι έτσι απλό. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος. Γιατί μπορεί μεν να έχω μια καλή άποψη για τα πράγματα, να ξέρω —θέλω να πω— τι τρέχει και γιατί, αλλά αυτό δεν πάει να πει ότι δεν γίνεται να με επηρεάζουν κάποιες πτυχές τους. Ξέρετε, κάμποσα χρόνια πριν, το να πει κανείς για τον εαυτό του ότι «πρωτοεμφανίστηκε στα Γράμματα» μπορούσε να του στοιχίσει μια καριέρα, να περιθωριοποιηθεί: μιλάμε για το αντίστοιχο ενός βιβλικού λιθοβολισμού. Το να χαρακτηρίσει κάποιος «πόνημα» το βιβλίο του αρκούσε για να γίνει περίγελος του Ντόλτσε και έκτοτε να αντιμετωπίζεται σαν φιλολογικό ούφο. Λοιπόν, αυτό δεν ισχύει πια. Και όχι επειδή μπούμερ, αλλά λόγω ενός «εκδημοκρατισμού» του χώρου. Του δεύτερου εκδημοκρατισμού που παρατηρείται.

Ο πρώτος εκδημοκρατισμός είχε να κάνει με τους αναγνώστες, με το κοινό. Όταν αναπτύχθηκαν οι πρώτες δημόσιες βιβλιοθήκες και τα βιβλία έγιναν φτηνότερα και προσιτά στους πάντες —γιατί επί αιώνες ήταν κτήμα μόνο των ολίγων και ισχυρών: των παπάδων και των πλουσίων—, είχαμε την πρώτη μείζονα αλλαγή στα πάντα. Άρχισαν να γράφονται, να τυπώνονται και να πουλιούνται βιβλία για να ικανοποιήσουν ένα διαρκώς αυξανόμενο και μονίμως διψασμένο κοινό. Κι αυτό, με τη σειρά του, πολλαπλασίασε ακόμη περισσότερο τη βάση των αναγνωστών, σχεδόν με γεωμετρική πρόοδο. Ξαφνικά, αλλά με ολοένα αυξανόμενη ταχύτητα, τα μυθιστορήματα που απευθύνονταν σε μεγάλα κοινά έγιναν ένα με τον κόσμο, σαν τον αέρα, το νερό και τους δρόμους των πόλεων. Έγιναν κομμάτι τού είναι μας. Οι αναγνώστες ξημερώνονταν στα πρακτορεία Τύπου για να πάρουν το επόμενο φύλλο της εφημερίδας που δημοσίευε το τάδε μυθιστόρημα σε συνέχειες, ενώ αργότερα τα περιοδικά με το φτενό χαρτί και την τρομερά χαμηλή τιμή τυπώνονταν σε πελώρια τιράζ για να καλύψουν τη ζήτηση. Άρχισαν να γράφονται μυθιστορήματα παραλίας για τους ανθρώπους που ανακάλυπταν τις χαρές των διακοπών —ο κόσμος έναν αιώνα πίσω δεν ήξερε τι πάει να πει «διακοπές» και «θάλασσα», δεν υπήρχαν αυτές οι έννοιες—, οι εκδότες έβγαζαν χρήματα με το τσουβάλι και επανεπένδυαν τα κέρδη τους σε νέους τίτλους, νέα είδη και νέες κατηγορίες βιβλίων επινοούνταν, συγκροτούνταν σε σχολές και αποκτούσαν φανατικούς αναγνώστες, και ο κόσμος άλλαζε. Άλλαξε. Μπροστά στα μάτια μας. Ήταν ένα θαύμα που μεταμόρφωσε τον κόσμο: τυπογραφία, υποχρεωτική εκπαίδευση, δημόσιες βιβλιοθήκες, βιβλία της σχόλης. Αυτοί ήταν, χονδρικά, οι σταθμοί του πρώτου εκδημοκρατισμού των εκδόσεων. Του εκδημοκρατισμού των αναγνωστών.

Το να χαρακτηρίσει κάποιος «πόνημα» το βιβλίο του αρκούσε για να γίνει περίγελος του Ντόλτσε και έκτοτε να αντιμετωπίζεται σαν φιλολογικό ούφο.

Πλέον ζούμε τον δεύτερο εκδημοκρατισμό. Θα μπορούσε να τον ονομάσει κανείς εκδημοκρατισμό των συγγραφέων.

Αλλά πριν πω δυο σκέψεις γι’ αυτόν, να συμπληρώσω κάτι. Ουδέν καινόν υπό τον ήλιον βέβαια. Δεν υπάρχει ΚΑΝΕΝΑ χαρακτηριστικό της κατάστασης που επικρατεί σήμερα που να γεννήθηκε σήμερα. Όλα προϋπήρξαν, και δη εξαρχής. Αν δεν το ξέρουμε αυτό, δεν μπορούμε να κάνουμε σοβαρούς συλλογισμούς. Αν μη τι άλλο, δεν χρειάζεται να πάμε στον Αριστοφάνη για να μάθουμε για συγγραφείς-ψώνια. (Κι ας ήταν θηριώδεις και σπουδαίοι). Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στα σχετικά σκωπτικά ποιήματα του δικού μας Μεσοπολέμου και σε κάποια χρονογραφήματα της εποχής που ιχνογραφούν το προφίλ κάποιων τέτοιων τύπων. Δεν λέμε γι’ αυτό όμως. Μιλάμε για τον πλήρη εκδημοκρατισμό, δηλαδή για τον πολλαπλασιασμό και την εκτράχυνση του φαινομένου. Για κάτι που δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να ισχύει παλιότερα. Δεν υπήρχαν σόσιαλ τότε. Δεν υπήρχαν μερικές ντουζίνες, μόνο στην Ελλάδα, βιβλιοφιλικά σάιτ, δελτία και ψηφιακά στέκια. Υπήρχαν εκατό φιλολογικά περιοδικά, ναι, αλλά τα εννιά στα δέκα από αυτά διανέμονταν σε έναν ολότελα κλειστό κύκλο ανθρώπων. Ήταν σχεδόν παλιά, ή και παλαιικά, πριν καν στεγνώσει το μελάνι επάνω τους. Δεν γινόταν να έχουν τόσο πολλοί άνθρωποι τόσο πολλή έπαρση μονομιάς. Δεν είναι έτσι πια.

Σε ένα παλαιότερο σημείωμα μιλούσαμε για τις κάτι παραπάνω από απαραίτητες «ποιότητες» ενός συγγραφέα, και από τις πρώτες-πρώτες βάζαμε τη σεμνότητα, την ταπεινότητα. Αντιλαμβάνομαι ότι δεν είναι εύκολο να τη διατηρήσεις, αν την είχες ποτέ, όταν έχεις την εντύπωση πως πολλοί μιλούν για σένα. Το καταλαβαίνει κανείς αυτό. Όμως είναι αναγκαίο. Εξακολουθεί να είναι αναγκαίο. Είναι πιο απαραίτητο από το μελάνι και τα πίξελ του. Δεν μπορώ να το πω πιο ξεκάθαρα. Είναι κανόνας. Και οι κανόνες στα βιβλία (βασικά: και στη ζωή) δεν έχουν εξαιρέσεις. Απλώς έτσι είναι.

Λένε πολλοί πως «Πια όλοι γράφουν», πως «Οι συγγραφείς είναι πιο πολλοί από τους αναγνώστες», πως «Αυτό συμβαίνει ειδικά στη χώρα μας» κ.ο.κ. Δεν ισχύουν αυτά, είναι ανοησίες. Και δεν ισχύουν σε οποιαδήποτε χώρα και να λέγονται — και λέγονται πράγματι σε ΟΛΕΣ τις χώρες. Αυτό που πράγματι συμβαίνει, παντού στον κόσμο, είναι ένα δεύτερο κύμα εκδημοκρατισμού των συγγραφέων, που πολλαπλασιάζει όλα τα φαινόμενα έπαρσης και αλαζονείας που από πάντα υπάρχουν. Κι αν αυτό το φαινόμενο αμβλύνεται και αποδυναμώνεται σε ένα γαργαντουικό περιβάλλον όπως αυτό του αγγλόφωνου κόσμου —γιατί εκεί ποιος να πρωτοακουστεί: μιλάμε για άπειρες φωνές—, δεν ισχύει το ίδιο για ένα μικρό όπως των περιφερειακών, μικρών γλωσσών, σαν τα ελληνικά. Αν οι πρώτοι θυμίζουν ένα γεμάτο γήπεδο όπου καμιά φωνή δεν γίνεται να ξεχωρίζει μέσα στο σύνολο των ιαχών, εδώ είμαστε σε ένα μικρό μαγαζί όπου μπορεί να ακουστεί οποιοσδήποτε έτσι και υψώσει τον τόνο της φωνής του. Όπως επίσης μπορεί να ακουστεί ακόμη και αν δεν πει κάτι, όπως ας πούμε ένα ευχαριστώ.

Δεν μας ανήκει τίποτε, και ΔΕΝ μας χρωστά κανένας τίποτε. Δεν υπάρχει κανένα κεκτημένο. Πασχίζουμε να κάνουμε κάτι καλό. Κι όταν δεν τα καταφέρνουμε, προσπαθούμε ξανά. Κι αν τύχει και τα καταφέρουμε, και πάλι προσπαθούμε ξανά. Είμαστε εδώ χάρη σε μια συγκυρία. Θα λέγαμε πως, «With great power comes great responsibility», αλλά δεν είμαστε δα και ο Σπάιντερμαν. Μια δουλειά κάνουμε.

H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot