Βιβλιο

Η πριμοδοτημένη «Λολίτα» του Ναμπόκοφ ή το «Λίγη Ζωή» της Γιαναγκιχάρα;

Στο πρώτο μιλάει ο κακοποιητής. Στο δεύτερο ο κακοποιημένος

Ελισάβετ Παπαδοπούλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Λολίτα» του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ και «Λίγη Ζωή» της Χάνια Γιαναγκιχάρα: O κακοποιητής και ο κακοποιημένος μέσα από τα βιβλία

Κάθε εποχή έχει τα βιβλία της. Υπήρχαν εποχές που γέννησαν τη «Λολίτα» του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ και υπάρχει και η εποχή μας που γέννησε το «Λίγη Ζωή» της Χάνια Γιαναγκιχάρα. Γιατί τα βάζω πλάι-πλάι; Αφενός για την αδιαμφισβήτητη λογοτεχνική αξία τους. Η «Λολίτα» έχει κερδίσει μια θέση στην παγκόσμια λογοτεχνία (αν και αμφιβάλω αν έχει κερδίσει την ίδια θέση στις καρδιές μας), ενώ το «Λίγη Ζωή» ήταν υποψήφιο για το βραβείο Μπούκερ.

«Λολίτα» του Ναμπόκοφ - «Λίγη Ζωή» της Γιαναγκιχάρα: Ποια είναι η σχέση των δύο βιβλίων

Στη «Λολίτα» μιλάει ο κακοποιητής, στο «Λίγη Ζωή» ο κακοποιημένος. Το δεύτερο θα μπορούσε να τιτλοφορείται «Το Τραύμα», αλλά έτσι θα γινόταν πολύ σαφής ο προσανατολισμός του, ενώ στο βιβλίο της Γιαναγκιχάρα τα τραύμα αποκαλύπτεται σταδιακά. Χρειάστηκαν 890 πυκνογραμμένες σελίδες. Αυτό όμως δεν εμπόδισε στην Ελλάδα 16.000 αναγνώστες να το διαβάσουν, εφόσον βρίσκεται στην 16η έκδοση.

Στην «Λολίτα» ο κακοποιητής αναλύει την έλξη του για ένα παιδί και η ομορφιά του κειμένου είναι σκανδαλώδης, τόσο που κινδυνεύει ο βρομερός Χάμπερτ Χάμπερτ να γίνει συμπαθής αν ο αναγνώστης δεν υπενθυμίζει διαρκώς στον εαυτό του ότι κάθε ερωτική σκηνή, κάθε υπερβάλλον συναίσθημα, κάθε λυρισμός αφορά ένα παιδί. Στο «Λίγη Ζωή» παρακολουθούμε την σπαρακτική πορεία ενός ενήλικα (πλέον) που σαν παιδί έχει βιαστεί και οδηγηθεί στην πορνεία.

Το «Λίγη Ζωή» είναι ένα βιβλίο που στη βάση του είναι αισιόδοξο, ωστόσο ρεαλιστικό, καθώς το τραύμα -όση κανονικότητα κι αν απέκτησε τελικά η ζωή του κακοποιημένου Τζούντ- είναι εκεί και ορίζει πάνω απ’ όλα τη σεξουαλικότητά του καθώς και τον βαθμό εμπιστοσύνης του στους ανθρώπους.

Αυτό που είναι συναρπαστικό στο «Λίγη Ζωή», αυτό που το καθιστά πιο ευρύ από το θέμα που πραγματεύεται (αφορά την παρέα τεσσάρων συμφοιτητών στην πορεία τους προς την ενηλικίωση), είναι το θέμα του μυστικού. Η σεξουαλική κακοποίηση συνιστά μυστικό τέτοιας υφής, τη βρομιά της οποίας έχει απόλυτη επίγνωση ο κακοποιημένος. Γι’ αυτό και δεν το αποκαλύπτει. Μέχρι τη μέση του βιβλίου και ουσιαστικά μέχρι τη μέση της ζωής του κακοποιημένου, μέχρι τα σαράντα του χρόνια δεν το έχει αποκαλύψει σε κανένα. Κάθε συμπεριφορά του καθορίζεται από αυτό, ωστόσο ποιο είναι το «αυτό» δεν αποκαλύπτεται.

Ο Τζουντ έχει καλή δουλειά, φοράει κοστούμι, μα συχνότερα νιώθει ότι το κοστούμι είναι το μόνο που τον κάνει να νιώθει φυσιολογικός. Θαυμάζει την αθωότητα των άλλων ανθρώπων που δεν ξέρουν πώς είναι να έχεις περάσει από μια κόλαση. Θα ήθελε να έχουν νιώσει κάποια στιγμή στη ζωή τους εξίσου μη άνθρωποι με αυτόν, για να μπορέσει να τους πει. Ωστόσο δεν διαλέγει ανθρώπους που πέρασαν από μια κόλαση, διαλέγει τους φυσιολογικούς, θέλει να μπολιαστεί από την υγεία και την αθωότητά τους. Τούτη η επιλογή όμως καθορίζει ταυτόχρονα και τη μοναξιά του κακοποιημένου, καθώς υπάρχει κάτι που δεν του επιτρέπεται να μοιραστεί, είναι ο τοίχος που δεν μπορεί να σπάσει.

Δεν θέλει να μιλήσει. Δεν θέλει να τον κοιτάζουν και να βλέπουν εκεί όπου ούτε ο ίδιος θέλει να βλέπει. Σωπαίνει και σωπαίνει και σωπαίνει. Και η σιωπή τον διαστρεβλώνει.

Το βιβλίο όπως εξελίσσεται δεν είναι παρά η πορεία προς τη λύτρωση. Η λύτρωση έρχεται όταν φτάνει η στιγμή που ο Τζούντ αποφασίζει να μιλήσει. Όχι σε κάποιο ψυχαναλυτή, μα στους κοντινούς του, σ’ αυτούς που τον αγαπάνε. Σ’ αυτούς που τον διαβεβαιώνουν ότι η βρομιά δεν είναι δική του, ότι την ενοχή τζάμπα την κουβαλάει, ότι ήταν παιδί, ότι δεν φταίει. Δεν είναι ότι σταματάει να νιώθει φταίχτης, αυτό έχει κολλήσει πάνω του σαν δέρμα, μα ότι σπάει επιτέλους τον τοίχο που τον χωρίζει από τον κόσμο. Που νιώθει ότι με το κοστούμι του είναι ένας από όλους τους άλλους.

Στο σημείο όπου ο κακοποιημένος αποκαλύπτει επιτέλους το ένοχο μυστικό, δεν μπόρεσα παρά να σκεφτώ, πόσοι άνθρωποι λυτρώθηκαν τελικά με το κίνημα «me too». Πόσοι βρήκαν το κουράγιο να ανοίξουν βρωμιές, πληγές, ντροπές. Πόσοι έσπασαν επιτέλους τον τοίχο, πόσοι έκαναν ένα ουσιαστικό βήμα στην κανονικότητα. Πόσο μεγάλο κέρδος είναι που η σεξουαλική κακοποίηση μπήκε στο δημόσιο διάλογο, που το μεγάλο ένοχο μυστικό, μαζί με τη σιωπή που επέβαλε ο κακοποιητής, βγήκε από την κρύπτη του και περπάτησε στον κόσμο. Που επιτέλους τολμούν όσοι κακοποιήθηκαν σαν ενήλικες αλλά ακόμη περισσότερο σαν παιδιά να μιλήσουν και να νιώσουν πιο ανθρώπινοι, πιο αξιοπρεπείς, πιο άτρωτοι.