Βιβλιο

Σκέψεις και παρατηρήσεις για βιβλία του Επίκουρου, του Τόμας Χομπς και του John-Stuart Mill

«Επιστολή προς Μενοικέα, Κύριαι δόξαι, Επικούρου προσφώνησις» (εκδ. Στιγμή), «Λεβιάθαν» (εκδ. Γνώση) και «Ωφελιμισμός» (εκδ. Πόλις) αντίστοιχα

Θόδωρος Σούμας
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Επίκουρος: «Επιστολή προς Μενοικέα, Κύριαι δόξαι, Επικούρου προσφώνησις», Τόμας Χομπς: «Λεβιάθαν», John-Stuart Mill: «Ωφελιμισμός» - Σκέψεις και παρατηρήσεις

Η φιλοσοφία του Επίκουρου (342-270 π.Χ.) είναι ο ευδαιμονισμός που διέπεται από τη λογική που επιδιώκει να κατακτήσει την ευτυχία διαμέσου της εκλογίκευσης της αισθητής, εμπειρικής ευχαρίστησης και την πνευματική γαλήνη. Βασίζεται στη χρήση της φιλοσοφίας με σκοπό την απελευθέρωση της ψυχής από τα βάσανά της και την γαλήνια ζωή. Για να ζούμε με ευδαίμονα τρόπο οφείλουμε να παραμερίσουμε τους φόβους και τους πόνους. Το μοναδικό αυθεντικό αγαθό, ισχυρίζεται ο Επίκουρος, είναι η απόλαυση κι ευδαιμονία. Για να τις εξασφαλίσουμε πρέπει να στραφούμε σε μορφές απόλαυσης που θα ελέγχονται και δεν θα συνεπάγονται δυσάρεστα επακόλουθα.

Η ηθική του Επίκουρου θεωρεί το ευχάριστο ως καλό και πηγή της αρετής. Θεωρεί τον πόνο ως κακό και στέρηση του καλού. Και μας παροτρύνει να κατακτήσουμε την αταραξία. Πρέπει άρα να αποφεύγουμε ό,τι θα μπορούσε να μας κάνει να πονέσουμε ή να μας αναστατώσει ψυχικά και να αρκεστούμε στις ευχαριστήσεις που φέρνουν την ψυχική ηρεμία και την ανθρώπινη ζεστασιά. Πρόκειται για τη φιλοσοφία της ισορροπίας, θεμελιωμένη στο ότι κάθε πράξη επιφέρει ευχάριστα και θετικά αποτελέσματα, μα ταυτόχρονα κι αρνητικά αποτελέσματα που επιφέρουν τον πόνο. Άρα ο επικούρειος άνθρωπος καλό είναι να δρα με απλότητα, επιδιώκοντας πράξεις που οδηγούν στην απουσία πόνου, από όπου προκύπτει –αρνητικά– η ευχαρίστηση της ηρεμίας, ησυχίας και αταραξίας· βιώνοντάς τις με πλήρη συνείδηση, γεννιέται η υπέρτατη απόλαυση.  Το κλειδί της ευτυχίας είναι να γνωρίζεις τα όριά σου, γι’ αυτό η υπερβολή πρέπει να αποφεύγεται, διότι φέρνει την οδύνη. Οι ευχαριστήσεις και οι οδύνες αποτελούν αντίστοιχα το μέτρο των εμπειριών που πρέπει να αποζητούμε και στη δεύτερη περίπτωση, να αποφεύγουμε. Μια απόλαυση πρέπει να επιζητείται εάν μας φέρνει σε κατάσταση ψυχικής γαλήνης, η οποία είναι αυτάρκης κι ηδονική πνευματική κατάσταση.

Ο Επίκουρος είπε πως το χειρότερο, το τρομακτικότερο από τα κακά, ο θάνατος, δεν μας είναι τίποτε γιατί όταν εμείς είμαστε ο θάνατος δεν υπάρχει· και όταν υπάρχει ο θάνατος, είμαστε εμείς που δεν υπάρχουμε εκεί! Αν το σκεφτούμε καλά, πρόκειται απλά για μια σοφιστεία, γιατί στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με την αναμονή της εξαφάνισης της συνείδησής μας που είναι φοβερή, ανυπόφορη, αγωνιώδης· η συνείδηση φοβάται την εξαφάνιση και την κατάργησής της, το πέρασμα από την ύπαρξή της στο μηδέν, στην ανυπαρξία, στο απόλυτο κενό στο οποίο αυτή δεν θα υπάρχει. Οφείλουμε να ξεκινήσουμε τον στοχασμό μας από την αγωνία κι ανησυχία, τη δυσφορία και τη ματαιότητα, όπως αποπειράθηκαν να κάνουν ο Χάιντεγκερ και οι υπαρξιστές.

Ο Επίκουρος είπε επίσης πως το να είσαι νεκρός δεν είναι χειρότερο από το να μην είσαι γεννημένος. Ναι, εάν το δεις και το αντιμετωπίσεις αφηρημένα, κάνοντας αφαίρεση του πάσχοντος και αναμένοντος υποκειμένου/ατόμου. Εάν το αντιμετωπίσεις συγκεκριμένα, παίρνοντας ως βάση το υπαρκτό υποκείμενο ή το εγώ που βιώνει τον φόβο, την αγωνία, την ανησυχία, την εξαφάνιση και την κατάργηση της υπάρχουσας συνείδησης, τα συναισθήματα αυτά αναδεικνύονται ως δικαιολογημένα. Το ανθρώπινο ον είναι ον προς θάνατον, είπε ο Χάιντεγκερ και προσπάθησε να διαχειριστεί φιλοσοφικά και πνευματικά αυτή τη δεδομένη αγωνία κι ανησυχία...

Η φιλία είναι μία από τις ευχαριστήσεις του σοφού και συνετού ανθρώπου. Είναι μια κατάσταση και αξία ανώτερη του ερωτικού πάθους, το οποίο είναι πηγή δυστυχίας. Μάλιστα, λέει ο Επίκουρος, ο έρωτας ανάμεσα σε δύο ανθρώπους δεν υπάρχει παρά κοντά στη σάρκα, ευρισκόμενος επίσης στη σαρκική διάσταση. Χωρίς αυτή την εγγύτητα και διάσταση, το ερωτικό συναίσθημα δεν υπάρχει, γιατί κάθε πραγματικότητα βασίζεται σε μια σωματική αίσθηση, σε μια εμπειρία των αισθήσεων. Ο μαθητής του Λουκρήτιος έγραψε σχετικά με τον έρωτα και τις ψευδαισθήσεις του ως πηγή ανώφελης ψυχικής και άλλης αταξίας, που εμποδίζει την ηρεμία της ψυχής.

Ο Άγγλος φιλόσοφος Thomas Hobbes (1588-1679) άσκησε έντονη επίδραση στην κατοπινή πολιτική φιλοσοφία και ηθική κυρίως διαμέσου των έργων του Λεβιάθαν (1651) και De Cive (Philosophicall rudiments concerning government and society, 1642). Για τον Χομπς, βασικός γνώμονας για τις ανθρώπινες πράξεις είναι η ζημιά ή το όφελος που προκύπτει από αυτές. Προσπάθησε να απομακρυνθεί το περισσότερο δυνατόν από τη μεταφυσική προσέγγιση του περιεχομένου, του νοήματος και του πρόσημου της ηθικής των ανθρωπίνων  πράξεων. Κρίνει την ηθική των πράξεων από την οπτική γωνία του ωφελιμισμού και των ψυχικών επιπτώσεών τους. Θεμελιώνει την ηθική, το ηθικό νόημα των πράξεων σε εμπειρική, ωφελιμιστική και ψυχολογική βάση (προκαλούμενη ευαρέσκεια ή δυσαρέσκεια, χαρά ή στεναχώρια, δυστυχία, ψυχικό όφελος ή ψυχική ζημιά και πόνος). «Η ευδαιμονία είναι η διαρκής πορεία της επιθυμίας από το ένα αντικείμενο στο άλλο, όπου η απόκτηση του πρώτου δεν είναι παρά ο δρόμος για το επόμενο. Αυτό οφείλεται στο ότι σκοπός της ανθρώπινης επιθυμίας δεν είναι μια μοναδική και στιγμιαία απόλαυση, είναι αντίθετα η εξασφάλιση της ικανοποίησης και των μελλοντικών επιθυμιών δια παντός. Οι θεληματικές λοιπόν πράξεις και οι διαθέσεις όλων των ανθρώπων τείνουν όχι μόνον στην κατάκτηση, αλλά και στην εξασφάλιση ευτυχισμένης ζωής». Ο Χομπς ορίζει ως καλό ό,τι το επιθυμητό από τον άνθρωπο και ως κακό ό,τι αποστρέφεται. Παρατηρούμε στον άνθρωπο την επιθυμία διατήρησης της ισχύος του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης και της ζωντάνιας του, οι οποίες  αποτελούν την ψυχική έκφραση της φυσικής πραγματικότητάς του. Εκεί υπεισέρχεται ο ρόλος της κοινωνίας που είναι να διασφαλίσει, μα και να σταθμίσει την ευτυχία, τη ζωτικότητα και την ευδιαθεσία του ανθρώπου, έτσι ώστε να μην προκαλεί ζημιά και δυσαρέσκεια στους άλλους, δηλαδή η συνολικά παραγόμενη ευαρέσκεια, χαρά κι ευτυχία να ξεπερνά τη δυστυχία που τυχόν γεννά σε άλλους, λιγότερους ανθρώπους, σε ασφαλώς μικρότερη ένταση. Ήτοι υπογραμμίζουμε πως απαιτείται μια ρυθμιστική αρχή, το κράτος, η κοινωνική αρχή, που θα εποπτεύουν την παραγωγή και τη διανομή της ευαρέσκειας κι ευχαρίστησης έτσι ώστε να μην αποβαίνει σε βάρος πολλών, μη προνομιούχων μειονοτικών ατόμων… «Τα πάθη που ωθούν τους ανθρώπους προς την ειρήνη είναι ο φόβος του θανάτου, ο πόθος για τα πράγματα που απαιτούνται για μιαν άνετη διαβίωση και η ελπίδα ότι αυτά θ’ αποκτηθούν με την εργατικότητα. Ο ορθός λόγος προβάλλει τους κατάλληλους όρους για την ειρήνη, έτσι ώστε οι άνθρωποι να οδηγηθούν σε συμφωνία. Αυτοί οι όροι αποκαλούνται, αλλιώτικα, νόμοι της φύσης», υποστηρίζει. Το βασικό ζήτημα κι ερώτημα είναι άρα το πώς ο εγωισμός του ατόμου θα πειθαρχηθεί από την πολιτική εξουσία, την πολιτεία και την παιδεία που παρέχουν, ώστε επιδιώκοντας την προσωπική ευτυχία να μην βλάψει και να μην βυθίσει στη δυστυχία τους άλλους, τους πολλούς ή τις μειονότητες. Δηλαδή το δεύτερο βασικό ερώτημα είναι τι θα γίνει με τις δυσαρεστημένες ή κι αδικημένες μειονότητες, όταν οι πολλοί κατακτούν τη χαρά κι ευτυχία (απορία που δεν λύνεται εύκολα).

Ο Χομπς πιστεύει, με καλή προαίρεση, πως οι νόμοι της φύσης πιστοποιούν εφαρμοζόμενοι  κι επιβάλλουν την ειρήνη, την τήρηση των συμφωνηθέντων και την αποφυγή της αδικίας, τη διασφάλιση της φυσικής δικαιοσύνης γιατί στην αντίθετη περίπτωση η παρέμβαση του κράτους θα επιβάλλει μεγαλύτερο πόνο και ζημιά από την αναμενόμενη ωφέλεια στο εγωιστικό άτομο.

Η θεωρία του Άγγλου φιλόσοφου Μπένθαμ (1748-1832), ο ωφελιμισμός, ανάγεται στο μεγαλύτερο δυνατόν καλό, την ωφέλεια, την ευτυχία και ικανοποίηση για όσους περισσότερους ανθρώπους μιας κοινωνίας γίνεται. Η θεωρία του Τζέρεμι Μπένθαμ είναι συνεπειοκρατική, δηλαδή θεμελιώνεται στις συνέπειες και στα αποτελέσματα των πράξεων των ατόμων και όχι στις ευγενείς , ηθικές προθέσεις τους και στην ηθική ποιότητα των ανθρώπων και των πράξεών τους1. (Με την αρχή της υπέρτατης αξίας των συνεπειών της πράξης και μόνο, μπορούμε να υποπέσουμε στο σφάλμα πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα). Ο ωφελιμισμός δεν αποτελεί λοιπόν ένα δείγμα εγωκεντρικής ή εγωιστικής ηθικής γιατί αναφέρεται στην ωφέλεια κι ευδαιμονία των πολλών και όχι του προνομιούχου ενός. Βασίζεται στη λογική και στις λογικές συνέπειες των πράξεων των ανθρώπων. Πρόκειται άρα για μια θεώρηση πραγματιστική, που προσμετράει τα θετικά κι ωφέλιμα αποτελέσματα των ανθρωπίνων πράξεων.

Ο Μπένθαμ στηρίχτηκε στη μελέτη των προγενέστερων ιδεών του Χιουμ και του Ελβέτιου. Ο Τζέρεμι Μπένθαμ όρισε την κεντρική ιδέα του της ωφέλειας ως αρχή που αποδέχεται τις ανθρώπινες πράξεις που αποσκοπούν στην αύξηση της ικανοποίησης. Οι οπαδοί του ωφελιμισμού κρίνουν κάθε πράξη ανάλογα με την ευτυχία και την ωφέλεια που επιφέρει. Ο ωφελιμισμός προσβλέπει στη μεγιστοποίηση του γενικού καλού, της ευχαρίστησης και ευμάρειας του μεγαλύτερου κομματιού της κοινωνίας. Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι βέβαια σχετικά με το πώς τα πολλά ατομικά οφέλη συμφιλιώνονται κι εναρμονίζονται μεταξύ τους; Πώς οι ατομικές ευχαριστήσεις και συμφέροντα συνδυάζονται με αυτά της κοινότητας, της κοινωνίας;

Ο Μπένθαμ ισχυρίζεται πως η φυσική κλίση του ανθρώπου σε μια δίκαιη δημοκρατία είναι η κλίση του προς το μάξιμουμ της ευχαρίστησης κι ευτυχίας και το μίνιμουμ της οδύνης. Μια ολοκληρωμένη, θετική, προχωρημένη, προοδευτική και δημοκρατική, φιλελεύθερη κοινωνία αποβλέπει στο καλό, στην ευημερία και ικανοποίηση όλων γιατί εάν μια καταπιεσμένη μειονότητα δυστυχεί, αυτό χαλάει και την αίσθηση της ικανοποίησης κι ευημερίας των υπολοίπων πολιτών της ικανοποιημένης πλειονότητας· δηλαδή μια δημοκρατική κοινωνία με υψηλό βαθμό ευημερίας και ποιότητας ζωής προϋποθέτει ως συνθήκη της ευτυχίας των πολλών ευτυχισμένων, συνειδητών πολιτών, την αίσθησή τους πως ευτυχούν και οι υπόλοιποι… O Mπένθαμ μας βεβαιώνει πως δεν μπορεί να υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στο άτομο και στην κοινωνία γιατί τα συμφέροντά τους είναι ταυτόσημα, επειδή αμφότερα βασίζουν τη δράση τους στην ωφέλεια. Ένας για όλους και όλοι για έναν, τα οφέλη και τα συμφέροντα σε μια δίκαιη και λειτουργική δημοκρατική κοινωνία είναι κοινά.

Ο Διαφωτισμός έθεσε την ευτυχία σαν σκοπό του ανθρώπου. Η αναζήτηση της ευτυχίας είναι ένας ανώτερος σκοπός. Όμως ο συγκροτημένος σε κοινωνία, πολιτισμός περιορίζει τη δυνατότητα του ατόμου να ικανοποιεί πλήρως τις επιθυμίες και ενορμήσεις του όταν βλάπτουν τους άλλους. Άρα ο πολιτισμένος πολίτης προσπαθεί να βρει την ευτυχία μέσα στα όρια και στους νόμους που του θέτει η πολιτισμένη κοινωνία, σεβόμενος και μη βλάπτοντας τον άλλον. Ο Αριστοτέλης υποστήριζε πως βρίσκουμε την ευδαιμονία, μια ανώτερη πνευματική κατάσταση όπου επικρατεί το μέτρο, αν ζούμε στα πλαίσια της αρετής και λογικής. Υπάρχουν, ακόμη, κι οι σημαντικές θεωρήσεις των ανατολικών φιλοσοφιών. Συναντάμε σήμερα τις σχετικές αντιλήψεις άλλων μεταγενέστερων φιλοσόφων της δυτικής κλασικής φιλοσοφίας. Ο ψυχαναλυτής Σαββόπουλος μας λέει πως πλησιάζεις περισσότερο την ευτυχία όταν δεν την κυνηγάς επί τούτου.

Για να ολοκληρώσουμε το θέμα των υπαρξιακών, φιλοσοφικών σκοπών του ατόμου και της κοινωνίας, συναφών κατευθύνσεων, η βάση των ανθρώπινων επιδιώξεων δεν μπορεί να είναι παρά η αναζήτηση της ατομικής ευτυχίας, ευδαιμονίας, χαράς κι επιτυχίας· ένα είδος δημιουργικού, αισθητηριακού, διανοητικού, καλλιτεχνικού, υλικού και πνευματικού ευδαιμονισμού. Για να μην συγκρούονται όμως οι πάμπολλες ατομικές επιδιώξεις μεταξύ τους και για να μην γίνουμε ζούγκλα, απαιτείται μια πολιτεία, μια κοινωνία που να διευθετεί δίκαια το ζήτημα των κατά το δυνατόν δικαιότερων ευκαιριών αναζήτησης της ευτυχίας από τον καθένα, δηλ. ένα δίκαιο κράτος με πρόνοια προς τους πολίτες του. (Και μέχρι σήμερα ήταν το σοσιαλδημοκρατικό κράτος που φρόντισε καλύτερα για την δίκαιη και ισότιμη κατανομή των ευκαιριών). Σαν δηλαδή ο ατομικός ευδαιμονισμός να πρέπει να συντονιστεί, σε εκατομμύρια επιδιώξεις και αναζητήσεις, σε έναν κοινωνικό, συλλογικό ευδαιμονισμό, σε μια δημοκρατική, (φιλ)ελεύθερη, κοσμική, ανεκτική και πλουραλιστική κοινωνία. Το να υπάρχουν τέτοιες ισορροπημένες – μεταξύ ατόμου και κοινωνίας – προηγμένες, πολιτισμένες, ευδαιμονιστικές, σχετικά χαρούμενες, υγιείς κι ευημερούσες, ελεύθερες κοινωνίες είναι πάρα πολύ δύσκολο, μια ισορροπία σε τεντωμένο χοντρό σκοινί, μόνο οι κοινωνίες της σκανδιναβικής σοσιαλδημοκρατίας κατάφεραν να το πλησιάσουν. Και ούτε ξέρουμε αν το μέλλον θα μας οδηγήσει πιο κοντά σε μια ευτυχέστερη κι ανετότερη, πολυφωνική και δικαιότερη κοινωνία ή σε μια κοινωνία χειρότερη από τις προοδευμένες, φιλελεύθερες, εύπορες δυτικές δημοκρατίες2...

Στις σύγχρονες μαζικές κοινωνίες, που έχουν ανισότητες και αδικίες (άλλος/η έχει πολλά χρήματα και άλλος/η ελάχιστα, άλλος/η κάνει σεξ με πολλούς παρτενέρ και άλλος/η καθόλου, άλλος/η έχει οικογένεια, φίλους κι εραστή και άλλος/η κανέναν και ζει μονάχος/η), χωρίς ίσες ευκαιρίες, ίση δικαιοσύνη για όλους και διασφάλιση αλληλεγγύης/βοήθειας προς τους πάσχοντες φτωχότερους, σε μια κοινωνία που επικρατεί ο ναρκισσισμός, ο υπερκαταναλωτισμός, η σπατάλη και η φθορά του περιβάλλοντος, η επιδερμική, έμμεση, ψευτοαληθινή επικοινωνία λόγω των ψυχρών, ανεξέλεγκτων τεχνοκρατικών μέσων και της ΤΝ, όπου κυριαρχεί η εξωτερική, ψηφιακή εικόνα και η επίπλαστη, επιφανειακή διάκριση κι επιβεβαίωση μέσω των social media και των likes, η μοναξιά καραδοκεί και μάλλον επικρατεί και τα όποια ανθρώπινα επιτεύγματα είναι δυσπρόσιτα και δύσκολα, εάν δεν πούμε πως ανήκουν στους προνομιούχους.

Ο συνδυασμός ατομικού ευδαιμονισμού και κοινωνικής ισορροπίας, επικοινωνίας κι αλληλεγγύης, μιας ευτυχισμένης, δίκαιης, προοδευμένης, ανεπτυγμένης κοινωνίας με κοινωνική πρόνοια, αλληλοσυμπαράσταση και παιδεία, αποτελεί ένα είδος συλλογικού, κοινωνικού ευδαιμονισμού. Το ζητούμενο των παραπάνω θεωρήσεων είναι να ζεις με τον τρόπο που σε ευχαριστεί στο πολιτιστικό, πνευματικό, υλικό ή κοινωνικοπολιτικό πεδίο, ώστε να περνάς καλά και δημιουργικά, να διάγεις ευάρεστο, ηδύ και χρήσιμο για τον εαυτό σου και τους άλλους, βίο, χωρίς να έρχεσαι σε αντίθεση με το καλό των υπόλοιπων συμπολιτών σου.


1. Δηλαδή τους ωφελιμιστές δεν ενδιαφέρει εάν μια πράξη είναι τίμια, μακιαβελική, γενναιόδωρη, συμφεροντολόγος, πονηρή ή αγνή, μα μόνο οι καλές, θετικές ή αντίθετα επιζήμιες κι αρνητικές συνέπειές της, ήτοι το αποτέλεσμά τους.

2. Ως ένα κοντινό μας παράδειγμα από την Αφρική ή την Ασία, μια σαλαφιστική, ισλαμική θεοκρατική δικτατορία στα πλαίσια του επιθετικού, επεκτεινόμενου, φονταμενταλιστικού ισλαμισμού.