Βιβλιο

«Οι γυναίκες» της Κριστίν Χάνα: Αποκλειστική προδημοσίευση

Ένα ευαίσθητο πορτρέτο ενηλικίωσης σε επικίνδυνες εποχές και µια επική ιστορία για τον διχασµό ενός έθνους. Kυκλοφορεί στις 15 Μαΐου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος

A.V. Team
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

«Οι γυναίκες» της Κριστίν Χάνα, εκδόσεις Κλειδάριθμος: Διαβάστε ένα απόσπασμα σε προδημοσίευση - Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 15 Μαΐου

Μετά «Το Αηδόνι» και τους «Τέσσερις ανέµους», η Κριστίν Χάνα επιστρέφει με ένα ευαίσθητο πορτρέτο ενηλικίωσης σε επικίνδυνες εποχές και µια επική ιστορία για τον διχασµό ενός έθνους. Το νέο της βιβλίο με τίτλο «Οι γυναίκες», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, σκαρφάλωσε στην πρώτη θέση των ευπώλητων των The New York Times, USA Today, Washington Post και Los Angeles Times ήδη από την πρώτη μέρα κυκλοφορίας του.

Οι γυναίκες µπορούν να γίνουν ηρωίδες.

Όταν η φοιτήτρια νοσηλευτικής Φράνσις «Φράνκι» ΜακΓκράθ ακούει αυτά τα λόγια, κάτι αλλάζει µέσα της. Μεγαλωµένη στον ηλιόλουστο, ειδυλλιακό κόσµο της Νότιας Καλιφόρνιας, στο προστατευµένο περιβάλλον που έχουν δηµιουργήσει οι συντηρητικοί γονείς της, ένιωθε πάντα περήφανη επειδή έκανε το σωστό. Αλλά το 1965 ο κόσµος αλλάζει. Όταν ο αδερφός της φεύγει για να υπηρετήσει στο Βιετνάµ, εκείνη κατατάσσεται εθελοντικά στο Σώµα Νοσοκόµων του Στρατού. Απροετοίµαστη και άπειρη, η Φράνκι έρχεται αντιµέτωπη µε το χάος και την καταστροφή. Κάθε µέρα είναι ένα στοίχηµα ζωής ή θανάτου, ελπίδας ή προδοσίας.

Όµως ο πόλεµος είναι µόνο η αρχή για τη Φράνκι και τους βετεράνους φίλους της. Η αληθινή µάχη τούς περιµένει στην πατρίδα, σε µια Αµερική αλλαγµένη και διχασµένη, που θέλει να ξεχάσει.

Οι Γυναίκες είναι η ιστορία µιας γυναίκας που πήγε στον πόλεµο, αλλά φωτίζει και τις ιστορίες όλων των γυναικών που αποφασίζουν να ριχτούν στη µάχη και των οποίων οι θυσίες και η αφοσίωση στην πατρίδα πολύ συχνά λησµονούνται.

Ένα µυθιστόρηµα για τις βαθιές φιλίες και τον τολµηρό πατριωτισµό, µε µια ηρωίδα, της οποίας ο ιδεαλισµός και το θάρρος θα καθορίσουν µια ολόκληρη εποχή.

«Οι γυναίκες» της Κριστίν Χάνα: Απόσπασμα από το βιβλίο

Η Φράνκι άκουσε την πόρτα να ανοίγει σιγανά πίσω της και κάποιον να λέει: «Αχ. Συγγνώμη. Δεν ήξερα ότι ήσουν εδώ». Η Φράνκι έκανε μεταβολή και είδε τον Ράι Γουόλς να στέκεται στην πόρτα. Κρατούσε ένα κοκτέιλ στο ένα του χέρι και ένα πακέτο τσιγάρα Old Gold στο άλλο. Μάλλον έψαχνε ένα ήσυχο μέρος για να καπνίσει.

«Κρύβομαι από το πάρτι», του είπε. «Δεν έχω πολλή όρεξη να το γιορτάσω».

Εκείνος άφησε ανοιχτή την πόρτα πίσω του. «Κι εγώ κρύβομαι. Μάλλον δεν θα με θυμάσαι–»

«Τζόσεφ Ράιρσον Γουόλς· όλοι σε φωνάζουν Ράι. Rye, όπως το ουίσκι», είπε η Φράνκι προσπαθώντας να χαμογελάσει. «Εσύ γιατί κρύβεσαι; Αφού είστε αχώριστοι με τον Φιν. Λατρεύετε και οι δύο τα ωραία πάρτι».

Προχώρησε προς το μέρος της και η καρδιά της πετάρισε περίεργα. Είχε αισθανθεί το ίδιο και όταν τον πρωτογνώρισε, αλλά δεν είχαν μιλήσει ποτέ μεταξύ τους. Η Φράνκι δεν ήξερε τι να του πει εκείνη τη στιγμή, που ένιωθε λίγο χαμένη. Μόνη.

«Θα μου λείψει», της είπε σιγανά.

Η Φράνκι βούρκωσε και γύρισε γρήγορα προς τον τοίχο με τα ενθύμια· εκείνος πήγε δίπλα της. Κοιτούσαν τις οικογενειακές φωτογραφίες και τα αναμνηστικά. Άντρες με στρατιωτικές στολές, γυναίκες με νυφικά, παράσημα ανδρείας και εξόχου πράξεως, μια αμερικανική σημαία, διπλωμένη σε τρίγωνο και κορνιζαρισμένη, που είχε δοθεί στη γιαγιά της από την πλευρά του πατέρα της.

«Γιατί δεν υπάρχουν περισσότερες γυναίκες εδώ; Μόνο στις φωτογραφίες γάμου φαίνονται», ρώτησε ο Ράι.

«Είναι ο τοίχος των ηρώων. Για να τιμήσουμε τις θυσίες που έχει κάνει η οικογένειά μας υπηρετώντας την πατρίδα».

Ο Ράι άναψε τσιγάρο. «Και οι γυναίκες μπορούν να γίνουν ηρωίδες».

Η Φράνκι έβαλε τα γέλια.

«Γιατί σου φαίνεται αστείο;»

Η Φράνκι γύρισε προς το μέρος του, σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια της. «Εγώ… να… δεν το λες σοβαρά…»

«Ναι», της είπε και την κοίταξε. Η Φράνκι δεν θυμόταν να την έχει κοιτάξει ποτέ άλλος έτσι, τόσο έντονα. Της κόπηκε η ανάσα. «Το εννοώ, Φράνκι. Ζούμε στο 1966. Ο κόσμος αλλάζει».

Ώρες αργότερα, όταν οι επισκέπτες είχαν αρχίσει να αποχωρούν ευγενικά, η Φράνκι έπιασε τον εαυτό της να σκέφτεται ακόμη τον Ράι και αυτό που της είχε πει.

Και οι γυναίκες μπορούν να γίνουν ηρωίδες.

Κανένας δεν της είχε πει ποτέ κάτι ανάλογο. Ούτε οι καθηγητές της στην Ακαδημία Θηλέων, ούτε οι γονείς της. Ούτε καν ο Φίνλι. Γιατί δεν είχε περάσει ποτέ από τον νου της ότι ένα κορίτσι, μια γυναίκα μπορούσε να κερδίσει μια θέση στον τοίχο του γραφείου του πατέρα της κάνοντας κάτι ηρωικό ή σημαντικό, ότι μια γυναίκα μπορούσε να εφεύρει ή να ανακαλύψει κάτι, ή να πάει στο μέτωπο ως νοσοκόμα για να σώζει ζωές;

Η ιδέα και μόνο τη συντάραξε, ανέτρεψε την άποψη που είχε σχηματίσει για τον κόσμο, για τον εαυτό της. Για χρόνια, οι καλόγριες, οι καθηγητές, η μητέρα της της έλεγαν ότι η νοσηλευτική ήταν εξαιρετικό επάγγελμα για μια γυναίκα.

Δασκάλα, Νοσοκόμα. Γραμματέας. Αυτό ήταν το αποδεκτό μέλλον για μια κοπέλα σαν εκείνη. Την τελευταία εβδομάδα μάλιστα, η μητέρα της άκουγε τη Φράνκι να της λέει για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε με τα προχωρημένα μαθήματα βιολογίας και της είχε πει ευγενικά: Ποιος νοιάζεται για τα βατράχια, Φράνσις; Θα είσαι νοσοκόμα μόνο μέχρι να παντρευτείς. Και, παρεμπιπτόντως, έχει έρθει η ώρα να αρχίσεις να σκέφτεσαι αυτό το θέμα. Σταμάτα να τρέχεις από το ένα μάθημα στο άλλο και χαλάρωσε λίγο. Ποιος νοιάζεται αν θα αποφοιτήσεις νωρίτερα από το κανονικό; Πρέπει να βγαίνεις περισσότερα ραντεβού. Όλοι έλεγαν στη Φράνκι ότι η δουλειά της ήταν να γίνει καλή νοικοκυρά, να αναθρέψει παιδιά με καλούς τρόπους και να έχει ένα όμορφο νοικοκυριό. Στο καθολικό λύκειο στο οποίο φοιτούσε, περνούσε τις μέρες της μαθαίνοντας να σιδερώνει κουμπότρυπες στην εντέλεια, να διπλώνει με ακρίβεια τις πετσέτες του φαγητού, να στρώνει ένα κομψό τραπέζι. 

Στο Κολέγιο Θηλέων του Σαν Ντιέγκο, δεν υπήρχαν πολλές αντιδράσεις από τις συμμαθήτριες και τις φίλες της. Τα κορίτσια αστειεύονταν και έλεγαν ότι θα πάνε για σπουδές ώστε να βρουν σύζυγο. Ακόμα και η επιλογή της να σπουδάσει νοσηλευτική δεν είχε απαιτήσει ιδιαίτερη ενδοσκόπηση· φρόντιζε απλώς να παίρνει καλούς βαθμούς για να κάνει περήφανους τους γονείς της.

Καθώς οι μουσικοί έβαζαν τα όργανα στις θήκες τους και οι σερβιτόροι άρχιζαν να μαζεύουν τα άδεια ποτήρια, η Φράνκι έβγαλε τα σανδάλια της, απομακρύνθηκε από την αυλή και άρχισε να περπατάει στην άδεια παραλιακή λεωφόρο, στον φαρδύ, πλακόστρωτο δρόμο που χώριζε το σπίτι των γονιών της από την παραλία. Η χρυσαφένια άμμος της παραλίας Κορονάντο απλωνόταν μπροστά της. Στα αριστερά της έβλεπε το διάσημο Ξενοδοχείο Del Coronado και στα δεξιά της βρισκόταν η μεγάλη βάση Αεροπορίας Ναυτικού του Νορθ Άιλαντ, που πρόσφατα είχε αναγνωριστεί ως γενέτειρα της Αεροπορίας Ναυτικού. Το ψυχρό νυχτερινό αεράκι χάιδευε τα κρεπαρισμένα καρέ μαλλιά της που ήταν κομμένα ως τη γραμμή του σαγονιού, αλλά χάρη στην άφθονη λακ, κάθε τούφα έμενε στη θέση της.

Κάθισε στην ψυχρή άμμο, αγκάλιασε τα λυγισμένα γόνατά της και ατένισε τα κύματα. Η πανσέληνος βρισκόταν ψηλά στον ουρανό. Όχι πολύ μακριά, κάποιοι είχαν ανάψει μια φωτιά στην παραλία, που έλαμπε πορτοκαλιά· η μυρωδιά του καπνού αρωμάτιζε τον νυχτερινό αέρα.

Πώς γινόταν να ανοίξει τα φτερά της μια γυναίκα; Πώς θα ξεκινούσε ένα ταξίδι αν δεν της είχαν στείλει καμία πρόσκληση; Τα πράγματα ήταν εύκολα για τον Φίνλι· η διαδρομή ήταν προδιαγεγραμμένη για εκείνον. Θα έκανε ό,τι όλοι οι άλλοι άντρες της οικογένειας ΜακΓκράθ και της οικογένειας Αλεξάντερ: θα υπηρετούσε την πατρίδα του με καμάρι και μετά θα αναλάμβανε την οικογενειακή κτηματομεσιτική επιχείρηση. Κανένας δεν είχε υποδείξει ποτέ κανένα μέλλον για τη Φράνκι, πέρα από τον γάμο και τη μητρότητα.