Βιβλιο

Ο Γιάννης Ηλίδης μας ταξιδεύει στην Αθήνα του ‘60 και του ‘70

Σήμερα, 15 Μαΐου, η παρουσίαση του βιβλίου του «Μέρες μαγικές με γρανίτες και Ταμ-Ταμ» στον Ιανό στη Σταδίου

Γιάννης Νένες
17’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Γιάννης Ηλίδης: Συνέντευξη για το βιβλίο του «Μέρες μαγικές με γρανίτες και Ταμ-Ταμ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Athens Voice books

Το βιβλίο «Μέρες μαγικές με γρανίτες και Ταμ-Ταμ» είναι ένα προσωπικό ταξίδι του Γιάννη Ηλίδη στην Αθήνα των χρόνων του ‘60 και του ‘70 που μόλις κυκλοφόρησε από την Athens Voice Books. Πανοραμικό, χορταστικό γύρισμα σε γειτονιές στα Πατήσια και την Κυψέλη, ραδιοφωνικά στούντιο και διαγωνισμούς με το κοινό, παλιά σινεμά, θέατρα, οι πρώτες ντισκοτέκ, τα παλιά μπακάλικα, οι διαφημίσεις, τα Κυριακάτικα πρωινά με συγκροτήματα. Είναι ένα βιβλίο με πλούσια εικονογράφηση και απίθανες λεπτομέρειες για την Αθήνα μέσα στο οποίο όμως ξεδιπλώνεται και η ζωή ενός ανθρώπου.

Ο Γιάννης Ηλίδης γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1948 στην Αθήνα. Μεγάλωσε κοντά στο κέντρο της πόλης και έζησε ό,τι συναρπαστικό συνέβαινε εκεί. Σπούδασε Εμπορικές και Οικονομικές Επιστήμες, ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη διαφήμιση αλλά η μεγάλη του αγάπη ήταν και είναι το ραδιόφωνο. Είχε την ευτυχία, έστω και περιστασιακά να κάνει το χόμπι του εργασία. Παρουσίαζε διαφημιστικές εκπομπές δισκογραφικών εταιριών στο Δεύτερο Πρόγραμμα του ΕΙΡ όσο ήταν ακόμα μαθητής στο Γυμνάσιο. Σήμερα, ένας κομψός μπον-βιβέρ, με χιούμορ και ολοζώντανες λεπτομέρειες στη μνήμη του, με ταξίδεψε στις σελίδες του βιβλίου του.

Οι ιστορίες που περιγράφω στο βιβλίο είναι πέρα για πέρα αληθινές, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο μυθοπλασίας, είναι όλες προσωπικές μου εμπειρίες και βιώματα. Μέσα από την αφήγηση βγαίνει ένα κομμάτι της Αθήνας της δεκαετίας του ‘60, του λίγο πριν και του λίγο μετά. Δεν θα τολμούσα να πω ότι έγραψα ιστορία αλλά κατά κάποιο τρόπο, το βιβλίο είναι και ιστορικό. Ένα κομμάτι λαογραφίας.

Ο Γιάννης Ηλίδης μιλάει για το βιβλίο του «Μέρες μαγικές με γρανίτες και Ταμ-Ταμ» (Athens Voice books) και την Αθήνα των 60s-70s

Στο βιβλίο, έχεις μία παρατηρητικότητα στο να παρουσιάζεις τα πράγματα όπου τελικά η λεπτομέρεια είναι που το κάνει να έχει το άρωμα της εποχής. Όπως οι διαφημίσεις με τα τυράκια τα “Αραπάκια” που έβαλες ή ο τρόπος που περιγράφεις το σκηνικό του κλασικού μπακάλικου.
Τα θυμάμαι όλα με κάθε λεπτομέρεια. Ανέτρεξα μόνο κάποιες στιγμές για να τσεκάρω κάτι, στα μέτρα και σταθμά όπως ας πούμε ότι η οκά ήταν 1280 γραμμάρια, τέτοια πράγματα. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην αρχή της Μιχαήλ Βόδα και Λιοσίων. Τότε ήταν μία μεσοαστική περιοχή, όχι τίποτα σπουδαίο. Θυμάμαι που έλεγε ο πατέρας μου “να σηκωθούμε να φύγουμε από εδώ, να πάμε κάπου προς την Πατησίων και την Κυψέλη”. Εκεί ήταν τότε το τοπ της εποχής: Κυψέλη. Και όχι μόνο η Φωκίωνος Νέγρη. Η Πατησίων ήταν γεμάτη θέατρα, μπαρ και κινηματογράφους. Ήταν μία ολοκληρωμένη περιοχή διασκέδασης. Ακόμα και τα νάιτ-κλαμπς με τα συγκροτήματα όπως οι Charms και οι Idols, όλα γύρω από την πλατεία Αμερικής ήταν: Green Park, Igloo, Vips που ήταν στην οδό Κεφαλληνίας… Ό,τι συνέβαινε στην πόλη ήταν εκεί.

Το Κολωνάκι πότε μπήκε στον χάρτη της διασκέδασης;
Το Κολωνάκι άρχισε να γίνεται στέκι στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, όταν άνοιξαν κάποια καλά μαγαζιά στην οδό Τσακάλωφ. Το πρώτο από αυτά ήταν μία ντισκοτέκ -έτσι τις έλεγαν τότε- που λεγόταν Dolly’s στο υπόγειο εκεί που είναι σήμερα το Da Capo. Μία κάπως πριβέ ντισκοτέκ για τη «χρυσή νεολαία» όπως έλεγαν τότε. Από εκεί ξεκίνησαν όλα τα άλλα.

Μου έκανε εντύπωση το σημείο που λες ότι σε έστελνε η μητέρα σου στο μπακάλικο να πάρεις πελτέ στη λαδόκολλα. Και ο τρόπος που περιγράφεις το μπακάλικο.
Μετά την ηλικία των 12 ετών μετακομίσαμε στην περιοχή Πατησίων-Κυψέλης. Αλλά το μπακάλικο, ο φούρνος, ο τσαγκάρης και τα μαγαζιά της παιδικής μου ηλικίας που αναφέρω στο βιβλίο, ήταν φτωχικά. Φτωχικό ήταν και το σχολείο που πήγαινα, το 54ο και αυτό στη Μιχαήλ Βόδα, όπως και οι μικρές ταβέρνες της περιοχής. Σχετικά με τη λαδόκολλα, μη νομίζεις ότι όλος κόσμος είχε τότε ένα μπουκαλάκι γυάλινο. Αυτά που σήμερα παίρνουμε το προϊόν που έχουν μέσα και μετά τα πετάμε δεν υπήρχαν. Τα χρησιμοποιούσαμε τα γυάλινα δοχεία. Κι έτσι αγοράζαμε προϊόντα χύμα».

(Η κουβέντα για τα προϊόντα των μπακάλικων και τη διαφήμιση για τα περιβόητα τρίγωνα τυράκια “Το Αραπάκι” που υπάρχει στο βιβλίο, ο Γιάννης θυμάται μία ιστορία:

«Στη διαφήμιση που βρήκα για το βιβλίο, για τα τυράκια “Αραπάκια”, στο κάτω μέρος υπάρχει το όνομα του εισαγωγέα, Κ.Σ. Βαχάρης. Αυτός είναι ο εισαγωγέας της Rolex. Υπάρχει μία φωτογραφία την οποία δεν μπόρεσα να αποκτήσω για να τη βάλω στο βιβλίο. Μία μέρα περνούσαμε με έναν φίλο μου έξω από ένα φωτογραφείο και βλέπουμε τη φωτογραφία όπου ο Κωνσταντίνος (Γλύξμπουργκ) που μόλις είχε ορκιστεί βασιλιάς, το 1964, να είναι μέσα σε ένα αυτοκίνητο, να χαιρετάει τον κόσμο και να φαίνεται το ρολόι του. Ωπ, λέμε, σκέψου τι ρολόι θα είναι αυτό για να το φοράει ο βασιλιάς. Μετά από χρόνια γνώρισα τον υιό Βαχάρη και του μίλησα για εκείνη τη φωτογραφία και μου λέει “Νά’τη” και ανοίγει το συρτάρι στο γραφείο του και μου τη δείχνει. Ο Κωνσταντίνος φορούσε Rolex. Υποθέτω ότι ήταν δώρο στον Ολυμπιονίκη Κωνσταντίνο από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1960».)

Ποια αξεσουάρ ήταν trendy τότε; Από ρολόγια, ρούχα… Στο βιβλίο αναφέρεις ότι γινόταν χαμός για τα πουκάμισα που φορούσαν οι Beatles ή για τη λουλουδάτη γραβάτα του Peppino di Capri.
Να σου πω την αλήθεια, δεν υπήρχε τέτοιο ενδιαφέρον από τη νεολαία τότε. Τέτοια πουκάμισα και γραβάτες έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχαν στην Ελλάδα. Υπήρχαν κάποιοι καλοντυμένοι αλλά μέχρι εκεί. Εμείς, η νεολαία, τα βλέπαμε αυτά στα εξώφυλλα των Beatles, των Kinks – κι εκείνοι φορούσαν κάτι ωραία, περίεργα πουκάμισα, αλλά δεν υπήρχε η οικονομική άνεση ούτε οι διαφημίσεις στα ‘60s για να δημιουργούνται τέτοιες μόδες. Τα ρολόγια στα έκαναν δώρο ο μπαμπάς σου ή ο νονός και κανένας δεν ενδιαφερόταν για το τι μάρκα είναι. Ήταν ένα αντικείμενο χρηστικό. Ακόμα και στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 ο κόσμος είχε ένα ρολόι τότε: για να βλέπει την ώρα. Η ιστορία με τα δύο και τρία ρολόγια ξεκίνησε από την Swatch από το ‘83-’84 και μετά.

Σωστά. Από τα τέλη της δεκαετίας του '60 με αρχές '70s αρχίζει η νεολαία να είναι πιο σημαντική καταναλωτική δύναμη και να δημιουργούνται μόδες. Jeans με μάρκες, στερεοφωνικά συγκροτήματα, ειδικά περιοδικά και προϊόντα για νέους.
Ειδικά για τα περιοδικά, υπήρχαν στη δεκαετία του ‘60 κάποια νεανικά έντυπα όπως το Μοντέρνοι Ρυθμοί ή γυναικεία όπως η Γυναίκα που έβγαζε ο Τερζόπουλος, το Κέντημα για νοικοκυρές, και τα πιο γυναικουλίστικα, το Ντομινό, το Ρομάντσο, η Φαντασία, ποικίλης ύλης για να περνάς την ώρα σου. Από το ‘72-’73 και μετά άρχισαν να ξεπετάγονται ειδικά περιοδικά όπως οι 4 Τροχοί για το αυτοκίνητο, για το Hi-Fi κλπ.

Συνήθως όταν ανατρέχουμε στο παρελθόν έχουμε την τάση να το ωραιοποιούμε. Υπάρχουν όμως και «δυσάρεστα» πράγματα που θυμάσαι από την Αθήνα εκείνης της εποχής;
Έχεις δίκιο σε αυτό που λες. Όλες οι γενιές θεωρούν τα δικά τους νεανικά χρόνια τα καλύτερα. Σίγουρα λοιπόν ήταν μία άλλη εποχή, πιο αγνή από τη σημερινή. Σήμερα μπορεί να γκρινιάζουμε για την εποχή, να λέμε για εγκλήματα και τέτοια αλλά δεν πεινάει κανείς. Τότε υπήρχε κόσμος που πείναγε και για το ψωμί ακόμα. Εκείνο όμως που με είχε καταπιέσει πολύ ήταν ο στρατός που κυκλοφορούσε στους δρόμους. Πήγαινες στην πλατεία Ομονοίας που ήταν στη γειτονιά μου και έβλεπες φαντάρους, φαντάρους, ναύτες, αεροπόρους, όπως και στο Σταθμό Λαρίσης που ήταν το κέντρο διερχομένων του στρατού. Με ψυχοπλάκωνε αυτό όλο. Γι’αυτό λέω και κάπου στο βιβλίο ότι δεν συμπαθούσα τον Σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων στο ραδιόφωνο γιατί έπαιζε όλο εμβατήρια. Ένα παρόμοιο πράγμα ήταν οι ανάπηροι που κυκλοφορούσαν στο δρόμο, από τον πόλεμο ακόμα. Και αυτή η εικόνα με καταπίεζε πολύ. Αλλά από τη δεκαετία του ‘60 άρχισε να αλλάζει αυτή η εικόνα.

Υπήρχε ακόμα το τραύμα του πολέμου στην καθημερινή ζωή.
Υπήρχε εκείνο το «φάε, γιατί δεν τρως, εμείς στην Κατοχή πεινούσαμε» και γενικά υπήρχαν πολλές συζητήσεις στο σπίτι με φίλους και συγγενείς για εκείνες τις μέρες: «Θυμάσαι που πηγαίναμε στα Σεπόλια με τα πόδια για να κόψουμε λάχανα;». Και αυτά ήταν εικόνες καταπιεστικές για μένα, εικόνες μιζέριας. Ήταν λοιπόν μία ωραία εποχή αλλά γεμάτη αγκάθια.

Μεγαλώνοντας τι έβλεπες στην Αθήνα να συμβαίνει;
Αρχές ‘70s λοιπόν. Ντισκοτέκ. Δεν υπήρχαν ακόμα τα μεγάλα μαγαζιά, αυτά ξεκίνησαν από το ‘76 και μετά. Η νεολαία διασκέδαζε πολύ και στα μπουζούκια. Εγώ δεν πήγαινα ποτέ μου γιατί δεν μου άρεσαν -ή έλεγα ότι δεν μου άρεσαν-, απαιτούσαν περισσότερα χρήματα. Εγώ δεν είχα ούτε αυτοκίνητο ούτε πολλά χρήματα για να πάω. Αισθάνομαι άσχημα που δεν είχα δει ποτέ μου τον Ζαμπέτα. Τον Κόκοτα τον είδα κάπου «κατόπιν εορτής», όχι στα ντουζένια του που ήταν στα τέλη των ‘60s με αρχές ‘70s.

Υπήρχε η τάση οι νέοι που άκουγαν ξένη μουσική να είναι υπό διωγμόν;
Ναι, υπήρχε. Ήταν οι «γιεγιέδες». «Είσαι γιεγιές ρε;» Επί δικτατορίας αρχίσανε και τα κουρέματα. Εμένα δεν με κουρέψανε ποτέ αλλά ένας στρατιωτικός με λοιδόρησε: «Εδώ, εσύ. Σε θυμάμαι εσένα. Δεν σου είπα να πας να κουρευτείς; Άστα όλα όπως είναι, πήγαινε να κουρευτείς και ξαναέλα». Εργαζόμουν τότε περιστασιακά στον ΟΠΑΠ και επικεφαλής του ΟΠΑΠ ήταν ένας στρατιωτικός. Τέλη του ‘50 και αρχές του ‘60 υπήρχε βέβαια και ο Νόμος 4000 περί τεντιμποϊσμού και η διαπόμπευση στους δρόμους αλλά αυτό ατόνησε αργότερα. Έτσι κι αλλιώς η διαπόμπευση είχε γίνει λίγες φορές. Αλλά οι τέντι-μπόις δεν ήταν σαν τους γιεγιέδες που απλώς είχαν πιο μακρύ μαλλί και άκουγαν Beatles. Υπήρχε και εκείνη η απαξιωτική τάση στα νυχτερινά μαγαζιά, το λεγόμενο «μοντέρνο τραγούδι» ή «τα ξένα» να τα βάζουν στην αρχή του προγράμματος, την ώρα που τρώει ο κόσμος, πριν βγουν τα μπουζούκια. Και τώρα ακόμα το ίδιο γίνεται. Τα μεγάλα ονόματα βγαίνουν αργά.

Πώς ήταν τα σινεμά εκείνης της εποχής;
Το σινεμά τότε ήταν μία σημαντική έξοδος για διασκέδαση. Υπήρχαν ωραίες ταινίες – θα μου πεις σήμερα δεν υπάρχουν; Αλλά τότε ήταν ΩΡΑΙΕΣ ταινίες, Χίτσκοκ, θρίλερ, αστυνομικά… Τότε το σινεμά ήταν κοσμική έξοδος. Δεν προγραμμάτιζες. Έλεγες, απόψε ας πάμε ένα σινεμαδάκι. Έβαζες τα καλά σου ρούχα και πήγαινες. Υπήρχαν ταινίες όπως αυτές του Δαλιανίδη αλλά και ξένες που ο κόσμος σχημάτιζε ουρά απ’έξω για να μπει. Δεν μπορούσες να κάνεις προκράτηση όπως είναι σήμερα. Υπήρχαν πάρα πολλά σινεμά στην Αθήνα, τα περισσότερα ήταν γύρω από την περιοχή Φωκίωνος Νέγρη, Πατήσια κλπ. Το Κυψελάκι, το Ρόξι στην πλατεία Κυψέλης, το Αελώ, το Άτικα και το Ατθίς κοντά στην πλατεία Αμερικής, Σελέκτ και Πιγκάλ πιο κάτω προς την Πατησίων.
Όταν ήμουν πιτσιρικάς είχα ακούσει και το εξής: είχε ανοίξει ο κινηματογράφος Ααβόρα, πρέπει να ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 και μου λέει ο πατέρας μου, τι όνομα είναι αυτό, Ααβόρα; Μετά μας είπε κάποιος ότι το κάνανε για να είναι πάνω-πάνω στη λίστα με τους κινηματογράφους στις εφημερίδες. Τότε οι κινηματογράφοι έπιαναν μία και δύο σελίδες ολόκληρες στις εφημερίδες με τα παλιό σχήμα, τις μεγάλες.

Και υπήρχαν και πολλές καταχωρήσεις για ταινίες οι οποίες ήταν μία γραφιστική κατηγορία από μόνα τους. Που χωρούσαν φωτογραφίες, συντελεστές, τίτλο μέσα σε τόσο μικρό χώρο.
Είχα δει πώς τα έκαναν αυτά, στον Δαμασκηνό-Μιχαηλίδη. Του έδιναν τις διαστάσεις, αν θα έμπαινε το διαφημιστικό σε δίστηλο, τρίστηλο και λοιπά, έκανε το πλαίσιο, έπαιρνε μία ή δύο φωτογραφίες ξεγυριστές, τις κόλλαγε επάνω και μετά με το πενάκι, με σινική μελάνη, έγραφε ένα-ένα τα γράμματα. Δεν υπήρχαν γραμματοσειρές. Και δεν υπήρχαν πολλοί που έκαναν αυτή τη δουλειά, να ήταν δύο-τρεις μόνο.

Και αυτό το χειρόγραφο γράμμα δημιούργησε στιλ. Υπάρχουν γραμματοσειρές τώρα που μιμούνται εκείνο το παλιό γράμμα της κινηματογραφικής καταχώρησης.
Πάμε όμως πίσω στην καλλιτεχνική γειτονιά της Αγίου Μελετίου. Εγώ δεν πήγαινα στα καλλιτεχνικά στέκια γιατί ήμουν μικρός ακόμα και δεν είχα και την οικονομική άνεση. Στην Quinta της Φωκίωνος Νέγρη δεν πήγαινε νεολαία, πήγαιναν 30άρηδες και πάνω, ηθοποιοί, δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες που είχαν να χαλάσουν χρήματα. Αυτό ήταν το νόημα της Quinta. Τα άλλα μαγαζιά δεν ήταν έτσι αλλά γενικά οι διασημότητες ήταν πιο απρόσιτες. Σήμερα μπορεί να δεις κάποιον επώνυμο στο δρόμο και να μην του δώσεις καν σημασία. Τότε δεν ήταν έτσι. Έβλεπες κάποιον διάσημο και τον χάζευες σαν κάτι αξιοπερίεργο.
Εγώ είχα πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για το ραδιόφωνο – πέρα από το μουσικό. Άκουγα θεατρικά έργα, εκπομπές με περιεχόμενο συντελεστών, γι’ αυτό και τα αναφέρω αυτά στο βιβλίο. Όταν άρχισα να πηγαίνω σε κάποια στούντιο και να γνωρίζω αυτούς τους ραδιοφωνικούς παραγωγούς, τους έβλεπα με ανοιχτό το στόμα. Δεν σου κρύβω ότι κάποιες φορές απογοητευόμουν κιόλας. Περίμενα πίσω από αυτές τις φωνές να δω τίποτα ωραίους τύπους, καλοντυμένους, ή ωραίες γυναίκες, γυναικάρες… και έβλεπα το άκρως αντίθετο. Σε όλους!

Πώς μπήκες σε αυτόν τον χώρο;
Από πιτσιρικάς, 12-13 χρονών, άκουγα τις εκπομπές του Νίκου Μαστοράκη που ήταν με συμμετοχή κοινού και θέλησα να πάω να τον γνωρίσω από κοντά, να δω πώς είναι το στούντιο, πώς γίνονται οι εκπομπές. Πήγα, μου άρεσε και κόλλησα. Άρχισα να κερδίζω και κάποιους δίσκους, να ακονίζω τις μουσικές μου γνώσεις. Επρόκειτο για μία μουσική εκπομπή προσφερόμενη από τη Music Box. Παρουσίαζε τους νέους δίσκους και είχε ένα οκτάλεπτο παιχνίδι που γινόταν παρουσία κοινού με τον Μαστοράκη να σε διαλέγει τυχαία από τα 10-15 άτομα που παρακολουθούσαν, να σου βάζει ένα τραγούδι, να σε ρωτάει πώς λέγεται και αν απαντούσες σωστά σου έλεγε «ωραία, κέρδισες έναν δίσκο, πας για δύο;» και προχωρούσες για τρεις, για τέσσερις δίσκους. Αν έφτανες στους οκτώ δίσκους άρχιζε και σου έβαζε δύσκολα κομμάτια, flip side, τραγούδια της πίσω πλευράς και έχανες. Κάποιος είχε φτάσεις στους 256 δίσκους και στο τέλος τους έχασε όλους.
Μου άρεσε λοιπόν το ραδιόφωνο και άρχισα να πηγαίνω και σε άλλες εκπομπές, σε εκείνη που παρουσίαζε ο Ίκαρος, στον Γιώργο Οικονομίδη που παρουσίαζε διάφορα ταλέντα. Δεν ήμουν ταλέντο εγώ αλλά ήθελα να δω πώς γίνεται. Κι έτσι επισκέφθηκα εκείνα τα μυθικά στούντιο στα υπόγεια του Ζαππείου, του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας τότε (ΕΙΡ). Κάποια στιγμή πήγα και στην εκπομπή του Όμηρου Αθηναίου με τίτλο “Γεια σας” που έκανε πάλι διαγωνισμούς αλλά δεν κέρδιζες δίσκους, νομίζω κέρδιζες βιβλία ή κάποια εγκυκλοπαίδεια. Κι έτσι γνωριστήκαμε, μου λέει ξέρεις αγγλικά, ξέρεις και λίγα ιταλικά, θέλεις να κάνεις εκπομπή εδώ; Ο Αθηναίος έκανε εκπομπές στο στούντιό του, στην οδό Χέυδεν 3 απέναντι από το Green Park, με πελάτες διαφημιζόμενους που θα παιζόταν στο Δεύτερο Πρόγραμμα του ΕΙΡ. Μου λέει θα πληρώνεσαι κιόλας, 100 δραχμές την εβδομάδα. To έκανα λοιπόν. Με έβαλε για ένα διάστημα να κάνω εκπομπή δίπλα στη Χλόη Λιάσκου που ήταν 2-3 χρόνια μεγαλύτερη από εμένα και έκανε εκπομπές εκεί. Την έβλεπα σαν θεά και ήταν όντως. Τη συνάντησα μάλιστα πρόσφατα και είναι ακόμα μία πολύ ωραία γυναίκα. Μου λέει μια μέρα, θέλεις να με συνοδεύσεις μέχρι τα γραφεία του Φίνου; Πιτσιρικάς εγώ, τα έχασα, τι να πω, ναι λέω. Ένιωθα αμήχανα, ήμουν άβγαλτος, περπατήσαμε κάπου 15-20 λεπτά, ούτε θυμάμαι τι λέγαμε. Κάποια στιγμή μας είδαν και κάτι συμμαθητές μου, πράγμα που δεν ήθελα – αλλά μπορεί και να το ήθελα, δεν ξέρω. Έμειναν και μας κοίταζαν μία τη Χλόη και μία εμένα. Γι’ αυτούς ήταν το γεγονός της ημέρας, για μένα γεγονός ζωής. Δεν είπαν τίποτα πάντως, το απέφυγαν, ίσως για να μη μου δώσουν αξία.

Στον χώρο της διαφήμισης πώς βρέθηκες;
Πρώτα έκανα τη θητεία μου στο Πολεμικό Ναυτικό, δυόμιση χρόνια τότε. Ευτυχώς βρέθηκα στη σχολή Δοκίμων Υπαξιωματικών του Πόρου σαν σημαιοφόρος και με ένα πλοίο ταξιδεύαμε πολλές φορές στο εξωτερικό όπου αγόραζα δίσκους φυσικά. Μετά το τέλος της θητείας έπιασα αμέσως δουλειά σε διαφημιστική εταιρία. Αυτό που ήθελα και αυτό που μου άρεσε. Η Αθήνα είχε αρχίσει να αλλάζει σε σχέση με τη μιζέρια της δεκαετίας του ‘60. Μεγαλύτερα κέντρα διασκέδασης, οι κινηματογράφοι υπήρχαν ακόμα αλλά είχε δημιουργηθεί ήδη η τηλεόραση η οποία απασχολούσε πάρα πολύ τον κόσμο. Στη διαφημιστική εταιρία γνώρισα πολλούς παραγωγούς ταινιών που γκρίνιαζαν, έλεγαν ότι ο εμπορικός ελληνικός κινηματογράφος είχε πεθάνει και το είχαν γυρίσει όλοι στις εταιρίες παραγωγής διαφημιστικών ταινιών. Αρώνης-Ευθυμιάδης, Stefi Films και λοιπά. Τα billboards με τις 8φυλλες, τις 12φυλλες και μετά τις 24φυλλες αφίσες υπήρχαν και ήταν σε μεγάλη ζήτηση τότε γιατί δεν πλήρωναν δημοτικά τέλη, τις βάζανε όπου θέλανε γιατί υπήρχαν και πολλές οικοδομές, πλήρωναν τους εργολάβους και ανέβαζαν τις αφίσες. Υπήρχε μεγάλη αναρχία γιατί κολλούσαν τις αφίσες ο ένας πάνω στου άλλου κι έτσι άρχισε η αφισορύπανση από τα μέσα των ‘70ς. Στα ‘60ς έπαιζαν κυρίως οι ζωγραφικές διαφημίσεις που γίνονταν σε κτίσματα σε οικόπεδα και σε τοίχους. Χτίζανε ακόμα και τοιχάκια στην Εθνική Οδό για να ζωγραφίσουν διαφημίσεις από μεγάλους πελάτες, ας πούμε Μακαρόνια Ήλιος, Μίσκο, Χρησιμοποιείτε απορρυπαντικό Tide κλπ.

Αυτό που μου λείπει εμένα από την Αθήνα που βλέπω στις παλιές ταινίες είναι οι παλιές μαρκίζες και οι διαφημίσεις από νέον. Θυμάμαι εκείνον τον Μεξικάνο με το τεράστιο σομπρέρο που διαφήμιζε τον καφέ Bravo στη συμβολή της Λεωφόρου Κηφισίας με τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Αυτό είναι περίεργο. Νομίζω και στις άλλες χώρες δεν γίνονται πια τέτοιες διαφημίσεις. Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 χάθηκαν τα νέον στις ταμπέλες. Ήταν τότε και θέμα κόστους. Ήταν ακριβές αυτές οι διαφημίσεις, είχαν πέσει και όλα τα χρήματα στην τηλεόραση. Εκείνες τις ωραίες κινούμενες διαφημίσεις στην Ομόνοια και στο Σύνταγμα τις έκανε κάποιος Πισάνος νομίζω. Αλλά μπορεί να έχουν μειωθεί για τα ποσοστά φωτορύπανσης στις πόλεις και για να μην αποσπούν την προσοχή των οδηγών.

Ας μιλήσουμε για το Ταμ-Ταμ που είναι και στον τίτλο του βιβλίου σου.
Το Ταμ-Ταμ ήταν ένα μυθικό προϊόν το οποίο δεν μακροημέρευσε. Δημιουργήθηκε δειλά δειλά το καλοκαίρι του ‘64 αλλά το καλοκαίρι του ‘65 έγινε το μεγάλο μπαμ. Είχε καλή τοποθέτηση λόγω του Φιξ που είχε τη δύναμη στα μαγαζιά της μπίρας. Το έβαλε παντού. Είχε την παντοκρατορία στις μπίρες αν και είχαν αρχίσει να γίνονται κάποια κόλπα με την μπίρα Κορόνα που ήταν της οικογενείας Φιξ. Αυτά μέχρι το καλοκαίρι του ‘67 που παρουσιάστηκε η Amstel. Καινούργιο προϊόν, όλα τα μαγαζιά και ο κόσμος στράφηκαν εκεί. Έσπασε το μονοπώλιο του Φιξ. Κάποια στιγμή είχε αρχίσει να φτιάχνει και συσκευασμένη ζάχαρη, φασόλια, ρύζι και άλλα προϊόντα τα οποία τα διέθετε κυρίως στις επαρχίες. Το Ταμ-Ταμ όμως ξέφευγε απ’ όλα αυτά, ήταν ένα διαφορετικό προϊόν. Ήταν σχεδόν ίδιο με την Κόκα Κόλα, ακόμα και το μπουκάλι θύμιζε Κόκα Κόλα. Το σέρβιραν με λίγο λεμόνι. Άρεσε πολύ, διαφημίστηκε έντονα από τον Μαστοράκη στον οποίον είχε αναθέσει ο Φιξ να το προωθήσει. Ο Μαστοράκης πιάνει με τις δυνατότητες που είχε, με νυχτερινά κέντρα, με τις Εικόνες της Βλάχου, τη Μεσημβρινή, τις εκπομπές του, τα διαφημιστικά πρωινά Ταμ-Ταμ, απογευματινά Ταμ-Ταμ και έγινε ο χαμός το καλοκαίρι του ‘65. Αυτό συνεχίστηκε και τα επόμενα τρία καλοκαίρια. Γιατί το καλοκαίρι του ΄69 εμφανίστηκε επίσημα η Κόκα Κόλα και το Ταμ-Ταμ εξαφανίστηκε. Μαζί του, σιγά σιγά άρχισε να εξαφανίζεται και το Φιξ. Παράλληλα είχε βγει για λίγο μόνο και το Μπιράλ που θύμιζε λίγο βυσσινάδα, λίγο Κόλα Κόλα, λίγο μπίρα. Δεν έπιασε όμως πολύ. Όσο για το Ταμ-Ταμ που μπήκε και στον τίτλο του βιβλίου, αναρωτιέμαι, πόσοι κάτω των 50 ξέρουν τι είναι αυτό; Ρώτησα μία φίλη μου 50 ετών αν το ξέρει και μου λέει τι, τα ταμ-ταμ στην Αφρική; Κάποιοι το ξέρουν όμως. Αν θέλεις να αναφερθείς σε εκείνη την περίοδο της αρχής της δικτατορίας, το πιο χαρακτηριστικό προϊόν τότε ήταν η μπίρα Φιξ και το Ταμ-Ταμ.

Η συζήτηση περνάει από αναφορά σε αναφορά προσπαθώντας να χωρέσει όλο τον όγκο του βιβλίου σε μια κουβέντα. Ο Γιάννης είναι ωραίος, απολαυστικός συνομιλητής: θυμάται τις τσίχλες τα φυλλαράκια τα Wrigley's, τις Brooklyn, τις Adams και εκείνες τις μεγάλες που υπήρχαν που ήταν τσιχλόφουσκες «και έβγαιναν σε κάτι μασούρια που τα έκοβες με το σουγιά. Δεν τις έπαιρνα αυτές σιχαινόμουν, τις έπιαναν οι περιπτεράδες με βρώμικα χέρια, αηδία».

Θυμάται τα δισκάδικα της εποχής – άλλωστε υπάρχει και ένα πολύ ενδιαφέρον ευρετήριο και πολύτιμο αρχείο για την ιστορία της Αθήνας στο τέλος του βιβλίου με μαγαζιά, κλαμπ, διευθύνσεις, ονόματα ραδιοφωνικών παραγωγών, ανθρώπων των γραμμάτων, αγαπημένα του τραγούδια κλπ. Θυμάται τους τραγουδιστές που μετέτρεπαν τα ονόματά τους σε “ιταλικής προέλευσης” όπως ο Λάκης Τζορντανέλι (Ιορδανέλης) μια και η Ιταλία ήταν πολύ της μόδας, έρχονταν υπέροχα τραγούδια από εκεί καθώς οι σταρ Ιταλοί καλλιτέχνες για εμφανίσεις σε κλαμπ στην Ελλάδα.

Ο Γιάννης ήταν φυσικά και στη θρυλική συναυλία των Rolling Stones στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, λίγες μέρες πριν τη χούντα των συνταγματαρχών που έπεσε ξύλο από την αστυνομία. Ήταν πρώτη καρέκλα (καφενείου) μπροστά σε μία σκηνή που ούτε καν φώτα δεν υπήρχαν παρά μόνο φώτα ταβέρνας. Το βιβλίο κλείνει με μία όμορφη βόλτα σε όλα τα ταξίδια του Γιάννη σε άλλες χώρες που, όμως, τον οδηγούσαν πάντα πίσω στην Αθήνα. Που την αγαπάει ακόμα αν και αναρωτιέται ποιά θα είναι η εξέλιξη όλων αυτών των αμέτρητων ξενοδοχείων που ανοίγουν στο κέντρο της πόλης. Αναρωτιέται αν αυτά θα είναι τα επόμενα κόκκινα δάνεια των τραπεζών. Τον ρωτάω τι είναι αυτό που αγαπάει πιο πολύ από τη σημερινή Αθήνα.

Μ’ αρέσει ακόμα και σήμερα η Αθήνα, ειδικά την περίοδο των Χριστουγέννων και την άνοιξη. Βλέπω το ίδιο φως, εκείνο που θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια -είναι δύσκολο να εξηγήσω τι εννοώ. Ειδικά τον Μάιο και τον Ιούνιο περπατώντας σε κάποιους δρόμους, δεν πέφτει κατευθείαν επάνω σου το φως και υπάρχει μία έντονη φωτεινή καθαρότητα. Αυτό αγαπώ. Από μικρός μέχρι και σήμερα.

Γιάννης Ηλίδης: Παρουσίαση του βιβλίου «Μέρες μαγικές με γρανίτες και Ταμ Ταμ»

Την Τετάρτη 15 Μαΐου, στις 18.00, οι εκδόσεις ATHENS VOICE Books παρουσιάζουν το βιβλίο «Μέρες μαγικές με γρανίτες και Ταμ Ταμ» του Γιάννη Ηλίδη στον Ιανό της Αθήνας (Σταδίου 24).

Για το βιβλίο θα μιλήσουν:

  • Νίκος Βατόπουλος, δημοσιογράφος-συγγραφέας
  • Γιώργος Παυριανός, στιχουργός-συγγραφέας
  • Γιάννα Καλογεροπούλου, Δημιουργός της Ομάδας "Les Athéniens"