Βιβλιο

Δυο λόγια για τον Πολ Όστερ

Πάντοτε καλοντυμένος και τζέντλεμαν

Γιώργος Δήμος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πολ Όστερ: Μερικές γραμμές αφιερωμένες σε έναν από τους σημαντικότερους διανοούμενους και συγγραφείς της γενιάς του

Πριν φύγω για σπουδές στην Αμερική το 2012, τον Πολ Όστερ τον ήξερα μόνο ονομαστικά. Ήξερα πως ήταν ένα από τα πιο «καυτά» ονόματα στο χώρο της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας, όμως δεν είχε τύχει να διαβάσω κάποιο από τα μυθιστορήματά του ή να δω κάποια ταινία, της οποίας το σενάριο έφερε την υπογραφή του.

Το πρώτο βιβλίο του που έπεσε στα χέρια μου ήταν η «Τριλογία της Νέας Υόρκης» (1987), μία συλλογή από τρεις παράξενες νουβέλες, που τα μόνα πράγματα που φαίνεται να τις συνδέουν είναι ο τόπος στον οποίο διαδραματίζονται και η αναξιοπιστία των αφηγητών τους, καθώς καμία τους δεν ολοκληρώνεται με τρόπο συμβατικό ή ρεαλιστικό. Στη βιβλιοθήκη του κολλεγίου μου, στο Μπρούκλιν, όπου βρήκα το πρώτο βιβλίο, υπήρχε επίσης η «Μουσική του πεπρωμένου» (1990) και το «Βιβλίο των ψευδαισθήσεων» (2002), τα οποία διάβασα στη συνέχεια και αυτά, σε συνδυασμό ίσως με κάποια ακόμα βιβλία που διάβασα εκείνη την περίοδο, με έκαναν να γράψω τη διπλωματική μου εργασία (που ήταν μια συλλογή διηγημάτων), σε νουάρ ύφος.

Από το σύντομο βιογραφικό στα «αυτιά» των βιβλίων, έμαθα πως ο Όστερ έμενε στο Μπρούκλιν —όπως κι εγώ τότε— και αυτό με έκανε να ψάξω τις ταινίες του, οι περισσότερες από τις οποίες διαδραματίζονταν στο ίδιο μέρος. Η καλύτερη από αυτές είναι για μένα το «Smoke» (1995), με τον Χάρβεϊ Καϊτέλ στο ρόλο ενός μοναχικού ψιλικατζή και τον Γουίλιαμ Χερτ στο ρόλο ενός πρόσφατα χηρεύσαντα συγγραφέα, που βρίσκεται αντιμέτωπος με το παρελθόν του. Χωρίς οι δύο ταινίες να έχουν ιδιαίτερη σχέση, το «Blue in the Face» (1995) διαφημίστηκε ως συνέχεια του «Smoke» και εδώ κάνουν την εμφάνισή τους πολλές «indie» προσωπικότητες της εποχής, ενώ ο Όστερ υπογράφει και εδώ το σενάριο.

Στο Pratt, τα πρώτα χρόνια που βρισκόμουν εκεί ως φοιτητής, δεν μας επισκέπτονταν πολλές προσωπικότητες. Ύστερα, όμως, από ένα άρθρο μου στην εφημερίδα του κολλεγίου, «The Prattler», όπου υποστήριζα πως το να ερχόμαστε σε επαφή με καταξιωμένους συγγραφείς ήταν απαραίτητο για τη μετέπειτα εξέλιξή μας ως επαγγελματίες, η διεύθυνση μάλλον το βρήκε ενδιαφέρον και άρχισε να καλεί μεγαλύτερα ονόματα για να κάνουν διαλέξεις ή να διαβάζουν έργα τους. Πρώτα, είδα τη Λίντια Ντέιβις, την πρώην σύζυγο του Όστερ που έγραφε με ένα ιδιότυπο, πολύ λιτό ύφος και πρόσφατα είχε μεταφράσει ένα βιβλίο του Φλομπέρ. Θυμάμαι πως την έβαλα σχεδόν με το ζόρι να μου υπογράψει το αντίγραφό μου από τη μετάφραση που είχε κάνει από τον πρώτο τόμο του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ, γιατί οι καθηγητές μας είχαν καθίσει δίπλα της, αφού είχε διαβάσει ό,τι ήταν να διαβάσει, και της μιλούσαν ακατάπαυστα.

Αργότερα, αφότου αποφοίτησα από το Pratt, αλλά συνέχισα να μένω στο Μπρούκλιν, στη γειτονιά Bedford–Stuyvesant, γνώρισα μια κοπέλα, επίσης Ελληνοαμερικανίδα, που είχε γεννηθεί στη Νέα Υόρκη. Ήταν περίπου δέκα χρόνια μεγαλύτερη από εμένα και είχε επίσης αποφοιτήσει από το Pratt, όπου σπούδασε ζωγραφική. Ως έφηβη, υπήρξε ένα από τα περιβόητα «trust fund kids» της δεκαετίας του 1990 και μέσα από τον κοινωνικό της κύκλο γνώριζε τον γιο του Πολ Όστερ με τη Λίντια Ντέιβις, Ντάνιελ Όστερ. Μια μέρα μου είχε πει την ιστορία, που τότε φαντάζομαι δεν ήταν ακόμα ευρέως γνωστή, ότι ο Ντάνιελ Όστερ ήταν παρόν όταν ο Μάικλ Άλιγκ και ο Τζέιμς Σαιντ Τζέιμς (δύο διάσημα «trust fund kids» της εποχής) δολοφόνησαν υπό την επήρεια σκληρών ναρκωτικών τον ντίλερ τους, Άντρε Μελέντεζ, και προκειμένου να ξεφορτωθούν το πτώμα, το έκοψαν σε κομμάτια, το έβαλαν σε τσάντες και το πέταξαν στον ποταμό Χάντσον —μια ιστορία που αποτέλεσε τη βάση για την ταινία «Party Monster» (2003), με τον Μακόλεϊ Κάλκιν και τον Σεθ Γκριν. Ο Όστερ, χάρη στην επιρροή των γονιών του, αθωώθηκε και η συμμετοχή του στο έγκλημα αποσιωπήθηκε στον Τύπο.

Τον ίδιο τον Πολ Όστερ τον είδα μόνο μία φορά και αυτή φευγαλέα, σε μία ομιλία του Σαλμάν Ρουσντί (πάλι στο Pratt) όταν ο δεύτερος είχε ακόμα και τα δύο του μάτια. Ο Όστερ βρισκόταν ανάμεσα στο κοινό, όπως και ο Ντον ΝτεΛίλλο, και οι δύο στενοί φίλοι του Ρουσντί που είχαν έρθει για να τον στηρίξουν στην προώθηση του νέου του βιβλίου.

Δυστυχώς, δεν είχα τότε την ευκαιρία να τον γνωρίσω ή να του ζητήσω ένα αυτόγραφο.

Πολλά χρόνια μετά, όταν είχα πια επιστρέψει στην Αθήνα, μέσα στην περίοδο του Covid ή και λίγο μετά, διάβασα στις ειδήσεις το μοιραίο νέο, πως ο Ντάνιελ Όστερ κατηγορούταν για τη δολοφονία της νεογέννητης κόρης του, την οποία είχε σκοτώσει (μάλλον κατά λάθος) δίνοντάς της ηρωίνη. Όταν είδα, λίγο μετά, την Ελληνοαμερικανίδα φίλη μου ξανά, της είπα τι είχα διαβάσει, αλλά εκείνη δεν το είχε ακούσει, πράγμα που σήμαινε πως είχε χάσει πια κάθε επαφή μαζί του.

Δεν διάβασα ποτέ πως λίγους μήνες μετά ο Ντάνιελ Όστερ πέθανε από υπερβολική δόση σε ηλικία 45 ετών, το 2022. Το έμαθα μόλις πριν μερικές μέρες, όταν μαθεύτηκε το νέο πως είχε πεθάνει ο πατέρας του, Πολ, από καρκίνο του πνεύμονα, σε ηλικία 77 ετών, στο σπίτι του στο Μπρούκλιν.

Πάντοτε καλοντυμένος και τζέντλεμαν, μέλος του μη-κερδοσκοπικού οργανισμού PEN America για πολλά χρόνια και δηλωμένος σοσιαλιστής, που ψήφιζε το Δημοκρατικό Κόμμα γιατί ήταν «ό,τι πιο κοντά στην Αριστερά υπήρχε στις Ηνωμένες Πολιτείες», ο Πόλ Όστερ αποθεώθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της γενιάς του. Στη ζωή του, που μοιάζει βγαλμένη μέσα από κάποιο βιβλίο του, γνώρισε μεγάλες δόξες αλλά και απύθμενο σκοτάδι. Τα βιβλία του θα μείνουν ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές, επιτρέποντας στο κοινό να γνωρίσει τη σκέψη ενός εξαιρετικά ταλαντούχου συγγραφέα, που πραγματεύεται μείζονα φιλοσοφικά ζητήματα, πάντα όμως με πρωτότυπο τρόπο.