Βιβλιο

«Αθώος!», ή: Πότε επιτρέπεται (ή επιβάλλεται) να παρατάμε ένα βιβλίο

Ο ελεύθερος χρόνος μας είναι πολύ σημαντικός για να τον σπαταλάμε σε οτιδήποτε δεν μας ευχαριστεί

Κυριάκος Αθανασιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα βιβλία είναι ο επί γης παράδεισος· αλλά αυτά που δεν μας ταιριάζουν μπορεί να γίνουν μια κόλαση

Δύο πράγματα λέμε συνέχεια, επιδεικνύοντας κάποιες από τις μονομανίες μας: (1) Ο χρόνος είναι η μοναδική όντως περιουσία μας. (2) Το διάβασμα είναι μοναχική υπόθεση, αλλά πάντα είναι καλό να έχεις και μια γάτα από δίπλα.

Αυτά τα δύο δεν συνδέονται παρά σπάνια, όμως δεν έχει σημασία. Και γενικά το δεύτερο μπορείτε να το ξεχάσετε. Ας μείνουμε στο πρώτο — και ας το δούμε για ακόμη μία φορά σε σχέση με τα βιβλία. Ή μάλλον (γιατί τα δύο αυτά τέμνονται μόνο, δεν είναι το ίδιο πράγμα) ας το δούμε σε σχέση με την ανάγνωση. Σήμερα δεν θα μιλήσουμε για το πόσο αναγκαίο είναι να μην τελειώνουμε ένα βιβλίο που δεν μας αρέσει (είναι απολύτως αναγκαίο), αλλά θα δείξουμε τα κυριότερα σημάδια που το σύμπαν μάς στέλνει για να μας πει, με τον τρόπο του, «Φίλε, σταμάτα το. Δηλαδή οκέι».

Νά μερικά από αυτά λοιπόν:

  • Όταν συνειδητοποιούμε ξαφνικά ότι δεν έχουμε ιδέα τι διαβάζουμε.
  • Όταν πιάνουμε τον εαυτό μας να κοιτάει το κινητό.
  • Όταν αποφασίζουμε να πούμε στη Σίρι να μας ξυπνήσει μετά από 10 λεπτά, για να δούμε πόσο προχωρήσαμε. (Μία παράγραφο, κι αυτή με το ζόρι — άσε που πρέπει να την ξαναδιαβάσουμε).
  • Όταν δεν θυμόμαστε το όνομα του συγγραφέα, αν και ίσως τον έλεγαν Τζακ… ή μήπως Τζόναθαν… ή μήπως Ρεβέκκα;
  • Όταν καταλαβαίνουμε πως το μυαλό μας πηγαίνει στην αφρικανική σκόνη και στα απόκοσμα τοπία που δημιουργεί — και νιώθουμε πως τα προτιμούμε σε σχέση με το βιβλίο.
  • Όταν θυμηθήκαμε, όσο διαβάζαμε, τον πρώτο μας έρωτα. Δεν είχε καλό τέλος. Πόσο κρίμα.
  • Όταν το στόμα μας θυμίζει το στόμα των σκουληκιών στο Ντιουν από τα χασμουρητά.
  • Όταν βλέπουμε πως έχουμε φτάσει στα μισά και ακόμη δεν έχουμε καταλάβει αν το βιβλίο είναι αστυνομικό, ψυχολογικό θρίλερ, κοινωνικό ή μαύρη κωμωδία. Ή το ημερολόγιο του συγγραφέα.
  • Όταν φοβόμαστε πως θα ξαναρχίσουμε το ποτό έτσι και συνεχίσει έτσι.
  • Όταν φοβόμαστε πως θα κάνουμε κι άλλο διάλειμμα για να τσιμπήσουμε κάτι, γιατί αλλιώς δεν παλεύεται το πράγμα. Και έχουμε ήδη βάλει μισό κιλό μέχρι τη σελίδα 23.
  • Όταν πιστεύουμε πως από στιγμή θα γίνει κατάληψη της Γης από εχθρικούς εξωγήινους (στο βιβλίο), και πως οι πρώτες του εκατό σελίδες ήταν απλώς ο πρόλογος.
  • Όταν καταλαβαίνουμε πως αυτά που συνέβαιναν στα τελευταία κεφάλαια, και που ήταν αρκετά ενδιαφέροντα, στην πραγματικότητα τα είδαμε στον ύπνο μας, γιατί, φευ, μας πήρε πράγματι ο ύπνος.
  • Όταν μπορούμε να επενδύσουμε συναισθηματικά στο βιβλίο αυτό μόνο μισώντας το.
  • Όταν αρχίζουμε να κάνουμε σκέψεις σχετικά με το κάψιμο των βιβλίων, τύπου: «Μωρέ τελικά δεν είναι πάντα κακή ιδέα».
  • Όταν βρίζουμε τον εαυτό μας που δεν προτιμήσαμε να ακούσουμε όλη αυτή την ώρα, και την επόμενη, τον καινούργιο δίσκο της Τέιλορ Σουίφτ, κι ας είναι όλα του τα τραγούδια ίδια κι απαράλλαχτα με όλα της τα προηγούμενα.
  • Όταν ασυναίσθητα αρχίζουμε να γκουγκλάρουμε, διαβάζοντας, για να μάθουμε πόσο καιρό διαρκεί η επώαση των αυγών του θηλυκού δράκου του Κόμοντο.
  • Όταν ασυναίσθητα παραγγέλνουμε, πάντα διαβάζοντας, άλμπουμ για γραμματόσημα από το Temu επειδή τα έχει με 99% έκπτωση, μολονότι μισούμε τον φιλοτελισμό, και μολονότι πρέπει να πάρουμε μια ντουζίνα για να μας έρθουν με δωρεάν μεταφορικά.
  • Όταν σκεφτόμαστε να ξεπαγώσουμε στα μικροκύματα εκείνο το στήθος κοτόπουλου που έχουμε στον καταψύκτη για να το μαγειρέψουμε με κρεμμύδια. Που δεν έχουμε. Ευκαιρία να πάμε να πάρουμε. Κι ας είναι κλειστά τα μαγαζιά. Κάπου θα διανυκτερεύει ένα μανάβικο.
  • Όταν κάπου στο Κεφάλαιο 5 σκεφτόμαστε τις Ευρωεκλογές και ότι αυτή είναι μια καλή ώρα για να γραφτούμε στους καταλόγους αυτών που θα ψηφίσουν με επιστολική ψήφο. Κι ας είναι το σχολείο όπου ψηφίζουμε πέντε λεπτά με τα πόδια.
  • Όταν το βιβλίο μάς πέφτει από τα χέρια και, αντί να κάνουμε «Ίιι!...» επειδή χάσαμε τη σελίδα που ήμασταν, συνεχίζουμε να το διαβάζουμε από διακόσιες σελίδες παρακάτω. Τι είχαμε, τι χάσαμε.

Σταματάμε εδώ, γιατί ένας τέτοιος κατάλογος δεν έχει τελειωμό — μπορούμε να τον συνεχίσουμε εσαεί. Το point εδώ είναι πως το διάβασμα είναι ΩΡΑΙΟ ΠΡΑΓΜΑ. Και, ως τέτοιο, πρέπει να ευχαριστεί τον αναγνώστη. Πολλοί απολαμβάνουν το «Μαγικό βουνό». Άλλοι πάλι όχι. Αυτοί οι δεύτεροι, έτσι και δουν πως δεν τους κάνει και τόσο καλό η ανάγνωσή του, ας το αφήσουν στην μπάντα. Μά τον Θεό, δεν χάλασε ο κόσμος.

Όταν βρίζουμε τον εαυτό μας που δεν προτιμήσαμε να ακούσουμε όλη αυτή την ώρα, και την επόμενη, τον καινούργιο δίσκο της Τέιλορ Σουίφτ, κι ας είναι όλα του τα τραγούδια ίδια κι απαράλλαχτα με όλα της τα προηγούμενα.

Κι ας πιάσουν ένα άλλο. Υπάρχουν απίθανα πολλές πιθανότητες να το απολαύσουν όσο τίποτε άλλο στη ζωή τους. Όσο και τη γούνα μιας γάτας.

ΥΓ. Υπάρχει και άλλος τύπος σημάτων, όχι από το σύμπαν αυτή τη φορά, αλλά από το ίδιο το βιβλίο, είτε ξεκινώντας να το διαβάζουμε, είτε ακόμη και πριν το ανοίξουμε. Π.χ.:

  • Όταν ο παντογνώστης αφηγητής δεν ξέρει μόνο τις σκέψεις του πρωταγωνιστή, αλλά υποθέτει και των αλλωνών.
  • Όταν ο συγγραφέας γράφει λέξεις όπως «ασκαρδαμυκτί» και «υποτονθορύζω» — αλλά το βιβλίο είναι σύγχρονο. Και γενικώς όταν χρησιμοποιεί λέξεις από τη σοφίτα ή το υπόγειο των λεξικών.
  • Όταν στο οπισθόφυλλο υπάρχει η λέξη «αποτελώ» (αντί για το «είναι»).
  • Όταν το κείμενο του οπισθοφύλλου είναι τελείως φλου, και δεν σου δίνει να καταλάβεις ποιοι παίζουν, τι διάολο τους συμβαίνει, τι προβλήματα αντιμετωπίζουν.
  • Όταν στο βιογραφικό του συγγραφέα λέει ότι «συνέγραψε» (αντί για «έγραψε», γκαντέμιτ), ή αναφέρει τη λέξη «πόνημα» (στα όρια του μηνύσιμου), ή τη λέξη «παράλληλα» («Παράλληλα με την ονυχοπλαστική, συνθέτει και χαϊκού»).

Και τα λοιπά, και τα λοιπά. Αλλά αυτά είναι θέμα για άλλο σημείωμα.

H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot.