Βιβλιο

Πώς είναι να ετοιμάζεις ένα φεστιβάλ σ’ ένα νησί χωρίς αεροπορική σύνδεση;

Το Διεθνές λογοτεχνικό φεστιβάλ Σκοπέλου ετοιμάστηκε με κόπο και μεράκι. Οι 3 σκανδιναβοί καλεσμένοι συγγραφείς μιλούν αποκλειστικά στην Athens Voice

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
ΤΕΥΧΟΣ 914
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

2ο Διεθνές Φεστιβάλ Λογοτεχνίας Σκοπέλου: Πώς οργανώθηκε - Έιρικουρ Ερτν Νόρδνταλ, Τόμας Μάρκο Μπλατ, Γιαν Χένρικ Σβαν μιλούν στην Athens Voice

Δεν είναι μόνο η Σκόπελος που δεν έχει αεροπορική σύνδεση, αλλά μέχρι αρχές Μαΐου ούτε η Σκιάθος έχει charter flights από το εξωτερικό. Που σημαίνει ότι οι καλεσμένοι συγγραφείς θα περάσουν πρώτα ένα (καλοπροαίρετο) σαφάρι μέχρι να φτάσουν στην Ιθάκη τους: την πόλη της Σκοπέλου, αυτήν την Παρασκευή, 26 Απριλίου, για το πρώτο στην ιστορία της Σκοπέλου διεθνές λογοτεχνικό φεστιβάλ, που ετοιμάστηκε με πολύ πολύ κόπο και μεράκι από την οργανωτική επιτροπή (Ελένη Κοσμά, Λίζυ Τσιριμώκου, Γιώργος Παπαδαυίδ, et moi) και τον Δήμο Σκοπέλου και χορηγείται (με μεγάλη χαρά, από τη Νορβηγική και τη Σουηδική Πρεσβεία της Αθήνας και τη νορβηγική NORLA).

Τιμώμενες χώρες: η Ισλανδία, η Σουηδία και η Νορβηγία

Μαζί μας θα είναι:

  • Ο Ισλανδός Έιρικουρ Έρτν Νόρδνταλ – γνωστός από το καταπληκτικό και ιδιοφυές «Ilska, Το κακό» (εκδ. Πόλις, μτφρ. Ρούλα Γεωργακοπούλου) και την εξίσου καθηλωτική συλλογή ποίησης «Μη αναστρέψιμη απώλεια ψευδαισθήσεων» (εκδ. Σαιξπηρικόν, μτφρ. Βίκυ Αλυσσανδράκη).
  • Ο Σουηδός Γιαν Χένρικ Σβαν – πολυγραφότατος συγγραφέας και μεταφραστής της Όλγκα Τοκάρτζουκ, του οποίου το «ΝΕΚΟΒ» μόλις κυκλοφόρησε από την Κάπα Εκδοτική (σε μετάφραση yours truly). Κυλοφορούν επίσης «Τα μηχανάκια του Μανώλη» & «Η καταραμένη χαρά», από τις εκδ. Εντευκτήριο, και «Οι περιπλανώμενοι», από τις εκδ. Κέδρος, σε μεταφράσεις Μαρίας Φραγκούλη, Θεοφανούς Καλογιάννη και Γιάννη Αλεξάκη, αντιστοίχως.
  • Ο Νορβηγός Τόμας Μάρκο Μπλατ – ποιητής και συγγραφέας, ακόμα μη μεταφρασμένος στα ελληνικά (εκδότες, ακούτε;), βραβευμένος με το βραβείο Terjei Vesaas στην πατρίδα του κι ένα από τα σούπερ ανερχόμενα αστέρια της νορβηγικής λογοτεχνίας.
  • Ο ποιητής Θοδωρής Ρακόπουλος – τακτικός καθηγητής πια στο Πανεπιστήμιο του Όσλο, στην Κοινωνική Ανθρωπολογία, και φυσικά βραβευμένος με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα για το «Φαγιούμ» (το τελευταίο του, «Στις εθνικές οδούς», τρέχει όντως με χίλια· πάντα από τη Νεφέλη).
  • Η σπουδαία και βραβευμένη μεταφράστρια Μαργαρίτα Μέλμπεργκ – που μας έχει χαρίσει απίστευτες μεταφράσεις του Στρίντμπεργκ και του Ίψεν από τα σουηδικά και τα νορβηγικά, αλλά και του πολυαγαπημένου μου Στιγκ Ντάγκερμαν (ψάξτε τα στην Κάπα Εκδοτική, τη Νεφέλη, την Περισπωμένη και τον Κέδρο).
  • Η μεταφράστρια Βίκυ Αλυσσανδράκη – καθηγήτρια Σκανδιναβικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, μεταφράστρια του Νόρδνταλ, αλλά και των πολύ κουλ Ράγκναρ Γιόνασον και Ύρσα Σιγουρδαρντότιρ (εκδ. Καστανιώτη και εκδ. Μεταίχμιο αντίστοιχα) και η μοναδική μεταφράστρια που έχουμε στην Ελλάδα από τα ισλανδικά.

Με παράλληλη διερμηνεία από τα αγγλικά και τα ελληνικά, όσοι βρεθείτε στο νησί το Σαββατοκύριακο 27 και 28 Απριλίου, you are in for super treat, γιατί ναι μεν ξέρετε όλοι το Nordic Noir κι άλλοι τόσοι είστε εξοικειωμένοι με τον Ίψεν, τον Στρίντμπεργκ, τον Χάμσουν, αλλά τέτοια ευκαιρία να συναντήσετε τρία μεγάλα αστέρια της σκανδιναβικής λογοτεχνίας up close and personal, πού θα την βρείτε;

Πάρτε, λοιπόν, ΚΤΕΛ, τραίνα, αυτοκίνητα, βαπόρια και δελφίνια κι ελάτε. Η πάντα μα πάντα φιλόξενη Σκόπελος σας προσφέρει και έκπτωση στο ξενοδοχείο Thea Home λόγω του φεστιβάλ. Chop chop!

Έιρικουρ Ερτν Νόρδνταλ, Τόμας Μάρκο Μπλατ, Γιαν Χένρικ Σβαν: Γιατί γράφουν και τι τους εμπνέει;

Έιρικουρ Ερτν Νόρδνταλ, τι είναι για σένα η λογοτεχνία;

«Από τη μία έχουμε ένα παραδοσιακό αφηγηματικό σχήμα που μας οδηγεί σε οικεία μέρη, σε μια διανοητική και συναισθηματική αυταρέσκεια, μακριά από το κρίσιμο, το όμορφο και το αναπάντεχο – κι εμείς το αποζητούμε, θέλουμε να οδηγηθούμε ως πρόβατα μέσα από ηθικολογικά δράματα τύπου Ντίκενς ή να αναμετρηθούμε με τετριμμένους “καφκισμούς” για να τροφοδοτούμε την αγανάκτησή μας. Έχουμε τα λογοτεχνικά είδη που αγαπάμε, αυτά που μας εκνευρίζουν, τα μυθοποιημένα μας, και για τη μίμηση των οποίων μονίμως συγχωρούμε. Αλλά όσο διασκεδαστικό κι αν είναι αυτό, δεν φτάνει· δεν είναι αγάπη. Η αγάπη απαιτεί νέες φόρμες και νέο στιλ κάθε φορά. Το οικείο είναι τέχνη μεγάλης ακρίβειας.

Από την άλλη, έχουμε συγγραφείς που νιώθουν τέτοια απέχθεια για την παραδοσιακή πρόζα –τέτοιαν οργή για το καθημερινό, τέτοιον φόβο μετριότητας, γλωσσική κλειστοφοβία– που ίσως θελήσουν να διαλύσουν τη γλώσσα ολάκερη, κάθε υπάρχουσα δομή, για να δημιουργήσουν ελεύθερο χώρο στον οποίο να κατανοήσουμε καλύτερα τα συστήματα εντός των οποίων ζούμε. Κι ενώ καμιά φορά όλο αυτό βοηθάει και μας καθιστά περισσότερο ανθρώπους –κι αν πετύχει, θα μεταμορφωθεί σε μεγάλη μαγεία– ο κόσμος μας παραμένει γεμάτος από αυτάρεσκους, δυστυχείς μαλάκες που θέλουν να δημιουργήσουν αχρείαστη σύγχυση. Γιατί και το ανοίκειο είναι τέχνη μεγάλης ακριβείας.

Όλα αυτά συνυπάρχουν. Και μας τρέφουν. Όποιος συγγραφέας δεν έχει κάποια εν μέρει βαμπιρική σχέση με τον κόσμο δεν θα καταφέρει ποτέ να γράψει κάτι που θ’ αξίζει να διαβαστεί.

Η λογοτεχνία, όπως και ο γονέας της, η ανθρωπότητα, είναι μεγαλείο που επιτυγχάνεται με μικροσκοπικά βήματα, σωστά, λάθος, χορευτικά βήματα – και, ξανά, όπως και η ανθρωπότητα, είναι κοινό πείραμα, αμοιβαία προσπάθεια κι ατομικό σπορ μαζί. Ταυτοχρόνως οικεία, ανοίκεια, νέα και παλιά. Δεν υπάρχει άλλο μεγαλείο πλην αυτού που είναι μέσα σ’ όλους μας».

***

Τόμας Μάρκο Μπλατ, τι είναι για σένα η συγγραφή; 

«Για μένα, η μυθοπλασία είναι ένας τρόπος να ερευνήσω όσα δεν θα μπορούσα με άλλον τρόπο απ’ το να γράφω. Μια ευκαιρία να εξερευνήσω το ανθρώπινο μυαλό, να ζήσω καταστάσεις, να δημιουργήσω ορατότητα και έκπληξη, να τραντάξω τον αναγνώστη, να τον βγάλω από τη βολή του.

Όταν γράφω σκέφτομαι σε μικροκλίμακα, δουλεύω με τα μικρά συστατικά της γλώσσας, γράφω λέξη τη λέξη, πρόταση την πρόταση, και μέσα από αυτό το επίπονο γλωσσικό έργο αναδύεται τελικά η λογοτεχνία και γίνεται τέχνη.

Όταν γράφω σκέφτομαι επίσης σε μεγάλη κλίμακα, εννοώντας ότι η μυθοπλασία μπορεί να μιλήσει για την εποχή και την κοινωνία που ζούμε, να είναι αποτύπωμα των ρευμάτων και των κοινωνικών δομών που μας περιστοιχίζουν.

Υπάρχουν πολλά που με εμπνέουν, αλλά θέλω ειδικά να επισημάνω τη σχεσιακή θεωρία του Μάρτιν Μπούμπερ. Η συλλογή ποιημάτων που γράφω αυτήν τη στιγμή είναι μια προσπάθεια να χτίσω τη γραφή μου στις τρεις σφαίρες από τις οποίες αποτελείται ο κόσμος των σχέσεων: τη ζωή με τη φύση, τη ζωή με τους ανθρώπους και τη ζωή με τον πνευματικό κόσμο».

***

Γιαν Χένρικ Σβαν, γιατί γράφεις;

«Αν δυσκολεύεσαι ν’ απαντήσεις ερωτήσεις για το τι γράφεις και γιατί, ίσως βοηθάει να έχεις γράψει ήδη πολλά βιβλία. Θυμάμαι που, μετά τα πρώτα μου οκτώ βιβλία, ανακάλυψα ότι σε όλα υπήρχε ένας χαρακτήρας που συνέλεγε πράγματα: στο πρώτο μου μυθιστόρημα ήταν μια γριά που κατοικούσε σ’ ένα ερείπιο κοντά στη θάλασσα και συνέλεγε πράγματα που ξέβραζε το νερό· στο δεύτερο, ο βασικός πρωταγωνιστής, ένας αλκοολικός που έπασχε από διαταραχή αποθησαυρισμού, ονειρευόταν να γίνει πλούσιος πουλώντας τα σκουπίδια που είχε μαζέψει· και στο τρίτο, ένας άνδρας στην κομμουνιστική Πολωνία είχε γεμίσει το διαμέρισμά του με κλειδιά και παλιά ρολόγια.

Έπρεπε όμως να φτάσω να γράψω το όγδοο βιβλίο μου, στο οποίο μια γυναίκα μαζεύει όλα τα γάντια που οι άνθρωποι έχουν χάσει κατά καιρούς στον δρόμο, για να καταλάβω αυτό το κοινό στοιχείο. Ήταν λες και μια μυστική ιστορία γραφόταν κάτω από την ιστορία που νόμιζα ότι έγραφα. Και ξαφνικά είδα, σαν μέσα σε ζάλη, όλες αυτές τις στοίβες από παπούτσια, γυαλιά, οδοντόβουρτσες και γάντια που υπάρχουν πίσω από τις βιτρίνες στο Άουσβιτς. Κάποτε νιώθω λες και τα μυθιστορήματά μου κουβαλούν κάποιο κρυμμένο μήνυμα από το παρελθόν, που φτάνει στους αναγνώστες διαμέσω τους. Πολλοί ήρωές μου είναι απόκληροι, ζουν στο περιθώριο, ίσως επειδή αυτό τούς δίνει μια ελευθερία στον τρόπο σκέψης τους κι επειδή μοιάζουν να έχουν σημαντικούς δεσμούς με το παρελθόν, με την ιστορία, σε μια εποχή στην οποία η λήθη είναι η πιο επικίνδυνη ασθένεια.

Ως συγγραφέας θεωρώ ότι έχω ένα έργο: πιστεύω ότι έχω κάτι να διηγηθώ. Αλλά όπως διαπίστωσα ότι πολλοί από τους χαρακτήρες μου είναι συλλέκτες, κατά κάποιον τρόπο, είναι εξίσου σημαντικό ότι μια μέρα διαπίστωσα ότι δε γράφω ποτέ για τη βία και το μίσος. Ούτε γι’ αυτούς που είναι οι πιο ευπροσάρμοστοι στη σύγχρονη κοινωνία. Μάλλον για εμένα γράφω. Για χρόνια έλεγα ότι ήθελα τα μυθιστορήματά μου να είναι σαν μία ημέρα από τη ζωή μου – και η ζωή μου σαν μια μέρα από τα βιβλία μου. Με άλλα λόγια, ήθελα η καθημερινή μου ζωή και τα καθημερινά μου βιβλία να έχουν πόρτες ανοιχτές το ένα στο άλλο.Ακόμα αυτό θέλω. Αλλά καθώς η ζωή γίνεται ολοένα και πιο περίπλοκη ―και το γράψιμο επίσης― καμιά φορά ξεχνώ τις πόρτες κι αρχίζω και ψάχνω, αντ’ αυτών, για παράθυρα».