Βιβλιο

Το παλίμψηστο μυθιστόρημα: Ένας λογοτεχνικός εφιάλτης

Όσοι περνάτε από εδώ, ξεχάστε κάθε ελπίδα

Κυριάκος Αθανασιάδης
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εκδοτικές περιπέτειες: Αρχές της δεκαετίας τού ’90, στην Αθήνα

Τέσσερα χρόνια μετά από τον καιρό που νοίκιαζα γραφομηχανές, δηλαδή τώρα πια το 1991, είχα μια ολόδικιά μου γραφομηχανή. Για την ακρίβεια, για κάποιο λόγο βρέθηκα μέσα σε λίγους μόνο μήνες με δύο γραφομηχανές, μηχανικές και οι δύο, κλασικές, όμορφες, πολύ καλές στη δουλειά τους, με το βαλιτσάκι τους και με τα πάντα. Εννοείται πολυτονικές, δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να γράφει σε μονοτονική γραφομηχανή, θα ένιωθα σαν ρέντνεκ στα Απαλάχια Όρη την ώρα που κολατσίζει με ένα μισοψημένο πόσουμ και σκοτώνει έναν γείτονα κατά λάθος.

Βέβαια, είχαν και ένα μειονέκτημα: δεν ήταν βαριές. Οι φορητές γραφομηχανές είναι ελαφριές. Δεν ενδείκνυνται για σκληρή χρήση. Μια γραφομηχανή, για να είναι καλή, για να την ευχαριστηθείς, πρέπει να μην μπορείς να τη σηκώσεις καλά-καλά, να σου βγαίνει λίγο η πίστη για να τη μεταφέρεις. Πρέπει να είναι ακουμπισμένη κάπου, και να μην το κουνάει από κει, να ξέρετε και οι δύο τη θέση της. Να είναι κατιτί συμπαγές σαν βράχος, όχι μια γλυκιά, χαριτωμένη χιονονιφάδα.

Όμως δεν μπορείς να τα έχεις όλα στη ζωή, έτσι δεν είναι; Έτσι είναι.

Έγραφα λοιπόν σ’ αυτές τις χαριτωμένες χιονονιφάδες, και τις είχα μάθει καλά. Τις φρόντιζα και λιγάκι, αν και δεν είμαι καλός σ’ αυτό, ούτε ξέρω ακριβώς πώς γίνεται. Φυσικά υπήρχαν διαφορές μεταξύ τους, και βέβαια υπήρχαν διαφορές και στο τελικό αποτέλεσμα. Άλλη χάραξη η μία, άλλη η άλλη. Άλλη δύναμη και ταχύτητα η μία, άλλη δύναμη και ταχύτητα η άλλη. Όπως οι άνθρωποι. Και άλλη ευαισθησία επίσης. Προτιμούσα εκείνην που έγδερνε περισσότερο την ταινία της, γιατί έκανε πιο ακριβή, πιο γεμάτα γράμματα. Όμως, ναι: έγδερνε την ταινία της. Και, μπορεί μεν να ήμουν Μπρούκλης και να είχα δύο δικές μου γραφομηχανές να τις κάνω ό,τι θέλω, φέρ’ ειπείν να τις βάλω φωτιά να τις κάψω, αλλά οι ταινίες —όπως όλα τα αναλώσιμα— κοστίζουν. Δεν μπορείς να έχεις ανταλλακτικά στο σπίτι σου. Δεν είναι μακαρόνια για να γεμίσεις το ντουλάπι, ή ρύζι για να βγάλεις τον χειμώνα. Έτσι, φροντίζεις να εκμεταλλευτείς όλο τους το μήκος και το πλάτος, να γράψεις ακόμη και σε ξέφτια ταινίας, να γράψεις ακόμη και ανάμεσα από τρύπες, να τη φτάσεις στα όριά της. Δεν νομίζω να υπήρξε χρήστης γραφομηχανής που να μην το έκανε αυτό.

Ήμουν καλός στην πληκτρολόγηση, και ταχύς, μολονότι έγραφα πάντα με τους δείκτες μόνο, άντε και με τους αντίχειρες για τις σπάσες. Παρ’ όλα αυτά, όμως, δεν έγραφα απευθείας στη γραφομηχανή. Τις είχα μονάχα για να αντιγράφω τα βιβλία. Τα βιβλία τα έγραφα στο χέρι. Ξεκίνησα να γράφω απευθείας με πληκτρολόγιο όταν απέκτησα τον πρώτο μου υπολογιστή, ή και λίγο μετά. Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια ακόμη, δηλαδή. Those were the days.

Έγραφα σε μεγάλα σπιράλ τετράδια —και όχι σε χύμα χαρτιά—, που τα αγαπούσα πολύ. Και εξακολουθώ να τα αγαπώ. Έχω ακόμη αρκετά στο σπίτι μου, κι ας μην τα χρησιμοποιώ ποτέ. Είναι καλό να έχεις μερικά ωραία σπιράλ τετράδια στο σπίτι σου για ώρα ανάγκης. Κι ας μην έρθει ποτέ. Εννοείται πως γράφει κανείς μόνο στη μία μεριά των φύλλων, όχι στην από πίσω. Η από πίσω είναι για προσθήκες και τα λοιπά, που γίνονται κατά την επιμέλεια. Για σημειώσεις, παρατηρήσεις, επισήμανση προβλημάτων πλοκής κλπ. κλπ. Γράφουμε μόνο στις δεξιές σελίδες. Τώρα, όταν το βιβλίο τελειώνει, και γίνεται και η επιμέλεια — τότε, ναι: τότε χρησιμοποιούμε και τις αριστερές. Και είναι τότε που το χειρόγραφο αποκτά μια πραγματικά υλική διάσταση, γίνεται κάπως 3D, με όλα εκείνα τα βελάκια, τις μουτζούρες, τις διαγραμμένες παραγράφους, τα κόκκινα μελάνια, τα πράσινα μελάνια, τα μπλάνκο, τα κολλημένα με σελοτέιπ ποστ-ιτ κ.ο.κ. Αυτό το μικρό, προσωπικό σου παλίμψηστο είναι το τελικό προϊόν. Άπαξ και τελειώσει, μπορείς να κοιμηθείς, να ηρεμήσεις, να κάνεις ό,τι τραβά η ψυχή σου.

Όχι πιο πριν.

* * *

Τω καιρώ εκείνω είχα άχτι με ένα σωρό κόσμο που έγραφε κάτω από τον τίτλο του βιβλίου του, στο εξώφυλλο και αλλού, «Μυθιστόρημα». Γιατί τούς είχα άχτι; Γιατί δεν ήταν μυθιστόρημα. Σπανίως ήταν. Δεν ήταν καν νουβέλα τις περισσότερες φορές. Ήταν κάτι άλλο, συνήθως ακατάτακτο. Το μυθιστόρημα έχει μια κάποια ας την πούμε συγκεκριμένη δομή, έναν τρόπο να εκτυλίσσεται, περιλαμβάνει ένα μικροσύμπαν, ένα σύνολο αισθητικών και τεχνικών κανόνων που έλειπε από αυτά τα κείμενα. Ούτε διηγήματα ήταν βέβαια. Το ξαναείπαμε: τα διηγήματα είναι ένας κόσμος χωριστά, ένα άλλο γραμματειακό είδος, ένας μακρινός εξωπλανήτης. Και η νουβέλα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό και από τα δύο είδη. Και η νοβελέτα, ή νουβελέτα, επίσης. Που κανείς δεν γράφει πια τέτοιες. Άλλα είδη. Πώς λέμε «σκύλος»-«γάτα»-«καναρίνι». Όλα είναι κατοικίδια, αλλά μέχρις εκεί.

Κάτι άλλο που έχει το μυθιστόρημα, κάτι που βγάζει μάτι, είναι ο όγκος. Ο όγκος! Τα μυθιστορήματα είναι, κατά γενική ομολογία, μεγάλα. Μερικά, είναι Πραγματικά Πολύ Μεγάλα. Άλλα, είναι Τεράστια. Όμως αυτά είναι ας πούμε οι εξαιρέσεις. Γενικά, όμως, τα μυθιστορήματα ΕΙΝΑΙ μεγάλα. Πόσο μεγάλα; Ας πούμε άνω των 70.000 λέξεων. Ή, κατ’ άλλους, άνω των 80.000. Μερικοί, πιο ελαστικοί, μπορεί να κατεβάσουν το νούμερο στις 60.000. Ωραία λοιπόν. Ένας αδόκιμος όρος για το μυθιστόρημα θα το περιέγραφε σαν «μια φανταστική ιστορία που εκτυλίσσεται σε 60.000 λέξεις και πάνω». Αλλά όχι σε 50.000. Όχι σε 40.000. Όχι σε λιγότερες. Ήδη οι 60.000 είναι ένα πολύ χαριστικό νούμερο. Το δικό μου όριο; Οι 75.000 λέξεις.

Τα πράγματα έχουν έτσι (και όχι αλλιώς), μόνο που δεν συνέβαινε αυτό στην πιάτσα. Έβγαιναν μερικές δεκάδες βιβλία μυθοπλασίας τον χρόνο (ιστορίες που εκτυλίσσονταν σε μπαρ ή κατά τον Εμφύλιο, ως επιτοπολύ) που επιγράφονταν σαν μυθιστορήματα, μα που ήσαντε μικρά. Ήταν, αν θέλετε, ακριβώς αυτό: μικρά μυθιστορήματα. (Αυτός είναι δόκιμος νεο-όρος, αλλά δεν απαντά στην πραγματική ζωή, δεν θα τον δείτε στη σελίδα τίτλου ενός βιβλίου. Κανενός, για την ακρίβεια. Δεν θα τον δείτε ποτέ. Σε αντίθεση με όρους όπως short short story, flash fiction κλπ.). Έτσι, έκατσα και σκέφτηκα πώς θα μπορούσα να πάρω εκδίκηση, κάνοντας κάτι ακόμη πιο εξαντρίκ. Μια μέρα από τις πολλές, καθώς πήγαινα στη Βαρβάκειο —επομένως ήταν Σαββάτο—, το βρήκα: το δικό μου βιβλίο δεν θα επιγραφόταν «μυθιστόρημα», αλλά: ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ. Μ’ ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια. Δεν θα ήξεραν από πού τους ήρθε.

Για λίγο υπήρξα ευτυχής.

* * *

Η ιδέα ήρθε πιο μετά. Και πάνω-κάτω ήταν η εξής:

Ο ήρωας του βιβλίου μου θα ήταν συγγραφέας, και στο βιβλίο μου θα διαβάζαμε και το δικό του βιβλίο: καθώς θα το έγραφε. Μάλιστα, και οι ήρωες του δικού του βιβλίου θα ήταν συγγραφείς, και —ναι, ναι— θα διαβάζαμε και το δικό τους βιβλίο. Τρία σε ένα, λοιπόν, ολότελα διαφορετικά μεταξύ τους βιβλία, μα εκδοχές του ίδιου κεντρικού θέματος (το οποίο ήταν η καλλιτεχνική δημιουργία, το πώς κανείς μέσω της τέχνης μπορεί να «γεννήσει» μία νέα πραγματικότητα). Τρία σε ένα; Ναι! Ένας θρίαμβος: ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ. Έτσι θα επιγραφόταν το βιβλίο μου, αυτή θα ήταν η κατηγοριοποίησή του. Σε μια νέα κατηγορία, όπου θα βρισκόταν μόνο αυτό.

Αισθανόμουν πως είχα τερματίσει αυτό που λέμε «τους βγήκε από αριστερά».

Βέβαια, άλλο είναι να το λες, και άλλο να το κάνεις. Το μόνο που ήξερα αρχικά ήταν πως το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου θα ήταν δίστηλο, δισέλιδο, και θα τιτλοφορούνταν «Κέρβερος». Δεν ήξερα ούτε τι θα έλεγε στην πρώτη του στήλη, ούτε τι θα έλεγε στη δεύτερη. Οπότε έπρεπε να το βρω. Έπρεπε να τα βάλω κάτω. Έπρεπε να βρω μια ιδέα (αυτό που είχα δεν ήταν ιδέα ακριβώς, ήταν το φάντασμα μιας ιδέας, ή η μουσική της: μια μουσική παιγμένη με πολεμικό αυλό), να την αναπτύξω σε έναν σκελετό, και να πάρω αυτόν τον σκελετό και να τον απλώσω σε ένα σχεδιάγραμμα. Ψέματα: σε δύο σχεδιαγράμματα. Ψέματα: σε ΤΡΙΑ.

Ήταν πολλή δουλειά, μά τον Θεό. Αλλά γι’ αυτές τις δουλειές είναι οι νεαρές ηλικίες. Οκέι, και για το σεξ. Και για το αλκοόλ. Και για τα λάθη.

Οπότε έκατσα και την έκανα τη δουλειά, ενώ στο μεταξύ γύρω μου εκδίδονταν κάθε μέρα ένα, και δύο, και δέκα βιβλία που μιλούσαν για τον Εμφύλιο και για τα μπαρ, και μοστράρονταν σαν μυθιστορήματα. Και οι συγγραφείς τους περιφέρονταν δαφνοστεφείς στο στάδιο των Εξαρχείων, της Σόλωνος, της Καλλιδρομίου και του Κολωνακίου, σηκωμένοι πάνω στους ώμους των ανθρώπων που τα κανόνιζαν τότε αυτά. Σπολλάτη.

Κι έπειτα, άρχισα να γράφω το βιβλίο. Έναν εφιάλτη μέσα σε εφιάλτη μέσα σε εφιάλτη. Γιατί, τι άλλο είναι η καλλιτεχνική δημιουργία από έναν εφιάλτη; Κι αυτό πήρε χρόνο. Κι έπειτα άρχισα την επιμέλειά του. Που πήρε επίσης χρόνο. Και όχι μόνο χρόνο: χρειάστηκε τεχνικές Τζάκσον Πόλοκ για να βγάζει νόημα το χειρόγραφό μου: επιστράτευσα ό,τι χρώμα στιλό υπήρχε, και επινόησα διάφορα σύμβολα για να προσθέτω εμβόλιμες λέξεις, προτάσεις και παραγράφους στο σώμα του κειμένου. Και έσβηνα αρχικά με μαύρο μαρκαδόρο, με συνέπεια να ποτίζει το μελάνι καναδυό σελίδες παρακάτω και να πρέπει να ξαναγράφω ολόκληρες αράδες, με μικρή ή μεγαλύτερη απόκλιση από το πρωτότυπο. (Αν και το πρωτότυπο είναι δικό σου, πρέπει να του φέρεσαι με τον προσήκοντα σεβασμό).

Φυσικά, όπως πολλά βιβλία που τα αρχίζεις κάποτε, έτσι κι αυτό τελείωσε κάποια στιγμή. Οπότε, το μόνο που μου έμενε ήταν να το καθαρογράψω. Να το αντιγράψω σε μία από τις γραφομηχανές μου.

Δεν ήξερα όμως ότι τότε ακριβώς άρχιζε ο πραγματικός εφιάλτης.

* * *

Ήταν μια δουλειά που δεν μπορούσε να κάνει κανένας άλλος άνθρωπος στον κόσμο εκτός από μένα. Είμαι ο μόνος που βγάζει τα γράμματά μου. Κι αν οι φαρμακοποιοί μπορούν και αποκρυπτογραφούν τις χειρόγραφες ιατρικές συνταγές, κανένας δακτυλογράφος δεν μπορεί να εικάσει καν τι μπορεί να σημαίνει αυτή η λέξη, και τι εκείνη, αν μιλάμε για έναν τέτοιο γραφικό χαρακτήρα. Για να μην πούμε ότι κανένας δακτυλογράφος δεν μπορεί να παρακολουθήσει ένα χειρόγραφο αλά Τζάκσον Πόλοκ.

Ανασκουμπώθηκα λοιπόν, έκανα κρακ με τα δάχτυλά μου, διάλεξα μία από τις δυο μου γραφομηχανές, προμηθεύτηκα δυο πάκα χαρτιά και κάμποσα φύλλα καρμπόν, πήρα και μία καινούργια ταινία για τη γραφομηχανή, να ’χω για ρεζέρβα, και άρχισα τη δουλειά. Κάθε μέρα, αφιέρωνα ένα δίωρο για την αντιγραφή του βιβλίου. Και, βέβαια, για τις αναπόφευκτες μικροδιορθώσεις που προκύπτουν όταν τα λάθη, πια, του βιβλίου σου είναι, ας πούμε, «στατικά». Και βέβαια διέλυσα την ταινία της γραφομηχανής, την αντικατέστησα, και —ναι, προφανώς— διέλυσα και τη δεύτερη. Στο τέλος, έγραφα μετακινώντας την ταινία με το χέρι, για να βρω άθικτα σημεία ανάμεσα από τις τρύπες. Τέτοια πράγματα.

Δεν ξέρω πόσο συνολικά χρόνο μού πήρε όλο αυτό, από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι και το τελευταίο κλακ της γραφομηχανής στην τελευταία σελίδα του χειρογράφου. Δύο χρόνια ίσως. Κάτι τέτοιο. Αλλά με πολλή, και πολύ σκληρή, καθημερινή δουλειά. Ναι: σπας τη μέση σου με τα μεγάλα βιβλία. Κι εκείνο εκεί ήταν πάνω από 150.000 λέξεις. Μάλλον, αρκετά παραπάνω. Ένας Λεβιάθαν.

Φυσικά, όπως πολλά βιβλία που αρχίζεις κάποτε να αντιγράφεις στη γραφομηχανή σου, έτσι κι αυτό τελείωσε κάποια στιγμή.

Όταν έβαλα τη μια σελίδα πάνω στην άλλη και το κοίταξα, με πιάσανε τα κλάματα. Κι όταν έβαλα στη σειρά και τις σελίδες του αντιγράφου, με το καρμπόν, ήξερα πως, οκέι, είχα κάνει ΚΑΤΙ, ναι; Είχα κάνει κάτι. Οπότε πήρα μια μεγάλη ανάσα, σκούπισα τα μάγουλά μου, έβαλα τα σπιράλ μου αλά Τζάκσον Πόλοκ τετράδια μέσα σε μια χαρτόκουτα στο πατάρι, έβαλα τα δύο σώματα (το καλό και το αντίγραφο) σε μια πλαστική τσάντα από το σούπερ, και πήγα στο φωτοτυπάδικο να τα δέσω με θερμοκόλληση (δεν υπήρχε τόσο μεγάλο σπιράλ για να τα χωρέσει), για να ’ναι αναγνώσιμο το χειρόγραφο. Και όχι μόνο: για να μη γίνει κανένα ατύχημα, έτσι και σου ’πεφτε στο πάτωμα και σκόρπιζαν οι σελίδες δεξιά κι αριστερά. Δεν παίζεις μ’ αυτά. Και δεν εννοώ να πέσει από τα δικά μου χέρια, αλλά βέβαια από τα χέρια του «αναγνώστη», του αξιολογητή χειρογράφων στον εκδοτικό οίκο που θα εμπιστευόμουν το βιβλίο μου.

Όταν βγήκα από το σπίτι, ακόμη παραζαλισμένος, συνειδητοποίησα πως ήταν αργά. Οι φωτοτυπίες ήταν κλειστές. Διάολε. Έτσι, πήγα για καφέ στην Καλλιδρομίου. Που, καφές στην Καλλιδρομίου, σήμαινε ουίσκι στην Καλλιδρομίου. Λογικό. Όλα ήταν λογικά εκείνο τον καιρό, όλα επιτρέπονταν, και όλα ήταν ωραία. Και ακόμη πιο ωραία ήταν η Ρ., που πέρασε κάποια στιγμή από εκεί πηγαίνοντας στο Green Door, εκεί παραδίπλα. Δεν ήμουν θαμώνας τού Green Door, αλλά όταν σού κάνει νόημα η Ρ. να τη συνοδεύσεις στο Green Door, ακολουθείς. Ακόμη κι αν η πρασινισμένη από τη μούχλα πόρτα που σου λέει να διαβείς λέει από πάνω της, «Την πάσα ελπίδα αφήσατε, όσοι από δω περνάτε».

Δεν θυμάμαι καλά τι συνέβη εκείνη τη νύχτα, στο Green Door —και αλλού—, αλλά, όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, έχασα το χειρόγραφο. Και το αντίγραφό του μαζί, αυτό με το καρμπόν. Τα έχασα μαζί με την τσάντα τους από το σούπερ, και τα έχασα για πάντα.

Όσοι περνάτε από εδώ, ξεχάστε κάθε ελπίδα.

* * *

Όμως υπάρχει και συνέχεια. Θα την πούμε αύριο. SPOILER ALERT: Όχι, δεν βρήκα ποτέ το χαμένο δακτυλόγραφο. Αλλά τα πράγματα δεν σταμάτησαν να κινούνται μέσα σε έναν εφιάλτη.

H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot.