- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γράφοντας ένα μυθιστόρημα με νοικιασμένη γραφομηχανή
Βρέχει στην εθνική οδό (σε κάποιο της χιλιόμετρο)
Εκδοτικές περιπέτειες: Μέσα της δεκαετίας τού ’80, στην Αθήνα
Μπορεί το καλοκαίρι του 1987 να είχε εκείνο τον τρομερό καύσωνα με τους 44 βαθμούς και τους 1.300 νεκρούς, αλλά το φθινόπωρο έβρεχε. Ήταν ένα κανονικό φθινόπωρο, όπως όλα τα άλλα. Και δεν συνέβη τίποτε άλλο δραματικό μέχρι το τέλος της χρονιάς. Το πιο δραματικό γεγονός απ’ όλα ήταν ότι πεινούσα. Και τώρα που γράφω πεινάω, με τη διαφορά ότι τώρα μόλις έφαγα. Και θα ξαναφάω σε λίγο: θα σκάσω. Εκείνο τον καιρό όμως πεινούσα επειδή δεν είχα φάει. Και θα αργούσα να ξαναβάλω κάτι στο στόμα μου.
Για μπόλικο κόσμο, αυτό ήταν απλά κάτι που συνέβαινε, κάτι φυσιολογικό, κάτι τέλος πάντων που το συνήθιζες. Δεν ήταν λόγος, π.χ., να παραπονιέσαι ή, πόσο μάλλον, να διαμαρτύρεσαι. Δεν έβγαζες λεφτά, ή αρκετά λεφτά, επομένως ήταν λογικό κι επόμενο να μην μπορεί να διαθέσεις και πολλά για τρόφιμα. Πόσο μάλλον αν κάπνιζες κιόλας. Ένας καλός καπνιστής φροντίζει πρώτα να εξοικονομήσει πόρους για τα τσιγάρα του. Με το φαΐ, κουτσά-στραβά κάπως μπορείς να βολευτείς — με τα τσιγάρα πώς; Να καπνίζεις τα δάχτυλά σου;
Δεν λέω, υπήρξαν και μπόλικες φορές που κανείς αναγκαζόταν να καπνίζει τις γόπες του από το τασάκι —don’t try this at home—, ενώ ποτέ δεν θα πει όχι σε ένα μισοκαπνισμένο τσιγάρο που το βλέπει να αργοσβήνει στο πεζοδρόμιο: θα ορμήσει σα γλάρος και θα το αρπάξει. Μάλιστα, δεν είναι λίγες οι φορές που οι γνώστες παίρνουν από πίσω καπνιστές, και τους ακολουθούν γύρω στο τετράγωνο, μόνο και μόνο για να χιμήξουν γενναία και να σηκώσουν από κάτω το τσιγάρο τους αμέσως μόλις εκείνοι το πετάξουν. Ή στέκονται σε στάσεις, τάχα περιμένοντας το τρόλεϊ, για δυο ωραίες τζούρες από το τσιγάρο του τύπου που θα το πετάξει για να μπει και να πάει σπίτι του κρατώντας τη χειρολαβή. Γίνονται τέτοια. Ή μάλλον, γίνονταν. Τώρα αυτά δεν τα καταδέχονται ούτε οι κλοσάρ. Οι καιροί αλλάζουν. Δόξα τω Θεώ.
Οπότε ναι: το πιο δραματικό γεγονός απ’ όλα ήταν ότι πεινούσα. Και όμως: εργαζόμουν. Εργαζόμουν κανονικά, δύο και τρεις δουλειές. Αλλά είναι έτσι κάποιες συγκυρίες, κάποια πράγματα, που δεν μπορείς να τα βολέψεις όλα, οπότε αναγκαστικά αρχίζεις από τα κάτω ράφια, τα πιο επείγοντα, τα πιο κρίσιμα. Τα πάνω ράφια τα αφήνεις για το τέλος· και αν.
Δούλευα σε δύο εφημερίδες, διορθωτής —πρώτα στη μία, και μετά, τρέχοντας, στην άλλη—, ενώ έκανα και βιβλία στο σπίτι, επιμέλειες και διορθώσεις με το κομμάτι, την πρώτη-πρώτη μου δουλειά δηλαδή. Είχα ήδη μια άλφα εμπειρία. Αλλά και πάλι. Αλλά και πάλι. Τέλος πάντων.
Και μέσα σ’ όλα αυτά είχα και την πετριά του μυθιστορήματος. Το διήγημα δεν μου έλεγε κάτι, ήμουν μεγάλος πια για διηγήματα. Η μικρή φόρμα είναι είτε για τους πιτσιρικάδες, που δεν ξέρουν τι τους γίνεται αλλά έχουν θράσος —κι εγώ ήμουν είκοσι τεσσάρων, και ήδη με μια πολύ βαριά εξαετία-εφταετία στην πλάτη μου, με πολλά, πολλά πράγματα που είχα ζήσει, και που δεν είχα βρει καν τον χρόνο να τα επεξεργαστώ—, είτε για τους σοφούς πρεσβύτες. Είναι δύσκολο πράγμα το διήγημα, και γεμάτο κανόνες. Είχα γράψει άλλωστε ένα τέτοιο βιβλίο, και δεν μου ’λεγε κάτι. Τα διηγήματα, όταν δεν είσαι ο Κάρβερ ξέρω γω, είναι μόνο για δημόσιες σχέσεις, «συλλογικά έργα», συνεργασίες με περιοδικά για να δειχτείς — τέτοια πράγματα. Εγώ δεν τα μπορούσα αυτά, υπέφερα. Δεν πήγαινα καν στο Ντόλτσε, μου ανακάτευε τα σωθικά, περνούσα πάντα από απέναντι ή από τις καθέτους. Με άλλα λόγια, έπρεπε να πάω στο μυθιστόρημα.
Θυμίζω ότι είχα γράψει ένα την προηγούμενη χρονιά, μα που χάθηκε. Και ήταν άλλωστε genre, τι να το κάνεις. Και θυμίζω ότι το είχα γράψει στο χέρι, κι εμένα τα γράμματά μου είναι ένα χάλι επειδή μικρός ήμουν κεκές, αριστερόχειρας, δυσλεξικός και κάτι τέτοια, και με βάζαν οι δασκάλες να γράφω με το δεξί και πάθαινα ψυχολογικό. Δεν ξέρω. Κακά γράμματα. Οπότε η γραφομηχανή ήταν μονόδρομος. Αλλά εδώ δεν είχα για να φάω, θα έπαιρνα γραφομηχανή; Τα λεφτά μου δεν έφταναν καν για χαρτί γραφομηχανής. Κι αν γι’ αυτό βρήκα λύση —έβγαζα από το καλάθι των σκουπιδιών στην εφημερίδα κόλλες γραμμένες μόνο από τη μία, και τις μάζευα—, με τη γραφομηχανή τα πράγματα δυσκόλευαν: δεν πετάνε γραφομηχανές ο κόσμος.
Αλλά τότε έμαθα πως τις νοικιάζανε. Και είπα, Όπα, εδώ είμαι.
* * *
Τα διηγήματα, όταν δεν είσαι ο Κάρβερ ξέρω γω, είναι μόνο για δημόσιες σχέσεις, «συλλογικά έργα», συνεργασίες με περιοδικά για να δειχτείς — τέτοια πράγματα.
Όταν όμως είδα τις τιμές ενοικίασης στα εξειδικευμένα μαγαζιά, δαγκώθηκα. Ήταν σαν να νοίκιαζες αμάξι. Όχι ότι έχω νοικιάσει ποτέ, καθώς δεν οδηγώ ούτε ταξιδεύω. Αλλά όχι, ήταν στ’ αλήθεια τσιμπημένες.
Κι έτσι άρχισα τις πράξεις. Στα μαθηματικά είμαι σκράπας, αλλά στην πρακτική αριθμητική είμαι καλούτσικος. Το πήρα από την αρχή: πόσες σελίδες μπορώ να γράφω τη μέρα; Τόσες. (Τότε δεν μετράγαμε λέξεις —ποιος θα καθόταν να τις μετρήσει μία-μία;—, μετράγαμε σελίδες: τέτοια γράμματα, τόσο διάστιχο, αυτά τα περιθώρια = τόσες λέξεις). Πόσες πρέπει να έχει το βιβλίο; Ε, να μην έχει το λιγότερο τόσες; Θα μπορούσε να ’χει παραπάνω; Θα μπορούσε, γιατί να μην μπορούσε, αλλά πόσες ακριβώς παραπάνω; Πού είναι το ταβάνι μας; Και τα λοιπά, και τα λοιπά. Αυτά από τη μία μεριά. Από την άλλη, έπρεπε να δω πώς και από πού θα μπορούσα να κόψω έξοδα για να πληρώσω για τη γραφομηχανή. Για το νοίκι της. Αυτή ήταν πιο ζόρικη εξίσωση.
Είναι ολόκληρη ιστορία, αλλά, για να το κλείσουμε εδώ, κατέληξα στον μήνα. Θα έγραφα τέσσερις σελίδες την ημέρα, σύνολο εκατόν είκοσι. Με την κατάλληλη διαστίχωση και κάπως αρχοντικά περιθώρια (περιθώρια μονοτυπίας, πες), με κεφαλίδες και σελιδαρίθμηση στον πάτο της σελίδας (έτσι κερδίζεις χώρο, γιατί ο σελιδάριθμος δεν τον πιάνει το μάτι σου αλλά κάνει μπούγιο), το βιβλίο θα έβγαινε 240 σελίδες: 15 τυπογραφικά, ήτοι ενάμισι εκατοστό ράχη — πιο φτενή, δεν αξίζει τον κόπο· το ενάμισι εκατοστό όμως για ένα μυθιστόρημα τύπου είναι κάπως οκέι. Τρώγεται. Περνάει.
Είπαμε. Στα μαθηματικά της μπακαλικής τυπογραφίας ήμουν πολύ καλός. Το ζήτημα ήταν ότι ο άλλος ήθελε τα λεφτά μπροστά. Ρε φίλε. Ρε φίλε…
Γύρναγα συνεπώς στη Φειδίου με τα γραφομηχανάδικα, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, αδιαφορώντας παγερά για τους άλλους που τρωγόπιναν απέναντι στον Καπετάν Μιχάλη, και άρχιζα να ερωτεύομαι συγκεκριμένες γραφομηχανές, από τη βιτρίνα κιόλας: πριν τις πιάσω, πριν τις χαϊδέψω, πριν τις ακούσω. Και κατέληξα, έτσι δι’ αυτοψίας, σε τρεις-τέσσερις. Ήταν όλες τους δεύτερο χέρι, ή και να μην ήτανε, παραήταν καλά δουλεμένες όλες, γιατί τις νοίκιαζαν δικηγόροι, συμβολαιογράφοι και άλλοι, οπότε είχαν πολλά γαλόνια προϋπηρεσία. Βασικά, ήταν κάτι παραπάνω από δεύτερο χέρι. Μπορεί και τρίτο, που λέει ο λόγος. Αλλά τι να το κάνεις; Το θέμα ήταν να τις πιάσεις στα δικά σου.
Κι αυτό έκανα, καθώς μπήκα αρκετές φορές στα καταστήματα και τις δοκίμασα όλες. Κάπως δειλά και νευρικά, καθώς δεν ήξερα τα χούγια της καθεμιάς, και με φόβο μην τυχόν και τους κάνω καμιά ζημιά, μπροστά στο λοξό βλέμμα του καταστηματάρχη. Ντριν η μία, ντριν η άλλη, «Θα το σκεφτώ» εγώ, ξανά ντριν η τρίτη, ξανά ντριν και η παράλλη, ήδη είχα σηκώσει αρκετά φρύδια με τα μπες-βγες μου. Δεν γινόταν αλλιώς, άρα. Θα με πετάγαν έξω με τις κλοτσιές. Κατέληξα λοιπόν με μισή καρδιά σε μία —τις ήθελα όλες—, έβαλα το χέρι στην τσέπη, την πλήρωσα για έναν ολόκληρο μήνα δαγκώνοντας το μάγουλό μου από μέσα, και περπάτησα ώς το σπίτι κρατώντας την αγκαλιά, στο στήθος μου, σαν μωρό, ή σαν κουτάβι.
Την άλλη μέρα άρχισα να γράφω.
* * *
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ένδειξη ερασιτεχνισμού (και ανοησίας) από το να ξεκινάς να γράφεις έστω και ένα μικρό μυθιστόρημα χωρίς σχεδιάγραμμα και σκελετό. Αν ακούσετε κάποιον να σας λέει το αντίθετο, προσέξτε μη σας κλέψει και το πορτοφόλι μετά, ή το ΡΙΝ για τη Revolut. Γενικά, ή είναι λαμόγιο, ή δεν νιώθει. Αλλά στ’ αλήθεια βιαζόμουν, μά τον Θεό. Σόρι. Κανένα σχεδιάγραμμα λοιπόν. Ανάπτυξη της ιδέας, σκηνή τη σκηνή.
Έγραφα όσο δεν δούλευα, δηλαδή όσο ήμουν σπίτι, γιατί για εκείνο τον μήνα δεν πήρα επιμέλεια, ζήτησα άδεια από τη Μάγδα (ήμουν στον Εξάντα τότε· βγαίναν ωραία βιβλία, και όχι μόνο στη λευκή σειρά). Και φρόντιζα να βγάζω κάθε μέρα εκείνες τις ρημάδες τις τέσσερις σελίδες. Στο μεταξύ, πήγαινα και στις δύο εφημερίδες, κανονικά, για διόρθωση. Στην Πανεπιστημίου τέρμα πάνω από του Απότσου το απόγευμα ώς το βράδυ, και μετά τρέξιμο στη Ζήνωνος για να πάρω το λεωφορείο για Λένορμαν. Και από κει πίσω στο σπίτι, Αγίου Μελετίου. Όπως θα κατάλαβε ίσως κανείς, σταμάτησα να παίρνω το λεωφορείο, πήγαινα τρέχοντας από τη μία εφημερίδα στην άλλη, και βέβαια επέστρεφα και με τα πόδια στο σπίτι, αν και πάντα ήμουν με τους τελευταίους νυχτερινούς διορθωτές — άρα μιλάμε για δύο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, κάτι τέτοιο.
Εκεί στον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι εκείνο τον μήνα έβρεχε πάντα. Πάντα όμως. Δεν ξέρω τι έκανε πριν ή τι έκανε μετά. Αλλά την ώρα που έβγαινα από την εφημερίδα, πτώμα στην κούραση, και μέχρι την ώρα που έφτανα στο σπίτι μου για να κοιμηθώ, ας πούμε από τις δύο τα χαράματα μέχρι τις τρεις και τέταρτο, κάπου τόσο, έβρεχε.
Δεν ισχυρίζομαι ότι έκανε κανέναν κατακλυσμό. Όχι. Ήταν πιο πολύ μια βροχή που ήθελε να με συνοδεύει κάνοντας ατμόσφαιρα, ίσως για να μου δείξει ότι είμαι αδιάβροχος ή αμφίβιος. Όπως είμαστε όλοι βέβαια, ή έστω οι περισσότεροι. Ή ίσως από παιγνιώδη διάθεση, για να μου σβήσει το τσιγάρο. Γιατί πάντα φύλαγα ένα τσιγάρο για τα μισά της διαδρομής, σε ένα συγκεκριμένο μέρος με φαρδύ δρόμο, άδειο ασφαλώς εκείνη την ώρα, για να το καπνίσω να το ευχαριστηθώ. Εννοείται τραγουδώντας, «Βρέχει στην εθνική οδό, σε κάποιο της χιλιόμετρο. Μούσκεμα μόνος περπατώ, με το τσιγάρο μου σβηστό». Και τα λοιπά και τα λοιπά. Βέβαια το δικό μου τσιγάρο δεν θα το άφηνα να σβήσει με τίποτε — δεν είμαι δα και τόσο χαζός, το προστάτευα. Νομίζω καπνίζαμε Δελφούς τότε.
Έχασα κι άλλα κιλά εκείνο τον μήνα γιατί περιόρισα το φαΐ στα απολύτως απαραίτητα (εκείνα τα απολύτως απαραίτητα, εννοώ, που είναι δύο σκάλες κάτω από τα κανονικά απολύτως απαραίτητα), αλλά επέστρεψα τη γραφομηχανή στην ώρα μου ακριβώς —το πρόστιμο ήταν τσουχτερό— έχοντας γράψει 120 σελίδες, ούτε μία λιγότερη. Αλλά ούτε και μία περισσότερη. Τις τελευταίες σκηνές τις έτρεξα, και το τέλος στο βιβλίο είναι βεβιασμένο, όπως κάθε τέλος.