- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Πώς γράφονται τα βιβλία: Ένας οδικός χάρτης
Πώς ξεκινά κανείς να γράφει το επόμενο μυθιστόρημά του;
Τα βιβλία, ή: Μια εποχή στην κόλαση της ανύπαρκτης αυτοεκτίμησης
Όταν ένας συγγραφέας ξεκινά ένα καινούργιο βιβλίο, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιος ότι δεν πρόκειται να το τελειώσει ποτέ, ότι ματαιοπονεί, ότι, όσο καλός και αν ίσως υπήρξε κάποτε —και πόσο καλός άραγε—, πλέον είναι μια σκιά του παλιού του εαυτού, εδώ που τα λέμε ανίκανος να βάλει δυο λέξεις στη σειρά, ένας ημιεγγράμματος κλόουν που κάνει τη λάθος δουλειά, που απασχολείται με το λάθος χόμπι, που ψήλωσε ο νους του και θέλει κι αυτός, ο πελταστής, να λογιστεί ομοτράπεζος των κανονικών συγγραφέων. Όσο για την ιδέα του, αν και τη θεώρησε σπουδαία και πρωτότυπη την πρώτη φορά, τώρα πια τού φαίνεται τετριμμένη, γελοία. Τζούφια.
Όταν φτάνει κάπου στα μισά του βιβλίου, δεν εξακολουθεί απλώς να τα πιστεύει όλα αυτά, αλλά η σιγουριά του βοά και δείχνει τα μπράτσα της. Και πώς αλλιώς. Αν μη τι άλλο, η «πρόοδος» που επέδειξε τους τελευταίους ένα-δυο μήνες —αυτό το τσαλαβούτημα στα στάσιμα, χλιαρά νερά της μετριότητας, εκεί όπου οι λέξεις κολλάνε η μια πάνω στην άλλη σαν γυρίνοι στη λάσπη— είναι στην πραγματικότητα βασικός μάρτυρας της ανικανότητάς του. Ας το παραδεχτεί: αυτό το πράγμα είναι απλώς προτάσεις ραμμένες η μία πίσω από την άλλη, δεν συνιστούν καν απόπειρα να γραφτεί βιβλίο. Όχι βέβαια ότι είχε τα φόντα να γίνει ποτέ του. Αλλά και πάλι.
Τα πιστεύει και προς το τέλος, φυσικά, μόνο που πια δεν τους δίνει πολλή σημασία —ή απλά ντρέπεται όποτε το σκέφτεται—, γιατί έχει τόσα προβλήματα πλοκής να λύσει, τόσα νήματα να ενώσει, τόσες τρύπες να βουλώσει, τόσα πράγματα να αναθεωρήσει, τόσα ανάρμοστα επίθετα να αποκεφαλίσει, που στ’ αλήθεια δεν προλαβαίνει. Εάν προλάβαινε, θα κοκκίνιζε από κορυφής μέχρις ονύχων από το αποτέλεσμα. Και θα τα παρατούσε πριν βάλει εκείνη τη δυσοίωνη δισύλλαβη λέξη με τα κεφαλαία κάτω από την τελευταία αράδα. Το μόνο τέλος που τον νοιάζει, είναι το τέλος των ωδίνων. Να φύγει πια από δω, να ελευθερωθεί από το μαρτύριο, να τελειώνει. Νισάφι.
Σαν γνήσιος μαρξιστής, δεν θα καταδεχόταν να γίνει μέλος σε μια λέσχη που θα τον δεχόταν για μέλος της
Συχνά, μάλιστα, εξακολουθεί να τα πιστεύει όλα αυτά και μετά, όταν το βιβλίο του έχει πια εκδοθεί —οποία σύμπτωση—, ακόμη και αν τύχει να πάρει κάποιες καλές κριτικές, ακόμη και αν συχνά-πυκνά ακούει καλά λόγια από αγνώστους. Πιθανόν δεν έχουν καλό γούστο —τι πιθανόν; φως φανάρι— ή η άγνοιά τους περί τη λογοτεχνία είναι παροιμιώδης, άξια μελέτης. Ο ίδιος; Αλήθεια τώρα, ο ίδιος δεν θα διάβαζε ποτέ του έναν συγγραφέα σαν κι αυτόν. Σαν γνήσιος μαρξιστής, δεν θα καταδεχόταν να γίνει μέλος σε μια λέσχη που θα τον δεχόταν για μέλος της. Όμως το κοινό δεν ξέρει, ποτέ του δεν ήξερε, ανέκαθεν πλέει από δω κι από κει σαν τα φύκη της θαλάσσης.
Τελικά, σκέφτεται μετρώντας τον πυρετό του σ’ εκείνο το παλιό θερμόμετρο, έτσι κι αλλιώς τα πάντα έγιναν κατά τύχη. Και τίποτε, τίποτε βέβαια δεν άξιζε στην πραγματικότητα. Απόδειξη; Τα λίγα καλά στοιχεία του βιβλίου δεν εκτιμήθηκαν ποτέ, ούτε αναφέρθηκε κανείς σ’ αυτά. Δεν τα κατάλαβαν καν. Εκθείασαν μόνο τα ψεύτικα, τις αντιγραφές και τις κακές μιμήσεις. Όπως πάντα. Και πόσα πια ν’ αντέξεις, και γιατί; Ποιος ο λόγος;… Πιάνει το κεφάλι του και μένει έτσι για ώρα, ίσως για μέρες ολόκληρες, ή και για μήνες, πιο μόνος και πιο άδειος και πιο κουρασμένος από ποτέ. Ακόμα κι αυτό —το κεφάλι του— δεν είναι εκεί να του κρατά συντροφιά. Καλύτερα.
* * *
Μέχρι που φτάνει η ώρα για ένα άλλο βιβλίο. Για άλλη μια κατάβαση —ίσια κάτω με το κεφάλι— στην κόλαση της ανύπαρκτης αυτοεκτίμησης.