- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Σύλβια Πλαθ: Η αυτόχειρας ποιήτρια που σημάδεψε το κίνημα για τη γυναικεία απελευθέρωση
Η γυναίκα που έγινε πρότυπο για τη νέα γενιά φεμινιστριών
Η τραγική αυτοκτονία της Σύλβια Πλαθ παρερμηνεύτηκε ως ρομαντική
«Η Σύλβια Πλαθ είναι μία ενδιαφέρουσα ποιήτρια της οποίας η τραγική αυτοκτονία παρερμηνεύτηκε ως ρομαντική, εξαιτίας της νοοτροπίας των φοιτητριών», λέει κάποια στιγμή ο χαρακτήρας του Γούντι Άλεν, Άλβι, στην ταινία, «Ο Νευρικός Εραστής» (1977). Αν μελετήσει κανείς τη βιογραφία της Αμερικανίδας ποιήτριας από τη Βοστώνη, που έζησε μέχρι τα 30 της μπαινοβγαίνοντας στα ψυχιατρεία και κάνοντας τουλάχιστον δύο απόπειρες αυτοκτονίας, πριν τελικά πετύχει τον σκοπό της, χωρίς να διαγνωστεί ποτέ πραγματικά από τι είδους ψυχική ασθένεια έπασχε, θα ανακαλύψει πως υπάρχει μικρό περιθώριο για ρομαντισμό.
Αν κάτι έκανε αυτή τη βασανισμένη ύπαρξη να μοιάζει ηρωική, αυτό ήταν σίγουρα ο δυναμικός και αληθινά φιλελεύθερος χαρακτήρας της ίδιας της συγγραφέως του «Κολοσσού» (1960), του «Γυάλινου κώδωνα» (1963) και της «σπερματικής» για το δεύτερο κύμα του φεμινισμού συλλογής ποιημάτων, «Άριελ» (1965).
Σύλβια Πλαθ: Η πιο μυθική ποιήτρια του 20ού αιώνα
Σύλβια Πλαθ: Τα παιδικά χρόνια και τα γεγονότα που τη σημάδεψαν
Η Πλαθ εκδήλωσε από πολύ νωρίς την κλίση της προς τη λογοτεχνία, εκδίδοντας, με τη βοήθεια του καθηγητή πατέρα της, το πρώτο της ποίημα σε ηλικία μόλις 8 ετών. Ο πατέρας της, που πέθανε λίγους μήνες αργότερα, υπήρξε μέχρι και το τελευταίο της έργο μία από τις βασικές της «εμμονές». Η απώλεια του πατέρα πήρε από πολύ νωρίς μυθικές διαστάσεις στα ποιήματά της, συχνά αντιπαραβαλλόμενη με τη φιγούρα της μητέρας της, Αουρέλια, μιας φιλόδοξης και συχνά καταπιεστικής γυναίκας, με την οποία δεν είχε ιδιαίτερα καλή σχέση. Από τον «Κολοσσό», που χαρακτηρίζεται από μετρική αρτιότητα, στα χνάρια του Γέιτς και άλλων κλασικών, μέχρι το άναρχο και αφηνιασμένο ποίημα, «Daddy», από τη συλλογή «Άριελ», όπου σηματοδοτείται και η απελευθέρωση της Πλαθ από την «τυραννία» όλων όσων συμβόλιζε για εκείνη η φιγούρα του πατέρα της («Daddy, daddy, you bastard, I’m through»), ο Ότο Πλαθ είναι παρών σε όλη την έκταση του έργου της κόρης του.
Δύο ήταν τα πράγματα που συνέβησαν με τη Σύλβια Πλαθ τα οποία την έκαναν θρύλο, κυρίως για τη νέα γενιά φεμινιστριών που τελείωνε τις σπουδές της, όταν εκείνη έδωσε τέλος στη ζωή της, εισπνέοντας τα αέρια του φούρνου στην απομονωμένη τελευταία κατοικία της, στο Πρίμροουζ Χιλ της Αγγλίας, με δύο ανήλικα παιδιά υπό την κηδεμονία της. Το πρώτο ήταν πως, όπως μας εξομολογείται και στο μοναδικό, ημι-αυτοβιογραφικό της μυθιστόρημα, «Ο γυάλινος κώδων», η ποιήτρια γνώριζε, ακόμα κι αν τα ήθη της εποχής υπαγόρευαν άλλα, πως δεν μπορούσε να παντρευτεί, κυρίως επειδή αυτό σήμαινε αυτομάτως ότι θα γινόταν και μητέρα. Παρόλα αυτά, όταν η Πλαθ γνώρισε τον ποιητή Τεντ Χιουζ ως φοιτήτρια στο Κέιμπριτζ και τον ερωτεύτηκε, εκείνος επέμεινε, όχι μόνο να παντρευτούν, αλλά να κάνουν και δύο παιδιά.
Πάσχοντας από βαριάς μορφής κατάθλιψη, προς το τέλος της ζωής της, αφότου έζησε στην Αγγλία για κάποιο χρονικό διάστημα μαζί με τον Τεντ και τα παιδιά της, Φρίντα και Νίκολας, η Σύλβια αποφάσισε τελικά να τον παρατήσει και να πάρει μαζί της τα παιδιά, όπως συνηθιζόταν, ακόμα κι αν ήταν πια ανήμπορη να τα μεγαλώσει μόνη της. Οι δυο τους δεν πήραν ποτέ διαζύγιο, ίσως γιατί την εποχή εκείνη δεν ήταν κάτι το εξαιρετικά σύνηθες, αλλά και επειδή στην αγγλική επαρχία κάτι τέτοιο θα αποτελούσε αφορμή κουτσομπολιού.
Ο Γούντι Άλεν, πάντως, είναι πολύ επίκαιρος συζητώντας το θέμα της Πλαθ το 1977, καθώς αυτή ήταν η εποχή που οι φεμινίστριες είχαν ανακαλύψει το έργο της ποιήτριας εκ νέου και μαζεύονταν έξω από το σπίτι του Χιουζ ή κοντά στο μνήμα της, στο Χέπτονσταλ, φωνάζοντας συνθήματα εναντίον του και αποκαλώντας τον «δολοφόνο», υποστηρίζοντας πως ήταν υπαίτιος για την αυτοκτονία της γυναίκας του και πως απώτερος σκοπός του ήταν να πάρει στα χέρια του τα δικαιώματα των έργων της, που πριν ακόμα η Πλαθ πεθάνει είχαν ήδη αποκτήσει μεγάλη αξία.
Σύλβια Πλαθ: O «Γυάλινος Κώδωνας»
Οι πιο σύγχρονες μελέτες του έργου της, από ψυχολόγους και άλλους επιστήμονες, δεν θα ενστερνίζονταν τόσο εύκολα αυτή την άποψη. Η Σύλβια Πλαθ έπασχε, κατά πάσα πιθανότητα, είτε από κλινική κατάθλιψη, είτε από διπολική διαταραχή. Με τις βάναυσες μεθόδους που υπήρχαν διαθέσιμες τότε, όπως το ηλεκτροσόκ (που σήμερα, διαβάζοντας τον «Γυάλινο κώδωνα», ξαφνιάζει η περιγραφή της ευκολίας με την οποία οι ψυχίατροι το συνταγογραφούσαν στους ασθενείς, στη δική της περίπτωση από τη δεύτερη κιόλας συνεδρία), αλλά και η λοβοτομή, που αποτελούσε ακόμα μία αποδεκτή πρακτική, θα ήταν δύσκολο να είχε αποφύγει τη μοίρα που τελικά είχε. Το μυθιστόρημά της, που περιγράφει το βίαιο ταξίδι της αυτό, μετά τη σύντομη διαμονή της στη Νέα Υόρκη, είναι λυπηρό, σαν την ιστορία της χολιγουντιανής ηθοποιού, Φράνσις Φάρμερ, αλλά και τόσες άλλες παρόμοιες, που συχνά είχαν εξίσου άσχημη κατάληξη.
Γιατί, λοιπόν, να διαβάσει κανείς τη Σύλβια Πλαθ σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια; Για να παρακολουθήσει τις περιπέτειες μιας φοιτήτριας με κατάθλιψη, καθώς αποφεύγει ένα βιασμό, μόνο και μόνο για να πάρει ένα ολόκληρο κουτί από υπνωτικά χάπια και να καταλήξει τρόφιμος σε ψυχιατρική κλινική; Ή μήπως για να διαβάσει μια σειρά από οργισμένα ποιήματα, στο ύφος του Ντίλαν Τόμας, όπου τα προσωπικά προβλήματα μιας μεσοαστής Αμερικανίδας με υψηλό μορφωτικό επίπεδο προβάλλονται ως ίσης βαρύτητας με το Ολοκαύτωμα; Αρκεί απλά να πάρει κάνεις στα χέρια του ένα οποιοδήποτε έργο της Πλαθ και να ξεκινήσει να διαβάζει, για να καταλάβει πόσο αβάσιμες είναι όλες αυτές οι κατηγορίες. Η ευφυία της, το εύρος των γνώσεων της και φυσικά η ασυναγώνιστη πένα της είναι αρκετά για να εξηγήσουν το πώς μια ολόκληρη γενιά από γυναίκες συγγραφείς είδαν την Πλαθ ως ένα ίνδαλμα, μια ρομαντική μορφή και ένα θρύλο, που παραήταν καλός για να επιβιώσει σε αυτόν τον στενόχωρο και θλιβερό κόσμο που αναγκαζόμαστε όλοι να ζούμε.