Βιβλιο

Νεκταρία Αναστασιάδου: Από την Πόλη στην Άιοβα και πίσω

Η συγγραφέας μας μιλάει για τη συγγραφή, την Πόλη και το νέο της μυθιστόρημα «Στα πόδια της αιώνιας άνοιξης»

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
ΤΕΥΧΟΣ 907
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Νεκταρία Αναστασιάδου: Συνέντευξη με αφορμή το νέο της βιβλίο «Στα πόδια της αιώνιας άνοιξης», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος

Στις αρχές της Ιστικλάλ, στην άλλη άκρη της πλατείας Ταξίμ, κοντά στο Τουνέλ, κάθεται άδειο και σιωπηρό ένα ορόσημο της παλιάς ζωής του Πέραν, το ζαχαροπλαστείο Μαρκίζ.

Το 1940 είχε αντικαταστήσει, στην κορυφή της οδού Κουμπαρατζί, ένα άλλο θρυλικό στέκι των διανοουμένων της πρώιμης τουρκικής δημοκρατίας, την πατισερί Λεμπόν (Chez Lebon, tout est bon!) και γίνει κομβικό σημείο συνάντησης για τους κατοίκους του Μπέγιογλου.

Τους τοίχους του διακοσμούσαν κάτι τεράστια κεραμικά πάνελ σε στιλ Αρ Νουβό, που απεικόνιζαν τις τέσσερις εποχές του χρόνου. Ένα από αυτά ήταν η (αιώνια) Άνοιξη, στα πόδια της οποίας, μετά από τέσσερις δεκαετίες σιωπής, η larger-than-life πρωταγωνίστρια της Νεκταρίας Αναστασιάδου, η 70χρονη Αθηνά Αρζουχαλτζή, έχει δώσει ραντεβού με έναν (πολύ) παλιό της έρωτα, τον φραγκολεβαντίνο Ραφαήλ Ντόρια.

Το ραντεβού είναι, φυσικά, απλώς ένα τέχνασμα που χρησιμοποιεί η Αναστασιάδου για να μας εισάγει στη ζωή και το μυαλό της Αθηνάς και, με κέντρο εκείνην, να δημιουργήσει ένα μεγάλο μωσαϊκό από χαρακτήρες που, ο καθείς υπό γωνία, φωτίζουν το πλούσιο, πολυεθνικό και πολυπολιτισμικό παρελθόν και παρόν του Πέραν.

Όμως δεν έχουμε εδώ «ένα ακόμα» βιβλίο για την Πόλη των Ρωμιών και των Τούρκων, των Κούρδων και των Εβραίων, των Αρμένηδων και των Αράβων το δεύτερο μισό του 20ού και τις αρχές του 21ου αιώνα – έχουμε κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ όλα αυτά τα νοσταλγικά ιστορικά μυθιστορήματα και τα ρομάντζα με τα οποία οι Έλληνες συγγραφείς συχνά αναπολούν κι ονειρεύονται την Κωνσταντινούπολη· έχουμε ένα βιβλίο δίχως ίχνος μελοδραματισμού, μια ιστορία με αβίαστο χιούμορ, καυστικές ατάκες, απολαυστικές σκηνές, μια αφήγηση που ρέει με τρόπο χειμαρρώδη, γραμμένη εξ ολοκλήρου σε πολίτικο ιδίωμα, και που στο δικό μου μυαλό είναι περισσότερο αδελφάκι των δύο σειρών του Netflix «The Club» και «Ethos», παρά οποιουδήποτε άλλου βιβλίου έχετε διαβάσει για την Πόλη του σήμερα.

Η Νεκταρία Αναστασιάδου μιλάει για το βιβλίο της «Στα πόδια της αιώνιας άνοιξης», τους χαρακτήρες, τον υποδόριο φεμινισμό και τον τρόπο γραφής της

Μια Πολίτισσα 70 ετών, γυναίκα δύσκολη, απαιτητική αλλά τρυφερή, πανέξυπνη και ανεξάρτητη συνάμα. Γιατί αυτός ο κεντρικός χαρακτήρας, Νεκταρία;
Άκουγα τη φωνή της Αθηνάς στο κεφάλι μου, ήξερα πώς μιλούσε, πώς σκεφτόταν. Ήταν μια γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας και είχε φάει τη ζωή με το κουτάλι. Τις περισσότερες φορές κατέχει αυτό που ο Πλάτων, στο «Συμπόσιο», ονομάζει «ορθή γνώμη» – κάτι μεταξύ αγνωσίας και σοφίας. Την έβλεπα να κάθεται σε μια πατισερί και να περιμένει έναν άντρα, ο οποίος όμως δεν θα ήταν η σημαντικότερή της σχέση. Θα περνούσαν πολλοί άντρες από τη ζωή της, αλλά στο παρόν της, το 2016, μια γυναικεία φιλία θα ήταν η πιο σπουδαία της σχέση. Έτσι γεννήθηκε και ο χαρακτήρας της Νίνας, η οποία είναι μια Ελλαδίτισσα αρχιτεκτόνισσα μέσης ηλικίας. Έπρεπε και να γίνει μια ρήξη στη φιλία αυτή, και ο λόγος της ρήξης είναι κάτι που ακούω δυστυχώς ακόμα στην Πόλη – αντισημιτικά σχόλια. Έκανα λοιπόν τη Νίνα εβραϊκής καταγωγής, για να τη στεναχωρούν βαθιά τα σχόλια της Αθηνάς.

Μια καθόλα επιτυχημένη προσπάθεια. Πώς εξελίχθηκες από το πρώτο στο δεύτερο μυθιστόρημα ώστε να φτάσεις στην Αθηνά;
Στα πρώτα μου διηγήματα αλλά και στο «A Recipe for Daphne» (σ.σ. American University of Cairo Press, 2021, shortlisted για το Runciman Award και longlisted για το Dublin Literary Award – μεταφράζεται τώρα στα ελληνικά από τη συγγραφέα) έγραφα πιο εύκολα για άντρες, ίσως επειδή τους καταλάβαινα καλύτερα από τις γυναίκες, ίσως επειδή τα πρότυπα γυναικών που είχα μέχρι τότε δεν με ενέπνεαν. Με την «Άνοιξη» έμαθα να γράφω για γυναίκες. 
Επίσης, έμαθα ότι δεν πρέπει να με ενδιαφέρουν οι λέξεις πριν χτίσω τη σωστή δομή. Αυτό ίσως ακούγεται παράλογο. Όμως, κατάλαβα ότι είναι άσκοπο να γράφω καλά, αν είναι να πετάξω μετά όλη την ιστορία ή ένα κομμάτι της επειδή δεν έχει γερή δομή και ορμή.

Έχουν αυτά τα «μαθήματα» καθόλου να κάνουν με το International Writers’ Program του Πανεπιστημίου της Iowa στο οποίο συμμετείχες;
Δεν έχουν, επειδή το συνέδριο αυτό είναι για ήδη βραβευμένους και πετυχημένους συγγραφείς. Πάντως τα μαθήματα δημιουργικής γραφής έχουν μεγάλη αξία. Δεν πιστεύω καθόλου σε αυτό που λένε «όποιος ξέρει να γράφει ξέρει να γράφει· και όποιος δεν ξέρει δεν θα μάθει ποτέ». Η συγγραφή είναι και τέχνη και τεχνικές, και η σπουδή στην τεχνική θέλει τόσο χρόνο και τόση αφοσίωση όσο η χειρουργική. Η σπουδή αυτή μπορεί να γίνει σε πανεπιστήμιο, ή μπορεί κανείς να διαβάσει βιβλία δημιουργικής γραφής μόνος του, ή να έχει έναν μέντορα. Υπάρχει, όμως, τεράστια διαφορά στον συγγραφέα που έχει σπουδάσει συγγραφή και σε αυτόν που δεν έχει σπουδάσει.

Τι ακριβώς είναι το ΙWP;
Είναι ένα συνέδριο 10 εβδομάδων όπου καλούνται βραβευμένοι συγγραφείς από όλον τον κόσμο για να παρουσιάσουν το έργο τους με απαγγελίες, και για να συζητήσουν διάφορα λογοτεχνικά θέματα σε πάνελ κ.λπ. Ενδεικτικά, έχουν περάσει από εκεί ο Παμούκ, ο Βαλτινός, ο Ταχτσής, η Αγγελάκη-Ρουκ, ο Χωμενίδης. Ανέπτυξα σημαντικές λογοτεχνικές φιλίες στο πρόγραμμα αυτό, γνώρισα ανθρώπους με τους οποίους κάναμε λογοτεχνικά σαλόνια και συζητούσαμε για τη συγγραφή και τη λογοτεχνία ώρες ολόκληρες.

Και πώς βρέθηκες εκεί;
Τον περασμένο χειμώνα ήμουν πελαγωμένη με ένα γραφειοκρατικό μπέρδεμα. Ένα βράδυ ήμουν στην κουζίνα μου και φώναξα δυνατά στον συγχωρεμένο πατέρα μου «Κάμε κάτι!». Μέσα σε 24 ώρες είχα μήνυμα από τη διευθύντρια πολιτισμού της αμερικανικής Πρεσβείας στην Άγκυρα. Έγραφε ότι ήθελε να με προτείνει για το IWP. Συναντηθήκαμε στα Ταταύλα και υπέβαλε το όνομά μου για υποψηφιότητα, αλλά λόγω μιας τεχνικής λεπτομέρειας το State Department δεν μπόρεσε να γίνει σπόνσοράς μου κι έτσι δεν έκανα ποτέ αίτηση. Δυο μήνες μετά, έλαβα πρόσκληση από το IWP επειδή είχαν βρει άλλον σπόνσορα: το κληροδότημα του William B. Quarton. Σπόνσοράς μου έγινε, δηλαδή, ένας πεθαμένος. Είμαι πεπεισμένη ότι ο πατέρας μου παρακίνησε τη διευθύντρια πολιτισμού και τα κανόνισε και με τον William εκεί πάνω που είναι. (γελάει)

Και μετά την Άιοβα, μετά το «Recipe for Daphne», ένα βιβλίο στα πολίτικα. Γιατί;
Γενικά προτιμώ να γράφω στα ελληνικά. Η πολυγλωσσία είναι προτέρημα στη δημιουργική γραφή επειδή σε βοηθάει να αποβάλλεις κλισέ και να γράφεις με φρεσκάδα. Όταν γράφω σύγχρονη μυθοπλασία στα πολίτικα, γράφω με τον τρόπο που μιλούν σήμερα οι Ρωμιοί της Πόλης, όχι με τον τρόπο που μιλούσαν πριν από διακόσια χρόνια, όχι με τον τρόπο που αναμένει ο Ελλαδίτης, ούτε με τον τρόπο που αναμένει ο Πολίτης που πλέον ζει μόνιμα στην Ελλάδα αποκομμένος από τη ζωντανή γλώσσα του σήμερα.

Θεωρείς ότι υπάρχει ένα νέο λογοτεχνικό είδος που μπορούμε να το ονομάσουμε «γυναικεία γραφή» – και δεν αναφέρομαι φυσικά στα λεγόμενα chick lit, αλλά σε ένα νέο είδος γυναικείας/φεμινιστικής γραφής, μαχητικής, που διεκδικεί λογοτεχνικό χώρο αλλά και την προσοχή του κοινού που μέχρι πρόσφατα διάβαζε κυρίως άνδρες λογοτέχνες;
Παρ’ όλο που η πλειοψηφία του αναγνωστικού κοινού είναι γυναίκες, και οι περισσότερες συγγραφείς είναι γυναίκες, οι άντρες συνεχίζουν να κερδίζουν τα περισσότερα λογοτεχνικά βραβεία, ίσως επειδή παίρνουμε τους άντρες στα σοβαρά και τις γυναίκες όχι. Στον αγγλόφωνο εκδοτικό κόσμο το δηλώνουνε και ανοιχτά: «Οι γυναίκες μάς φέρνουν τα κέρδη και οι άντρες τα βραβεία». Δυστυχώς υπάρχει μισογυνισμός στον εκδοτικό κόσμο παγκοσμίως. Το είδα με τα μάτια μου στον πρώτο μου εκδοτικό οίκο, όπου η «Δάφνη» χαρακτηρίστηκε ως «ρομάντζο» από διευθυντή μάρκετινγκ, ο οποίος δεν το είχε καν διαβάσει, μόνο και μόνο επειδή είμαι γυναίκα συγγραφέας. Όταν ανέφερα ότι το βιβλίο δεν είναι ρομάντζο, δύο άντρες διευθυντές του εκδοτικού οίκου μου μιλήσανε με τελείως απαράδεχτο και σεξιστικό τρόπο. Είδα παρόμοιο μισογυνισμό πρόσφατα και στη Νέα Υόρκη, όταν βρέθηκα σε μια συνεργασία με έναν μεγάλο ατζέντη, ο οποίος απεύθυνε τον λόγο σε βραβευμένες γυναίκες συγγραφείς ως «young lady», νεαρά δηλαδή, κάτι που είναι άκρως προσβλητικό στα αγγλικά. 
Πρέπει να διεκδικήσουμε τη θέση μας στον λογοτεχνικό κόσμο και πρέπει να υπάρχει φεμινιστική γραφή. Και δεν είναι μόνο θέμα βραβείων· ακόμα αφήνουμε άντρες συγγραφείς να προσδιορίζουν το πώς πρέπει να αποτυπώνεται ο εσωτερικός κόσμος των γυναικείων χαρακτήρων. Πρέπει οι γυναίκες συγγραφείς να σπάσουμε τα στερεότυπα που συχνά εντοπίζουμε στην ανδρική λογοτεχνία.

Εσύ νιώθεις ότι ανήκεις σε αυτό το «ρεύμα»;
Μέχρι να υπάρξει ισότητα, οφείλω να ανήκω. Κάθε σοβαρή γυναίκα συγγραφέας οφείλει να ανήκει στο ρεύμα αυτό, αν δεν θέλει να θεωρηθούν τα βιβλία της ρομάντζα και αν θέλει να πάρει σοβαρή θέση στον λογοτεχνικό κόσμο. Επίσης, πρέπει να υπάρχει αλληλεγγύη ανάμεσα στις γυναίκες συγγραφείς. Όταν η Ελίφ Σαφάκ, γράφοντας για τους New York Times, συμπεριέλαβε το πρώτο μου βιβλίο στη λίστα των αγαπημένων της για την Πόλη, της έστειλα ένα ευχαριστώ και μου απάντησε «Love and Sisterhood». Πιστεύω σε αυτά τα δύο. Θα συνεχίσω να γράφω για δυνατές μαχητικές και μάχιμες γυναίκες, και επειδή τις αγαπώ και επειδή είμαι μία από αυτές.