- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
«Σαν Νορμάλ»: Το μυθιστόρημα του Διονύση Μαρίνου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο στις 12 Μαρτίου - Διαβάστε ένα απόσπασμα σε προδημοσίευση
Πόσο νορμάλ μπορεί να είναι μια πόλη που λέγεται Σαν Νορμάλ; Αφού είναι επινοημένη, πώς γίνεται να υπάρχει στον χάρτη; Άντρες, γυναίκες, παράξενα ζώα, ένα λευκό λιοντάρι κι ένας συγγραφέας που βλέπει το βιβλίο του να το γράφει κάποιος άλλος ενώνουν τις μοίρες τους. Τελικά, γιατί όποιος μπαίνει στο Σαν Νορμάλ δεν μπορεί να βγει με τίποτα; Ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα με ανθρώπους που κυκλοφορούν στους δρόμους αυτής της αλλόκοτης πόλης και βιώνουν τόσο παράξενες καταστάσεις που τους μοιάζουν απόλυτα φυσιολογικές.
Το μυθιστόρημα του Διονύση Μαρίνου, «Σαν Νορμάλ» (296 σελίδες) κυκλοφορεί στις 12 Μαρτίου από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.
* * *
«Σαν Νορμάλ»: Αποκλειστική προδημοσίευση από το βιβλίο του Διονύση Μαρίνου
Ήμουν ο πρίγκιπας των αλλόκοτων. Για χρόνια πίστευα πως θα ερχόταν εκείνη η μέρα που θα έπαιρνα το χρίσμα. Βασιλιάς, γιατί όχι; Συνέβη τη στιγμή που έστρεφα το όπλο μου στο πρόσωπο εκείνου του δύσμοιρου ταμία. Μια φασματική αίσθηση με κυρίευσε. Όχι φόβος. Τον είχα ήδη ξεπεράσει προ πολλού. Ούτε καν ένας στρόβιλος αδρεναλίνης, που, έτσι κι αλλιώς δεν μου έλειπε, αλλά κάτι εντελώς αφύσικο, που δεν θα έπρεπε να με επισκεφθεί εκείνη τη στιγμή που όφειλα να είμαι απόλυτα νηφάλιος.
Μια σκέψη σαν πόρος που άνοιγε το στόμα του γέμιζε το κεφάλι μου με κενό αέρα. Οι συνάψεις μου κουδούνιζαν στο κενό. Το σώμα μου γλιστρούσε σε μια εμπειρία ολέθριας ευχαρίστησης.
Αισθανόμουν πως ξεπετάχτηκα από τις σελίδες κάποιου pulp περιοδικού, από αυτά που μου άρεσε να διαβάζω μικρός. Έβλεπα τον εαυτό μου, έξω από τον εαυτό μου, σαν να μην ήμουν εγώ, αλλά ένας Λέστερ Λιθ, ο εκθαμβωτικός κακοποιός που έφτιαξε ο Ερλ Στάνλεϊ Γκάρντνερ, και μπορούσα να τον διαβάζω με μανία στο Detective Fiction Weekly ή ένας Έβερχαρντ, δημιούργημα του Γκόρντον Γιανγκ, του οποίου τις γρήγορες πιστολιές απομνημόνευα σαν τιτιβίσματα πουλιών καθισμένων στο περβάζι ενός ανοιχτού παραθύρου, κάθε βδομάδα στο Adventure.
Βέβαια, αν κάποιος με παρατηρούσε με προσοχή τη στιγμή που λήστευα το πολυκατάστημα Max Store, απέναντι ακριβώς από το Μητροπολιτικό Πάρκο του Σαν Νορμάλ, και σίγουρα όχι οι πελάτες που βρίσκονταν μέσα στο κατάστημα, αφού τους είχα ζητήσει ευγενικά να ξαπλώσουν στο πάτωμα και να βγάλουν τον σκασμό «επιτέλους, γαμώ τον θεό σας, σκάστε», τους φώναξα με ευγένεια, ούτε οι υπάλληλοι που με κοιτούσαν με βλέμμα γεμάτο φόβο και απελπισία, αν, λοιπόν, αυτός ο ένας, ας πούμε, ο εξωτερικός παρατηρητής με κοιτούσε καλά, θα διαπίστωνε πως δεν είχα πάνω μου τίποτα από τη σκληροτράχηλη σιγουριά των χάρτινων ηρώων μου, ούτε το αβίαστο τουπέ των πωρωμένων δολοφόνων, που δεν κυλάει ίχνος αίματος στις φλέβες τους.
Μάλλον ταραγμένο θα με έβλεπε και θα είχε και δίκιο. Μια εγκάρσια ρωγμή διέτρεχε τον εαυτό μου από πάνω έως κάτω. Σχεδόν άγγιζα τις ρυτίδες που είχε φτιάξει ο εαυτός μου μέσα μου. Λίγα λεπτά ακόμη αν έμενα εκεί μέσα, θα έσπαγα σε μικρά κομμάτια τζαμιού.
* * *
Η ζωή μου δεν περιλάμβανε ποτέ ακραίες καταστάσεις· η δυσκολότερη που έχω να θυμάμαι είναι ένα άγριο μεθύσι μετά την αποφοίτησή μου από το πανεπιστήμιο της πόλης, όπου βρέθηκα φαρδύς πλατύς σε ένα παγκάκι και σηκώθηκα μόνο όταν είχε για τα καλά ξημερώσει και, πλέον, κινδύνευα άμεσα να με συλλάβουν οι πεζικάριοι εγκλήματος, όπως λέγαμε τότε τους αστυνομικούς που έκαναν περιπολία, για αλητεία.
Ακόμα και σήμερα οι φίλοι μου με περιπαίζουν για το κατόρθωμά μου να μεθύσω με δύο Negroni. «Ντιν, την πάτησες σαν πρωτόβγαλτο κοτόπουλο εκείνο το βράδυ», μου υπενθύμιζαν για καιρό, θεωρώντας πως δεν ήμουν ικανός ούτε για το πιο απλό ανδραγάθημα.
Νομίζω τώρα θα έχουν αλλάξει άποψη μαθαίνοντας τι μπορώ να κάνω.
Παρά την τρομάρα μου και την αβέβαιη φάλτσα φωνή μου, «βάλε αμέσως όσα χρήματα έχεις στη σακούλα», που σκαρφάλωσε κουτσαίνοντας στο ασπρισμένο πρόσωπο του ταμία, μέσα μου εξακολουθούσα να πιστεύω ακράδαντα πως ήμουν ένας ατρόμητος χάρτινος ήρωας που κάθε λέξη του ηχούσε σαν ανάθεμα και κάθε του κίνηση έτριζε από δυναμισμό, ένταση και αποφασιστικότητα.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να ξεγελάσεις τον εαυτό σου, αυτός δεν είναι ο πλέον ενδεδειγμένος. Λίγο να πιστέψεις πως είσαι άτρωτος και τούτοι εδώ που έχεις κρατήσει ως ομήρους ότι είναι παραδομένοι σ’ εσένα, θα βρεθείς χωρίς να το καταλάβεις με βραχιολάκια στα χέρια και την τριτονική σειρήνα των περιπολικών να έχει φτιάξει τριγύρω σου μια ηχητική παγίδα, από την οποία δεν θα ξέφευγε ούτε ένας μοναχικός λύκος. Είναι προτιμότερο να είσαι κάπως αδέξιος και να έχεις στα ρουθούνια σου την όξινη μυρωδιά του άγχους να σε ξυπνάει, παρά να πιστεύεις πως έχεις μαζέψει όλα τα φράγκα πριν καν αυτά μπουν στο σακούλι και να ονειρεύεσαι εξωτικούς προορισμούς και παγωμένα κοκτέιλ με πλουμιστές ομπρελίτσες να επιπλέουν στο στόμιο του ποτηριού.
Στο μυαλό μου είχα μόνο τη Θίντα.
Γι’ αυτήν έγιναν όλα. Ακούγεται χαζό να κάνεις μια ληστεία για μια γυναίκα, να θέτεις σε κίνδυνο τη ζωή σου και σίγουρα να την καταστρέφεις ανεπανόρθωτα αν σε συλλάβουν για τα κάλλη μιας γυναίκας.
Μόνο που η Θίντα δεν είναι μια απλή γυναίκα.
Για έναν απόφοιτο της σχολής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Κλουζ η ζωή μοιάζει με τη ραγισμένη επιφάνεια της νύχτας. Πιο εύκολα πέφτεις παρά σηκώνεσαι. Δεν έχω παράπονο: κουβαλάω στην πλάτη μου κάμποσες πτώσεις. Ποτέ δεν έγινα συγγραφέας, όπως ονειρευόμουν από μικρός, ούτε και κάποιος σημαίνων θεωρητικός της λογοτεχνίας, σαν τον Μπένγιαμιν ή τον Στάινερ, όπως ονειρευόταν ο αγαπημένος καθηγητής όλων μας στη σχολή, ο δρ.Τριστ.
«Εσύ, νεαρέ μου Ντιν, μπορείς να γίνεις ο Μπέρνχαρντ των θεωρητικών. Σκληροπυρηνικός, αρνητής, ένα περίκλειστο και αδιάσπαστο σύστημα ιδεών σε σχήμα ανδρός».
Τον διέψευσα.
Περισσότερο θυμάμαι τα γέλια που κάναμε στο πανεπιστήμιο όταν αράζαμε στα παράθυρα και βλέπαμε από κάτω να περνούν τα κορίτσια με τα ανοιχτά τους πουκάμισα, τις φούστες τους να τις σηκώνει ο αέρας και τα σανδάλια τους που έσπαγαν τη σιωπή του εντευκτηρίου προκαλώντας μας ερωτικούς σεισμούς που διαπερνούσαν τη σπονδυλική μας στήλη. Έχω αφήσει πολύ πίσω μου τους Ντοστογιέφσκι, τους ΝτεΛίλο, τους Μπόρχες και τους Πίντσον. Τα βιβλία τους, έτσι όπως συνωθούνται στη βιβλιοθήκη μου, μου θυμίζουν πράξεις ανθρώπων ολότελα απονεκρωμένες. Ακόμη και η σκόνη που κάθεται πάνω τους είναι πιο ζωντανή από τις λέξεις που κουβαλούν. Με τον καιρό απώθησα κάθε έννοια λογοτεχνικότητας. Αφού δεν κατάφερα να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα, ποιος ο λόγος να μηρυκάζω τα έργα άλλων; Γελούσα με την καρδιά μου όταν έβλεπα να στήνονται λογοτεχνικοί καβγάδες στο διαδίκτυο για το ένα ή το άλλο βιβλίο, να πέφτουν σαν βουρδουλιές τα επιχειρήματα και οι αντεγκλήσεις, να γίνεται μάχη χαρακωμάτων από ανθρώπους που ήταν στην ουσία άκαπνοι, δεν είχαν γράψει στη ζωή τους ούτε μια αράδα, κι όμως είχαν άποψη για τη λογοτεχνία των καιρών μας επειδή και μόνο την είχαν διαβάσει. Όσο την είχαν διαβάσει, τέλος πάντων.
Όλοι αυτοί οι αμβλύνοες το μόνο που κάνουν είναι να ρίχνουν τα βρόμικα απόνερα του μυαλού τους σε κάτι που ούτε να πλησιάσουν μπορούν ούτε και να το κατανοήσουν στο μέγα βάθος του.
Να, ορίστε, Δρ. Τριστ, μιλάω ως άλλος Μπέρνχαρντ.
Αμβλύνοες, αμβλύνοες.
Το μόνο κέρδος που αποκόμισα από τη σχολή ήταν κάποιες βασικές γνώσεις φιλολογίας, που με βοήθησαν (σιγά τη βοήθεια) να κάνω ιδιαίτερα μαθήματα σε εφήβους που ετοιμάζονταν να δώσουν εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Ήμουν αναγκασμένος να ανέχομαι τις μεγαλοστομίες των γονιών τους, που ονειρεύονταν χρήματα και δόξα για τα τέκνα τους, και την αμβλύνοια των μαθητών μου, που το μόνο που είχαν στο μυαλό τους ήταν το σκασιαρχείο, τα πάρτι και οι σεξουαλικές ορμές τους, που δυναμίτιζαν, αν δεν κατέστρεφαν ολοσχερώς, κάθε δυνατότητα πνευματικής συγκέντρωσης.
Αμβλύνοες, αμβλύνοες.
Και όλα αυτά για ελάχιστα χρήματα που μετά βίας μού έφταναν ως τα μέσα του μήνα. Οι υπόλοιπες ημέρες κυλούσαν χάρη στην αναγκαστική χορηγία των γονιών μου, που μια μου έδιναν τον οβολό τους και μια σιχτίριζαν που τους έλαχε για παιδί μια τέτοια τελειωμένη περίπτωση. Ας έλεγαν ό,τι ήθελαν, δεν με ένοιαζε. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα για τα χρήματα. Οι υλικές απολαύσεις δεν βρίσκονταν ποτέ στο κέντρο της προσοχής μου. Μου έφτανε να ξαπλώνω στο κρεβάτι μου και να διαβάζω με τις ώρες τα pulp περιοδικά που προμηθευόμουν από το περίπτερο κάθε εβδομάδα. Από τη στιγμή που αφαίρεσα από το μυαλό μου κάθε ελπίδα να γίνω συγγραφέας, κατέρρευσε και το τελευταίο οχυρό τύψεων που είχα χτίσει μέσα μου. Δεν χρειαζόταν πια να δίνω λογαριασμό σε κανέναν.
* * *
Διονύσης Μαρίνος - βιογραφικό
O Διονύσης Μαρίνος γεννήθηκε το 1971 στην Αθήνα. Είναι δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Τα τελευταία χρόνια παραδίδει μαθήματα δημιουργικής γραφής. Υπήρξε μέλος της ομάδας εργασίας για τη δημιουργία του δανειστικού τμήματος της Εθνικής Βιβλιοθήκης και επί τρία χρόνια ήταν μέλος της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων (μεταφρασμένη λογοτεχνία). Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφορεί επίσης το μυθιστόρημά του «Μπλε ήλιος» (2021).