- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
H Χαρά Ρόμβη μας μιλάει για τη «Σωτηρία»
Ήταν η μεγάλη έκπληξη στην ελληνική λογοτεχνία αυτή τη σεζόν. Η συγγραφέας μιλάει για το βιβλίο της και για τα σχέδιά της.
Χαρά Ρόμβη: Η συγγραφέας μιλάει για το πολυσυζητημένο βιβλίο - ντεμπούτο της «Σωτηρία» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες.
Οι επίδοξοι συγγραφείς όταν στέλνουν το υλικό τους σε κάποιον εκδοτικό οίκο προς έκδοση, συνήθως το συνοδεύουν από ένα πλούσιο βιογραφικό. Όσο πιο εντυπωσιακό, τόσο καλύτερα. Με τη Χαρά Ρόμβη, δεν συνέβη αυτό. Το υπερβολικά σύντομο βιογραφικό που έστειλε μαζί με τα μοναδικά έξι διηγήματα που είχε γράψει, θα έλεγες ότι αν δεν αντιμαχόταν τη δουλειά της, σίγουρα δεν την υποστήριζε ιδιαίτερα. Να όμως που ένα υπερβολικά λιτό -και πιθανότατα εκτός των συνηθισμένων- βιογραφικό, τελικά ήρθε με την απλότητά του να αναδείξει το γράψιμό της. Γράψιμο απέριττο, καθημερινό, άμεσο και την ίδια στιγμή βαθύ ως προς την παρατήρηση της κοινωνίας που έζησε αλλά κι εκείνης που δεν πρόλαβε να δει. Αγόρασα αυτό το βιβλίο για την αφιέρωση «στη θεία μου την Τούλα», για τις ελάχιστες λέξεις του βιογραφικού, για τα εκκλησιαστικού τύπου παπούτσια του εξωφύλλου, για το άμεσο ξεκίνημα: «Όταν η θεία ήταν είκοσι πέντε χρονών, εγώ ήμουν εφτά». Διάβασα τη «Σωτηρία» απνευστί. Την απόλαυσα από την πρώτη ως την τελευταία γραμμή. Κι ενώ σπάνια αποφασίζω να μιλήσω με συγγραφείς, ακόμη κι αν τα βιβλία τους μου αρέσουν πολύ, σ’ αυτήν την περίπτωση ήθελα πολύ να το κάνω…
Η θεία η Τούλα στην οποία είναι αφιερωμένο το βιβλίο έχει μια κάποια μακρινή σχέση με τη «Θεία» του πρώτου διηγήματος; Αν ναι, ποια είναι αυτή η σχέση;
Η ηρωίδα αυτού του διηγήματος αγαπούσε πολύ τη θεία της. Κι εγώ επίσης αγαπώ πολύ τη θεία μου την Τούλα. Αυτό είναι το μόνο κοινό που έχουν οι δύο θείες, ότι τις αγαπάνε πολύ οι ανιψιές τους.
Και η Χριστίνα που λέει τα κάλαντα… Έχει κάποια σχέση με το κοριτσάκι που ήσασταν εσείς;
Α, η Χριστίνα είναι μια ιστορία που την έζησα όταν ήμουν κοριτσάκι, γύρω στα 8. Βγήκα να πω τα κάλαντα με τον ξάδερφό μου, εκείνος στη πορεία με «πούλησε» και βρέθηκα να περιφέρομαι μόνη μου, κλαμένη, με το τριγωνάκι στο χέρι. Με προσέγγιζαν διάφοροι άνθρωποι και με ρωτούσαν γιατί κλαίω. Τους έλεγα τι μου είχε συμβεί κι αυτοί, αφού πρώτα με έβαζαν να τους πω τα κάλαντα, με παρηγορούσανε. Για να πω την αλήθεια η βασική παρηγοριά ήταν το γεγονός ότι όλοι τους μου έδωσαν γενναίο φιλοδώρημα. Είχα βγάλει πολλά λεφτά, θυμάμαι. Βέβαια η ιστορία της Χριστίνας είναι και σε μεγάλο βαθμό επινοημένη, ειδικά το δεύτερο μισό.
Μοιάζει να θυμάστε πολύ έντονα τη δεκαετία του 1980 και του 1990. Τι σας τραβάει πίσω εκεί;
Πράγματι, τα τελευταία χρόνια σκέφτομαι πολύ συχνά την παιδική μου ηλικία. Δεν ξέρω γιατί. Εντάξει, η προφανής απάντηση είναι επειδή μεγαλώνω, αλλά πέρα απ’ αυτό με ελκύει κιόλας αυτή η εποχή. Προσπαθώ συνεχώς να καταλάβω ποιο ακριβώς ήταν το κλίμα της.
Έχετε βρεθεί σε κάποια δύσκολη θέση ποτέ; Στη θέση της Σωτηρίας ας πούμε. Ή του Βασίλη. Εντάξει, της Μαρίνας είναι μάλλον ακραία…
Ε, τώρα σ’ αυτό που με ρωτάτε η μόνη απάντηση που θα είχε πραγματικό ενδιαφέρον θα ήταν να σας πω ότι έχω βρεθεί στη θέση της Μαρίνας… αλλά άσε μην μπλέξουμε… Για να σοβαρολογήσω, όχι, δεν έχω βρεθεί, τουλάχιστον όχι έτσι ακριβώς. Ήταν όμως παιδικός μου πόθος να βρεθώ στη θέση της Σωτηρίας. Όταν ήμουν μικρή η μητέρα μου δούλευε σε σουπερμάρκετ και πήγαινα συχνά εκεί και καθόμουν με τις ώρες, ενώ εκείνη εργαζόταν. Θυμάμαι ότι το όνειρό μου ήταν να κλειστώ ένα βράδυ στο σουπερμάρκετ για να φάω σοκολάτες και μπισκότα.
Ο «Καπερναούμης» μοιάζει κάπως αλλιώτικος από τα υπόλοιπα διηγήματα. Στη σύλληψη της ιδέας. Ίσως και στη γραφή του. Έρχεται από μιαν άλλη εποχή;
Ο Καπερναούμης είναι το διήγημα που γράφτηκε τελευταίο, και μάλιστα με αρκετή χρονική απόσταση από τα υπόλοιπα, ίσως γι’ αυτό να διαφέρει η γραφή του. Είναι μια ιστορία που έχει κεντρική αναφορά το AIDS, άρα έρχεται ξεκάθαρα από την δεκαετία του 1980.
Πώς πρωτοαποφασίσετε να γράψετε; Τι σας κίνησε;
Κάποια στιγμή άρχισα να γράφω κάτι πεζοποιήματα για τους φίλους μου. Εννοώ ότι αυτά που έγραφα αναφερόντουσαν σε εκείνους, ήταν ένας τρόπος να επικοινωνώ μαζί τους. Δεν είχα σκοπό να αναμετρηθώ με τη γραφή, αλλά μάλλον το είχα παρακάνει κι έτσι μια φίλη μου με παρότρυνε να δοκιμάσω να γράψω μια ιστορία, ένα διήγημα. Έγραψα μια ιστορία και ύστερα η μία έφερνε την άλλη.
Ένα βιβλίο που βγαίνει ξαφνικά και αγαπιέται και παίρνει καλές κριτικές… Φορτώνει άραγε τον συγγραφέα του με ευθύνη; Με μια αγωνία του τι θα ακολουθήσει μετά;
Φυσικά και υπάρχει η αγωνία. Σίγουρα οι καλές κριτικές σε ενθαρρύνουν να συνεχίσεις. Δεν πιστεύω όμως ότι ενισχύουν την αυτοπεποίθηση. Όσο και να αγαπηθεί ένα βιβλίο σου, στο επόμενο βήμα σου νιώθεις πάλι ελάχιστος και κατακαημένος. Υποψιάζομαι ότι η επιτυχία δεν σου δίνει εσωτερικό μέγεθος ποτέ, ώστε να πεις ότι παύεις να αγωνιάς.
Νιώθετε αυτή τη στιγμή συγγραφέας; Ή δεν σας απασχολεί καθόλου η συνέχεια, ας πούμε της συγγραφικής σας καριέρας;
Θα ήθελα να έχω μια πορεία. Και προσπαθώ να οργανώσω τη ζωή μου έτσι ώστε να χωράει μέσα της σταθερά η συγγραφή. Είναι δύσκολο βέβαια όταν πρέπει να εργάζεσαι και παράλληλα να μεγαλώνεις κι ένα μωρό. Ελπίζω, ωστόσο.
Τι διαβάζετε αυτή την εποχή;
Διαβάζω το «Η Άλλη Όχθη της Θάλασσας» του Antonio Lobo Antunes.
Υπάρχει ένα βιβλίο ή ένας συγγραφέας στον οποίο έχετε κολλήσει για κάποιον καιρό για τα καλά;
Μου έχει συμβεί με πολλά βιβλία και πολλούς συγγραφείς. Αλλά οι συγγραφείς των οποίων τα βιβλία έχω διαβάσει δύο και τρεις φορές είναι ο Μάρκες και ο Σαραμάγκου.
Τι σχέδια έχετε; Τι να περιμένουμε; Μεγαλύτερη φόρμα ενδεχομένως; Διηγήματα και πάλι;
Προς το παρόν δεν γράφω κάτι. Εξετάζω κάποιες ιδέες και έχω σκοπό σε λίγο να αρχίσω να τις δοκιμάζω. Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι προσανατολίζομαι στη μεγάλη φόρμα.