Βιβλιο

Θανάσης Πέτρου: «Δεν μου αρέσει να αποκαλούμαι καλλιτέχνης, προτιμώ το σκληρά εργαζόμενος άνθρωπος»

Μιλήσαμε με αφορμή το νέο του κόμικς «1936 - Ετοιμόρροπη Δημοκρατία», τέταρτο μέρος της ιστορικής σειράς
Γιάννης Χ. Παπαδόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 906
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Θανάσης Πέτρου: Συνέντευξη του δημιουργού της ιστορικού περιεχομένου σειράς κόμικς «1936: Ετοιμόρροπη δημοκρατία» (Ίκαρος) 

Μέσα στην τελευταία πενταετία ο κομίστας Θανάσης Πέτρου έχει καταφέρει πράγματα που μπορούν να κάνουν τον ίδιο περήφανο και τους Έλληνες λάτρεις των κόμικς εκστατικά χαρούμενους. Πρώτα ξεκίνησε με μια εντυπωσιακή περιήγηση στην ελληνική ιστορία των αρχών του 20ού αιώνα, ύστερα έφτιαξε μεγάλης έκτασης σόλο κόμικς: σενάριο και σχέδιο. Για το προηγούμενο άλμπουμ του, το «1923: Εχθρική πατρίδα» (Ίκαρος, Αθήνα 2022) κέρδισε τα βραβεία Καλύτερου Κόμικ και Καλύτερου Σεναρίου στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς 2023. Πριν λίγες μέρες τον συναντήσαμε και ξεφυλλίσαμε μαζί του την πρώτη δοκιμαστική εκτύπωση του τελευταίου του κόμικς με τίτλο «1936: Ετοιμόρροπη δημοκρατία» (κυκλοφορεί ήδη από τις εκδόσεις Ίκαρος). Το κόμικ αυτό είναι το τέταρτο σε μια εν εξελίξει ιστορική saga, που ξεκίνησε το 2020 και, όπως αποκαλύπτει ο ακάματος δημιουργός στην Athens Voice, θα έχει και συνέχεια.

Προς το παρόν η τετραλογία του Θανάση Πέτρου ξεκίνησε με τους Ομήρους του Γκαίρλιτς και την αφήγηση ενός αγνώστου περιστατικού από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με την αμαχητί παράδοση του Δ’ Σώματος Στρατού στους Γερμανούς και την ιδιότυπη αιχμαλωσία τους στο Γκαίρλιτς της Σιλεσίας. Την επόμενη χρονιά συνέχισε με το «1922. Το τέλος ενός ονείρου», με την αφήγηση να ακολουθεί τον Σμυρνιό Γιώργο Αμπατζή στη Μικρασιατική Εκστρατεία που οδήγησε στον ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας και στη Μικρασιατική Καταστροφή. Το 2022 επανήλθε με το «1923: Εχθρική πατρίδα» στο οποίο συναντάμε τον ήρωά του Γιώργο Αμπατζή πρόσφυγα στο λιμάνι του Πειραιά, χωρίς υπάρχοντα και με την οικογένειά του να αγνοείται. Στο «1936» ακολουθεί πάλι τον ίδιο ήρωα, ο οποίος πλέον βρίσκεται στη φυλακή για ένα έγκλημα «τιμής» που διέπραξε στο τέλος του τρίτου μέρους, στη Θεσσαλονίκη την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά. Ο Πέτρου κατόρθωσε να μας χαρίσει ίσως την πρώτη, πρωτότυπη, ιστορικού περιεχομένου ελληνική σειρά κόμικς. Ένα ολοκληρωμένο σύμπαν, με πρωτότυπους ήρωες και πολλή έρευνα από πίσω. Ένα ακόμα κατόρθωμα. Όλα βέβαια ξεκίνησαν από το Ρεμπέτικο…

Θανάσης Πέτρου: Συνέντευξη για το κόμικς «1936: Ετοιμόρροπη δημοκρατία»

Πώς ξεκίνησε αυτή η περιήγησή σου στην ιστορία μέσα από τα κόμικς;
Ήθελα να κάνω κάτι μόνος μου βασικά (σενάριο και σχέδιο). Σε πρώτη φάση ψαχνόμουν να κάνω κάτι για το ρεμπέτικο. Ήθελα να φτιάξω μια βιογραφία του Βαγγέλη Παπάζογλου. Άρχισα να ψάχνω πράγματα, έγραφα, μάζεψα υλικό, ώσπου κάποια στιγμή πήγα και αγόρασα βιβλία για να ενημερώσω την –πεπαλαιωμένη τότε– βιβλιοθήκη μου σχετικά με το ρεμπέτικο και βρήκα πολλά στοιχεία. Διαπίστωσα όμως ότι φάσκουν και αντιφάσκουν οι δημιουργοί, οι μαρτυρίες και τα ντοκουμέντα. Ήταν όλα κάπως ασαφή. Τότε έπεσα πάνω στην πρώτη ηχογράφηση μπουζουκιού, που την είχα ακουστά από πιο πριν, και την αφηγήθηκα στο πρώτο μέρος αυτής της τετραλογίας, στους “Ομήρους του Γκαίρλιτς” με το Δ’ Σώμα Στρατού, που βρέθηκε στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας για περισσότερο από ενάμιση χρόνο, από τον Σεπτέμβριο του 1916 μέχρι τον Νοέμβρη του 1918 που έληξε ο πόλεμος. Διηγήθηκα ό,τι έζησε το Δ’ Σώμα Στρατού. Η πρώτη ηχογράφηση μπουζουκιού συνέβη εκεί ακριβώς. Από εκεί και πέρα μου άνοιξε η όρεξη και είπα να κάνω και τη συνέχεια. Κι έτσι ακολούθησαν τα «1922: Το τέλος ενός ονείρου» και «1923: Εχθρική πατρίδα». Η αρχική ιδέα ήταν το «1923» να φτάνει αφηγηματικά μέχρι το 1936 και στην δικτατορία Μεταξά, πράγμα που αποδείχτηκε αδύνατο γιατί έπρεπε να καλύψω κάπως μια πυκνή χρονική περίοδο δώδεκα ετών.

 

Ήταν συνειδητή η αποσιώπηση αυτής της δεκαετίας;
Η δεκαετία αυτή έχει τρομερό ενδιαφέρον από ιστορικής άποψης, αλλά αν αποφάσιζα να την αφηγηθώ θα αναγκαζόμουν να αλλάξω όλη την πορεία του χαρακτήρα, του Γιώργη του Αμπατζή. Αυτός μπήκε φυλακή μετά τη δολοφονία που διέπραξε. Για να δούμε από τα μάτια του (μιας και είναι και αφηγητής) τη δεκαετία αυτή θα έπρεπε για όλο αυτό το διάστημα να είναι φυγάς φαντάζομαι. Δεν με βόλευε αυτό.

Ήθελες πολύ, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, να φτάσεις χρονικά μέχρι τη δικτατορία του Μεταξά.
Ναι, εντελώς. Γιατί έχει μεγάλη ιστορική σημασία για τη μετέπειτα εξέλιξη της Ελλάδας. Γενικά ό,τι συνέβη στον Μεσοπόλεμο και με την άφιξη και την αφομοίωση των προσφύγων ήταν καθοριστικής σημασίας για την πορεία της χώρας τα επόμενα πολλά χρόνια. Επίσης ήθελα πολύ, επειδή είμαι και ο ίδιος Θεσσαλονικιός, να φτάσω την ιστορία μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Να κάνει έναν κύκλο. Στο πρώτο μέρος, στο Γκαίρλιτς, ο αφηγητής είναι Θεσσαλονικιός. Ήθελα να επιστρέφει η πλοκή στη Θεσσαλονίκη για να συναντήσει ο Σμυρνιός Αμπατζής τον Θεσσαλονικιό συν-στρατιώτη του.

Είπες νωρίτερα ότι ήθελες να κάνεις κάτι δικό σου ολοκληρωτικά. Θεωρείς ότι έφτασες στο σημείο να μπορείς να το κάνεις με επάρκεια ή το ήθελες πολύ αλλά δεν το είχες επιδιώξει.
Θεωρούσα ότι κάποιοι άλλοι που γράφουν σενάρια/κείμενα έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια στη συγγραφή. Θεωρώ άλλωστε τον εαυτό μου σχεδιαστή πιο πολύ. Από ένα σημείο και έπειτα, έχοντας κάνει πολλές συνεργασίας, με κούρασε όλο αυτό, ήθελα να το κάνω και μόνος μου, να πω τα πράγματα όπως εγώ θέλω, να μη δίνω λογαριασμό σε κανέναν. Είναι και δύσκολο πράγμα οι συνεργασίες. Έχουν και θετικά και αρνητικά. Τις περισσότερες φορές είναι φίλοι μου οι συνεργάτες, αλλά σε όλες τις σχέσεις υπάρχουν και «κόντρες». Όταν είμαι ολομόναχος, ο μόνος που έχω να κοντράρω είναι ο εαυτός μου.

Πώς σου αρέσει να αποκαλείσαι ως καλλιτέχνης;
Δεν μου αρέσει να αποκαλούμαι «καλλιτέχνης» (γέλια). Υπάρχει μια διάχυτη, παρεξηγημένη εικόνα του καλλιτέχνη, που είναι κάπως χασομέρης και όταν του έρχεται η έμπνευση δημιουργεί. Ένας καλλιτέχνης δουλεύει σκληρά. Είναι σκληρά εργαζόμενος. Οπότε ας πούμε ότι προτιμώ το «σκληρά εργαζόμενος άνθρωπος».

Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση ή δυσκολία στην κατάστρωση των σεναρίων αυτής της τετραλογίας;
Να μην κάνω κάποιο ιστορικό λάθος. Να μην πω κάτι το οποίο είναι σφάλμα ιστορικά…

 

Τι ορίζεις ως σφάλμα στην ιστορική αφήγηση;
Να κάνω κάποιο λάθος στις ημερομηνίες για παράδειγμα…

Στα γεγονότα επομένως, όχι στην ερμηνεία.
Ναι, ναι, στα γεγονότα. Η ερμηνεία είναι δική μου. Με απασχολεί να είμαι πιστός στα γεγονότα. Να μην κάνω κάποιο λάθος πραγματολογικό. Μετά το πώς θα τα εντάξω όλα αυτά στην αφήγηση είναι κάτι άλλο.

Μου πήρε καιρό βέβαια να το τελειώσω το «1936». Είχα ολοκληρώσει το story board πάνω από έναν χρόνο πριν και μου έβγαινε όλο τόσο εύκολα και αβίαστα που απλά το άφησα στην άκρη και έκανα ένα άλλο βιβλίο. Μου φαινόταν προβληματική, κατά κάποιον τρόπο, η ευκολία που είχα να το φτιάξω. Οπότε έκανα ένα διάλειμμα. Και το ξαναέπιασα όταν ένιωθα πιο έτοιμος. Είχα κάνει ήδη τα τρία πρώτα μέρη σε σύντομο χρονικό διάστημα και με προβλημάτισε μήπως η ευκολία μου στο τέταρτο μέρος έβγαινε προς τα έξω σαν «μανιέρα». Σίγουρα, μια και μιλάμε για μια σειρά, πρέπει να υπάρχει ενιαία αισθητική. Αλλά φοβήθηκα μήπως φτάσω στο σημείο να κάνω το ίδιο και το ίδιο

Σχετικά με την έρευνα που χρειάστηκε να κάνει για το «1936», ο Πέτρου μας αναφέρει: «Το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής εκτυλίσσεται σε μια φυλακή. Ο κόσμος της φυλακής είναι σκληρός. Έχει βία, βρισίδι, πεσίματα, ναρκωτικά, κακοποιήσεις. Η φυλακή που διάλεξα να πάω τον ήρωά μου ήρθε μετά από πολύ ψάξιμο. Αναζητούσα υλικό για το πώς ήταν οι φυλακές στην Ελλάδα εκείνης της περιόδου. Δεν ήθελα να κάνω μια φυλακή απρόσωπη και διεκπεραιωτική. Αρχικά έλεγα να τον πάω στην Αίγινα. Είδα όμως το ντοκιμαντέρ “Ο σιωπηλός μάρτυρας” του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου, που είναι για τη φυλακή των Τρικάλων, και του ζήτησα άδεια για να χρησιμοποιήσω κάποιες εικόνες – γιατί η φυλακή δεν υπάρχει πλέον, έχει γκρεμιστεί στα Τρίκαλα και στο σημείο είναι το Μουσείο Τσιτσάνη. Ψάχνοντας σε εφημερίδες της εποχής, διαπίστωσα ότι η κατάσταση της φυλακής ήταν πολύ πολύ χειρότερη. Έγραφαν σε κάποια δημοσιεύματα ότι οι κρατούμενοι οπλοφορούσαν μέσα στη φυλακή. Σημειώνονταν επίσης συχνά αποδράσεις. Ήταν πολύ χειρότερα από αυτό που περιγράφω στο κόμικς. Λίγο Φαρ Ουέστ. Μπάτε σκύλοι αλέστε η φάση».

Στα δύο πρώτα κόμικς της τετραλογίας, όπως και στο «1936», η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη με τον Αμπατζή να είναι ο αφηγητής και πρωταγωνιστής (με εξαίρεση τους Ομήρους του Γκαίρλιτς, όπου αφηγητής είναι ο Σαλονικιός Γιάννης Οικονόμου), ενώ στο «1923» η ενδοδιηγητική αφήγηση εγκαταλείπεται και το σενάριο είναι σχεδόν αποκλειστικά δραματοποιημένο, σαν μια σκηνική πράξη. Σχετικά με τις αφηγηματικές τεχνικές, ο Πέτρου μας είπε ότι όταν επέλεγε ο πρωταγωνιστής να είναι και αφηγητής αναγκαστικά δεν θα μπορούσε το ένα άτομο να έχει θέαση σε πολλά διαφορετικά πράγματα, ενώ όταν οι πρωταγωνιστές είναι πολλοί, αυξάνονται και οι εκφορές. Στην ερώτηση αν ένιωσε «όμηρος» της ιστορίας που έχει πλάσει, ακολουθώντας διαρκώς τον ήρωα και αφηγητή του και καταστρώνοντας συχνά μια ενδοδιηγητική αφήγηση, μας λέει ότι «πάντα κάνει χάνεις και κάτι κερδίζεις».

Κλείσαμε τη συζήτησή μας με τον Πέτρου να μας εξηγεί τη σημασία της οπτικής πάνω σε ένα ιστορικό συγκείμενο, από τον τρόπο που δρουν ή άνθρωποι έως και τον τρόπο που εκφράζονται: «Πρέπει να βλέπεις και να σκέφτεσαι τα πράγματα με βάση το τότε συγκείμενο. Θα σας φέρω ένα παράδειγμα. Ένα παιδί που σήμερα είναι στη Β’ Λυκείου, πριν 100 χρόνια ήθελε να πάει στον πόλεμο. Και πήγαινε στον πόλεμο, γιατί το επέλεξε. Αυτό σήμερα είναι τελείως εξωπραγματικό. Σήμερα λογικά θα έκανε το παν για να το αποφύγει αυτό. Τότε οι άνθρωποι το βλέπανε ως τιμή, καθήκον και υποχρέωση να πάνε στον πόλεμο, και πήγαιναν. Μιλάμε για μια άλλη κοινωνία, κατά κάποιον τρόπο, για ένα άλλο πλαίσιο. Δεν μπορείς να κρίνεις με τη ματιά του 2024 την κατάσταση του 1930. Ήταν άλλοι άνθρωποι, με άλλες προσλαμβάνουσες, άλλη ψυχολογία. Τα έβλεπαν διαφορετικά τα πράγματα. Θα μου πεις: ‘και εσύ, ρε φίλε, πού ξέρεις πώς ήταν;”. Δεν ξέρω, προσπαθώ όμως να το ψυχανεμιστώ».