Βιβλιο

«Phantom Water», το photobook του Παύλου Λάζου για την άνυδρη Σίφνο

Μία συζήτηση με τον φωτογράφο με αφορμή το φωτογραφικό άλμπουμ για το νερό, από το οποίο το νερό απουσιάζει σχεδόν εντελώς
Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ο Παύλος Λάζος μιλάει για το photobook «Phantom Water», ένα βιβλίο-έκπληξη για την άνυδρη Σίφνο

Περιδιαβαίνοντας τις Κυκλάδες, αισθάνεται πού και πού κανείς πως παίρνει μια πρώτη γεύση από το κοντινό μέλλον — η κλιματική κρίση θα πλήξει περιοχές του πλανήτη όπως η Ελλάδα, αν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα. Ακολουθεί μία συζήτηση με τον φωτογράφο Παύλο Λάζο, με αφορμή την έκδοση του photobook «Phantom water», ένα πρότζεκτ που δούλεψε επί πολλά χρόνια. Η πανόδετη έκδοση με το μινιμαλιστικό εξώφυλλο είναι εξαιρετική, το βιβλίο είναι από μόνο του ένα καλλιτεχνικό γεγονός, οι φωτογραφίες μία και μία, και η Σίφνος που αποτυπώνουν μοιάζει βγαλμένη από ένα καλλιτεχνικό μετα-αποκαλυπτικό φιλμ: φωνάζουν δυνατά πως κάτι πρέπει να γίνει. Τώρα.

Τον ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο του.

* * *

Α.Κ.: Ας ξεκινήσουμε με λίγους αριθμούς: πόσες φωτογραφίες τραβήξατε συνολικά, επί πόσο καιρό, και εντέλει πόσες τυπώθηκαν στο βιβλίο;

Π.Λ.: Άρχισα να φωτογραφίζω το 2018, έχοντας στο μυαλό μου την αντίφαση που βιώνουμε οι νησιώτες: περιτριγυρισμένοι από νερό, αλλά μην έχοντας ποτέ αρκετό για οικιακή και γεωργική χρήση. Θυμάμαι μικρός να κάνω μπάνιο με χρονόμετρο. Έφτιαξα τη λίστα με το τι θέλω να φωτογραφίσω και ξεκίνησα. Κάπως έτσι βρέθηκα, 4 χρόνια μετά, με 2.500 λήψεις. Από αυτές, στο τελικό edit έφτασαν οι 62.

Α.Κ.: Πώς δουλέψατε; Πόσο δύσκολη ήταν η όλη διαδικασία;…

Π.Λ.: Τέτοια project χρειάζονται οργάνωση και πειθαρχία. Η λίστα που ανέφερα είχε, μεταξύ άλλων, σωλήνες, πισίνες, πηγές και χρήσεις νερού κ.ο.κ. Επίσης διάβασα πολύ, μέχρι υδραυλικές μελέτες για το δίκτυο νερού και τον υδροφόρο ορίζοντα. Σε αρκετές περιπτώσεις πήγαινα ξανά και ξανά στο ίδιο σημείο για να πετύχω το κατάλληλο φως την κατάλληλη ώρα. Το φως στη Μεσόγειο δεν βοηθάει όσους ασχολούνται με την εικόνα, είναι τραχύ και ισοπεδώνει το κάδρο. Δεν είναι τυχαίο που ο Αγγελόπουλος αναζητούσε το φως που ήθελε στα βόρεια της χώρας.

Α.Κ.: Μάλιστα. Οπότε, ποια ήταν τα στάδια που ακολουθήθηκαν μετά; Δουλέψατε μόνος;

Π.Λ.: Κατά τη διάρκεια των φωτογραφίσεων, μοιραζόμουν την πρόοδο με τον στενό φωτογραφικό μου κύκλο. Είμαι πολύ τυχερός που είχα feedback από εξαίρετους φωτογράφους που εκτιμώ και με καταλαβαίνουν. Όταν ένιωσα ότι είχα αρκετό και ομοιογενές υλικό, πήγα στο επόμενο στάδιο, να μετατραπούν όλα αυτά σε βιβλίο — μια πρωτόγνωρη εμπειρία για μένα. Μπορεί τις φωτογραφίες να τις έβγαλα μόνος μου, για το τελικό αποτέλεσμα όμως δούλεψε μια πολυπληθής ομάδα την οποία και ευχαριστώ θερμά.

Ένα photobook εμπεριέχει στοιχεία τόσο από τον κινηματογράφο όσο και από τα βιβλία. Καταρχάς, για το χτίσιμο της αφήγησης υπάρχουν κανόνες που δανειζόμαστε από τη δομή ενός καλού σεναρίου, κανόνες που εφαρμόστηκαν σε συνεργασία με την επιμελήτρια της έκδοσης την Αγγελική Σβορώνου. Αρχικά, και μετά από διαδοχικά editing, επιλέξαμε 300 φωτογραφίες. Αυτές τυπώθηκαν σε μικρά δοκίμια και στη συνέχεια περίπου 100 από αυτές τις τυπώσαμε στο μέγεθος που θα έχουν στο βιβλίο, τις κολλήσαμε σε χαρτόνι και φτιάξαμε ένα dummy book. Μετά ξεκίνησε το sequencing, δηλαδή με ποια σειρά θα μπουν στο βιβλίο, μια χρονοβόρα αλλά συνάμα συναρπαστική διαδικασία. Για μήνες οι σελίδες του dummy ήταν διάσπαρτες στο σπίτι και δοκιμάζαμε εναλλακτικές.

Στη συνέχεια αποφασίσαμε τις διαστάσεις, ώστε να μην έχουμε φύρα στο χαρτί, το είδος του χαρτιού, τη βιβλιοδεσία, το εξώφυλλο και βέβαια τον τίτλο του βιβλίου. Ο τίτλος και το εξώφυλλο θα πρέπει να κεντρίζουν μεν το ενδιαφέρον του αναγνώστη αλλά και να τον αφήνουν ελεύθερο να φανταστεί τι μπορεί να υπάρχει στις σελίδες. Τον τίτλο τον είχα σκεφτεί από την αρχή, για να καταλήξουμε όμως στη βαθυτυπία του εξωφύλλου αλλάξαμε πολλές φορές γνώμη. Στη συνέχεια πρέπει να στηθεί το βιβλίο, από ειδικό γραφίστα, να επιλεγούν οι γραμματοσειρές, να διορθωθούν κείμενα όπου υπήρχαν, και βέβαια να γίνει η χρωματική επεξεργασία των επιλεγμένων φωτογραφιών πριν πάμε στο τυπογραφείο. Όλες οι αποφάσεις αυτές ελήφθησαν με γνώμονα να υπηρετούν την κεντρική ιδέα του photobook και βέβαια την αφήγηση.

Α.Κ.: Εύκολα παρατηρεί κανείς την αφηγηματικότητα του βιβλίου. Αυτή την ιστορία, ή τις ιστορίες, που αφηγείται. Δεν είναι μια καλή ιστορία, δεν είναι καν μια ιστορία με happy end. Υπάρχει πολλή σκληράδα εδώ, υπάρχει ανομβρία, λειψυδρία, όπως επίσης αγωνία, και φόβος. Ποιος ήταν ο στόχος σας όταν φτιάχνατε το «Phantom Water»; Και ποιες ήταν οι ιστορίες που θέλατε να αφηγηθείτε;

Π.Λ.: Πιστεύω ότι η τέχνη μπορεί να αφυπνίσει και να συγκινήσει τους ανθρώπους και γιατί όχι να τους κινητοποιήσει προς μια κατεύθυνση. Η κεντρική ιδέα είναι ότι χρειαζόμαστε αποτελεσματική διαχείριση των υδάτινων πόρων, κάτι που το ξεχνάμε μερικές φορές, όταν κάνει καμιά βροχή και μπει νερό στις στέρνες. Αυτό είναι το αδιόρατο νήμα που διατρέχει τις φωτογραφίες. Όμως υπάρχουν πολλαπλές αναγνώσεις και κεφάλαια στο βιβλίο, τις οποίες καλείται ο αναγνώστης να ερμηνεύσει όπως εκείνος θέλει. Είναι σημαντικό να δημιουργούνται συναισθήματα διαβάζοντάς το, αλλιώς ο αναγνώστης απλά θα το ξεφυλλίσει και θα το αφήσει.

Α.Κ.: Πάμε λίγο πίσω στη διαδικασία της σύνθεσης. Είχατε μια πολύ μεγάλη, πολύ ευρεία χρωματική παλέτα στη διάθεσή σας, καθώς φωτογραφίζατε σε εξωτερικό χώρο. Ωστόσο είναι πολύ συγκεκριμένα τα χρώματα που επικρατούν. Θέλετε να μας μιλήσετε γι’ αυτό;

Π.Λ.: Πράγματι, στις περισσότερες φωτογραφίες επικρατούν οι γήινοι τόνοι της ώχρας και του καφέ —τα χρώματα της ξηρασίας—, ενώ στα δύο τρίτα του συνόλου των εικόνων οι διάφορες αποχρώσεις του μπλε κάνουν την εμφάνισή τους συμβολίζοντας το απόν ύδωρ. Εκείνο που λείπει είναι το λευκό, το οποίο, αν και αναπόσπαστο στοιχείο της τουριστικής κυκλαδίτικης εικονογραφίας, εμφανίζεται σποραδικά σε λίγες φωτογραφίες. Η χρωματική παλέτα υπηρετεί και αυτή την αφήγηση του βιβλίου.

Α.Κ.: Το ξεφύλλισμα του βιβλίου μού έδωσε την εντύπωση πως έβλεπα ένα γουέστερν. Ένα πολύ μοντέρνο γουέστερν, προφανώς. Υπάρχει βία εδώ, και απόγνωση. Και μοναξιά. Ωστόσο έχουμε από την άλλη να κάνουμε με ένα πολύ τουριστικό νησί, έτσι δεν είναι;

Π.Λ.: Επέλεξα να φωτογραφίσω αυτό που δεν φαίνεται με έναν τρόπο που επιτρέπει πολλαπλές αναγνώσεις. Προφανώς και έχουμε αφαλατώσεις που λειτουργούν, αλλά στο peak της σεζόν δεν αρκούν. Από την άλλη, κάθε χρόνο οι επισκέπτες αυξάνονται, οπότε όλα είναι θέμα μέτρου και λελογισμένης χρήσης των υδάτινων πόρων.

Α.Κ.: Είναι η Σίφνος κάτι ιδιαίτερο; Πόσα άλλα νησιά έχουν αυτή την ιδιαιτερότητα με την έλλειψη του νερού; Και είναι άραγε κάτι αυτό που στο μέλλον —πριν αποδώσουν οι ενέργειές μας για μείωση των συνεπειών της κλιματικής κρίσης— θα ενταθεί, θα γίνει πιο σκληρό;

Π.Λ.: Το πρόβλημα της λειψυδρίας το αντιμετωπίζουν και άλλα νησιά και μάλιστα αποτελεί μέρος της φέρουσας ικανότητας των υποδομών τού εκάστοτε νησιού να απορροφήσει τους επισκέπτες που συνεχώς αυξάνονται. Ευτυχώς υπάρχουν πολλοί φορείς που έχουν ευαισθητοποιηθεί γύρω από αυτό. Το μέλλον όμως παραμένει άγνωστο.

Α.Κ.: Ο Δήμος στάθηκε στο πλευρό σας;

Π.Λ.: Το «Phantom Water» είναι αυτοέκδοση, που χωρίς την έμπρακτη στήριξη του Δήμου Σίφνου θα είχε άλλη μορφή. Η Δήμαρχος Μαρία Ναδάλη, έχοντας τα βιώματα που αναφέρθηκαν παραπάνω, αλλά και την αγωνία για το μέλλον του νησιού, συντάχθηκε από την πρώτη στιγμή με αυτό.

Α.Κ.: Πολύ ωραία. Πού μπορεί κανείς να προμηθευτεί το «Phantom Water»;

Π.Λ.: Το βιβλίο είναι διαθέσιμο στο βιβλιοπωλείο Hyper Hypo, καθώς και στο ηλεκτρονικό του κατάστημα.

Α.Κ.: Έχουν οριστεί ημέρες και χώροι για την παρουσίαση του άλμπουμ;

Π.Λ.: Σε πρώτη φάση θα γίνει το book launch, το οποίο θα συνοδεύεται και από έκθεση φωτογραφιών του βιβλίου, στη Σίφνο στο παλιό Δημοτικό Σχολείο του Κάστρου, στις 31 Μαΐου. Σχεδιάζουμε κάτι αντίστοιχο το φθινόπωρο στην Αθήνα, εάν και εφόσον βρεθεί ο κατάλληλος χώρος. Οι χώροι αυτοί σπανίζουν στην πρωτεύουσα, αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση.

Α.Κ.: Και, για να κλείσουμε: οι υπόλοιπες 2.500 φωτογραφίες, ή έστω ένα κλάσμα από αυτές, πρόκειται ίσως να εκτεθούν κάπου;

Π.Λ.: Τα αρχεία αυτά είναι ήδη αρχειοθετημένα σε cold storage. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις!

Α.Κ.: Σας ευχαριστώ πολύ!

Π.Λ.: Κι εγώ!