Βιβλιο

William S. Burroughs: Ο beat συγγραφέας που νίκησε τη λογοκρισία στην Αμερική

Ο λογοτέχνης που έβλεπε μπροστά από την εποχή του και όλοι του χρωστούν κάτι

Γιώργος Δήμος
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ζωή και το έργο του ποιητή και συγγραφέα της Μπιτ γενιάς, Γουίλιαμ Σ. Μπάροουζ, που γεννήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 1914.

Ο Γουίλιαμ Σ. Μπάροουζ γεννήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 1914, στο Σαιντ Λούις του Μιζούρι και μαζί με τον Άλεν Γκίνσμπεργκ και τον Τζακ Κέρουακ, υπήρξε ένας από τους κύριους εκπροσώπους της Μπιτ γενιάς στην Αμερική. Ο Μπάροουζ, διάσημος για τα βιβλία του, «Τζάνκι» (1953), «Γυμνό Γεύμα» (1959) και «Αδελφή», που εκδόθηκε παραπάνω από τριάντα χρόνια αφότου γράφτηκε, το 1985, μεταξύ άλλων έργων, συντάραξε τα ήθη της Αμερικής και άλλαξε τον ρου της ιστορίας, με το «Γυμνό Γεύμα» να είναι το τελευταίο έργο που δικάστηκε για «πορνογραφία», το 1959, έχοντας πρώτα εκδοθεί στο Παρίσι, από τον εκδοτικό οίκο Olympia Press του τολμηρού Μωρίς Ζιροντιά, που είχε επίσης εκδώσει τη «Λολίτα» (1955) του Ναμπόκοφ και τα έργα του Ζαν Ζενέ και του Μαρκησίου ντε Σαντ. Ο Μπάροουζ υπήρξε μία φοβερή φιγούρα, με τεράστια επιρροή στην ποπ κουλτούρα, όντας ναρκομανής και ομοφυλόφιλος (σε μία εποχή που και τα δύο αποτελούσαν εγκλήματα), αλλά και ξεκινώντας τη συγγραφική του καριέρα μετά τα τριάντα του, αφότου κατά τη διάρκεια μίας μεθυσμένης βραδιάς πυροβόλησε κατά λάθος και σκότωσε τη σύζυγό του, Τζόαν Βόλμερ.

Γύρω στο 1964, ο αμερικανός ποιητής και συγγραφέας των Beat William S. Burroughs (1914 - 1997), κληρονόμος της περιουσίας των μηχανών των επιχειρήσεων Μπάροουζ, ανάβει ένα τσιγάρο σε εξωτερικούς χώρους στο Παρίσι της Γαλλίας © Getty Images

Γουίλιαμ Μπάροουζ: Η ταραχώδης ζωή και το συγγραφικό στιλ

Η καταγωγή του Μπάροουζ δεν ήταν από ταπεινά στρώματα, καθώς ο συνονόματος παππούς του είχε εφεύρει έναν από τους πρώτους υπολογιστές, την προσθετική μηχανή Μπάροουζ, που χρησιμοποιούταν σε γραφεία κατά τις αρχές του 20ού αιώνα. Ο συγγραφέας πήγε έτσι στο Χάρβαρντ για τις σπουδές του και είχε αρκετά χρήματα για να ταξιδεύει σε διάφορες πολιτείες, όπως τη Νέα Υόρκη, όπου τελικά εγκαταστάθηκε. Τα χρόνια του Μεσοπολέμου υπήρξαν πλούσια και γεμάτα διασκέδαση, όμως σύντομα χτύπησε το «κραχ» του 1929 και η τσακισμένη από την κρίση Αμερική, τελικά μπήκε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου ο συγγραφέας υπηρέτησε ως εξολοθρευτής εντόμων (πράγμα το οποίο επηρέασε, με τον τρόπο του, αργότερα τη δουλειά του). Ο Μπάροουζ επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, αφότου εγκατέλειψε πρόωρα το στρατό, όπου και γνώρισε πρώτα τον Χέμπερτ Χάνκι, ο οποίος του έδωσε για πρώτη φορά ηρωίνη, τον Γκίνσμπεργκ και τον Κέρουακ, αλλά και τη Τζόαν Βόλμερ.

Ο Μπάροουζ ξεκίνησε να συζεί με τη Βόλμερ το 1945 και δύο χρόνια μετά έκαναν τον Γουίλιαμ Μπάροουζ Τζ. (ο οποίος έμελλε να πεθάνει νέος, σε ηλικία 33 ετών). Η σχέση τους υπήρξε ταραχώδης, κυρίως με τον Μπάροουζ να μπλέκει συνεχώς σε μπελάδες, όπως τη δολοφονία που διέπραξε ο Λούσιεν Καρ, για την οποία εκείνος και ο Κέρουακ γνώριζαν, αλλά δεν κατέδωσαν τον δράστη στην αστυνομία, πράγμα που τους έστειλε για μικρό χρονικό διάστημα στη φυλακή και που περιγράφεται στο κοινό βιβλίο τους, «Και έβρασαν οι ιπποπόταμοι στις γούρνες τους», που ολοκληρώθηκε το 1945, αλλά εκδόθηκε πολύ αργότερα. Η γνωστή κατάληξη της δολοφονίας της Βόλμερ εξ αμελείας από τον συγγραφέα, όταν οι τρεις τους ζούσαν στο Μεξικό, κατά τη διάρκεια μιας νύχτας, όπου μεθυσμένοι και οι δύο έπαιζαν τον «Γουλιέμο Τέλλο», με εκείνη να έχει στερεώσει ένα αντικείμενο στο κεφάλι της και τον Μπάροουζ να προσπαθεί να το πετύχει με το πιστόλι του, έχει πάρει τις διαστάσεις μύθου.

Ο Μπάροουζ υπήρξε συντετριμμένος από τον θάνατο της Βόλμερ και με τον γιο του υπό την εποπτεία πλέον των γονιών του, ο συγγραφέας έμεινε μόνος στο Μεξικό, χωρίς τη δυνατότητα διαφυγής, φοβούμενος ότι θα έμπαινε στη φυλακή, αν επέστρεφε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκείνη την εποχή, περιμένοντας τη δίκη του, έγραψε το έργο του «Αδελφή» για την ερωτική του περιπέτεια με έναν νέο, ονόματι Άντελμπερτ Μάρκερ. Ο Μπάροουζ παρουσιάζεται εδώ έχοντας πρόσφατα κόψει τα ναρκωτικά, πιο ευαίσθητος από ότι σε άλλα του ημι-αυτοβιογραφικά έργα, ψάχνοντας για το θρυλικό ψυχοτρόπο γιαχέ των ιθαγενών μέσα στη ζούγκλα. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1985, μετά από προτροπή του Γκίνσμπεργκ, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στη λογοτεχνική καριέρα του Μπάροουζ γενικότερα.

Ο αμερικανός συγγραφέας και καλλιτέχνης William S. Burroughs (1914 - 1997) κρατώντας ένα τουφέκι σε έναν κήπο στο Σαν Φρανσίσκο, Καλιφόρνια, ΗΠΑ, 1981 © Ruby Ray/Getty Images/Ideal Image

Το πρώτο βιβλίο του Μπάροουζ που εκδόθηκε στην Αμερική, υπό το ψευδώνυμο Γουίλιαμ Λι, ήταν το «Τζάνκι», το 1953 από τον εκδοτικό Ace Books, ύστερα από μεσολάβηση του Γκίνσμπεργκ που είχε γνωρίσει τον εκδότη σε ένα ψυχιατρείο, μερικά χρόνια νωρίτερα. Το έργο αυτό του Μπάροουζ μιλάει με ειλικρίνεια για τις εμπειρίες του συγγραφέα με την «πρέζα» και τα προβλήματά του με τον νόμο, φανερώνοντας στον αμερικανό αναγνώστη έναν μεταπολεμικό υπόκοσμο της Νέας Υόρκης, άγνωστο σε πολλούς μέχρι τότε. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, αν δεν είχε εκδοθεί το «Τζάνκι» την εποχή εκείνη, δεν θα είχε συνεχίσει τη συγγραφική του καριέρα. Βέβαια, για τον Μπάροουζ το γράψιμο υπήρξε και μία ανάγκη, για να εξορκίσει το «Άσχημο Πνεύμα» που κινδύνευε να τον κυριεύσει, μετά τον ατυχή θάνατο της γυναίκας του.

Η έκδοση του επόμενου έργου του Μπάροουζ, του «Γυμνού Γεύματος», υπήρξε κάτι σαν συλλογική προσπάθεια, πράγμα σπάνιο στο λογοτεχνικό κόσμο, όπως έχει αναφέρει ο βιογράφος του, Μπάρι Μάιλς. Στο «Γυμνό Γεύμα», ο Μπάροουζ δημιουργεί ένα παράλληλο, εφιαλτικό σύμπαν, μέσα από τα μάτια ενός οπιομανούς, με εξωγήινα πλάσματα που συχνάζουν σε μπαρ, εμπόρους που πουλάνε το κρέας από γιγάντιες ανθρωποφάγες σαρανταποδαρούσες και τον Δρ. Μπένγουεϊ, έναν από τους πιο γνωστούς χαρακτήρες του συγγραφέα, τον χειρουργό που παίρνει ναρκωτικά και κάνει σόου επάνω στους ασθενείς του. Η Διαζώνη και άλλες τοποθεσίες που εμφανίζονται σε μεταγενέστερες συλλογές και μυθιστορήματα του Μπάροουζ κάνουν εδώ το ντεμπούτο τους.

Μετά τη δικαίωση του «Γυμνού Γεύματος» στα αμερικανικά δικαστήρια, η λογοκρισία στις Ηνωμένες Πολιτείες κατέρρευσε και τολμηροί συγγραφείς, σαν τον Μπάροουζ, ήταν πια ελεύθεροι να εκδίδουν οποιοδήποτε έργο επιθυμούσαν να γράψουν, ανεξαρτήτως του περιεχομένου. Αυτή υπήρξε άλλωστε και η συνεισφορά όλης της Μπιτ γενιάς, που υπήρξε πρόδρομος των χίπις, στην ποπ κουλτούρα, με μεγάλα συγκροτήματα όπως τους Beatles και τους Rolling Stones να αποτίνουν συχνά φόρους τιμής στις τρεις αυτές φιγούρες του κινήματος.

Ο αμερικανός συγγραφέας William Burroughs και η μουσικός Patti Smith στο Beatnik Party του Ed Sander στο Max's, Νέα Υόρκη, 10 Οκτωβρίου 1975 © Allan Tannenbaum/Getty Images/Ideal Image

Η μέθοδος cut-up

Κατά τη δεκαετία του 1960, ο Μπάροουζ εξέλιξε το πειραματικό του στιλ, που είχε ξεκινήσει με το «Γυμνό Γεύμα», δηλαδή τη μέθοδο «cut-up», που του είχε συστηθεί από τον φίλο του και Μπιτ πρωτοπόρο, Μπράιον Γκάισιν, βασιζόμενη στον μεσαιωνικό αρχηγό των Ισμαηλιτών, Χασάν-ι-Σαμπάχ, που χρησιμοποίησε πρώτος τη φράση: «Τίποτα δεν είναι αληθινό, όλα επιτρέπονται». Η μέθοδος, στην ουσία, θέλει μία σελίδα κειμένου η οποία να κόβεται κάθετα στη μέση και οι προτάσεις να συνδέονται σαν συνέχεια άλλων, με τον συγγραφέα να κρίνει ποιες από αυτές βγάζουν νόημα και ποιες όχι. «Κάνοντας μία τομή στο παρόν, το μέλλον αναβλύζει μέσα από αυτή,» έλεγε χαρακτηριστικά ο Μπάροουζ, πράγμα που φαινόταν να πιστεύει πραγματικά, καθώς τα έργα του, «Soft Machine» (1961), «The Ticket that Exploded» (1962) και «Nova Express» (1964), όπως και πολλά άλλα, χρησιμοποιούν κατά κόρον την τεχνική αυτή.

Το έργο του Μπάροουζ, όπως και η φιγούρα του στον κόσμο της λογοτεχνίας ως ο «Hombre invisible» (αόρατος άνθρωπος), απλώνουν τη σκιά τους μέχρι και τις μέρες μας. Πρωτοποριακός και τολμηρός, ο Μπάροουζ έμοιαζε τότε και ο χρόνος τον δικαίωσε, ως έναν συγγραφέα που έβλεπε εκατό χρόνια μπροστά από την εποχή του. Από τα παιδιά των λουλουδιών, μέχρι τη ροκ μουσική, αλλά και την πανκ και τη μέταλ, όλοι χρωστούν πολλά στον Μπάροουζ, ίσως πιο πολλά από όσα χρωστούν στον Κέρουακ ή και τον Γκίνσμπεργκ. Ο Μπάροουζ, που πέθανε το 1997 στο Κάνσας, σε ηλικία 83 ετών, γεννήθηκε σαν σήμερα πριν 110 χρόνια.