Βιβλιο

Ελισάβετ Παπαδοπούλου: «Οι καταστροφικά υψηλές θερμοκρασίες παράγονται από τους γονείς»

Με αφορμή το βιβλίο της, «Υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες», μιλήσαμε για τον φυλετικό ρατσισμό, τον ρατσισμό της εικόνας, τους θεσμούς και την εξουσία

Ηρώ Σκάρου
ΤΕΥΧΟΣ 900
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Ελισάβετ Παπαδοπούλου μιλάει για το νέο της βιβλίο «Υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες», που κυκλοφορεί από τις εκδ. Καστανιώτη.

Τη γιορτινή περίοδο τρώμε πολύ, βλέπουμε περισσότερο κόσμο και ανταλλάσσουμε πολλά δώρα. Και τι καλύτερο για δώρο από το βιβλίο! Ακούγεται κλισέ; Ίσως. Είναι όμως αλήθεια, τουλάχιστον για μένα. Καταρχάς είναι πολύ πιο εύκολο να αξιολογήσω τίτλους από εκδοτικούς παρά ετικέτες από οίκους αρωμάτων. Για να μην αναφερθώ στο οικονομικό σκέλος. Κι ακόμη, χαρίζοντας βιβλία προσδοκώ ότι θα λάβω κι εγώ μερικά. Και συμβαίνει. Ειδικά φέτος πήρα αρκετά. Ανάμεσα σ’ αυτά και ένα με ιδιαίτερο εξώφυλλο –μια Αφροδίτη του Μποτιτσέλι με κόκκινα μαλλιά και σαγιονάρες– κι έναν ιντριγκαδόρικο τίτλο: «Υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες» (εκδ. Καστανιώτη), της Ελισάβετ Παπαδοπούλου. Το διάβασα πίνοντας ζεστό, γλυκό κρασί με μπαχαρικά. Ο υδράργυρος ανέβηκε κι άλλο.

Ελισάβετ Παπαδοπούλου: Συνέντευξη για το βιβλίο «Υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες» (εκδ. Καστανιώτη)

Μια ιστορία για τις υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύσσουν τα προσωπικά μας οικοσυστήματα», διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο. Και σκέφτομαι, ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να διατηρεί σταθερές τις συνθήκες του εσωτερικού του περιβάλλοντος (όπως η θερμοκρασία) παρά τις εξωτερικές μεταβολές. Όταν διαταράσσεται η ομοιόσταση, ο οργανισμός αντιδρά για να την αποκαταστήσει. Τι είναι αυτό που εμποδίζει κάποιους από τους ήρωές σου να αντενεργήσουν;

Η ικανότητα του οργανισμού να διατηρεί σταθερή τη θερμοκρασία του παρά την παγωνιά ή τη ζέστη που επικρατεί στο περιβάλλον, δεν είναι πάντοτε εφικτή. Οι άνθρωποι πεθαίνουν από το υπερβολικό κρύο ή την υπερβολική ζέστη. Αν υποθέσουμε ότι μια οικογένεια είναι ένας οργανισμός (που είναι δηλαδή), τότε για να μην τη σκοτώσουν οι υψηλές θερμοκρασίες, θα πρέπει να φροντίσει να μην εκτεθεί σε αυτές. Δεν είναι τυχαίο που στο βιβλίο μου οι καταστροφικά υψηλές θερμοκρασίες παράγονται από τους γονείς, και ο συμβολισμός είναι σαφής. Οι γονείς ιεραρχικά βρίσκονται πάνω από τα παιδιά, ψηλά, με τον ίδιο τρόπο που ψηλά βρίσκεται ο ήλιος, η βροχή τα σύννεφα. Δηλαδή είναι στο χέρι τους τα μετεωρολογικά φαινόμενα που θα επικρατήσουν στην οικογένεια.

Στο βιβλίο μου, οι γονείς δεν φέρονται πολύ συνετά και κυρίως δεν φέρονται προστατευτικά. Φέρνουν την καταστροφή στην οικογένεια, με τον ίδιο τρόπο που ο ενήλικος πληθυσμός φέρνει την καταστροφή στον πλανήτη. Είναι σαφής ο συσχετισμός. Σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου όλα τα νεαρά πρόσωπα κατά κάποιον τρόπο προσπαθούν να προστατευτούν από τους ενήλικες. Είτε πρόκειται για γονείς είτε για δευτερεύοντες χαρακτήρες, οι ενήλικες αντιπροσωπεύουν κάτι χαλασμένο. Ενώ όλοι οι νέοι άνθρωποι έχουν καλά στοιχεία – κάνω αυτόν το διαχωρισμό με απόλυτη επίγνωση. Επιλέγω ακόμα και στις χειρότερες στιγμές των νεαρών προσώπων να δώσω τη δυνατότητα της επανόρθωσης, της αναγέννησης. Επιπλέον, δεν είναι τυχαίο ότι οι νεαροί του βιβλίου καταφέρνουν να αναδομηθούν μακριά από την οικογένεια. Κι αυτό συμβολικό είναι. Τους δίνω τη δυνατότητα να πιάσουν τον κόσμο από την αρχή. 

Το μυθιστόρημα εξελίσσεται στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’90. Γιατί επέλεξες αυτήν τη χρονική περίοδο;

Επειδή αυτή η δεκαετία ήταν η τελευταία στην οποία υπήρχαν ακόμα πράγματα που φαίνονταν καινούργια, και που κατά κάποιον τρόπο μάς σύστησε μια καινούργια ζωή, για την ακρίβεια μια ζωή γεμάτη κενά πράγματα που όμως τότε δεν καταλαβαίναμε την κενότητά τους. Στο βιβλίο δεν κάνω καμιά σπουδαία ανάλυση αυτής τη δεκαετίας, αλλά αφήνω σκόρπια τα σημάδια της εδώ κι εκεί. Ο μικρομεσαίος χρηματιζόμενος δημόσιος υπάλληλος που μεσολαβεί στην παράνομη απόκτηση ιθαγένειας μας δίνει τον ανθρωπότυπο που εποίκισε τα βόρεια προάστια με μαύρο χρήμα ταπεινής προέλευσης. Επίσης, μας δίνει μια ιδέα για τη λειτουργία του δημοσίου που είχε μπει στον αυτόματο, καθώς αυτοί που κυβερνούσαν ήταν κυρίως απασχολημένοι με το να μαζεύουν και να σκορπίζουν το χρήμα που έπεφτε σαν βροχή λόγω των Ολυμπιακών αγώνων. Εκείνη την εποχή μοιάζαμε σαν μια οικογένεια νεόπλουτων, που δεν την ενδιέφεραν νοικοκυρίστικα πράγματα, λογαριασμοί και τέτοια, ήταν υπεράνω. Ο κυβερνητικός του βιβλίου είναι χωρίς όραμα, αλλά και πάλι δεν το αναλύω, βάζω απλώς μια σκηνή που τον σταματάνε για να τον υποβάλουν σε έλεγχο αλκοτέστ και εκείνος λέει στον αστυνομικό: «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» και τον απειλεί με μετάθεση. Ήταν η εποχή που η εξουσία ένιωθε αήττητη και ανέλεγκτη.

Διαβάζοντας το βιβλίο, θυμήθηκα την εποχή που η πλατεία Συντάγματος είχε μετατραπεί σε μια μεγάλη πίστα ως αντίδραση για τον νόμο Παπαθεμελή. Ο ελληνικός λαός «πάλεψε» για περισσότερο ξενύχτι. Αντιδρά όμως σε σημαντικά για την κοινωνία ζητήματα;

Θα μιλήσω και πάλι για τη νέα γενιά. Αντιδρά. Με τον τρόπο της εποχής της. Οι άνθρωποι πάντα έβγαιναν στους δρόμους και θα συνεχίσουν να βγαίνουν. Η νέα γενιά δεν κουνάει πανό τόσο συχνά όσο θα περιμέναμε, όμως δεν είναι αδρανής. Αντιδρά μέσω των διαδικτυακών κοινωνικών δικτύων. Εύκολα μπορεί να πετάξει έναν υπουργό από την καρέκλα του αναπαράγοντας βιντεάκια ή βιτριολικά memes. Οι νέοι ασχολούνται με το περιβάλλον, δημιουργούν συλλογικότητες, ασχολούνται με τον εθελοντισμό, αλλάζουν τον τρόπο που καταναλώνουν. Δεν είναι πάντα το πανό η λύση. Για την ακρίβεια το πανό μπορεί να είναι και υπεκφυγή. Έχουν γυρίσει την πλάτη στα κόμματα κι είναι ένας τρόπος διαμαρτυρίας κι αυτός, ο οποίος μελλοντικά θα παίξει, νομίζω, τον ρόλο του. Έχουν γυρίσει την πλάτη και στους εργοδότες, καθώς εύκολα παραιτούνται, εύκολα αλλάζουν δουλειά και χώρα. Αναγκάζουν τις εφημερίδες να φιλοξενούν άρθρα που θεωρούν τους νέους, εξαιτίας της συνήθειάς τους να μη δουλεύουν εντατικά, ως «πολέμιους του καπιταλισμού» και κομβικές φιγούρες σε αυτήν την «επιδημία εγκατάλειψης» των δουλειών. Αν αυτό δεν είναι αντίσταση σε έναν τρόπο ζωής που θεοποίησε το επαγγελματικό status, που αφαίρεσε τον ελεύθερο χρόνο και που εξάρτησε την αξία του ανθρώπου από το ύψος του εισοδήματός, τότε τι είναι;

Δύο από τις ηρωίδες σου έχουν υποστεί τραύμα κατά την παιδική τους ηλικία, προερχόμενο από τους «σημαντικούς» άλλους. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να τοποθετηθεί πλάι τους ως «σημαντικός» εγώ;

Με ρωτάς πώς μπορεί κάποιος που τον απέρριψε η μητέρα ή ο πατέρας του, στην πορεία της ζωής του να δημιουργήσει δεσμούς, να εμπιστευθεί ή να αφεθεί. Δεν ξέρω τι θα απαντούσε σε αυτό ένας ψυχίατρος. Τα πρόσωπα πάντως του δικού μου βιβλίου με μεγάλη αγωνία ψάχνουν αυτό που στερήθηκαν και με μεγάλη ευκολία αφήνονται στην πρώτη πρόθυμη αγκαλιά που βρίσκουν. Ονειρεύονται ωστόσο τη μονιμότητα. Η Λίλα μου, λέει κάποια στιγμή «Κάτι με χαλάει στην ευκολία με την οποία οι άνθρωποι πετάμε ο ένας τον άλλον. Είναι λιγάκι ανθρωποφαγικό. Το ξέρεις ότι ο Σκοτ Φιτζέραλντ θυσίασε όλο το συγγραφικό ταλέντο για να συντροφέψει τη Ζέλντα όταν εκείνη τρελάθηκε;» Αυτή η φράση της νομίζω κάτι δείχνει από την ανάγκη της να αγαπηθεί χωρίς όρια, έτσι δηλαδή όπως ακριβώς θέλουμε να μας αγαπάνε η μητέρα κι ο πατέρας μας.

Ο ρατσισμός είναι ένα από τα θέματα που πραγματεύεται το μυθιστόρημα. Ο φυλετικός, αλλά και ο ρατσισμός της εικόνας. Ποιες αλλαγές έχεις δει στα δύο αυτά θέματα από τη δεκαετία του ’90 στην οποία αναφέρεται το βιβλίο μέχρι τις μέρες μας;

Ρατσισμός υπήρχε τη δεκαετία του ’90, ρατσισμός υπάρχει και στις μέρες μας. Η διαφορά είναι ότι τότε ο ρατσιστής δεν δίσταζε να φανερωθεί, ενώ σήμερα κρύβεται. Από αυτή την άποψη, τον ρατσισμό της δεκαετίας του ’90 τον θεωρώ πιο υγιή, αφού εξωτερικεύονταν και μπορούσες να τον συζητήσεις, να του αντιπαραθέσεις επιχειρήματα, μπορούσες να τον λυτρώσεις από το ίδιο του το φαρμάκι. Δεν είναι τυχαίο ότι εκείνος ο παλιομοδίτικος ρατσισμός μας οδήγησε στη σημερινή ανεκτικότητα. Σήμερα οι άνθρωποι κρύβονται στο όνομα της πολιτικής ορθότητας, δεν εκδηλώνονται, κρατάνε το φαρμάκι μέσα τους και ζουν με αυτό. Αυτοί οι άνθρωποι είναι αποκλεισμένοι από τη λύτρωση, είναι δήθεν, είναι ψεύτες, είναι μπερδεμένοι οι ίδιοι και μπερδεύουν και τα παιδιά τους και τον κόσμο όλο. Στις μέρες μας, ας πούμε, δεν χρησιμοποιούμε τη λέξη «χοντρή» και επιπλέον λέμε ότι δεν έχουμε θέμα με τα παραπανίσια κιλά, όμως ταυτόχρονα τα περιοδικά κάνουν θέμα κάποια καλλιτέχνιδα με παραπανίσια κιλά, την περιφέρουν από εξώφυλλο σε εξώφυλλο, θαυμάζουν δήθεν την αυτοπεποίθησή της, ενώ στο ίδιο περιοδικό οι υπόλοιπες πενήντα σελίδες έχουν μόνο αδύνατα μοντέλα και παράλληλα προτείνουν και καμιά δεκαριά τρόπους γρήγορης απώλειας βάρους. Αυτό δείχνει ότι συνεχίζουμε να είμαστε ρατσιστές, όμως είμαστε πιο δόλιοι από τους προηγούμενους, πιο κάλπηδες, όπως θα έλεγε κι ο Χόλντεν Κόλφιλντ του Σάλιντζερ.

Εμφανίστηκες στον χώρο του βιβλίου το 1995 και μέχρι το 2014 εκδόθηκαν έξι μυθιστορήματά σου. Μεσολάβησε όμως μια δεκαετία μέχρι τις «Υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες». Δεν ήταν αίθριος ο καιρός νωρίτερα;

Αν πρέπει να αναφερθώ στην προσωπική μου ζωή, θα πω ότι σε αυτήν τη δεκαετία έζησα μερικά τραυματικά γεγονότα και πέρασα μερικά δύσκολα χρόνια. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το βιβλίο που αρχικά άρχισα να γράφω, στη συνέχεια να μου μοιάζει εντελώς μακρινό, τόσο που δεν με αφορούσε πια. Προσπάθησα να το συνεχίσω κι αυτή ήταν η πιο λάθος απόφαση που έχω πάρει. Βγήκε ένα πράγμα εντελώς άψυχο και το παράτησα εντελώς. Αυτό που τελικά εκδόθηκε γράφτηκε τα τελευταία δύο χρόνια.

Πόσο έχει αλλάξει το εκδοτικό τοπίο κατά τη διάρκεια των ετών που δραστηριοποιείσαι σ’ αυτό;

Υπερβολικά. Τη δεκαετία του ’90 ήταν πολύ εύκολο να βγάλεις βιβλίο. Οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι, αυτοί που όλοι ξέρουμε, έβγαζαν πολλά βιβλία τον χρόνο. Σήμερα ακόμα και οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι βγάζουν λίγα βιβλία, με αποτέλεσμα να περνάνε από κόσκινο ακόμα και τα χειρόγραφα των δικών τους συγγραφέων. Δεν έχουν άδικο. Είναι επιχειρήσεις που πρέπει να βγάλουν τα λεφτά τους, και οι πωλήσεις των βιβλίων έχουν μειωθεί. Επιπλέον, παλαιότερα οι εκδοτικοί οίκοι έκαναν πολλά πάρτι, μεγάλα πάρτι κάθε τόσο, βρισκόμασταν οι συγγραφείς πότε εδώ και πότε εκεί, πίνοντας και τρώγοντας όπως στα πάρτι του Γκάτσμπυ, και οι καλοί μας εκδότες πλήρωναν γι’ αυτό. Επίσης, παλιότερα εύκολα πλήρωνε ο εκδότης τα αεροπορικά σου εισιτήρια για να πας πέρα δώθε να κάνεις παρουσιάσεις, πράγμα που σήμερα δεν γίνεται με την ίδια ευκολία, αντίθετα γίνεται με απόλυτη σύνεση και αφού συνδυάσεις τρεις τέσσερεις πόλεις μαζί για να φτουρήσουν τα εισιτήρια. Όσο για τις πωλήσεις, έχουν πέσει κατακόρυφα, και αυτό αφορά και τα πρώτα ονόματα. Όλοι ξέρουμε ότι μικραίνει το αναγνωστικό κοινό, η κάθε γενιά που έρχεται διαβάζει λιγότερο, κι από αυτούς που διαβάζουν οι περισσότεροι προτιμούν να δανειστούν το βιβλίο αντί να το αγοράσουν, αφού οι περισσότεροι ζορίζονται οικονομικά.

Κατάγεσαι από το Διδυμότειχο, μια πόλη με έντονη την παραδοσιακή σφραγίδα, 950 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα και μόλις 2 από την Τουρκία. Πόσο έχει «γράψει» μέσα σου και κατά πόσο «γράφει» στα έργα σου;

Συνεχίζω ακόμα για να υπολογίσω το πόσο απέχει χιλιομετρικά το ένα μέρος από το άλλο, να χρησιμοποιώ σαν παράδειγμα την απόσταση Διδυμότειχο-Αλεξανδρούπολη, κι αυτό είναι το οικογενειακό μας ανέκδοτο. Όταν βλέπω στα καλά καθούμενα φαντάρους μέσα στην Αθήνα χάνω την αίσθηση της πόλης. Όταν βλέπω φορτηγά στην Αττική Οδό φορτωμένα με σανό, ανοίγω τα παράθυρα για να μυρίσω το σανό και βγαίνω στη λάθος έξοδο. Ψάχνω στο YouTube και ακούω τα τραγούδια που ακούγαμε στα πανηγύρια. Σαλεύουν τα σωθικά μου όταν βλέπω ξερακιανές γιαγιάδες με μαντίλα και παππούδες με τραγιάσκα. Όταν βλέπω τη γαλανόλευκη θυμάμαι παρελάσεις. Κι όταν γράφω, αυτή η απουσία δεν με αφήνει σε ησυχία.