Βιβλιο

Περηφάνια της Elif Shafak

Προδημοσίευση από το νέο της βιβλίο

A.V. Team
ΤΕΥΧΟΣ 508
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αφήνοντας πίσω τη δίδυμη αδελφή της, η Πεμπέ εγκαταλείπει την Τουρκία για την αγάπη – ακολουθώντας το σύζυγό της Αντέμ στο Λονδίνο. Εκεί οι Τοπράκ ελπίζουν να φτιάξουν μια καινούρια ζωή για τον εαυτό τους και για τα παιδιά τους. Κι όμως, όσο μακριά κι αν ταξιδέψουν, οι παραδόσεις και οι πεποιθήσεις που άφησαν πίσω τους οι Τοπράκ μένουν μαζί τους – μεταγγισμένες στο αίμα τους. Ο πρωτότοκος γιος τους είναι ο μικρός Ισκεντέρ, ο οποίος θυμάται την Τουρκία και νιώθει την προδοσία πιο βαθιά απ’ όλους. Η αδελφή του, η Εσμά, είναι πιστή και αφοσιωμένη παρά τον πόνο και τη θλίψη της.

Και τέλος, ο Γιούνους, ο οποίος γεννήθηκε στο Λονδίνο, είναι ντροπαλός και αλλιώτικος από τους άλλους. Παγιδευμένα από τα λάθη του παρελθόντος, τα παιδιά των Τοπράκ βλέπουν τη ζωή τους να διαλύεται και να μεταμορφώνεται εξαιτίας μιας άγριας δολοφονικής πράξης. Ένα δυνατό μυθιστόρημα που ξετυλίγεται στην Τουρκία και το Λονδίνο τη δεκαετία του ’70 και του σήμερα, και διερευνά τον πόνο και την απώλεια, την αφοσίωση και την προδοσία, τα βάσανα των μεταναστών, τη ρήξη της παράδοσης με τον σύγχρονο κόσμο… Η μετάφραση είναι της Άννας Παπασταύρου και το βιβλίο κυκλοφορεί στις 15/12 από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.

........

«Θα διασχίσουμε την αγγλική ύπαιθρο, θα περάσουμε από ήσυχα λιβάδια κι απέραντους αγρούς. Εκείνος θα ρωτήσει για τις κόρες μου. Εγώ θα του πω ότι είναι μια χαρά, ότι μεγαλώνουν γρήγορα. Εκείνος θα χαμογελάσει, παρότι δεν έχει την παραμικρή ιδέα από πατρότητα. Εγώ με τη σειρά μου δε θα του κάνω καμία ερώτηση.

Θα έχω φέρει μαζί μια κασέτα για ν’ ακούσουμε. Τις μεγαλύτερες επιτυχίες των Abba – όλα τα τραγούδια που συνήθιζε να σιγομουρμουρίζει η μητέρα μου, ενώ μαγείρευε ή καθάριζε ή έραβε. «Take a Chance on Me», «Mamma Mia», «Dancing Queen», «The Name of the Game»… γιατί θα μας βλέπει, είμαι σίγουρη. Οι μανάδες δεν πάνε στον παράδεισο όταν πεθαίνουν. Παίρνουν ειδική άδεια απ’ το Θεό να μείνουν λίγο παραπάνω και να φυλάνε τα παιδιά τους, ό,τι κι αν έχει συμβεί ανάμεσά τους στη διάρκεια της σύντομης θνητής ζωής τους.

Επιστρέφοντας στο Λονδίνο, μόλις φτάνουμε στην πλατεία Μπάρνσμπερι, θα ψάξω για μια θέση πάρκινγκ, γκρινιάζοντας μέσα μου. Θ’ αρχίσει να βρέχει – μικρές κρυστάλλινες σταγόνες. Τελικά θα βρούμε μια θέση όπου θα στριμώξω το αυτοκίνητο μετά από καμιά δεκαριά μανούβρες. Μπορώ να ξεγελάω τον εαυτό μου ότι είμαι καλή οδηγός, ώσπου έρχεται η ώρα να παρκάρω. Αναρωτιέμαι αν θα με ειρωνευτεί, ότι είμαι μια τυπική γυναίκα οδηγός. Άλλοτε θα το έκανε.

Θα προχωρήσουμε μαζί προς το σπίτι, ο δρόμος θα είναι ήσυχος και φωτεινός πίσω μας και μπροστά μας. Για μια φευγαλέα στιγμή, θα συγκρίνουμε την περιοχή γύρω μας με το παλιό μας σπίτι στο Χάκνεϊ, το σπίτι στη Λάβεντερ Γκρόουβ, απορώντας με το πόσο διαφορετικά φαίνονται τώρα τα πράγματα και πώς έχει προχωρήσει ο χρόνος, ακόμα κι αν εμείς δεν μπορέσαμε να προχωρήσουμε.

Μόλις μπούμε μέσα, θα βγάλουμε τα παπούτσια μας και θα φορέσουμε τις παντόφλες – κλασικές ανθρακί για εκείνον, ένα ζευγάρι του άντρα μου, και για μένα μπορντό παντοφλάκια με πονπόν. Το πρόσωπό του θα συσπαστεί από την ταραχή μόλις τις δει. Για να τον καθησυχάσω, θα του πω ότι είναι δώρο των θυγατέρων μου. Εκείνος θα χαλαρώσει, συνειδητοποιώντας τώρα ότι δεν είναι οι δικές της. Η ομοιότητα είναι απλώς συμπτωματική.

Από το άνοιγμα της πόρτας εκείνος θα με παρακολουθεί να φτιάχνω τσάι, το οποίο θα σερβίρω χωρίς γάλα και με πολλή ζάχαρη, αν, δηλαδή, η φυλακή δεν του έχει αλλάξει τις συνήθειες. Έπειτα θα βγάλω χαλβά με ταχίνι. Θα καθίσουμε μαζί μπροστά στο παράθυρο, με πορσελάνινα φλιτζάνια και πιατάκια στα χέρια, σαν ευγενικοί ξένοι, κοιτάζοντας τη βροχή να πέφτει στις βιόλες, στην πίσω αυλή μου. Εκείνος θα παινέσει τη μαγειρική μου, λέγοντας πόσο έχει επιθυμήσει τον σπιτικό χαλβά, παρότι θα αρνηθεί ευγενικά δεύτερη μερίδα. Θα του πω ότι ακολουθώ τη συνταγή της μαμάς κατά γράμμα, όμως ποτέ δε μου βγαίνει τόσο καλός όσο ο δικός της. Αυτό θα τον κάνει να σωπάσει. Θα ανταλλάξουμε βλέμματα με νόημα κι η σιωπή θα ’ναι βαριά στην ατμόσφαιρα. Έπειτα εκείνος θα ζητήσει να αποσυρθεί, λέγοντας πως αισθάνεται κουρασμένος και πως θα ήθελε να ξεκουραστεί, αν δεν με πειράζει. Εγώ θα του δείξω το δωμάτιό του και θα κλείσω την πόρτα, σιγανά.

Θα τον αφήσω εκεί. Σ’ ένα δωμάτιο, μέσα στο δικό μου σπίτι. Ούτε πολύ μακριά ούτε και πάρα πολύ κοντά. Θα τον κρατήσω κλεισμένο μέσα σ’ εκείνους τους τέσσερις τοίχους, ανάμεσα στο μίσος και την αγάπη, που δεν μπορώ να μην τα νιώθω, και τα δυο, παγιδευμένα καθώς είναι για πάντα σ’ ένα κουτί μες στην καρδιά μου. Είναι ο αδελφός μου.

Αυτός, ένας φονιάς...»

image