Βιβλιο

Δημήτρης Φύσσας: Αυστηρώς ακατάλληλον

Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος μιλάει για την επανακυκλοφορία του πρώτου βιβλίου για τα τσοντάδικα της Αθήνας

Δημήτρης Αθανασιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 898
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη με τον συγγραφέα και δημοσιογράφο Δημήτρη Φύσσα για την επανακυκλοφορία του βιβλίου «Αυστηρώς ακατάλληλον», για τα τσοντάδικα της Αθήνας

Συγγραφέας, δημοσιογράφος, αθηναιογράφος, νεοελληνιστής φιλόλογος και κειμενογράφος είναι μερικές από τις λέξεις που μπορούν να περιγράψουν το πολυσχιδές έργο του αεικίνητου Δημήτρη Φύσσα. Ερευνητής και λάτρης της πόλης, στην πιάτσα του ιδιωτικού τομέα με ποικίλα επαγγέλματα από το 1974, στα γράμματα με κείμενα που δεν περνούσαν απαρατήρητα, κυκλοφόρησε το «Αυστηρώς ακατάλληλον», το πρώτο βιβλίο για τα τσοντάδικα της Αθήνας, το σωτήριο έτος 1994. Εξαντλημένο για χρόνια, κυκλοφόρησε ξανά ενισχυμένο μετά από λαϊκή απαίτηση, από τις «ΑΩ Εκδόσεις».

Το «Αυστηρώς ακατάλληλον», το πρώτο βιβλίο για τα τσοντάδικα της Αθήνας, κυκλοφόρησε σχεδόν πριν 30 χρόνια, τον Νοέμβριο του 1994, κι εξαντλήθηκε γρήγορα. Πώς προέκυψε η νέα επαυξημένη έκδοση και ποια νέα στοιχεία θελήσατε να προσθέσετε;
Προέκυψε επειδή μου το ζητάγανε πολλοί αναγνώστες και –πράγμα παράξενο– αναγνώστριες, καθώς και από κάποια νοσταλγική διάθεση. Το καινούργιο βιβλίο εμπεριέχει όλο το παλιό, δηλαδή κατά 90% προγράμματα εκείνων των σινεμά, καθώς κι έναν εκτεταμένο καινούργιο πρόλογο, στον οποίο αναφέρεται τι έχει αλλάξει στα τριάντα χρόνια από τότε στο πεδίο του πορνοθέαματος, τι απόγιναν σήμερα εκείνες οι αίθουσες, αλλά και οι κυριότερες ατάκες του Γκουσγκούνη.

Τι σκεφτόσασταν όταν ξεκινήσατε να διαρθρώνετε τη δομή του βιβλίου;
Ότι έλπιζα να έχει κάποια απήχηση και στο σημερινό κοινό, που έχει δυνητικά πλήρη εθισμό στο γενικευμένο πορνό.

Θυμάστε την πρώτη φορά που βρεθήκατε σε ένα τσοντάδικο για να παρακολουθήσετε ένα έργο «Αυστηρώς ακατάλληλον»;
Βέβαια. Ήταν στο Ελίτ της οδού Πειραιώς. Ήταν μια γαλλική τσόντα κι ήμουν με το φίλο και συνάδελφο Λάμπη Τσ.

Υπήρξαν πράγματα που σας εντυπωσίαζαν;
Που τα τσοντάδικα ήταν ημιδημόσια μαλακιστήρια. Δημόσιο μεν θέαμα, μα η μαλακία στο σκοτάδι, συν την κάλυψη κάποιου παλτού ή μιας εφημερίδας. Επίσης χώροι για μαλακία άλλων, καθώς και πίπες, πάντα με την κάλυψη του σκοταδιού.

Που σας σόκαραν;
Όχι, ήταν μια γενικευμένη καυλο-χαρά.

Η σχέση σουρεαλισμού και σεξ, όπως γράφετε, είναι στενή. Ποιο ήταν το πιο σουρεαλιστικό πράγμα κατά τη γνώμη σας στα αθηναϊκά τσοντάδικα;
Το λαϊκό χιούμορ, που είχε άφθονες σεξουαλικές αφορμές. Για παράδειγμα, από τον εξώστη κάποιου τσοντάδικου, κάποιος φώναξε δυνατά στους κάτω: «Πλατεία τα σωσίβια, χύνω!»

© Θανάσης Καρατζάς

Ποια θεωρείτε την καλύτερη τσόντα όλων των εποχών και γιατί;
Απ’ όσες είχα δει εγώ, «Το σεξ με τρυφερότητα», της οποίας αγνοώ τον ορίτζιναλ τίτλο και δεν θυμάμαι ούτε τη χώρα παραγωγής. Επειδή είχε σπάνια πλάνα πρωκτικού σεξ πάνω σε γυάλινη επιφάνεια, με δυο κοκκινομάλλες που κοιτάζονταν αντικριστά, καυλωμένες και χαρούμενες, ενώ πολλές λήψεις γίνονταν από κάτω προς τα πάνω, δηλαδή μέσα από το γυαλί όπου εκτελούνταν οι σεξουαλικές πράξεις.

Πόσα χρόνια χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί η έρευνά σας και με ποιους τρόπους προσπαθήσατε να αποτυπώσετε αυτούς τους χώρους και την εποχή τους;
Σχετικά λίγον καιρό, γιατί δεν ήταν ακριβώς έρευνα. Κάθε που πήγαινα σε τσοντάδικο, φύλαγα το πρόγραμμα που μου έδινε η γριά ταξιθέτρια στην είσοδο – όλες οι ταξιθέτριες στα τσοντάδικα ήταν για προφανείς λόγους γριές. Μου δίνανε και φίλοι μου. Βλέποντας ότι αυτά τα σινεμά ήδη έφθιναν, αποφάσισα τότε να εκδώσω αυτά τα προγράμματα, προσθέτοντας έναν πρόλογο για το κλίμα μέσα στις αίθουσες. Η πρώτη έκδοση είχε γίνει από το «Δελφίνι» του μακαρίτη Πέτρου Σταθάτου, ενώ η επαυξημένη τωρινή από το «ΑΩ» του Πέτρου Μιχάλη.

Ποια στερεότυπα σας έκαναν εντύπωση στα προγράμματα αθηναϊκών κινηματογράφων σεξ;

Υπήρχαν τρεις κατηγορίες προγραμμάτων: τα τυποποιημένα, τα πραγματικά και τα ποικιλμένα. Τα πρώτα ήταν πραγματικά, όπως το λέτε στην ερώτησή σας, «στερεότυπα», δηλαδή το μόνο που άλλαζε κάθε φορά ήταν οι τίτλοι των ταινιών (όλα τα τσοντάδικα έπαιζαν δύο φιλμ), ενώ η «υπόθεση του έργου» ήταν πάντα το ίδιο καυλιάρικο κείμενο της συμφοράς, που απλά εξίταρε τον θεατή. Τα δεύτερα κατέγραφαν μια στοιχειώδη υπόθεση των δύο ταινιών και κατέληγαν στο γνωστό «η συνέχεια επί της οθόνης». Τα τελευταία ήταν συνήθως επέκταση της δεύτερης κατηγορίας, ποικιλμένα με «Προσεχώς», ανέκδοτα ή κείμενα προτρεπτικά προς τους θεατές ή αυτοεγκωμιαστικά για το ίδιο το σινεμά. Τέτοια παρατηρούνταν στα πιο κυριλέ τσοντάδικα, όπως το Play boy της Μαυρομιχάλη (πρώην Φλώρα και μετέπειτα Αλφαβίλ) ή το Ριβολί της οδού Αριστείδου.

Τι σας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση δουλεύοντας την πρώτη έκδοση; Και τι δουλεύοντάς την ξανά, τρεις δεκαετίες αργότερα;
Για την πρώτη μίλησα. Όσον αφορά την τωρινή, ότι ήδη κυκλοφορεί πολλή μυθολογία σχετική με τα σινεμά πορνό. Ελπίζω η δεύτερη έκδοση, λοιπόν, να αποκαταστήσει την ιστορική αλήθεια (εδώ γελάμε).

Για ποιους λόγους, κατά τη γνώμη σας, παρήκμασαν τα σινεμά πορνό;
Πολύ καλή ερώτηση. Βίντεο, ίντερνετ, ντιβιντί, κινητό έκαναν σταδιακά την τσόντα ιδιωτικό θέαμα, επιφέροντας την παρακμή του δημόσιου πορνό στα τσοντάδικα. Ας συμπληρώσω ότι τα τσοντάδικα είχαν εμφανιστεί αρχές του 1970 επειδή, λόγω της τηλεόρασης, τα σινεμά γενικά έχαναν ραγδαία θεατές. Ορισμένες, λοιπόν, αίθουσες το γύρισαν στο πορνό για να επιβιώσουν. Άλλες πάλι γίνονταν εναλλάξ τσοντάδικα ή κανονικές, όπως π.χ. η Λίνα στους Αμπελόκηπους. Τα τελευταία τσοντάδικα έκλεισαν στις μέρες μας ή πνέουν τα λοίσθια. Το ίδιο συμβαίνει σ’ όλο τον κόσμο.

Πώς θεωρείτε ότι έχει αλλάξει η έννοια του ερωτισμού στην εποχή μας συγκριτικά με τα 90s;
Πέρα από τις προαναφερθείσες εμπειρικές παρατηρήσεις, μου λείπουν τα θεωρητικά εργαλεία για ν’ απαντήσω την ερώτηση.

Αντιμετωπίσατε θέματα σεμνοτυφίας απέναντι στο έργο σας;
Ναι, μα όχι πολλά. Σε γενικές γραμμές, ο κόσμος το χάρηκε και τότε και τώρα. Ήταν βέβαια περίεργο ότι ένας νέος, υποτίθεται σοβαρός –σκεφτείτε ότι το πρώτο βιβλίο μου ήταν «Η γενιά του Πολυτεχνείου», δηλαδή η γενιά μου, αμέσως μετά έβγαλα το «Αυστηρώς ακατάλληλον», ενώ το τρίτο ήταν ένα κανονικό μυθιστόρημα–, έβγαλε τέτοιο βιβλίο, αλλά η διάθεση να κάνω την πλάκα μου ήταν εντονότατη.

Έχετε συμβάλει στην κοινωνιολαογραφία της πόλης για τους κινηματογράφους της και με την έρευνά σας «Τα σινεμά της Αθήνας 1896-2013 - Ιστορίες του αστικού τοπίου». Θεωρείτε πως τα αθηναϊκά τσοντάδικα υπήρξαν ένα κεφάλαιο του ελληνικού κινηματογράφου;
Το δεύτερο αυτό βιβλίο μου που αναφέρατε είναι όντως μια μείζων δεκάχρονη έρευνα 1.000 σελίδων Word. Αφορά όλα τα σινεμά που λειτούργησαν ή λειτουργούν στον Δήμο Αθηναίων από τότε που έγινε η πρώτη προβολή στην πόλη μας, το 1896, μέχρι τις μέρες μας. Περιλαμβάνει εκατοντάδες χώρους προβολών –επίσημους και ανεπίσημους (μάντρες κ.λπ.), σινεμά λαϊκά και κυριλέ, λειτουργούντα και γκρεμισμένα, χειμωνιάτικα και καλοκαιρινά κ.λπ.– επομένως και τα τσοντάδικα, με πλήθος στοιχείων για κάθε χώρο. Το βιβλίο κυκλοφορεί ελεύθερο στο ίντερνετ.

Έχοντας ζήσει την εποχή αυτών των κινηματογραφικών αιθουσών, τι θα θέλατε να μεταφέρετε σε έναν νεότερο αναγνώστη που δεν βρέθηκε ποτέ σε μία τέτοια;
Το ξέσπασμα του ερωτισμού μετά από μακρά οικογενειακή και πολιτική καταπίεση και την αχαλίνωτη πλάκα με αφορμή το αλογόκριτο σεξ, που ήταν τότε σπάνιο και ακριβοθώρητο πράγμα, καθώς και το χιούμορ. Πάντως τώρα το πορνό είναι μακράν δημοκρατικότερο, γιατί το απολαμβάνουν σπίτι τους εξίσου και γυναίκες, αν θέλουν, ενώ τα τσοντάδικα αφορούσαν μόνο άντρες.