Βιβλιο

Πόσο κρατάει ένα βιβλίο, αλήθεια;

Πόσο ζει ένα βιβλίο; Και πού πηγαίνει αν —ή όταν— πεθάνει;

Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η αγορά του βιβλίου στην Ελλάδα - Έχουν τα βιβλία ημερομηνία λήξης;

Τα βιβλία κάποτε πεθαίνουν. Πώς να το κάνουμε. Κάποια —ένα μονοψήφιο ποσοστό, και όχι πολύ κοντά στο 9 ή στο 10— κρατούν μπόλικα χρόνια. Κάποια, πάλι, όχι: πεθαίνουν πολύ πιο γρήγορα· και αυτά τυχαίνει να είναι το μεγαλύτερο ποσοστό όλων. Και είναι και μερικά, μια χούφτα όλα κι όλα, που είναι «αθάνατα» — εδώ το ποσοστό είναι τρομερά χαμηλό βέβαια, ή, για την ακρίβεια: στατιστικώς ασήμαντο.

Αν γκουγκλάρει κανείς, θα δει ότι έχουν εκδοθεί με κάποιον τρόπο (ή τέλος πάντων έχουν τυπωθεί, από την εφεύρεση της μαζικής εκτύπωσης με κινητά στοιχεία και δώθε, περίπου εξακόσια χρόνια πριν), κάπου εκατόν τριάντα με εκατόν εξήντα εκατομμύρια βιβλία. Προτείνω να κρατήσουμε τον μεγαλύτερο αριθμό, ακόμη και αν δεν είναι αληθινός (άλλωστε ούτε ο πρώτος είναι), γιατί ταιριάζει γάντι με τον αριθμό των βιβλίων που έχει κατά μέσο όρο ένα νοικοκυριό σήμερα: 160 βιβλία, πέντε πάνω πέντε κάτω (με διαβασμένα τα 120 μαξ), ήτοι το 0,0001% των βιβλίων που υπήρξαν κάποτε αν δεν μας προδίδουν οι δεξιότητές μας στην αριθμητική. Μάλιστα, κάποια από αυτά τυχαίνει να είναι κοινά, σε μπόλικα από τα νοικοκυριά. Κάποια άλλα πάλι, υπάρχουν μόνο σε ένα σπίτι στον πλανήτη. Στην επόμενη μετακόμιση, θα πεταχτούν.

Γενικά μιλώντας, ένα γιγαντιαίο ποσοστό των βιβλίων που γράφτηκαν, τυπώθηκαν, πουλήθηκαν, αγοράστηκαν και διαβάστηκαν ποτέ, είναι νεκρά, πιο νεκρά δεν γίνεται: πέθαναν και πάνε. Από την άλλη, ναι, κάμποσες δεκάδες χιλιάδες άλλα —είτε υπάρχουν σε μορφή βιβλίου είτε όχι— είναι σκαναρισμένα και ψηφιοποιημένα, και κοιμούνται σε κάποιο κλάουντ: κανείς δεν θα τα διαβάσει ποτέ, βέβαια, εκτός από κάποια τρομερά βαριεστημένη μονάδα τεχνητής νοημοσύνης στο μέλλον, όταν οι κβαντικοί υπολογιστές θα μας έχουν κάνει με τα κρεμμυδάκια — και μετά θα τους βάλει φωτιά και θα τα κάψει γιατί δεν θα τα βρει ακριβώς ενδιαφέροντα.

Κάθε χρόνο εκδίδονται από μισό μέχρι ένα εκατομμύριο νέοι τίτλοι. Κανείς δεν ξέρει ακριβώς να μας πει. Αν βάλεις, δε, μέσα και τις αυτοεκδόσεις, που είναι και η μεγάλη πλειονότητα των νέων εκδόσεων την τελευταία δεκαετία-δεκαπενταετία, το νούμερο φτάνει τα τέσσερα εκατομμύρια. Μόνο στις ΗΠΑ, και μόνο το 2021, οι αυτοεκδόσεις ξεπέρασαν τα 2,3 εκατομμύρια τίτλους. Βέβαια, δεν έχουν τυπωθεί (κυριολεκτικά) όλα αυτά: πάρα πολλά τυπώνονται μόνο on demand — όταν υπάρχει demand. Αλλά συνήθως δεν υπάρχει. Το μέσο βιβλίο αυτοέκδοσης πουλάει πέντε (5) αντίτυπα όλα κι όλα, και το μέσο χάρτινο περίπου 200 κομμάτια (και έχει ταβάνι τα 1.000 αντίτυπα όσο βρίσκεται εν ζωή).

Και στην Ελλάδα; Σύμφωνα με την τελευταία μεγάλη έρευνα του ΟΣΔΕΛ για την αγορά του βιβλίου, στη χώρα μας εκδίδονται περίπου 10.000 νέοι τίτλοι ετησίως, το εν πέμπτον των οποίων είναι λογοτεχνικά βιβλία. Και πάλι αν δεν κάνουμε λάθος, αυτό σημαίνει πως κανείς έρχεται αντιμέτωπος με 2.000 βιβλία πεζογραφίας και ποίησης τον χρόνο. (Τόσα βιβλία έχει στο σπίτι του κάπου ένα 10% των αναγνωστών αυτής της στήλης, μαζεμένα μια ζωή ένα-ένα). Αναφορικά, τώρα, με την έρευνα του ΟΣΔΕΛ για το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα, ξέρουμε πως ο μέσος αναγνώστης αγοράζει περίπου 6 βιβλία τον χρόνο (όχι όλα λογοτεχνικά!). Επιπροσθέτως, ο ένας στους πέντε Έλληνες δεν διαβάζει ποτέ στη ζωή του τίποτε, μηδέν, νάδα, κανένα βιβλίο, ενώ ο ένας στους τρεις διαβάζει από ένα μέχρι τέσσερα βιβλία τον χρόνο (και πάλι, καθώς πολλοί το ξεχνούν: όχι όλα λογοτεχνικά!).

Θέλω να πω, ένας εντατικός αγοραστής και ένας εντατικός αναγνώστης (αυτά τα δύο δεν ταυτίζονται) είναι σαν έναν περαστικό που περπατά σε ένα δάσος γεμάτο φυλλοβόλα δέντρα, και μαζεύει στο μικρό καλάθι που κρέμεται από τον αγκώνα του κάποια από αυτά, τα πιο ενδιαφέροντα κατά την κρίση του. Και μετά πάει στο σπίτι του να τα βάλει στο λεύκωμα με τα χοντρά φύλλα και τις ζελατίνες — ένα φυτολόγιο, ή ένα βιβλιολόγιο αν θέλετε. Και το δάσος των +2.000 τόμων ανά έτος; Το δάσος μένει μόνο του, το φως πέφτει, μια παράξενη ησυχία απλώνεται… και όλα ξεκινούν ξανά από την αρχή.

Τα αδιάβαστα βιβλία πεθαίνουν. (Πάρα πολλά από αυτά, κυριολεκτικά: πολτοποιούνται, βγαίνουν από τους καταλόγους των εκδοτών, κάθε αναφορά σε αυτά σβήνει, απαλείφεται, και χάνεται: λήξις, ταφόπλακα, game over, να ’ταν κι άλλα). Καμπόσα, ζουν σε ένα αιώνιο λίμπο, σε σχετικώς εκλεκτικά βιβλιοπωλεία. Είναι στο ράφι, στριμωγμένα ανάμεσα σε άλλα της ίδιας τύχης, τυλιγμένα μελαγχολία, και περιμένουν, περιμένουν, περιμένουν, μουγκά. Είναι κάπως σαν τη γάτα του Σρέντιγκερ: μέχρι να τα πιάσει ένα χέρι και να τα πάει στο ταμείο, δεν ξέρουμε αν ζουν. Αλλά τα πιο πολλά, όχι — μαραζώνουν. Σύντομα —γιατί πόση υπομονή να έχει κάποιος, και πόσο χώρο να διαθέσει, και εντέλει: γιατί;…—, σύντομα, λέμε, θα καταλήξουν σε κάποιο παζάρι. Ίσως εκεί έχουν μια τύχη. Ίσως όμως και όχι. (Οπότε θα πάνε στην ανακύκλωση κι αυτά). Κάποια, επίσης, σε μικρούς ή μεγαλύτερους αριθμούς, φυτοζωούν σε παλαιοβιβλιοπωλεία — αλλά αυτά τα καταστήματα έχουν τόση σχέση με την αγορά του βιβλίου, όσο το κατάστημα ενός ταριχευτή με την πανίδα ενός τόπου. (Καμία). Κάποια άλλα, τέλος, κάνουν ποιος ξέρει ποια ζωή.

Είναι μια δύσκολη αγορά η αγορά του βιβλίου. Το προϊόν είναι ευαίσθητο, τρυφερό, και σχεδόν πάντα θνησιγενές. Το ποσοστό των βιβλίων που επιβιώνουν είναι τρομερά μικρό, και —φευ— αντιστρόφως ανάλογο των παραγομένων τίτλων. Γιατί; Γιατί έτσι το θέλουν οι πολλοί, έτσι το θέλει το κοινό. Αλλά και γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Σήμερα, αν ένα βιβλίο δεν δείξει σημάδια —πώς να το πούμε— κινητικότητας μέσα στις 100 πρώτες ημέρες από την έκδοσή του, δεν θα τα δείξει ποτέ. Αυτές όμως τις 100 ημέρες, κάθε βιβλίο μπορεί να πανηγυρίζει τη ζωή του, να τρέφει ελπίδες, να πιστεύει πως αυτό,* ανάμεσα σε όλα τα άλλα, θα κάνει τη διαφορά, και θα αντέξει: ότι θα μπει σε μία καλή backlist. Ότι δεν θα χαθεί στον γκρεμό των εκατόν εξήντα εκατομμυρίων πεθαμένων βιβλίων.

Αν υπάρχουν και εξαιρέσεις; Ασφαλώς! Το είπαμε ήδη. Αλλά αυτές είναι για να μας νανουρίζουν. Δεν σημαίνουν στ’ αλήθεια κάτι.

Αν είναι ηθικό να μιλάμε με όρους αγοράς όταν μιλάμε για βιβλία; Ναι, προφανώς και είναι, τα βιβλία δεν βγαίνουν από τη γη σαν τα ραπανάκια. Κάποιοι δουλέψανε γι’ αυτά. Ίδρωσαν. Μόχθησαν. Και τους δώσανε ό,τι είχαν και δεν είχαν.

Ίσως οι αναγνώστες, οι αιμοδότες του κόσμου, να μπορούν να τους δώσουν, με τη σειρά τους, μιαν ευκαιρία, ένα φιλί της ζωής. Μόνο κέρδος θα έχουν και οι μεν, και οι δε.

----------------

(*) Αυτό το βιβλίο, αγαπητέ συνάδελφε συγγραφέα, μπορεί να είναι το δικό σου. Είτε αυτό που έβγαλες τώρα, είτε το άλλο που θα γράψεις. Ή μπορεί το επόμενο. Συνέχισε έτσι, συνέχισε δυνατά!