Βιβλιο

Άρης Σφακιανάκης: Η αναζήτηση της γνώσης είναι σκέτη ηδονή

Ο συγγραφέας μάς συστήνει τον ήρωα του νέου του βιβλίου «Ο πρίγκιψ του δεύτερου ορόφου»

Ηρώ Σκάρου
ΤΕΥΧΟΣ 897
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Άρης Σφακιανάκης μιλάει για το νέο του βιβλίο «Ο πρίγκιψ του δεύτερου ορόφου», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος

Τα τελευταία χρόνια έχω τη χαρά να συνομιλώ με αξιόλογους συγγραφείς με αφορμή συνεντεύξεις για την Athens Voice. Έχοντας την ελευθερία να κάνω όποιες ερωτήσεις θέλω σε ανθρώπους που θαυμάζω κι εκτιμώ, η κερδισμένη είμαι εγώ, καθώς από τις απαντήσεις τους μαθαίνω κι εξελίσσομαι. Όταν όμως μου ζητήθηκε μια συνέντευξη του Άρη Σφακιανάκη, προβληματίστηκα. Τι θα μπορούσα να ρωτήσω κάποιον που γνωρίζω τόσο καλά; Μετά σκέφτηκα πως αυτό ήταν μια αυταπάτη. Σίγουρα υπάρχουν πολλά που αγνοώ. Αλλά και πάλι, δυσκολευόμουν. Πήρα έτσι ξανά στα χέρια μου το καινούργιο του βιβλίο «Ο πρίγκιψ του δεύτερου ορόφου» και το ξεφύλλισα ψάχνοντας από κάπου να πιαστώ. Ώσπου φτάνω στη σελ. 383 που η βασίλισσα Αμαλία ζητά από τον αφηγητή της ιστορίας να θέσει κάποια ερώτηση κατά τη διάρκεια μίας πνευματιστικής συνάθροισης. «Πραγματικά, δεν ξέρω τι να ρωτήσω» της λέει. «Με βασανίζουν τόσα πολλά ερωτήματα που δυσκολεύομαι να διαλέξω ένα». «Πρίγκιψ, µην είστε σαχλός!», του λέει εκείνη γελώντας. «Εμπρός λοιπόν, ρωτήστε κάτι». Κλείνω το βιβλίο και όπως ο πρίγκιπας, τρίβω κι εγώ νευρικά τα χέρια µου. «Καλά, αφού επιμένετε» λέω.

Διαβάζοντας το βιβλίο δεν γινόταν να μη σκεφτώ πως ο ήρωάς σου έχει, και πάλι, κάποια κοινά χαρακτηριστικά με εσένα. Θα αναφέρω εδώ μονάχα τις σπουδές του στη Νομική. Είναι ένας χαρακτήρας οικείος αλλά ταυτόχρονα διαφορετικός. Πώς θα σύστηνες εσύ τον πρίγκιπα;
Ο πρίγκιψ είμαι εγώ. Αλλά κι ο γάτος Ναμπούκο είμαι εγώ. Δηλαδή, όχι ακριβώς εγώ. Για παράδειγμα, ο πρίγκιψ του δεύτερου ορόφου φλερτάρει τις γυναίκες με πολιορκητικό κριό την ποίηση – ενώ εγώ έχω χρόνια να διαβάσω ποίηση. Ο πρίγκιψ διαρκώς αποτυγχάνει να κατακτήσει μια κοπέλα που επιθυμεί – όχι ακριβώς η περίπτωσή μου. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, περισσότερο στον γάτο Ναμπούκο φέρνω. Ελπίζω να έχω και τις εφτά ζωές του.

Στο εύχομαι, αν και κρίνοντας από το έργο σου θεωρώ πως έχεις ήδη ζήσει κάμποσες απ’ αυτές. Έγινες εξάλλου γνωστός με βιβλία που αφηγούνταν κυρίως προσωπικά σου βιώματα. Πώς πήρες την απόφαση να εγκαταλείψεις αυτό το είδος και να στραφείς στο ιστορικό μυθιστόρημα;
Μετά το τελευταίο βιωματικό μου μυθιστόρημα με τίτλο «Γυναίκες», συνειδητοποίησα ότι είχα πλέον βαρεθεί να γράφω για τις προσωπικές μου εμπειρίες. Είχα ήδη μιλήσει για τον πρώτο μου έρωτα στο βιβλίο «Ο τρόμος του κενού», είχα αναφερθεί εκτενώς στον αποτυχημένο γάμο μου στο «Δεν ήξερες… δεν ρώταγες!», είχα γράψει για τον πατέρα του Σαββατοκύριακου (που υπήρξα) στο «Μπέιμπι σίτινγκ». Ανέπτυξα επίσης εκτενώς την τραυματική μου εμπειρία όσον αφορά στην αναζήτηση αγοράς κατοικίας στο «Ου μπλέξεις». Έτσι όπως πήγαινε το πράγμα, δεν θα είχε απομείνει κάτι να γράψω στην αυτοβιογραφία μου – όταν φτάσει εκείνος ο θλιβός καιρός. Έτυχε, λοιπόν, πριν δέκα περίπου χρόνια να εγκύψω σε διάφορα βιβλία που αναφέρονταν στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 και στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Με συνάρπασαν οι συνθήκες και τα περιστατικά εκείνης της εποχής, αντελήφθην ότι οι συμπατριώτες μου ήταν βυθισμένοι στην ίδια άγνοια περί των συμβάντων με τη δική μου κι έτσι αποφάσισα να στραφώ στο ιστορικό μυθιστόρημα. Είχα την προσδοκία –αφελή, πες– ότι θα πρόσφερα έτσι κάτι στην πατρίδα που με γέννησε.

Όντως προσφέρεις. Πάντως, είτε γράφεις βιωματικά είτε ιστορικά, οι γυναίκες έχουν πάντα μια ιδιαίτερη θέση στα βιβλία σου.
Ο Κήπος της Εδέμ πριν την εμφάνιση της γυναίκας ήταν ένας σαχλός βοτανικός κήπος. Προσωπικά, πλήττω θανάσιμα με τους βοτανικούς κήπους. Η μεγαλύτερη επινόηση του Πλάστη υπήρξε η γυναίκα. Δεν θα πάω εγώ κόντρα στον Δημιουργό. Θα μου πεις ότι στη συνέχεια αναγκάστηκε να την εκπαραθυρώσει από τον παράδεισο αντάμα με τον δόλιο εκείνο Αδάμ. Ναι, αλλά έτσι πήρε μπροστά η Ιστορία.

Ισχύει. Κι εσύ, από την προμετωπίδα ακόμη του βιβλίου αναφέρεσαι στη σύζυγο του Όθωνα: «Ο βασιλιάς έχει μόνον έναν άνδρα στο πλάι του, τη γυναίκα του». Ποιες ήταν οι πτυχές της προσωπικότητάς της Αμαλίας που σε γοήτευσαν;
Η Αμαλία στάθηκε μια έφιππη Αμαζόνα που αγάπησε έναν βαρήκοο εστεμμένο. Ήταν δυναμική, αποφασιστική, πρόσχαρη, με μια φλόγα για τη ζωή και μια ανεπτυγμένη –ίσως υπερβολικά– ροπή προς την επιστολογραφία (τα γράμματα προς τον πατέρα της πιάνουν δύο πολυσέλιδους τόμους στην έκδοση της Εστίας). Και βέβαια, χάρη σ’ εκείνη έχουμε τον Εθνικό Κήπο στην Αθήνα, όπου με πήγαινε μικρό η μητέρα μου να ταΐσω τις πάπιες όποτε τύχαινε να ταξιδέψουμε από την Κρήτη στην πρωτεύουσα.

Και ο Όθων; Αγάπησε την Ελλάδα και αγαπήθηκε από τον λαό ως ο κύριος ενσαρκωτής της Μεγάλης Ιδέας. Ποια ήταν τα λάθη που οδήγησαν τελικά στην εκθρόνισή του;
Ο Όθων έφτασε στην Ελλάδα 17 ετών για να βασιλεύσει, σε μια χώρα που έβγαινε από τετρακόσια χρόνια τουρκικής σκλαβιάς και που είχε μόλις δολοφονήσει τον πρώτο κυβερνήτη της, τον Καποδίστρια. Ήταν αναγκασμένος να περιβάλλεται από συμβούλους που φρόντιζαν μόνο για τα δικά τους συμφέροντα με αποτέλεσμα ο ελληνικός λαός συχνά να δυστροπεί. Οι πολιτικοί της εποχής, ο Κωλέττης από τη μια και ο Μαυροκορδάτος από την άλλη, δεν ήταν και οι καλύτεροι στυλοβάτες της κοινωνίας. Ο Όθων έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στην Ελλάδα και την αγάπησε σαν πατρίδα του. Βασίλευσε επί τριάντα χρόνια. Σχεδόν όσα και το Πασόκ. Το τέλος ενίοτε αργεί, αλλά πάντα καταφτάνει.

Ο Μπάρακ Ομπάμα είχε δηλώσει πως αν κάθε χώρα του κόσμου κυβερνούνταν για δύο χρόνια από γυναίκες, θα υπήρχε σημαντική βελτίωση σχεδόν στα πάντα. Τι λες γι’ αυτό;
Γιατί να μην τα κάνουμε τέσσερα τα χρόνια; Βέβαια, μια τέτοια δήλωση σήμερα δεν είναι πολιτικά ορθή, καθώς αφαιρούμε από την εικόνα και τα άλλα φύλα που ενυπάρχουν ήδη ανάμεσά μας.

Παραμένοντας στο «ωραίο φύλο», ο πρίγκιψ ματαίως προσπαθεί να σαγηνεύσει τις δεσποινίδες επί των Τιμών. Η Ρόζα Μπότσαρη τον χλευάζει όταν εκείνος τη φλερτάρει καθώς, έχοντας πατέρα ήρωα της επανάστασης, προτιμά σαφώς τους οπλαρχηγούς από τους στιχουργούς. Θεωρείς πως οι γυναίκες έλκονται περισσότερο από τη δύναμη ή από το πνεύμα;
Αυτό θα έπρεπε να το απαντήσεις εσύ, ως γυναίκα.

Εγώ κάνω τις ερωτήσεις.
ότε θα πω ότι εξαρτάται από την προσωπικότητα της γυναίκας. Άλλες ενθουσιάζονται με το πνεύμα, άλλες με την εξουσία και κάμποσες με το χρήμα. Αλλά το ίδιο συμβαίνει και με τους άντρες πιστεύω.

Συμφωνώ. Και ο πρίγκιψ σου ενθουσιάζεται με όλα τα παραπάνω και φυσικά με το κάλλος. Μετά από κάμποσες κατραπακιές, αποκτά τελικά μια αγαπημένη· την Αληθινή. Πόσο αληθινή είναι αυτή η αγάπη και τι ρόλο παίζει στην εξέλιξη του ήρωα;
Α, όχι, δεν θα τα φανερώσουμε όλα εδώ. Οφείλω να προστατεύσω τον αναγνώστη από την αποκάλυψη της πλοκής. Αλλά δεν θα αρνηθώ ότι κάθε πλάσμα που συναντάμε στη ζωή μας, με κάποιον τρόπο κβαντικό μας διαμορφώνει, άλλοτε πολύ κι άλλοτε λίγο.

Στις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν φυσιογνωμίες που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα. Ξεχωρίζεις κάποιες;
Ο Κωλέττης σίγουρα, ο Όθων βασιζόταν πολύ επάνω του. Ο Κωλέττης, που εκτός από τη Μεγάλη Ιδέα έκανε και τη διασκεδαστική πρόταση –όταν γινόταν η συζήτηση για τη νέα πρωτεύουσα της Ελλάδας– η πόλη που θα ορίζεται ως πρωτεύουσα να μην είναι σταθερή αλλά κυλιόμενη. Όσο επεκτείνονταν τα σύνορα της Ελλάδας, τόσο θα μετακόμιζε παραπέρα η πρωτεύουσα. Μετά την Αθήνα, θα ερχόταν η σειρά της Λαμίας, έπειτα της Θεσσαλονίκης, κατόπιν της Καβάλας ώσπου, εκ θαύματος, θα φτάναμε κάποτε στην Κωνσταντινούπολη!

Πού φτάσαμε; Θέλω να πω, τι έχεις να σχολιάσεις για τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα;
Πάντα με εντυπωσίαζε το γεγονός ότι αυτή η χώρα εξακολουθεί να υφίσταται. Φαίνεται ότι για υπαρξιακούς λόγους μια φαιδρά πορτοκαλέα συνιστά θεραπευτική αγωγή.

Από όλες τις προσωπικότητες που μελέτησες γράφοντας την ιστορική σου τριλογία, ποιος θεωρείς ότι είχε τις ιδιότητες ενός ικανού ηγέτη για την Ελλάδα του σήμερα;
Μακράν ο Καποδίστριας.

«Η σκιά του κυβερνήτη» είναι αγαπημένο μου βιβλίο. Όπως και το νέο, συνδυάζει ιδανικά ιστορικά στοιχεία και μυθοπλασία. Ποια φάση χαίρεσαι περισσότερο; Της μελέτης ή της συγγραφής;
Η συγγραφή απαιτεί μόχθο και προσπάθεια εργώδη. Είναι σαν να οδηγείς φόρμουλα 1. Είναι τόσο κοπιαστική –για μένα, τουλάχιστον– που προτιμώ ακόμη και να σιδερώνω αντί να γράφω (και απεχθάνομαι το σιδέρωμα). Θα μου πεις, τότε γιατί γράφεις; Επειδή είναι η εντελέχειά μου, κατά τον Αριστοτέλη. Από την άλλη, η μελέτη είναι απόλαυση πραγματική, η αναζήτηση της γνώσης – σκέτη ηδονή!

Ξέρω ότι διαβάζεις πολύ. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον που έχω γνωρίσει. Ξέρω επίσης πως υπάρχουν πολλά βιβλία στα ράφια σου που περιμένουν να διαβαστούν. Υπάρχουν, ωστόσο, μυθιστορήματα στα οποία επιστρέφεις ενίοτε;
Τα μυθιστορήματα των Ρώσων κλασικών. Είναι για μένα ένα βάλσαμο ψυχής. Πάντα σε αυτούς καταφεύγω αν τύχει να μείνω κλινήρης από κάποια γρίπη ή κάποια άλλη ασθένεια. Η λογοτεχνία τους με γιατρεύει, ακόμη και σαν πλασίμπο.

Ποια βιβλία έχεις ζηλέψει;
Τελευταία ζήλεψα το «Maniac». Αλλά έχω ζηλέψει και τα βιβλία του Μέλβιλ, του Ντίκενς, του Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ, των νέων Αμερικάνων. Αλλά και τα γραπτά του Παπαδιαμάντη, του Βιζυηνού, του Ροΐδη, του Άρη Αλεξάνδρου, του Τσίρκα, και βέβαια του Καζαντζάκη και του Βασιλικού που χάσαμε πρόσφατα.

Και με ποιο έχεις κλάψει;
Έχω κλάψει διαβάζοντας το «Ταπεινοί και καταφρονεμένοι» του Ντοστογιέφσκι.

Πέρα από δεκατέσσερα δικά σου βιβλία έχεις υπογράψει και πολλές μεταφράσεις. Ξεχωρίζεις κάποιες;
Θα θυμάμαι πάντα με νοσταλγία το πρώτο βιβλίο που μετέφρασα, «Το όπιο» του Ζαν Κοκτώ. Από τις πιο σημαντικές μεταφράσεις, που ήρθαν όμως πολύ αργότερα, είναι ο «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ» του Ντίκενς και το «Ιδού εγώ», του Τζόναθαν Σάφραν Φόερ. Αν ενθυμείσαι, αυτά τα τελευταία δύο τα μεταφράσαμε μαζί, και σ’ ευχαριστώ εδώ για τη συνεργασία μας.

Ενθυμούμαι κι ευχαριστώ κι εγώ για την εμπιστοσύνη. Και μια και το έφερε η κουβέντα, πιστή ή άπιστη; Για τη μετάφραση μιλάω.
Άλλοτε έτσι κι άλλοτε αλλιώς.

Ποιους συγγραφείς θα ήθελες να μεταφράσεις;
Θα ήθελα να μπορούσα να μεταφράσω το «Infinite Jest» του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας αλλά, για καλή μου τύχη, έχω ακούσει ότι ασχολείται μαζί του κάποιος άλλος, και το παλεύει για περισσότερο από επτά χρόνια.

Και συγγραφικά; Μετά την τριλογία, τι;
Έλα, ντε… Ο τρόμος του κενού – αλλά αυτό το έχω γράψει ήδη.