- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Αλέξης Σταμάτης: Η ζωή του σαν μυθιστόρημα
Ο συγγραφέας μιλάει για το νέο, αυτοβιογραφικό του έργο, «Υπήρξα τόσοι άλλοι», που διαβάζεται σαν μυθιστόρημα
Ο Αλέξης Σταμάτης μιλάει για το νέο του βιβλίο «Υπήρξα τόσοι άλλοι», που κυκλοφορεί από τις εκδ. Καστανιώτη
Γεννημένος στην Αθήνα, ο συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης έχει στο ενεργητικό του τριάντα βιβλία που έχουν μεταφραστεί σε εννέα γλώσσες. Με πατέρα του τον αρχιτέκτονα Κώστα Σταμάτη και μητέρα του την ηθοποιό Μπέτυ Αρβανίτη (οι οποίοι υπήρξαν δεινοί αναγνώστες), μυήθηκε από νωρίς στον μαγικό κόσμο των βιβλίων, τόσο των ακαδημαϊκών και των κλασικών, όσο και των μοντέρνων και πιο πειραματικών, και η αγάπη του εκδηλώθηκε σχεδόν αμέσως.
Η περιπέτειά του με τον αλκοολισμό έγινε και αυτή τελικά πηγή έμπνευσης, όταν ο εθισμός νικήθηκε οριστικά το 1996, οδηγώντας τον στο να γράψει για πρώτη φορά, το 1998, και να μιλήσει ανοιχτά για το θέμα αυτό.
Το νέο βιβλίο του «Υπήρξα τόσοι άλλοι», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη, είναι αυτοβιογραφικό. Γράφοντας με έναν απλό αλλά και τόσο γλαφυρό τρόπο για επεισόδια από τη ζωή του, καταφέρνει να κάνει το βιβλίο να διαβάζεται έως και σαν μυθιστόρημα. Το βιβλίο πραγματεύεται τη ζωή ενός συγγραφέα που αποφασίζει να βάλει μία άνω τελεία και να γυρίσει στο παρελθόν, ξεψαχνίζοντας τις εμπειρίες του και ανακαλύπτοντας πως έχει υπάρξει, σε μία μόνο ζωή, τόσοι πολλοί άνθρωποι.
Τι προσφέρει σε εσάς προσωπικά το γράψιμο, είναι ένας τρόπος διαφυγής από προβλήματα ή ένας αποτελεσματικός τρόπος έκφρασης;
Οπωσδήποτε δεν είναι ένας τρόπος διαφυγής, είναι ένας τρόπος ζωής. Και σαφώς ναι, είναι ένας τρόπος έκφρασης. Αν το επιπεδοποιήσουμε τελείως, το γράψιμο είναι η διαδικασία που χρησιμοποιεί γράμματα της αλφαβήτου, τονισμούς και διαστήματα ώστε να επικοινωνεί σκέψεις και ιδέες σε αναγνώσιμη μορφή, ένα μέσον ανθρώπινης επικοινωνίας που περιέχει την αναπαραγωγή της γλώσσας με σύμβολα. Τα γραπτά είναι συμπυκνωμένη εμπειρία της σκέψης ενός άλλου ανθρώπου. Εκείνο, όμως, που έχει καίρια σημασία είναι η επιθυμία της επικοινωνίας μέσα από τη σύμβαση της ιστορίας, δηλαδή μέσα από τη διήγηση και επεξεργασία των γεγονότων της ζωής. Ο λόγος για τον οποίο γράφω είναι για να καταλαβαίνω τι σκέφτομαι, τι θέλω και τι φοβάμαι. Γιατί η γραφή δημιουργεί την κινδυνώδη συνθήκη. Εκεί που πονάει. Εκεί που ρίχνεις την τσεκουριά στην παγωμένη θάλασσα, όπως λέει ο Κάφκα.
Η εργογραφία σας δεν περιορίζεται σε μυθιστορήματα. Έχετε ασχοληθεί και με την ποίηση, το θέατρο και τη σεναριογραφία γενικότερα. Είναι η θεματολογία εκείνη που καθορίζει το λογοτεχνικό είδος στο οποίο θα ανήκει το κάθε έργο σας;
Ξεκινάω από το είδος. Όταν θα γράψω θέατρο, το οποίο θεωρώ και το πιο δύσκολο είδος γραφής, μπαίνω σε μία συγκεκριμένη «θερμοκρασία» που έχει να κάνει με διαλόγους, εικονοποίηση, χαρακτήρες που συγκρούονται, υπόγειες δυνάμεις που υφέρπουν – με όλα τα παραπάνω να πρέπει να ζωντανέψουν επί σκηνής. Η ποίηση είναι μια άλλη υπόθεση. Μια συμπυκνωμένη στιγμή, μία εποποιία του νου, κάτι που λανθάνει, μία σύλληψη της πραγματικότητας σ’ έναν ανεμοστρόβιλο. Όσο για την πεζογραφία, είναι μία κατασκευή η οποία συνδέει το προσωπικό με το δομικό και έχει τη μαγική ιδιότητα να εξακτινώνεται σε τόπο και χρόνο.
Μερικά από τα βιβλία σας, όπως «Ο έβδομος ελέφαντας» (1998) και το «Μπαρ Φλωμπέρ» (2000), κυκλοφόρησαν πρώτα εκτός Ελλάδας. Μαντεύω πως γράφτηκαν στα αγγλικά, μια και εκδόθηκαν πρώτα στη Μεγάλη Βρετανία. Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό πείραμα το να δοκιμάζετε να γράψετε κάτι σε ξένη γλώσσα, ή και η επιλογή της γλώσσας αφορά καθαρά τη σύλληψη της ιδέας;
Δεν ήταν τελικά έτσι. Μεταφράστηκαν σχεδόν αμέσως με το που γράφτηκαν στα ελληνικά. Δυστυχώς τα αγγλικά μου δεν είναι σε τέτοιο επίπεδο ώστε να μπορώ να γράφω απευθείας, πολύ θα το ήθελα όμως!
Ο πατέρας σας, Κώστας Σταμάτης, ήταν γνωστός αρχιτέκτονας, ενώ η μητέρα σας, Μπέτυ Αρβανίτη, μια σταρ του ελληνικού σινεμά και σημαντική ηθοποιός του θεάτρου. Τι ρόλο έπαιξε αυτό το «μπακράουντ» σας, όσον αφορά τη συγγραφική σας καριέρα και φυσικά τη θεματολογία και τους ήρωες των βιβλίων σας;
Οι γονείς μου, οι οποίοι χώρισαν στους έξι μου μήνες, ήταν δύο άνθρωποι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους. Φαίνεται πως γνωρίστηκαν μόνο και μόνο για να με φέρουν στον κόσμο! Αν είχαν ένα κοινό όμως, αυτό ήταν η αγάπη για τα βιβλία. Η βιβλιοθήκη του πατέρα μου ήταν ακαδημαϊκή, κλασική, ιστορική, πλήρης. Η (εξίσου ογκώδης) βιβλιοθήκη της μητέρας μου ήταν πειραματική, χαοτική και ιδιοσυγκρασιακή. Παίρνοντας βιβλία και από τις δύο αυτές βιβλιοθήκες και διαβάζοντας με μανία κατά την παιδική μου ηλικία, επηρεάστηκα πολύ από τον κόσμο της λογοτεχνίας. Το λέω και στο βιβλίο, όταν ήμουν μικρός πίστευα ότι οι μεγάλοι έχουν άδικο και ότι η αισθηματική μου αγωγή θα συντελεστεί μέσω των βιβλίων που θα διαβάσω. Κάπως έτσι έγινε άλλωστε.
Το νέο σας βιβλίο είναι αυτοβιογραφικό ή τουλάχιστον έτσι χαρακτηρίστηκε από τον εκδοτικό οίκο, τον Καστανιώτη. Σε μία πρόσφατη παρουσίασή σας όμως, στον Ιανό, είπατε πως πρόκειται μάλλον για επεισόδια από τη ζωή σας, που συνδέονται με γνώμονα την ψυχολογία. Τι είναι πραγματικά το «Υπήρξα τόσοι άλλοι»;
Είχαμε μια πάρα πολύ ωραία κουβέντα στον Ιανό με την Εριφύλη Μαρωνίτη και τον Νίκο Κουρμουλή ακριβώς γι’ αυτό το θέμα. Στο τέλος της εκδήλωσης, η Εριφύλη είπε πως το βιβλίο αυτό είναι ένα μυθιστόρημα. Είναι, βέβαια, λίγο τολμηρός ο ορισμός, αλλά εν τέλει θα συμφωνήσω. Το βιβλίο περιέχει όλα τα στοιχεία που θα είχε μία αυτοβιογραφία, περιέχει παλιά και νέα επεισόδια του βίου μου, περιέχει σκέψεις, περιέχει ανακλήσεις από διάφορες περιόδους, αλλά ο τρόπος που τελικά γράφτηκε είναι σαν μία ιστορία που ρέει. Φαντάζομαι ότι εάν κάποιος το διάβαζε στα νορβηγικά, φερ’ ειπείν, θα πίστευε πως είναι μυθιστόρημα.
Ο τίτλος του έργου, που προσωπικά τον βρίσκω ευφυέστατο, μπορεί να αποτελέσει αστείρευτη πηγή συζητήσεων. Έχετε πει πως αφορά στην ψυχολογία και πως ανάλογα με τις διακυμάνσεις της, μπορείτε να είστε παραπάνω από ένας άνθρωπος, ανά πάσα στιγμή. Σας είχα ρωτήσει στην παρουσίαση αν υπάρχει και μία πνευματική διάσταση σε αυτή την πολυσχιδία, και δεν το είχατε αποκλείσει. Τι σημαίνει τελικά για εσάς αυτός ο τίτλος;
Ο τίτλος μού ήρθε αυτόματα. Είναι από τις ευτυχείς στιγμές που έρχεται και σε βρίσκει, αντί να βασανίζεσαι να τον βρεις. Θεωρώ ότι συμπυκνώνει πραγματικά το βιβλίο και ότι μιλάει για μία αλήθεια που αφορά λίγο πολύ όλους μας. Δεν είναι εύκολο να είσαι ένα περιχαρακωμένο, ακούνητο ον για πάντα. Οι συγκρούσεις, οι δυσκολίες, ο πόνος, η χαρά, ο έρωτας, ο χρόνος που κυλά σε διαμορφώνουν, σε σμιλεύουν αλλιώτικα σε διαφορετικές εποχές. Ακόμη και όταν γράφεις για ένα επεισόδιο της εφηβείας σου, αλλιώς θα το γράψεις στα 30 αλλιώς τα 40 και αλλιώς στα 60 σου. Ο εαυτός είναι σε διαρκή διόρθωση, σε διαρκή κίνηση. Τουλάχιστον έτσι νιώθω εγώ. Θα μου ήταν αφόρητο να έχω κατασταλάξει σε έναν ας πούμε καλλιτεχνικό εαυτό που θα έγραφε συγκεκριμένα μυθιστορήματα. Να βάλω δηλαδή ένα επίθετο πριν από τη λέξη συγγραφέας. Αυτή είναι και η ελευθερία που προσφέρει η κατά τα άλλα άγρια ζωή που ζούμε. Το νοητικό σου ταξίδι σου ανήκει.
Σημαντικό θέμα του βιβλίου είναι και ο εθισμός σας στο ποτό. Τι σας έκανε να μιλήσετε ανοιχτά για αυτό το θέμα; Ο Μπάροουζ είχε πει κάποτε πως δεν χρειάζεται να βασανίσεις έναν συγγραφέα για να σου πει τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά του, κάποια στιγμή αναπόφευκτα θα γράψει από μόνος του γι’ αυτά. Νιώσατε, λοιπόν, μια τέτοια ανάγκη να μιλήσετε με απόλυτη ειλικρίνεια για ένα τόσο προσωπικό θέμα ή θελήσατε απλώς να δείτε το πρόβλημα πιο αντικειμενικά, από μια σχετική απόσταση, όπως συνήθως συμβαίνει με το γράψιμο;
Ο Μπάροουζ έχει απόλυτο δίκιο. Αυτά τα πράγματα κάποια στιγμή εκβάλλουν και καλώς πράττουν. Πέρασα τον αλκοολισμό μεταξύ 1986 -1996, έγραψα το πρώτο μου βιβλίο με αυτό το θέμα το 1998, και το 2007 έκανα μία εκπομπή με τον Σταύρο Θεοδωράκη στη σειρά «Πρωταγωνιστές», όπου μίλησα ανοιχτά για το θέμα. Στο τωρινό βιβλίο απλώς πρόσθεσα μερικά επεισόδια, όπως το γεγονός ότι κλείστηκα εκουσίως στο Ψυχιατρικό Τμήμα του νοσοκομείου Σωτηρία, με ανθρώπους ψυχικά ασθενείς οι οποίοι έπαιρναν τα ψυχοφάρμακά τους και εγώ έπαιρνα βιταμίνη Β. Το έκανα για λόγους πειθαρχίας και αυτοσυνειδητοποιήσης. Μου έκανε πολύ καλό. Από τις σημαντικότερες εμπειρίες της ζωή μου.
Όταν μιλάτε για επιρροές αναφέρετε τον Γιώργο Χειμωνά, αλλά και Ευρωπαίους, όπως τον Πολ Όστερ και τον Μισέλ Ουελμπέκ. Μιλάτε, όμως, με την ίδια σοβαρότητα και για τον Ντίλαν, που σήμερα βέβαια δεν ακούγεται και τόσο ριζοσπαστικό σαν άποψη, μια και βραβεύτηκε κι εκείνος με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2016. Είναι σημαντική για εσάς η μουσική ως πηγή έμπνευσης;
Μιλάω με την ίδια σοβαρότητα για όποιον καλλιτέχνη με έχει επηρεάσει βαθύτατα ή όποιον άνθρωπο έχω νιώσει τόσο δικό μου ώστε να πω ότι έχει παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Η μουσική πάντως υπήρξε μόνιμος σύντροφος από τότε που με ξέρω. Η μουσική είναι η άμεση απόλαυση, η άμεση σύνδεση με το γεγονός. Ο ρυθμός επίσης είναι απαραίτητος σε πολλά πράγματα που αφορούν στην καθημερινότητα, πόσο μάλλον στα γραπτά.
Όταν ερωτηθήκατε κάποια στιγμή τι γράφετε τώρα, είπατε κάτι εντυπωσιακό για τους περισσότερους από εμάς που γράφουμε έστω και λίγο: «Δεν γράφω το επόμενο βιβλίο, γράφω το μεθεπόμενο» (!) Αλήθεια, πόσες σελίδες γράφετε πάνω κάτω τη μέρα;
Δεν το πάω λογιστικά. Το βιβλίο που πρόκειται να βγει μετά το «Υπήρξα τόσοι άλλοι» το είχα γράψει λίγο πριν ασχοληθώ με το τρέχον. Και το μεθεπόμενο που εννοώ είναι αυτό που γράφω τώρα. Δεν υπήρξε δηλαδή επικάλυψη του ενός με το άλλο. Αλλά κι αυτό να συνέβαινε, δεν μου φαίνεται κάτι ιδιαίτερα παράξενο. Δεν υπάρχουν συνταγές για το πώς πρέπει να γράψει κανείς. Μπορεί ταυτόχρονα να αναπτύσσεις κάποιες ιδέες, άλλες να εγκαταλείπονται, άλλες να μένουν στη μέση, άλλες να ανασύρονται από το συρτάρι και άλλες να τελειώνουν.
Τι σας απασχολεί περισσότερο σήμερα στην κοινωνία σαν άνθρωπο των γραμμάτων;
Θα εννοείτε, φαντάζομαι, τι με απασχολεί περισσότερο στην κοινωνία ως άνθρωπο, γιατί δεν διαχωρίζω τον άνθρωπο των γραμμάτων με τον πολίτη. Φυσικά τα μείζονα ζητήματα τα οποία μας χτυπάνε αλύπητα τα τελευταία χρόνια – από το κλίμα μέχρι τους πολέμους. Η πικρή διαπίστωση ότι ο άνθρωπος, βαθύτατα εντός του, είναι εξαιρετικά εγωιστής και περιχαρακωμένος. Όμως και η περιέργεια γι’ αυτό που έρχεται μέσα από την τεχνολογία, κάτι που πιστεύω ότι θα σαρώσει τα πάντα.