- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο εκδότης αφήνει το χειρόγραφο στο τραπέζι ανάμεσά τους, δίπλα σε ένα άδειο ποτήρι. Στην πραγματικότητα, το χειρόγραφο αυτό είναι η εκτύπωση ενός κειμένου, περί τις τριακόσιες διάτρητες στην άκρη σελίδες Α4, από τις οποίες ο εκδότης έχει βγάλει προσεκτικά το σπιράλ της βιβλιοδεσίας. Το προτιμά έτσι· τον βολεύει. Όπως προτιμά να διαβάζει στο χαρτί, και όχι σε ένα τάμπλετ ή στον υπολογιστή του. Λέει ότι με αυτό τον τρόπο, τον παραδοσιακό, έρχεται σε καλύτερη «επικοινωνία» με το κείμενο. Ότι οι οθόνες διαμεσολαβούν αλλοιώνοντας το αποτέλεσμα. Ότι λαφυραγωγούν ένα μυθιστόρημα και αφήνουν πίσω τους κάτι ψυχρό, και απόμακρο. Δεν λέει αλήθεια. Απλώς έτσι έχει συνηθίσει. Μα δεν θέλει να πειστεί, ή έστω να αφήσει να εννοηθεί πως στην πραγματικότητα έχει όντως πειστεί. Είναι αρκετά μεγάλος πια για να αλλάξει. Πάντως, η συγγραφέας απέναντί του δεν δείχνει να νοιάζεται για το πώς διαβάζει ο εκδότης της. Ούτε και κανείς άλλος.
Είναι οι δυο τους μόνο στο γραφείο, όπως και σε όλη την επιχείρηση. Ούτως ή άλλως δεν υπάρχει τρίτος εδώ. Οι Εκδόσεις Flipperασκούν την περίεργη πρωτοτυπία να έχουν απαλλαγεί από στελέχη, συνεργάτες και υπαλλήλους invivo και εκ του σύνεγγυς. Έτσι, όταν δεν μιλά κανείς από τους δυο τους, στο γραφείο επικρατεί απόλυτη ησυχία.
Κάποια στιγμή, ο εκδότης αναστενάζει κάπως θεατρικά, βγάζει τα γυαλιά του, τα διπλώνει, και τα ακουμπά δίπλα από το χειρόγραφο. Η τελευταία σελίδα του πάκου, η πάνω-πάνω όπως το έχει αφήσει στο τραπέζι, είναι διπλωμένη άτσαλα. Τσακισμένη.
«Το τέλος», λέει τότε. Σταματά, πιάνει με τα δύο δάχτυλα τη βάση της μύτης του και την πιέζει. Δείχνει να πονά. Αλλά ανοίγει αμέσως τα μάτια και κάνει μια γκριμάτσα απορίας. Εάν πόνεσε το κεφάλι του προς στιγμήν, τώρα είναι μια χαρά. «Απότομο. Ή μάλλον όχι. Τι λέω; Όχι απότομο, το αντίθετο. Πώς το λένε;»
Η συγγραφέας δεν του απαντά. Συνεχίζει να τον κοιτάζει, σχεδόν ανέκφραστη. Κάθεται σταυροπόδι, με τα χέρια διπλωμένα στα πόδια της. Φορά ένα τζιν με μια καταστροφή στο ένα γόνατο, ένα ριγέ γαλάζιο και λευκό πουκάμισο και ένα λεπτό μαύρο δερμάτινο μπουφάν. Και αθλητικά παπούτσια. Φαίνονται ακριβά. Στα πόδια της, ξαπλώνει και μισοκοιμάται ένα νεαρό λυκόσκυλο. Τα μάτια του ανοίγουν κάθε λίγα δευτερόλεπτα για να ελέγξει τον χώρο του. Αλλά νυστάζει πολύ, και τα ξανακλείνει σχεδόν αμέσως.
«Θα μπορούσε να τελειώσει εκεί που περνάει με το αμάξι μέσα από τη δεξαμενή και τη σώζει ο άγγελος», συνεχίζει εκείνος. «Είναι ωραία σκηνή αυτή, είναι πολύ ωραία σκηνή. Κινηματογραφική. Με το κάμπριο αμάξι, τη δεξαμενή που τσακίζεται, τον σατανά που πιάνει φωτιά και γίνεται στάχτη… και βέβαια μ’ αυτόν τον Ισμαήλ, που φοράει και την πανοπλία του και τα λοιπά και πετάει σαν τον Σούπερμαν για να τη σώσει παίρνοντάς τη στην αγκαλιά του. Ωραίο». Ο εκδότης πιάνει πάλι τη βάση της μύτης του, αλλά για πολύ λίγο. Ίσως η κίνηση να τον βοηθά απλώς να σκέφτεται. «Αλλά μετά… πώς να το πω… μετά απλώνεται πολύ. Σαν να δείχνει αμηχανία. Η επιστροφή, και ο καφές, και η καφετιέρα, και το σπίτι, και το ένα και το άλλο. Νομίζω είναι πολλά. Και είναι κάπως… κάπως. Αυτό που σου είπα και πριν. Ένα είδος αμηχανίας». Την κοιτάζει και τη δείχνει με το δάχτυλο. «Προσοχή: δεν λέω ότι δεν έχει ξαναγίνει αυτό. Φυσικά και έχει ξαναγίνει. Δεν υπάρχει τίποτε που να μην έχει γίνει άπειρες φορές στη δουλειά μας. Όλα έχουν γίνει, και αυτό είναι που κινεί τη μηχανή της αφήγησης. Αυτό την κινεί! Η επανάληψη, τα ίδια μοτίβα, οι ίδιοι αφηγηματικοί πυρήνες ξανά και ξανά και ξανά». Σταματά και κοιτά το ποτήρι πάνω στο τραπέζι ανάμεσά τους. Είναι άδειο. «Βασικά…» λέει αργά, σαν να μην είναι σίγουρος για ό,τι θα πει από εδώ και πέρα, «βασικά, μετά την πέμπτη κρίσιμη καμπή σε ένα μυθιστόρημα, και στην περίπτωσή μας βέβαια η πέμπτη κρίσιμη καμπή είναι το πέρασμα της ηρωίδας μέσα από τη δεξαμενή του πετρελαίου… Τι έλεγα;… Α ναι, μετά την πέμπτη κρίσιμη καμπή έχουμε από περίπου ένα τοις εκατό μέχρι περίπου δέκα τοις εκατό από το υλικό μας για τα επακόλουθα της λύσης. Από ένα μέχρι δέκα τοις εκατό του συνόλου των λέξεων», ξαναλέει. «Νομίζω εσύ το φτάνεις στα όριά του. Στο δέκα τοις εκατό. Αυτό λέω μονάχα. Όχι ότι μέτρησα τις σελίδες βέβαια. Χοντρικά μιλάω. Καταλαβαίνεις».
Ο εκδότης σηκώνεται, παίρνει το άδειο ποτήρι και πηγαίνει μέχρι ένα μικρό μπαρ στη γωνία του γραφείου. Είναι ένα άλλο τραπεζάκι, με μερικά μπουκάλια επάνω.
«Να σου βάλω;» λέει.
«Όχι, ευχαριστώ», του λέει εκείνη.
Το σκυλί της ανασηκώνει και τα δύο αυτιά, τεντώνοντας επιπλέον το ένα. Είναι μικρό, αλλά μέσα του ζει ένα αρχέγονο σκουροπράσινο, υγρό δάσος.
Ο εκδότης γεμίζει το ποτήρι του, πίνει όρθιος μία γουλιά και μετά επιστρέφει στη θέση του.
«Άρα αυτό είναι το έκτο βιβλίο της σειράς, και ταυτόχρονα το πρώτο βιβλίο μιας άλλης σειράς, καινούργιας, ημιαυτοβιογραφικής και βέβαια φανταστικής επίσης, με αγγέλους και δαίμονες», λέει στοχαστικά. Απλώνεται στην πολυθρόνα του και τεντώνει τα πόδια. «Το έκτο… και το πρώτο. Ε;» Γυρίζει και την κοιτάει. «Έτσι δεν είναι;»
«Ναι», του λέει εκείνη. «Έτσι είναι».
«Μάλιστα… Η μυστηριώδης συγγραφέας που αποκαλύπτεται. Λες, ε;» Ο εκδότης πίνει μία γουλιά από το ποτό του. «Πέρυσι ή πρόπερσι δεν θα το συζητούσα καν. Το ξέρεις. Αλλά τώρα… Δεν ξέρω. Εφόσον θα συνεχίσεις κανονικά τη σειρά με τον Βλαντιμίρ και τη Μίνα, και θα γράφεις και αυτά, με πρωταγωνίστρια…» —φέρνει το ποτήρι του στο στόμα και τη δείχνει με το άλλο χέρι— «…εσένα», λέει πίνοντας μια κοφτή γουλιά, «εγώ δεν έχω πρόβλημα. Κανένα πρόβλημα. Να δούμε βέβαια και τι θα πει η αγορά. Α, και βέβαια να κοιτάξουμε και καμιά φωτογραφία για το εξώφυλλο. Θέλεις να ψάξουμε μαζί; Έχεις όρεξη;»
Η συγγραφέας έβγαλε το κινητό της από μια τσέπη και το άνοιξε.
«Έχω αυτήν», είπε.
«Τι είναι;»
«Φωτογραφία».
«Ναι, τι φωτογραφία;»
Ο εκδότης άπλωσε το χέρι του και πήρε το κινητό της. Φόρεσε τα γυαλιά του, κοίταξε, έτριψε το πιγούνι του, έκανε μεγέθυνση και το ξανάτριψε πάλι.
«Ένα φτερό», είπε μετά. «Πάνω σε ένα τσαλακωμένο μαξιλάρι. Μάλιστα». Έβγαλε τα γυαλιά του. «Καλό», αποφάνθηκε.
«Ωραία», είπε εκείνη.
«Τι φτερό είναι όμως; Είναι περίεργο. Λευκό, αλλά…»
Εκείνη έγλειψε τα χείλη της και έπειτα δάγκωσε ελαφρά το κάτω της χείλος πριν μιλήσει.
«Περίμενε», την πρόλαβε ο εκδότης. «Νομίζω το βρήκα». Έσκυψε προς τα μπροστά. «Μήπως είναι από μαραμπού;»
Η συγγραφέας ξεφύσησε χαμογελώντας.
«Ναι», είπε. «Ναι, είναι από μαραμπού».
Το πρώτο πράγμα που έκανε γυρνώντας στο σπίτι και αφού πρώτα έβγαλε τα παπούτσια της ήταν να αλλάξει το νερό της Χέλστρομ, που έπεσε με τα μούτρα στο μπολ της πιτσιλίζοντας παντού. Έπρεπε να θυμάται να της παίρνει μαζί εκείνο το ειδικό παγουράκι. Από την επόμενη φορά.
Το δεύτερο πράγμα που έκανε ήταν να σηκώσει από κάτω εκείνο το λευκό φτερό που ήταν πεσμένο στο πάτωμα της σαλοκουζίνας και έδειχνε την κρεβατοκάμαρά της. Όχι πεσμένο: ακουμπισμένο.
Χαμογέλασε. Όλο αυτό ήταν πολύ γι’ αυτόν. Ήταν πραγματικά πολύ.
Άφησε το φτερό πάνω στη νησίδα, δίπλα στον υπολογιστή της, και το βλέμμα της έπεσε από συνήθεια στη βιβλιοθήκη της. Στο κενό ανάμεσα στα βιβλία. Μόνο που… μόνο που πια δεν υπήρχε κενό. Τα Γαλάζια μάτια της καταχνιάς ήταν εκεί. Στη θέση τους.
Το είχε επιστρέψει.
Η καρδιά της αναπήδησε και κοίταξε προς τη μεριά της κρεβατοκάμαρας. Προς το σημείο όπου έδειχνε το φτερό πριν το σηκώσει από κάτω. Στην αρχή διστακτικά, αλλά μετά ολοένα και πιο αποφασιστικά, προχώρησε προς τα εκεί και άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Μπήκε μέσα και την έκλεισε πίσω της.
Ο άγγελός της στεκόταν με τεντωμένη την πλάτη στο μέσο του δωματίου, φορώντας το αιώνιο ατσαλάκωτο κοστούμι του. Τα χέρια του κρέμονταν άπραγα στα πλευρά του. Την κοιτούσε. Στα μάτια του κολυμπούσαν δυο άγνωστοι αστερισμοί.
Τον κοίταξε γέρνοντας λίγο το κεφάλι της.
«Πόση ώρα είσαι εδώ και περιμένεις σαν τον κλέφτη;» του είπε, γλείφοντας τα χείλη της και δαγκώνοντας στη συνέχεια το κάτω της χείλος, ελαφρά.
Ο Ισμαήλ δεν απάντησε. Μόνο μια μικρή, πολύ μικρή, μια αδιόρατη ρυτίδα ίσως να άνθησε στο μέτωπό του.
«Έλα εδώ», του είπε η Μαίρη Νόρντικ φτάνοντας γρήγορα δίπλα του και, πιάνοντας και με τα δυο της χέρια το πρόσωπό του, τον τράβηξε δυνατά προς το μέρος της για ένα μεγάλο, ένα βαθύ φιλί.
Τ Ε Λ Ο Σ
Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ ολόκληρο το μυθιστόρημα