Βιβλιο

O Άγγελός της - Μέρος 30ό

Μυθιστόρημα - 30ό Μέρος (30/12/23)

Μυρσίνη Ελευθερίου
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 57

Όταν τα ξανανοίγω, είμαι πάλι επάνω στην ταράτσα, εκείνη την πολύ ψηλή ταράτσα του χαμηλού σπιτιού με τους παλιάτσους. Η όρασή μου έχει επανέλθει εκεί όπου ανήκει, στα μάτια μου. Ο γλάρος που την κουβαλούσε στη ράχη του πέταξε μακριά και πάει, και όλα είναι όπως πριν.

Ή περίπου.

Γιατί τώρα κάνει κρύο εκεί πάνω. Ένα κρύο… περίεργο. Ένα κρύο σαν φωτιά.

Την ξέρω καλά αυτή τη φωτιά. Και την τρέμω. Τρέμω όλες τις φωτιές.

Τυλίγω με τα χέρια τα πλευρά μου και ρίχνω μια τελευταία ματιά κάτω, στον κόσμο που επανήλθε, αν και λιγότερος πια λόγω της ώρας, και που συνεχίζει να κάνει τη βόλτα του στη μικροσκοπική πόλη, σε αυτό το λούνα-παρκ του λιμανιού, εδώ όπου ήταν γραφτό να γίνουν όλα… και να τελειώσουν όλα.

Και κρυώνω. Πολύ. Ξέρω βέβαια από πού προέρχεται το κρύο. Το φέρνω όλο εγώ, μαζί μου. Το έχω πάρει από το χέρι και το οδήγησα εδώ πάνω για να μου δείξει τι συνέβη. Για να έχω μια σωστή άποψη. Την απόλυτη άποψη.

Για να μου δείξει τι συνέβη με τους δικούς μου, με τους ανθρώπους μου, με τους χαμένους έρωτές μου. Με τη ζωή μου.

«Το κατάλαβες επιτέλους», μου λέει ο Οράτιος.

«Ναι», του απαντώ. «Το κατάλαβα επιτέλους».

Όμως δεν θέλω να γυρίσω ακόμη προς το μέρος του. Δεν θέλω να δω εκείνα τα ψεύτικαμαλλιά του που φωσφορίζουν στο σκοτάδι: πράσινο και κίτρινο, πράσινο και κίτρινο. Δεν αντέχω την ιδέα να με διεκδικεί το χάος.

«“Υπάρχουν πράγματα στη γη και τα ουράνια, Οράτιε, που δεν τα χωρεί η φιλοσοφία μας”», μου λέει.

Έχει δίκιο. Αλλά όχι απόλυτο. Μετά από αυτό το ταξίδι, στη μεριά πίσω από το ουράνιο τόξο, μπορώ και δέχομαι τα πάντα. Κατανοώ περισσότερα. Και θέλω να είμαι σε θέση να συμπονώ. Δεν θέλω να γυρίσω στο σκοτάδι, ούτε να ζω πίσω από έναν τοίχο. Θέλω να ζω με τον εαυτό μου και με τον κόσμο. Πίσω από τους τοίχους θέλω μόνο να γράφω τα βιβλία μου.

Τα βιβλία μου… Σε άλλη περίπτωση, αυτό εδώ το βιβλίο, το βιβλίο της ζωής μου, θα ήταν ένα βιβλίο τρόμου, μια περιπέτεια βουτηγμένη στο παραφυσικό, στις σκιές και στα μυτερά δόντια. Αλλά η ζωή μου δεν είναι βιβλίο τρόμου. Δεν είναι Paranormal Romance. Είναι σκέτο Romance. Πρέπει να είναι. Η ζωή μας είναι ένα ρομάντζο. Και αυτό θέλω και από τη δική μου. Το θέλω… επιτέλους. Αυτό, και όχι να συναγελάζομαι με ένα τέρας που φορά μια γελοία περούκα. Θέλω να γελάω, θέλω να μου λένε όμορφα λόγια, θέλω να ανατριχιάζει το δέρμα μου, θέλω να ανησυχώ όταν άργησε. Θέλω να με αγαπάνε και να αγαπώ. Και να μην είμαι μόνη όσο εγώ δεν θα θέλω να είμαι.

Κοιτώ πάλι το ύψος. Βλέπω τη διαδοχή των ανοιχτών παραθύρων, που μοιάζουν να δείχνουν την κατακόρυφη διαδρομή προς τα κάτω σαν ένα βέλος. Είμαστε γύρω στα είκοσι μέτρα από το έδαφος. Ωραίο ύψος. Σωστό. Αρκετό, εν πάση περιπτώσει. Αναγκαίο και ικανό.

Βγάζω ένα τσιγάρο από το πακέτο μου και το αφήνω να πέσει στο κενό, έξω από το χαμηλό τοιχίο. Πέφτει, και πέφτει, και πέφτει, πέφτει σαν λευκό νύχι μέσα στο σκοτάδι, στροβιλιζόμενο και χορεύοντας, πριν χτυπήσει αναπηδώντας μία φορά στο καλά πατημένο χώμα. Είναι ωραίο να πέφτεις. Το ξέρω. Μου το έχει πει πολλές φορές η Βαριεστημένη, Αυστηρή Φωνή: Πέσε, πέσε, πέσε. Μου το έχει πει και ξαναπεί.

Πέσε.

Πάντα, τότε, θα ήταν μια απόδραση: η τέλεια και οριστική. Τώρα πια βέβαια όλα έχουν αλλάξει, εγώ η ίδια είμαι μια άλλη, μα και πάλι έχουν πράγματι αλλάξει όλα — μέχρι και ο σύντροφός μου. Δεν είναι κάποιος που ζει για τη ζωή· είναι ένα άσπλαχνο τέρας που αναπνέει τον θάνατο και τρέφεται από αυτόν. Ένα τέρας που μεταμφιέστηκε στον αρσενικό εαυτό μου για να με εξαπατήσει. Και, ναι: τα κατάφερε. Με εξαπάτησε. Οπότε τώρα τι; Να του κάνω τη χάρη; Να δώσω μια και να πέσω σαν το τσιγάρο μου στο πατημένο χώμα; Να κάνω εδώ εκείνο που δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να τελειώσω στο Σημείο; Μήπως αυτό είναι το πραγματικό Σημείο τελικά;

Μια σκιά διασπά την προσοχή μου από την καλή, ελκυστική ιδέα της πτώσης. Μια σκιά στον ουρανό. Είναι ένα πουλί. Ένα μεγάλο πουλί. Μοιάζει με πελαργό, αλλά δεν είναι πελαργός. Πετά νωχελικά μέσα στη νύχτα, με τις φτερούγες του ανοιγμένες. Είναι πελώριες. Και νομίζω πως τώρα δα έστρεψε τους βολβούς των ματιών του προς το μέρος μου και με κοίταξε. Είναι το απαίσιο μαραμπού, που οσμίστηκε πτώματα και καταστροφή και βγήκε για να φάει. Δεν θέλω να με φάει ένα πτωματοφάγο μαραμπού. Δεν θέλω να του κάνω τη χάρη. Γιατί δεν είμαι πια η ίδια. Δεν είμαι αυτή που υπήρξα: είμαι μια άλλη. Ο Ισμαήλ δεν με έσωσε απλώς και μόνο για να με σώσει άπαξ: με έσωσε για να ξεπεράσω τη γοητεία της μοναξιάς· για να σκίσω τις σελίδες της αυτοκτονικότητάς μου και να συνεχίσω τη ζωή μου όπως οι πολλοί· για να αγαπηθώ — και πρώτα-πρώτα για να αγαπηθώ από εμένα. Γι’ αυτό με έσωσε.

Και ο Ισμαήλ, ακόμη και αν δεν ήταν στον χαρακτήρα του να εκφράζει τα συναισθήματά του, τα κατάφερε. Ο Ισμαήλ ήταν άγγελος. Και καλός. Ο καλύτερος φύλακας-άγγελος που μπορούσε να μου τύχει. Και υπήρξε η πιο μεγάλη μου αγάπη. Δεν πρέπει να πάψω να τον θυμάμαι ακολουθώντας την πορεία ενός τσιγάρου στο χάος. Θα ήταν άδικο κυρίως γι’ αυτόν. Και…

Όχι. Όχι: θα ήταν πρωτίστως άδικο για εμένα. Πρέπει να περιφρουρήσω τη ζωή μου. Και αυτό θα κάνω. Δεν θα παραδοθώ. Δεν υπάρχουν Σημεία. Δεν θα ξανακούσω τη Βαριεστημένη, Αυστηρή Φωνή στο κεφάλι μου. Θα αντισταθώ, και θα τη νικήσω. Θα την τσαλακώσω σαν να ’ναι χαρτί και θα την πετάξω στα σκουπίδια.

Η ζωή είναι πολύ μικρή για να μην τη ζεις μέχρι το μεδούλι.

«Δεν ξέρω τι ατραξιόν έχουν στα άλλα σπίτια», λέω. «Αλλά κατάλαβα ποιο είναι το κόλπο μ’ αυτήν εδώ. Κατάλαβα τι εννοούν, δηλαδή. Ότι ο πραγματικός προορισμός είναι οι άνθρωποι. Αυτό θέλουν να μας πουν. Ο πραγματικός προορισμός είναι το πλήθος. Αυτοί που περπατούν εκεί κάτω, στους δρόμους, στριμωγμένοι. Που τρώνε λουκάνικα και μαλλί της γριάς. Που γυρίζουν γύρω-γύρω στα αλογάκια του καρουζέλ. Που προσπαθούν να περάσουν καλά. Που χτυπάνε ο ένας με τους αγκώνες του τον άλλο, γιατί δεν γίνεται αλλιώς και γιατί θέλουν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους και αυτά που τους κάνουν να διαφέρουν. Γιατί μόνο μαζί τους μπορείς να ξεχωρίζεις. Αυτό θέλουν να μας πουν, Οράτιε. Και πως οι μόνοι παλιάτσοι είναι αυτοί που βρίσκονται εδώ ψηλά, φορώντας τα ρούχα της δουλειάς. Τη μεταμφίεσή τους».

Γυρίζω προς το μέρος του. Εκείνος χαμογελά με ένα στόμα όλο μυτερά δόντια, σαν του μπαρακούντα και του πιράνχας. Τα λακκάκια στα μάγουλά του μοιάζουν με δυο τρύπες καμωμένες από καμάκι. Η περούκα στο κεφάλι του έχει φουντώσει κι άλλο, σαν μια τεράστια μπάλα.Πράσινο και κίτρινο, πράσινο και κίτρινο. Ωραία χρώματα μέσα στο κανάλι της ζωής.Επάνω του όμως… Επάνω του είναι χρώματα της σήψης, χρώματα του ίκτερου.Και είναι ζωντανά. Σαλεύουν. Είναι κολλημένα στο κεφάλι του, βγαίνουνμέσα από το κρανίο του.

Κι όσο για τα μάτια του… τα μάτια του —το ήξερα αυτό, το περίμενα, και νά το— είναι φτιαγμένα από κάρβουνο. Όλο αρχαία σοφία και παγωμένο μίσος. Παρά το γέλιο του.

Γιατί τώρα γελάει. Και απλώνει τα χέρια του προς το μέρος μου σε μια αγκαλιά.

Βγάζω από τη ζώνη μου το περίστροφο του Ισμαήλ που είχα πάρει από το ντουλαπάκι της Φορντ Θάντερμπερντ όσο ο Ισμαήλ είχε τον νου του στο παρκάρισμα και το αδειάζω επάνω του. Ξέρω πως δεν θα καταφέρω τίποτε. Αλλά δεν γίνεται να μην το κάνω. Απλώς δεν γίνεται, και δεν πρέπει.

Το χέρι μου είναι σταθερό, παρά το βροντερό κλότσημα του όπλου. Όλες μου οι σφαίρες τον βρίσκουν στο στήθοςτρυπώντας το κιτρινωπό κοντομάνικο πουκάμισό του και κάνοντάς τον να πισωπατήσει μία, δύο, έξι φορές. Μα δεν κλείνει την αγκαλιά που μου προσφέρει. Ούτε σταματά να χαμογελά. Κι εκείνα τα πράσινα και κίτρινα πράγματα πάνω στο κεφάλι του σφυρίζουν προς το μέρος μου θυμωμένα.

«Δεν θα με έχεις ποτέ σου», του λέω βάζοντας πίσω στη ζώνη μου το όπλο και κάνω πάλι μεταβολή.

Μόνο ένα μέτρο με χωρίζει από το χαμηλό τοιχίο που περιβάλλει την ταράτσα. Όμως, πριν κάνω αυτό που είναι να κάνω, γυρίζω και τον κοιτάζω για μια τελευταία φορά. Τα μάτια του είναι δυο παγωμένες τρύπες σε μια λίμνηκόκκινης λάβας.

Δεν θα με έχεις ποτέ σου, του λέω από μέσα μου. Και ξέρω πως με ακούει. Ξέρω πως με καταλαβαίνει.

Του δείχνω τα δόντια μου σε ένα χαμόγελο και πηδάω στο κενό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 58

Η Μίνα μπορεί να κρεμαστεί με δύο δάχτυλα από το περβάζι ενός παραθύρου, εκατό μέτρα πάνω από ένα αφρισμένο ποτάμι, και να μη σηκώσει παλμό· εγώ όχι.

Αλλά πια εγώ δεν είμαι εγώ.

Εγώ είμαι η Μίνα.

Έχω υπολογίσει την απόσταση και τον τρόπο που θα πηδούσα, για να πιαστώ ακριβώς από το περβάζι του στενού παραθύρου που βρίσκεται τρία μέτρα πιο χαμηλά. Το τράνταγμα είναι τέτοιο που με κάνει να βογκήξω κόβοντάς μου ταυτόχρονα την αναπνοή, αλλά κρατιέμαι. Κρατιέμαι. Τα κατάφερα. Τώρα το μόνο που απομένει είναι να γαντζωθώ από εδώ όσο καλύτερα γίνεται, να πατήσω τα πόδια μου στον τοίχο και να προσπαθήσω να ανεβάσω και το ένα μου πόδι στο περβάζι. Και όλο αυτό τώρα, προτού καταλάβει ο Οράτιος τι συνέβη — και προτού κατεβεί από τις σκάλες. Πρέπει να το κάνω αυτήν αμέσως τη στιγμή.

Έλα, Μίνα.

Κάν’ το ΤΩΡΑ.

Σφίγγω τα δόντια και περπατάω πάνω στον κατακόρυφο ξύλινο τοίχο, με τα δάχτυλά μου σχεδόν μπηγμένα μέσα στο πλαίσιο του κουφώματος, να με στηρίζουν τρέμοντας και πονώντας. Όμως το παράθυρο εδώ είναι κλειστό. Προσεύχομαι από μέσα μου να μην τα χάσω και να μην πανικοβληθώ, και σπρώχνω με τον ώμο το παλιό, ξεχαρβαλωμένο παραθυρόφυλλο, βάζοντας όση δύναμη μπορώ να αντλήσω από μέσα μου. Σαν από θαύμα, το παραθυρόφυλλο ανοίγει χωρίς να χρειαστεί να το σπάσω. Κατρακυλάω προς την εσωτερική μεριά δίχως άλλη σκέψη στο μυαλό μου, παρά μόνο αυτή: να κατρακυλήσω προς τα μέσα — κι ό,τι γίνει. Ένα βήμα τη φορά.

Κατρακυλώ πράγματι και πέφτω στις σκάλες χτυπώντας τη μέση μου με έναν γδούπο που δεν ακούγεται καθόλου καλός στα αυτιά μου. Δεν σταματώ εκεί, αλλά συνεχίζω να κουτρουβαλάω στα σκαλοπάτια, ενώ τα μηνίγγια μου πάλλονται και τα αυτιά μου προσπαθούν να πιάσουν οποιονδήποτε θόρυβο έρχεται από ψηλά. Ίσως βέβαια αν μη με κυνηγά ακόμη. Ίσως να έμεινε εκεί, στην ταράτσα, στη στέγη, για να καμαρώσει για λίγο ακόμη την επικράτειά του. Ίσως.

Ίσως και όχι.

Καταφέρνω να σταματήσω το κουτρουβάλημα και να σηκωθώ, στηριγμένη στους δύο παράλληλους τοίχους. Κατεβαίνω δυο-δυο τα υπόλοιπα σκαλοπάτια, χωρίς να δίνω σημασία στον πόνο που σουβλίζει τη μέση μου. Φτάνω στο ημιφωτισμένο ισόγειο και τρέχω προς την έξοδο, περνώντας δίπλα από το πλεχτό κοφίνι με τα αξεσουάρ των παλιάτσων. Θυμάμαι την κόκκινη μύτη που ακόμα φοράω και την τραβάω να ξεκολλήσει.

Τη στιγμή που η στρογγυλή κόκκινη μύτη του κλόουν πέφτει στο πάτωμα, έχω δρασκελίσει το κατώφλι του ψηλόλιγνου κτιρίου και έχω ήδη βρεθεί έξω, στον δρόμο.

Ώς εδώ καλά, σκέφτομαι. Ώς εδώ όλα πάνε καλά.Ένα βήμα τη φορά.Ένα μεγάλο βήμα τη φορά.

Ο κόσμος έχει αραιώσει κι άλλο, καθώς πρέπει να έχουν περάσει ήδη τα μεσάνυχτα. Δεν προλαβαίνω να δω τώρα το ρολόι μου. Δύο ή τρία κιόσκια απέναντί μου είναι κλειστά ή ετοιμάζονται να κλείσουν, ενώ και το καρουζέλ στο βάθος έχει σβήσει μάλλον από ώρα τα φώτα του, καθώς είναι εντελώς άδειο. Τρέχω προς τα εκεί λαχανιασμένη, με το ένα χέρι στη μέση μου και το άλλο να κρατάει προστατευτικά τη ρεπούμπλικά μου. Είναι ακόμη εκεί, γαντζωμένη στο κεφάλι μου, δεν έχω καταλάβει πώς και γιατί. Ωστόσο δεν μπορώ να τρέξω άλλο. Κουράστηκα. Η αναπνοή μου έχει κοπεί και τα πνευμόνια μου διαμαρτύρονται. Κόβω το βήμα μου και προχωρώ αργά, σαν να ’μαι πιασμένη από πολύωρο κάθισμα. Δεν είναι μόνο η μέση μου. έχω χτυπήσει σε τουλάχιστον άλλα δύο σημεία, ενώ πονούν και όλοι μου οι μύες, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο — και άλλος πολύ περισσότερο. Όμως εξακολουθώ να βαδίζω, γιατί πρέπει να φύγω από εκεί, πρέπει να απομακρυνθώ, και γιατί πια τίποτε δεν με ενώνει μ’ αυτό το μέρος. Ό,τι είχα και δεν είχα στη νέα μου ζωή έπαψε πια να υπάρχει. Χάθηκε. Πέθανε. Κάηκε από τη φωτιά εκείνου του τέρατος, και μάλιστα μπροστά στα μάτια μου.

Σφίγγω τα δόντια και προχωρώ προς την έξοδο, ακολουθώντας τούς λίγους ακόμη επισκέπτες του λούνα-παρκ, που ξαφνικά θέλουν κι αυτοί να φύγουν από εδώ. Είναι αργά, φτάνει τόσο, αύριο πάλι ίσως, ή και ποτέ.

Είναι αργά.

Ένα ρίγος συγκλονίζει τη σπονδυλική μου στήλη, σκεπάζοντας όλους μου τους πόνους.

Για μια στιγμή σταματώ και, διστακτικά, γυρίζω προς τα πίσω στρέφοντας μόνο το κεφάλι. Αργά-αργά. Χιλιοστό το χιλιοστό. Γιατί δεν βιάζομαι να τον δω.

Και γιατί βέβαια είναι εκεί.

Είναι εκεί και με πλησιάζει. Προχωρά αργά, σχεδόν ράθυμα, με το λερωμένο του παντελόνι, το κιτρινωπό του κοντομάνικο πουκάμισο και εκείνη την περούκα του κλόουν, που έχει επανέλθει στην πρώτη της μορφή. Προχωρά χαμογελώντας,περί τα είκοσι μέτρα πίσω μου, με τα λακκάκια του να φαίνονται ακόμη και στο ημίφως. Είναι ο Οράτιος. Και το μόνο που τον ξεχωρίζει από τον «πραγματικό» Οράτιο είναι τα μάτια του. Που είναι δυο κόκκινα κομμάτια αναμμένο κάρβουνο.

Μαίρη.

Η φωνή του ακούγεται ολοκάθαρα μες στο μυαλό μου, αν και εκείνος δεν έχει χρειαστεί να ανοίξει το στόμα του.

Εκείνος απλώς χαμογελάει.

Μαίρη… Νόρντικ.

Σφίγγω τα χείλη μου τόσο που με πονάνε.

Μα γιατί με αποφεύγεις. Είμαι αυτό που σου λείπει.

Να πάει στον διάολο.

Στρέφομαι πάλι προς τα μπροστά και ξαναρχίζω να τρέχω. Προς τα πού είναι η έξοδος για το πάρκινγκ; Πού έχουν πάει όλοι; Έφυγαν; Μου κάνει πάλι ένα από τα κόλπα του με τις παραισθήσεις;

Όχι. Εκεί. Εκεί είναι. Νά και οι τελευταίοι που αποχωρούν.

Τρέχα, Μαίρη.

Τρέχα με όλη σου τη δύναμη, Μαίρη Νόρντικ.

Τρέχα, Μίνα!

Σταματώ να ακούω τους πόνους μου, σταματώ να ακούω ακόμη και τον εαυτό μου, και διατάζω τα πόδια μου να τα δώσουν όλα. Το μόνο που δεν μπορώ να αποφύγω είναι να στραφώ πίσω ενόσω τρέχω. Μου είναι αδύνατον. Γιατί πρέπει να δω.

Στρέφομαι, πράγματι. Και εκείνος είναι ακόμη εκεί. Χωρίς να τρέχει. Απλώς προχωρώντας ράθυμα. Με το λερωμένο του παντελόνι και το κιτρινωπό του κοντομάνικο πουκάμισο. Λες και είναι ο ίδιος ένας αντικατοπτρισμός, μια φρεναπάτη.

Μπορεί και να είναι.

Γυρνώ πάλι μπροστά και τρέχω προς την έξοδο. Και τη φτάνω. Το πάρκινγκ είναι σχεδόν άδειο πια, καθώς το κομβόι των αυτοκινήτων έχει πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Στο βάθος, παράταιρα μόνη τώρα που τα οχήματα γύρω της έφυγαν, στέκει και με περιμένει υπομονετικά η Φορντ Θάντερμπερντμε τον ενισχυμένο προφυλακτήρα. Ένας καρχαρίας στο χρώμα του γραφίτη. Μισοκλείνω τα μάτια και σφίγγω τα δόντια καθώς βαδίζω προς τα εκεί, ξέροντας τι θα δω έτσι και κάνω την αποκοτιά και κοιτάξω πάλι πάνω από τον ώμο μου. Δεν θέλω να το κάνω, δεν θέλω — αλλά πρέπει. Και δεν γίνεται διαφορετικά.

Γυρίζω.

Εκείνος είναι πάντα εκεί. Δεν τρέχει. Περπατά αργά, νωχελικά. Όμως πάντα κατορθώνει να βρίσκεται είκοσι μέτρα πίσω μου. Πάντα. Διαρκώς. Σαν μια αλλόκοτη σκιά. Σαν μια ανάμνηση με γεύση χαλασμένου φρούτου. Σαν ένα πονεμένο δόντι.

Δεν το αντέχω αυτό και θέλω να ουρλιάξω,να ουρλιάξω τόσο δυνατά που να ακουστώ σε όλο το διπλό χωριό. Μέχρι να σπάσουν τ’ αυτιά μου.

Δεν το κάνω.

Με ένα μουγκρητό που σφυρίζει ανάμεσα από τα κλειστά μου δόντια, συνεχίζω να τρέχω. Και φτάνω επιτέλους στο αυτοκίνητο του Ισμαήλ.Στο αυτοκίνητό μας. Πλέον, έχει απομείνει μόνο του στο υπαίθριο χωμάτινο πάρκινγκ. Πέρα, καθώς κοιτάζω πάλι το τέρας, το λούνα-παρκ κλείνει τα περισσότερα φώτα του. Ελάχιστα μένουν πια αναμμένα, κρεμασμένα όλα τους από ένα μακρύ γωνιωτό σχοινί απ’ άκρη σ’ άκρη — μια κουρασμένη γιρλάντα. Το σκηνικό θυμίζει πλοίο που έχει δέσει έξω από το λιμάνι και στέκεται εκεί, ακίνητο, σαν υπόσχεση προς την πόλη.

Πλοίο. Η θάλασσα. Το καραβάκι της γραμμής…

Μπαίνω και κάθομαι στη θέση του οδηγού, σκύβοντας και σηκώνοντας το λαστιχένιο χαλάκι για να πιάσω το κλειδί που έχει αφήσει ο Ισμαήλ εκεί, ακριβώς για μια περίπτωση σαν κι αυτή. Το βάζω στη θέση του και το γυρίζω.

Τίποτε.

Το γυρίζω ξανά, ξέροντας πως τώρα η μηχανή θα πάρει μπροστά.

Τίποτε πάλι.

Ένα κύμα ιδρώτα με κατακλύζει μέσα σε δευτερόλεπτα. Σηκώνω το κεφάλι μου και κοιτάζω τον Οράτιο. Είναι εκεί, και προχωρά προς το μέρος μου σαν να έχει όλο τον χρόνο του κόσμου στη διάθεσή του. Ποιος ξέρει; Μπορεί και να τον έχει.

Στρίβω ακόμη μία φορά το κλειδί, κάνοντας μια νοερή προσευχή. Ας μη γίνει όπως στις ταινίες, Ας μη γίνει. Ας πάρει μπροστά.

Μία στιγμή γεμάτη από τίποτε. Και μετά η μηχανή της Θάντερμπερντ ξυπνά με έναν υπέροχο βρυχηθμό και με ένα τρέμουλο σε όλο το σκαρί της.

Επιτέλους.

Βάζω πρώτη με τον μοχλό ταχυτήτων που βγαίνει δεξιά από το τιμόνι, φοβούμενη πως θα μου σβήσει το αυτοκίνητο. Δεν μου σβήνει. Προσεύχομαι πάλι, νοερά, σε όποιον θεό ενδέχεται να με παρακολουθεί. Η Θάντερμπερντ κυλά με ένα μικρό πήδημα προς τα μπροστά, εξερευνώντας τις δυνατότητές μου. Ο λεβιές είναι δυνατός και δύσχρηστος, και βάζω δευτέρα τραβώντας τον με τη γλώσσα μου έξω. Πρέπει να τα καταφέρω. Ο Ισμαήλ το έκανε να φαίνεται τόσο εύκολο… Ωστόσο δεν μπορώ να βάλω όπισθεν. Δεν το θυμάμαι αυτό, ή δεν πρόσεχα όταν μού το έδειξε πριν ξεκινήσουμε για εδώ ο Ισμαήλ. Δεν έχει σημασία. Υπάρχει τρόπος Μπορώ να κάνω έναν μεγάλο κύκλο στην αλάνα. Ο χώρος είναι άπλετος. Θα τα καταφέρω.

Θα τα καταφέρω, παρά τον στενό, τρομακτικό έλεγχο εκείνου. Παρά το γεγονός ότι βρίσκεται πάντα είκοσι μέτρα πίσω μου, ή και λιγότερα έτσι που στρίβω ανοιχτά στο υπαίθριο πάρκινγκ, και πάντα με εκείνο το σατανικό χαμόγελο καρφωμένο στο στόμα. Και με την περούκα του κλόουν στο κεφάλι.

Θα τα καταφέρω. Θα φύγω. Θα βγω από εδώ μέσα.

Κι ας με ακολουθήσει αν θέλει. Δεν θα τον αφήσω να το κάνει ατιμώρητος.

Η έξοδος είναι προς τα μπρος. Και ο δρόμος προς το κυρίως μέρος του χωριού ανοίγει προς τα δεξιά, αμέσως μετά. Ίσια επάνω, βλέπω ακόμα τα φώτα από τα προπορευόμενα οχήματα των επισκεπτών του λούνα-παρκ: έχουν άλλους προορισμούς και οι περισσότεροι από αυτούς θα βγουν στον επαρχιακό αυτοκινητόδρομο. Δεν θα πάρω ούτε τον ένα ούτε τον άλλο δρόμο. Το χωριό δεν μπορεί να μου προσφέρει ασφάλεια, και ο αυτοκινητόδρομος θα έχει πολλή κίνηση για την επόμενη τουλάχιστον μισή ώρα. Δεν διαθέτω τόσο χρόνο. Πρέπει να κάνω κάτι τώρα. Και εδώ, στο λιμάνι. Κάτι που το έχω σχεδιάσει από τη στιγμή ακόμα που πηδούσα από την ταράτσα. Αν και όχι τόσο καλά όσο θα έπρεπε. Όμως δεν έχω άλλα περιθώρια. Και είμαι κουρασμένη. Αφόρητα κουρασμένη.

Ξεφυσώντας βίαια από τη μύτη, με το στόμα μου σφιγμένο σε μια γραμμή, στρίβω προς τα αριστερά. Προς τη μεριά του λιμανιού. Στο καθρεφτάκι μου, ο Οράτιος με τα κολασμένα μάτια καταφέρνει να είναι πάντα εκεί, κολλημένος είκοσι μέτρα το πολύ μακριά μου, αν και ούτε τρέχει ούτε δείχνει να βιάζεται. Βάζω τρίτη, πατάω το γκάζι, και μετά τετάρτη και κερδίζω ακόμη περισσότερη ταχύτητα. Κι εκείνος είναι εκεί, πίσω μου. Χαμογελώντας.

Δεν θέλω πολλά. Θέλω μόνο να σβήσω αυτό το χαμόγελο. Και να ξεκουραστώ. Αυτό είναι που θέλω πάνω απ’ όλα. Με όλη μου την καρδιά.

Το καφενείο έχει μαζέψει από ώρα τις καρέκλες και τα τραπέζια του. Ευτυχώς, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα αναγκαζόμουν να περάσω από πάνω τους. Τώρα απλώς διασχίζω την τσιμεντένια επιφάνεια με ταχύτητα, ρίχνοντας όλο μου το βάρος στο γκάζι. Είναι ένα μεγάλο πεντάλ, και το πατάω με μανία. Κι ας ξέρω πως ο εχθρός μου δεν μένει πίσω. Δεν πειράζει. Δεν τον θέλω πίσω. Δεν τον θέλω μακριά μου. για την ακρίβεια, μακάρι να με προλάβαινε.

Έλα, Οράτιε. Μπορείς και καλύτερα. Έλα πιο κοντά μου — σε προκαλώ.

Τον βλέπω μέσα από το καθρεφτάκι μου. Χαμογελάει. Παίρνω ένα τσιγάρο από το πακέτο μου οδηγώντας μόνο με το ένα χέρι και το ανάβω. Φυσάω τον καπνό και του κάνω νόημα με τα δάχτυλα: Έλα.

Χαμογελάει πιο πλατιά.

Και έρχεται.

Πράγματι, έρχεται.

Τώρα πια δεν απέχει πάνω από δέκα μέτρα από τον πίσω προφυλακτήρα της Θάντερμπερντ.

Ωραία.

Πέρα από τα υπόλοιπα κτίρια του λιμανιού, βλέπω τη θολωτή κωδωνόσχημη κατασκευή από μέταλλο, που την περιτριγυρίζει εκείνος ο τούβλινος τοίχος. Θα μπορούσε να είναι το έμβλημα ολόκληρης της πόλης, σκέφτομαι πάλι και πατάω με ακόμη περισσότερη δύναμη το γκάζι. Το πατάω με όλο μου το είναι.

Και η παροπλισμένη δεξαμενή, που κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να φρεσκάρει το βάψιμό της τα τελευταία αρκετά χρόνια, πλησιάζει. Και πλησιάζει κι άλλο.

Κι άλλο.

Ωραία.

Είμαι όλη πάνω από το γκάζι, με το τσιγάρο στο στόμα και έχοντας τα χέρια μου κολλημένα στο τιμόνι. Δεν χρειάζεται πια να κοιτώ μπροστά. Μπορώ να κοιτάζω τον εχθρό μου όσο θέλω μέσα από το καθρεφτάκι. Εκείνον τον φονιά με τα μάτια από κάρβουνο. Το τέρας που μου πήρε τα πάντα.

Βλέπω το χαμόγελό του να θολώνει. Αλλά δεν με νοιάζει να απολαύσω τη στιγμή που συνειδητοποιεί τι θα γίνει. Στ’ αλήθεια όχι. Με νοιάζει αυτό που κάνω εγώ. Αυτό που κάνω επιτέλους.

Είναι αυτό που ήθελα πάντα, από πάντα.Να δώσω μία και να περάσω μέσα από τον τοίχο. Αυτό που ήθελα, αυτό που ονειρευόμουν και λαχταρούσα — από πάντα.

Να είμαι, λέει, μέσα σε ένα αμάξι. Και να είναι μπροστά μου αυτός ο τοίχος. Και να ξέρω πως δεν είναι παρά ένα απλό εμπόδιο: κάτι που μπορεί να παρακαμφθεί. Ή μάλλον όχι να παρακαμφθεί, αλλά να διαλυθεί.Κάτι που μπορείς να περάσεις από μέσα του, έτσι και το θέλεις.Να δώσεις μια και να περάσεις από μέσα του. Μέσα από τον τοίχο.Ή να συντριβείς στην πορεία.

Αν και πάντα ήμουν σίγουρη ότι θα τα κατάφερνα να περάσω από μέσα του έτσι και το επιχειρούσα.

Έτσι και έδινα μία.

Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.