Βιβλιο

O Άγγελός της - Μέρος 29ο

Μυθιστόρημα - 29ο Μέρος (29/12/23)

Μυρσίνη Ελευθερίου
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 54

Η χειρόγραφη πινακίδα πάνω από την πόρτα σε αυτό το ψηλόλιγνο κτίριο, γραμμένη με χοντρό πινέλο και μπογιά πάνω σε μία καρφωμένη σανίδα —οι περισσότερες πινακίδες στα σπίτια της μικροσκοπικής πόλης έτσι είναι φτιαγμένες, και μερικές μάλιστα στάζουν ακόμα—, λέει: ΠΑΛΙΑΤΣΟΙ. Τίποτε πολύ δελεαστικό, αλλά ίσως ακριβώς γι’ αυτό η είσοδος είναι άδεια. Είμαστε από τους λίγους που έχουμε όρεξη να δούμε καρναβάλια μέσα στο κατακαλόκαιρο, και πληρώνουμε γελαστοί τα εισιτήριά μας στον μάλλον νυσταγμένο ή βαριεστημένο νεαρό που κάθεται σε ένα ψηλό σκαμνί επιβλέποντας την ανύπαρκτη ουρά. Περιμένω επίτηδες τον Οράτιο για να δω τι θα κάνει, κι όταν προθυμοποιείται να πληρώσει εκείνος το ελάχιστο αντίτιμο, τον σπρώχνω στην άκρη με το χέρι μου και βγάζω τα λεφτά μου. Το ίδιο είχα κάνει και στο κιόσκι με τις μπίρες. Δεν είναι δύσκολος αντίπαλος σ’ αυτό το παιχνίδι. Κι εγώ είμαι πολύ ακατάδεχτη.

Μπαίνουμε μέσα και αμέσως αισθάνομαι στην επιδερμίδα μου τη διαφορά της θερμοκρασίας. Πρέπει να έχει τουλάχιστον δέκα βαθμούς λιγότερους εδώ. Μπορεί και περισσότερο. Δεν είναι δυσάρεστα όμως, παρ’ όλα αυτά. Είναι ωραία. Είναι η ιδανική θερμοκρασία. Μόλις τώρα καταλαβαίνω πως είχε τόση ζέστη εκεί έξω. Όλος ο ιδρώτας στο δέρμα μου εξαφανίζεται σαν να έκανα ντους και να σκουπίστηκα με ένα φρεσκοπλυμένο και φρεσκοσιδερωμένο απορροφητικό μπουρνούζι. Νιώθω καθαρή και αναζωογονημένη. Νιώθω καλά. Και το κεφάλι μου είναι καθαρό, διαυγές, λες και δεν ήπια εκείνες τις μπίρες μόλις πέντε λεπτά πριν. Νιώθω τέλεια. Και θέλω να δω τους παλιάτσους. Θέλω να τα δω, και θέλω να τα κάνω, όλα.

Τον πιάνω από το μπράτσο και προχωράμε προς το εσωτερικό του κτιρίου, που είναι μακρόστενο, βαθύ και σκοτεινό. Στα δεξιά μας, δυο μέτρα από την είσοδο, είναι ένα μεγάλο κοφίνι, πλεχτό και παλιό. Είναι κάπως όμορφο, με τον τρόπο του. Από πάνω του, φέγγει ένα φως: μια απλή λάμπα. Το κοφίνι είναι γεμάτο με ρούχα και αξεσουάρ για κλόουν. Μάλιστα. Απλώνω το χέρι μου και πιάνω μια μεγάλη, ολοστρόγγυλη και κατακόκκινη μύτη. Έχει μια εγκοπή στο ένα της μέρος, και τη φοράω στη δικιά μου μύτη χωρίς να το σκεφτώ δεύτερη φορά.

«Πώς είμαι;» τον ρωτάω.

«Πολύ ωραία», μου λέει.

«Πολύ ωραία μ’ αυτή τη μύτη; Οράτιε, πρέπει να δουλέψουμε λιγάκι το θέμα με τα κομπλιμέντα σου».

«Εννοώ ότι…»

«Σώπα. Ξέρω τι εννοείς. Πάρε κι εσύ».

«Μύτη;»

«Πάρε ό,τι θέλεις».

Ο Οράτιος κοιτάζει μέσα στο καλάθι και, διστακτικά, βάζει το χέρι του μέσα. Όταν το βγάζει, βλέπω πως έχει διαλέξει μία περούκα με μακριά, πράσινα και κίτρινα, φουντωτά σγουρά μαλλιά. Εφαρμόζει σφιχτά στο κρανίο με ένα λάστιχο και είναι τελείως κλοουνίστικη. Τη φοράει και τον βοηθάω να τη στρώσει. Κάνω λίγο πίσω.

«Σου πάει πάρα πολύ», του λέω.

«Αυτή η χαζή περούκα;»

«Ακριβώς. Είσαι πολύ καλύτερος από πριν».

Πάει να πει κάτι, δοκιμάζοντας την αντοχή μου στα λακκάκια, αλλά τον διακόπτω:

«Οράτιε, πλάκα σού κάνω. Είσαι πολύ όμορφος και έχεις τέλεια μαλλιά. Απλώς εδώ είμαστε κλόουν. Κι αυτή η περούκα σού πάει πολύ. Και πάει και με το πουκάμισό σου. Εντάξει;»

Χαμογελάει συνεσταλμένα.

«Εντάξει», λέει.

«Μπράβο. Πάμε τώρα πιο μέσα να δούμε τι άλλο καταπληκτικό έχει εδώ».

Προχωράμε προς το βάθος του μακρόστενου ξύλινου δωματίου. Ο φωτισμός είναι υποτονικός, και μετά από μερικά βήματα χάνεται σχεδόν τελείως. Δεν υπάρχει κανένας άλλος εδώ μέσα. Δεν υπάρχουν άλλοι παλιάτσοι.

«Από εδώ», μου λέει.

Στρέφομαι προς τα δεξιά και τον βλέπω που έχει βρει μια σκαλίτσα. Πού μπορεί να πηγαίνει αυτή η σκαλίτσα;

«Λες;» τον ρωτάω.

Δεν απαντάει. Τα μαλλιά του φωσφορίζουν στο σκοτάδι. Πράσινο και κίτρινο. Πράσινο και κίτρινο. Σαν να αναβοσβήνουν.

«Πάμε», του λέω. Δεν θα ’χει πλάκα αλλιώς. Κι έπειτα, πληρώσαμε. Πρέπει να το δούμε όλο. Έχω μάθει να μη σκορπάω ασυλόγιστα τα λεφτά μου.

Κάνει να ανεβεί πρώτος, αλλά τον σταματάω πάλι κρατώντας τον από τον ώμο και ανεβαίνοντας γρήγορα-γρήγορα τα πρώτα δύο σκαλοπάτια.

«Εγώ είμαι αρχηγός εδώ, λέω», γυρνώντας προς τα πίσω. «Το ξέχασες;»

«Συγγνώμη». Τα μαλλιά του φωσφορίζουν ακόμη πιο έντονα μέσα στο επίσης ακόμη πιο έντονο σκοτάδι. Πράσινο και κίτρινο.

Βάζω την παλάμη μου στον ξύλινο τοίχο δεξιά μου για να μην πέσω και δοκιμάζω ένα-ένα τα σκαλοπάτια πριν πατήσω επάνω τους. Μοιάζουν σταθερά, αλλά τρίζουν. Τρίζουν όπως τρίζει ένα σκαλοπάτι όταν δεν θέλεις να ακουστεί θόρυβος, ή όταν δεν υπάρχει λόγος να ακουστεί· όταν η καρδιά σου αναπηδά μουδιασμένη στο στήθος σου επειδή, μέσα στη νύχτα, άκουσες κάτι που κανονικά δεν έπρεπε να ακούσεις.

Ξεροκαταπίνω και συνεχίζω να ανεβαίνω. Φτάνουμε σε ένα παράθυρο χωρίς τζάμι, παρά μόνο με ένα γερτό παραθυρόφυλλο. Στρίβουμε πάλι. Κι άλλο παράθυρο. Πόσο ακόμα θα συνεχίσει να ανεβαίνει αυτή η σκάλα; Δεν θα έπρεπε να βγάλει σε έναν άλλο όροφο; Τι γίνεται εδώ; Τι…;

Μάλιστα. Ο δρόμος μας κόβεται εδώ. Δεν υπάρχει συνέχεια στη σκάλα. Αλλά πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό;…

Ω, Θεέ μου, είναι μια πόρτα. Φυσικά και είναι μια πόρτα. Τι άλλο;

Ψάχνω το χερούλι της και το γυρίζω. Η πόρτα ανοίγει αργά-αργά και προβάλλοντας λίγη αντίσταση, με ένα τρίξιμο που αντηχεί σαν δέκα σκαλοπάτια μαζί. Λες και ζούμε, λες και είμαστε εγκλωβισμένοι, σε μια παλιά ταινία τρόμου — ή, γιατί όχι, λες και πρωταγωνιστούμε σε ένα από τα βιβλία μου. Χρησιμοποιώ πολύ συχνά το εφέ της πόρτας που τρίζει, είναι ένα από τα αγαπημένα μου. Όχι μόνο επειδή είναι το πιο κλασικό, αλλά μάλλον επειδή είναι και το πιο αστείο.

Μέσα στο σκοτάδι, χαμογελάω. Είμαι η Μαίρη Νόρντικ. Και είμαι περήφανη γι’ αυτό. Και δεν φοβάμαι. Όχι πια. Η καρδιά μου είναι ατσαλωμένη. Μπορώ να κάνω ό,τι θέλω. Μπορώ να πάω όπου θέλω, να επιλέξω ό,τι θέλω, να γράψω ό,τι θέλω, να αγαπήσω όποιον θέλω, να φιλήσω όποιον θέλω, όταν και αν το θελήσω. Το χέρι μου είναι δυνατό, ακριβώς όπως και η καρδιά μου. Και η θέλησή μου. Και η βούλησή μου. Είμαι η Μαίρη Νόρντικ. Και, μαζί, είμαι η Μίνα.

Με τα χείλη σφιγμένα, δρασκελίζω το κατώφλι και βγαίνω έξω. Ο Οράτιος με ακολουθεί, πιστός σαν σκυλάκι. Του πάει ο ρόλος. Όπως και σε εμένα πάει να έχω ένα σκυλάκι. Ίσως ακριβώς αυτό — ακριβώς… αυτόν. Μήπως να μην τον άφηνα; Ή να μην τον άφηνα τελείως; Δεν ξέρω, θα το σκεφτώ.

Η πόρτα μάς έχει βγάλει σε μια μικρή, περιφραγμένη με ένα χαμηλό ξύλινο τοιχίο, μακρόστενη ταράτσα. Ουσιαστικά, βρισκόμαστε στη στέγη του στενόμακρου σπιτιού των Παλιάτσων. Πάνω μας, είναι τ’ αστέρια. Πολλά, χιλιάδες, το καθένα τους και μια απειρία δυνατοτήτων. Ένα σεντόνι υφασμένο από ασήμι και μαγεία. Προχωρώ προς τη μία από τις τέσσερις γωνίες του τοιχίου, με έναν αναστεναγμό να φουσκώνει το στήθος μου. Από κάτω, ανοίγεται προς κάθε κατεύθυνση η μικρή πόλη — το λούνα-παρκ.

Μόνο που… μόνο που υπάρχουν κάποιες διαφορές εδώ.

Μόνο που υπάρχουν κάποιες μεγάλες διαφορές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 55

Δεν υπάρχει κόσμος κάτω, στους στενούς δρόμους. Ή τουλάχιστον όχι τόσο πολλοί. Βλέπω λίγους μόνο, και διάσπαρτους. Και τους βλέπω καλά. Ο φωτισμός, για έναν λόγο που μου διαφεύγει, είναι υπερεπαρκής. Όλοι τους τρέχουν, σπεύδουν να απομακρυνθούν. Γιατί κάτι γίνεται εκεί, στην πλατεία με τα κιόσκια. Κι αυτό το κάτι μπορώ και το βλέπω ακόμη πιο καθαρά. Γιατί το βλέμμα μου τώρα τρέχει, γλιστρά, κατεβαίνει σαν να μεταφέρεται από ένα πουλί, έναν γλάρο ίσως, και φτάνει κοντά στη δράση, κοντά σε εκείνους που βρίσκονται εκεί — τους ξέρω όλους.

Είναι ο Ισμαήλ, ο άγγελός μου, και είναι ο Βενιαμίν, ο αδελφός του, με το κοστούμι του ο ένας και με τη μακριά δερμάτινη καμπαρντίνα του ο άλλος, αντιμέτωποι σαν λύκοι, μπροστά από το καρουζέλ που στριφογυρίζει χωρίς παιδιά πάνω στα αλογάκια του. Και είναι και η Άννα, με τα μαύρα δερμάτινά της, και οι δίδυμοι Τέσλα, που έχουν πια λύσει τα δύο λυκόσκυλα που δεν είναι λυκόσκυλα. Και στα πόδια τους, χωρίς τις αισθήσεις του, είναι πεσμένος ένας ακόμη άντρας, ολότελα γυμνός αυτός, και ματωμένος.

Η καρδιά μου αρχίζει να χτυπάει σαν τρελή, και την ακούω από μακριά. Γιατί σχεδόν όλη βρίσκομαι πάνω στη ράχη του πουλιού και βλέπω ολοκάθαρα τα δύο αντιμέτωπα αδέλφια.

Ο Βενιαμίν τρίβει το σαγόνι του από ένα χτύπημα που δέχτηκε, και δείχνει να πονάει. Ωστόσο το βλέμμα του είναι άγριο και ολοζώντανο. Δεν νοιάζεται για τον πόνο του. Μοιάζει με αρπακτικό — και πιθανότατα είναι. Και ίσως να μη μοιάζει πια τόσο στον ήρωά μου, στον Βλαντιμίρ. Ο Βλαντιμίρ, κατά βάθος, είναι μια ρομαντική ψυχή, φυλακισμένη για πάντα στη χώρα των ζωντανών. Αυτός εδώ όμως… αυτός εδώ είναι ο θάνατος προσωποποιημένος. Είναι η ίδια η εκδίκηση.

«Φύγε», του λέει ο Ισμαήλ, χωρίς να αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά του και χωρίς να υψώσει τη φωνή του.

«Δεν θα το κάνω, αδελφέ». Ο Βενιαμίν παίρνει το χέρι από το πιγούνι του και σκύβει ελαφρά προς τα μπροστά, έτοιμος να χιμίσει.

«Ξέρεις πως αυτό θα έχει συνέπειες».

«Αυτό είναι οι συνέπειες για όσα έκανε. Είναι μερικά πράγματα που δεν αλλάζουν, Ισμαήλ. Υπάρχουν νόμοι. Και οφείλεις να τους υπακούς».

«Όχι. Εσύ οφείλεις να υπακούσεις στην ανακωχή».

Ανακωχή; Τι λέει; Γιατί; Γιατί ανακωχή με… με τον διάβολο;

«Μην ανακατευτείς, αδελφέ». Τώρα ο Βενιαμίν μοιάζει ακόμη περισσότερο με αγρίμι. Ταυτόχρονα, ένας λεπτός καπνός βγαίνει από τους πόρους του και τον σκεπάζει αχνά, σαν θαμπή άλως. «Μην ανακατευτείς, για να τελειώσουμε χωρίς άλλες απώλειες».

Οι τρεις υπόλοιποι της συντροφιάς στέκονται τσιτωμένοι στην περιφέρεια των δύο μονομάχων, χωρίς να είναι σίγουροι για το τι πρέπει να κάνουν. Είναι καλύτερα να μην κάνουν τίποτε, σκέφτονται πιθανότατα. Δεν θα ήταν σοφό να επέμβουν. Τα δύο αδέλφια θα τους συντρίψουν χωρίς καν να ανοιγοκλείσουν τα μάτια· είναι βέβαιο.

Και ο Βενιαμίν, που δεν αντέχει και δεν θέλει να κρατηθεί πια, ορμάει προς τα μπροστά, ίσια πάνω στο πεσμένο γυμνό σώμα του άντρα.

Ο Ισμαήλ, χωρίς να φαινόταν συσπειρωμένος μέχρι τότε, τον προλαβαίνει ακριβώς μια στιγμή πριν τσακίσει τον αναίσθητο αντίπαλό του, και τον χτυπά με τα γυμνά του χέρια ρίχνοντάς τον πολλά μέτρα πίσω, πάνω στα κιόσκια. Από τη σύγκρουση, ένα από αυτά τσακίζεται ολότελα, σαν να δέχτηκε κανονιά. Ο ήχος από τις σανίδες που σπάζουν ηχεί μέσα στα αυτιά μου και τα πονάει. Ο Ισμαήλ μένει ακίνητος, σαν άγαλμα. Τελείωσαν όλα λοιπόν;

Όχι. Δυστυχώς.

Μέσα από τα συντρίμμια, ο Βενιαμίν πετάγεται σαν αίλουρος, πηδώντας ψηλά στον αέρα. Η καμπαρντίνα του ανεμίζει πίσω του, όμοια με φτερά νυχτερίδας. Τώρα μοιάζει ξανά με τον ήρωά μου. Με τον ήρωά μου στις δόξες του. Το άλμα του συνεχίζει για ένα με δύο δευτερόλεπτα ακόμα, λες και περπατάει στον αέρα. Και αμέσως μετά προσγειώνεται σαν μετεωρίτης πάνω στον Ισμαήλ, συντρίβοντάς τον με το βάρος και την ορμή του. Όμως δεν αρκείται σε αυτό. Του καταφέρνει μία σειρά από χτυπήματα με τις γροθιές του — χτυπήματα που θα γκρέμιζαν τοίχο. Όταν πια χορταίνει αίμα και βία, αρπάζει τον αναίσθητο Ισμαήλ από τα πέτα και τον εκσφενδονίζει με τη σειρά του πάνω σε ένα από τα σπίτια της μικροσκοπικής πολιτείας — με τη σύγκρουση, μία τρύπα ανοίγει στον ξύλινο τοίχο, με έναν θόρυβο που σμπαραλιάζει τα αυτιά μου κάνοντάς με να ουρλιάξω μέσα στο κεφάλι μου.

Ισμαήλ.

Ισμαήλ!

Ο άγγελός μου μένει μισός μέσα και μισός έξω από το κτίριο, με τις σπασμένες σανίδες να τον σκεπάζουν λες και τον έχουν τρυπήσει παντού. Δεν άντεξε τα χτυπήματα και όλη εκείνη την απίστευτη επίθεση. Ο Βενιαμίν, περιβεβλημένος τη λύσσα του, αποδείχτηκε πολύ ισχυρότερος.

Οι υπόλοιποι της παρέας του κοιτιούνται χωρίς να λένε κάτι. Δεν χρειάστηκε να επέμβουν, και σίγουρα δεν υπάρχει κάτι να πουν. Μόνο τα δύο σκυλιά ουρλιάζουν στον αέρα, κρεμώντας συντονισμένα τα κεφάλια τους προς τα πίσω, σαν αληθινοί λύκοι. Εκείνα τα ουρλιαχτά τους πάντα θα με στοιχειώνουν.

Και τώρα ο Βενιαμίν στρέφεται προς τον ξαπλωμένο στο έδαφος άντρα. Γι’ αυτόν εδώ ακριβώς ήρθαμε ώς εδώ με τον λατρεμένο μου Ισμαήλ. Αυτός ήταν η αποστολή του. Γι’ αυτόν εδώ κάναμε ό,τι κάναμε. Αυτός έστειλε εκείνο το αγριογούρουνο για να μας σκοτώσει. Αυτός προσπάθησε να με τρομοκρατήσει με εκείνο το μηχανάκι με την κομμένη εξάτμιση. Είναι ένα αμείλικτο τέρας που σκοτώνει αδιακρίτως, ένα πλάσμα γεννημένο στην Κόλαση που ζει μόνο για να χαρίζει πόνο στους ανθρώπους. Και στους αγγέλους τους. Και στα αδέλφια των αγγέλων τους.

Ξαφνικά, ξέρω τι έχει συμβεί. Μπορώ να νιώσω πόσο αγάπησε εκείνη τη γυναίκα ο Βενιαμίν. Και πόσο πόνεσε όταν το κτήνος που είναι πεσμένο στο έδαφος έκοψε το νήμα της ζωής της. Στη θέση του, θα έκανα ακριβώς το ίδιο. Ούτε εμένα θα μπορούσε να σταματήσει ο Ισμαήλ.

Όμως γιατί, γιατί να θέλει να μην αποδοθεί δικαιοσύνη; Για ποια ανακωχή μιλούσε; Τι θα μπορούσε να συμβεί αν ο Βενιαμίν έφερνε σε πέρας την αποστολή του, πέρα από τον κίνδυνο που ίσως θα διέτρεχε ο ίδιος; Άλλωστε, νά που τα είχε καταφέρει. Ο εχθρός βρισκόταν ακινητοποιημένος, γυμνός και άθλιος, έτοιμος να επιστρέψει στο φοβερό μέρος από όπου είχε εκβραστεί. Δεν θα έπαυε να υπάρχει ίσως, γιατί το Κακό δεν μπορεί να πεθάνει, αλλά θα έπαιρνε μία οφειλόμενη απάντηση σε ένα από τα εγκλήματά του. Κι αυτό θα τον πονούσε, ίσως και για πάντα.

Ο Βενιαμίν φτάνει από πάνω του, περήφανος, με το κορμί όρθιο, με το παράστημά του να αποπνέει όλο πάθος και γενναιότητα. Και περιβεβλημένος ένα αριστοκρατικό πένθος. Περνά το χέρι από τα μαλλιά του, βάζοντας το τσουλούφι που του σκέπαζε το ένα του μάτι στη θέση του. Με την ίδια κίνηση, πιάνει κάτι πίσω από την πλάτη του. Κάτι που μέχρι τώρα κρυβόταν από τη μακριά καμπαρντίνα του.

Ένα σπαθί.

Η μακριά λάμα μαζεύει όλο το φως από τη μικρή πλατεία και το επιστρέφει με μια οξεία δέσμη από ασημένιες λάμψεις που μοιάζουν ζωντανές. Τα μάτια μου πονούν, κι ας τον βλέπω πάνω από τη ράχη εκείνου του πουλιού. Ο Βενιαμίν πιάνει το σπαθί του και με τα δυο του χέρια, και το σηκώνει ψηλά.

Είναι η ώρα για να γραφτεί το τέλος.

Τα οπλισμένα χέρια του κατεβαίνουν με δύναμη, στοχεύοντας το πεσμένο γυμνό σώμα.

Κλείνω τα μάτια.

Ένας ήχος ακούγεται. Μία κλαγγή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 56

Όταν τα ξανανοίγω, ο πεσμένος γυμνός άντρας δεν είναι πια εκεί. Και ο Βενιαμίν έχει χτυπήσει με το σπαθί του το έδαφος, ανοίγοντάς του μια βαθιά τρύπα που το διεκδικεί τη φωτεινή λάμα με μανία.

Πού… πού μπορεί να πήγε; Και πώς;

Και οι υπόλοιποι απορούν, και μπαίνουν αμέσως σε επιφυλακή. Το ίδιο και τα σκυλιά, που σκύβουν τα κεφάλια και οσμίζονται μια τον αέρα και μια τη γη, επαγρυπνώντας.

Το τέρας είναι άφαντο και…

Όχι!

Είναι εκεί, από πάνω τους, κρέμεται στον αέρα σαν εσταυρωμένος, με τα χέρια ανοιχτά και τα πόδια κολλημένα, και κοιτά κάτω, ίσια κάτω τούς εχθρούς του.

Κι από το γυμνό σώμα του, που τώρα μοιάζει πυρωμένο, βγαίνουν φλόγες — όχι σαν τις φλόγες της φωτιάς σε ένα τζάκι, όχι σαν τις φλόγες του οινοπνεύματος που καίγεται, ή ενός σπίρτου. Αλλά φλόγες κακές, και φλόγες ζωντανές, φλόγες που κυνηγούν τους ακίνητους φίλους μου και τους σκεπάζουν σαν παγωμένη ομίχλη που κυλά μέσα από ένα όνειρο.

Κλείνω τα μάτια.

Ένας ήχος ακούγεται. Ένα συντονισμένο ουρλιαχτό από έξι στόματα.

Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.