- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 53
Σουρώνω το ποτήρι μου και το αφήνω με θόρυβο επάνω στον στενό νοτισμένο πάγκο. Δεν μου αρέσει που χάνει τα λόγια του. Αλλά, από την άλλη, μου αρέσει κιόλας. Το βρίσκω ελαφρώς δημιουργικό. Μοιάζει σαν να πλάθεται μπροστά μου. Σαν να τον πλάθω εγώ, με τα χέρια μου. πάω να πιω ξανά από το ποτήρι μου, ξεχνώντας πως η μπίρα τελείωσε.
«Δεν είμαι σίγουρη για τίποτα», λέω, και ξαφνικά μέσα στο μυαλό μου σκάνε αστράκια, σαν μικροσκοπικά πυροτεχνήματα. «Όλοι έχουμε αξία, έτσι δεν είναι; Πώς το λένε;» Κι άλλα αστράκια. «Έτσι κι αλλιώς. Από τη φύση μας».
Κάνει ένα νεύμα, που μπορεί να σημαίνει, Ναι, ασφαλώς, όσο και, Δεν θα έβαζα και το χέρι μου στη φωτιά. Έχω να πω πολλά επ’ αυτού, και στ’ αλήθεια θα του τα έλεγα, αν ήμουν καλύτερος άνθρωπος. Όμως δεν είμαι. Όχι, όχι, δεν είμαι. Δεν του λέω τίποτε, αυτό που θέλω μονάχα από αυτόν είναι να μου κάνει λίγη παρέα ακόμη, και να βλέπω τα λακκάκια του. Και θέλω να πιω και μια μπίρα ακόμη, για να σκάσουν ακόμη περισσότερα πυροτεχνήματα στο μυαλό μου. Α! Και επιτέλους να καπνίσω ένα τσιγάρο από τα καινούργια μου. Τα βαριά. Πού είναι; Τα έχασα.
Τα ψάχνω στην τσάντα μου και τα βρίσκω στα τυφλά, κάνοντας ταυτόχρονα νόημα στον μπάρμαν, ή όπως αλλιώς λέγεται, να μας βάλει άλλες δύο μπίρες. Αν και ο νεαρός μου φίλος δεν έχει καταδεχτεί τη δική του. Είναι άμαθος — λογικό. Αυτόν δεν τον έχει σώσει κανένας άγγελος. Και μπορεί να μην τον σώσει ποτέ. Μακάρι να μη χρειαστεί, βέβαια. Μακάρι να τα καταφέρει μόνος του. Αλλά όχι απόψε. Όχι σήμερα. Όχι εγώ. Γιατί εγώ δεν είμαι άγγελος. Α, όχι. Δεν είμαι.
Όμως… όμως τι είμαι;
Δεν έχω ιδέα. Εγώ είμαι εγώ. Μια καινούργια εγώ.
Βγάζω με τα πολλά το πακέτο μου, το ανοίγω, πετάω διακριτικά το σελοφάν κάτω —έτσι κι αλλιώς ο τόπος θα γεμίσει σκουπίδια και κάποιοι θα τον σκουπίσουν μετά, κι έπειτα έχω αυτή την ελαφριά ζαλάδα, και τα πυροτεχνήματα, και τη ζέση— και ανάβω ένα τσιγάρο με τον αναπτήρα μου και, ω Θεέ μου, είναι πράγματι κάτι άλλο, είναι τρομερό, με γεμίζει ολόκληρη σαν — σαν δεν ξέρω τι, σαν ένας καπνός που είναι κάτι πιο στέρεο από καπνός, ένας μη-καπνός, κάτι σωματικό. Βήχω επίτηδες λιγάκι για να δω τι θα γίνει, και δεν γίνεται τίποτε. Τέλεια.
Η καινούργια μου μπίρα έχει έρθει ήδη, και νά που παίζουμε πάλι εκείνο το ίδιο παιχνίδι που έπαιξα και χθες με τον Ισμαήλ —χθες δεν ήταν;—, που εκείνος καθόταν μέσα στην αγγελική του αμηχανία και με κοιτούσε, κι εγώ μεθοκοπούσα δίπλα του. Θα με πειράξει άραγε και αυτή τη φορά το αλκοόλ; Θέλω να πιστεύω πως όχι, άλλωστε δεν θα πιω πάνω από δύο ποτηράκια μπίρες, ή το πολύ τρία. Είναι μια μπίρα ελαφριά σαν αναψυκτικό, σαν χυμός από λυκίσκο με ανθρακικό. Σκουπίζω τα χείλη μου από τον αφρό με την ανάστροφη της παλάμης και τραβάω άλλη μία γερή ρουφηξιά, κλείνοντας το ένα μου μάτι κάτω από τη ρεπούμπλικά μου καθώς κοιτάω τη μικρή νεαρή μυγίτσα με το κοντομάνικο πουκάμισο που πιάστηκε στον ιστό μου.
Με κοιτάζει με αμηχανία κι αυτός, και με έναν μικρούλη τρόμο, γιατί δεν ξέρει πώς θα φερθώ το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο και τι να περιμένει από εμένα. Κι αν του επιτεθώ; Αν πιάσω το πρόσωπό του με τα χέρια μου, το φέρω κοντά μου και τον φιλήσω; Αν βυθίσω τη γλώσσα μου στο στόμα του και καταπιώ όλη του την ανάσα; Τι μπορεί να κάνει τότε; Ποια η θέση του; Πώς να φερθεί αν νιώσει πράγματι θύμα, αν δει ότι τον εκμεταλλεύομαι; Τι του είχε πει η μαμά του για αντίστοιχες περιπτώσεις; Μήπως θα ήταν καλύτερο να σηκωνόταν σιγά-σιγά και να έφευγε από αυτή την τρελή που κατεβάζει το ένα ποτήρι μπίρα μετά το άλλο, και καπνίζει σαν λιμενεργάτης όταν ακόμη κάπνιζαν οι λιμενεργάτες;
Τραβάω ακόμη μία δυνατή ρουφηξιά και φυσάω τον καπνό στο πρόσωπό του, κάνοντάς τον να οπισθοχωρήσει λίγα εκατοστά. Ή και κάπως περισσότερα από απλώς λίγα. Τα λακκάκια στα μάγουλά του βαθαίνουν, και με τη χαρτοπετσέτα που ακόμη κρατάει κάνει λίγο αέρα μπροστά από τη μύτη του για να σκορπίσει τον καπνό. Θέλω να του την πετάξω με μια ανάστροφη από το χέρι, αλλά κρατιέμαι. Θέλω όμως και να τον πάρω στο στήθος μου και να τον παρηγορήσω. Είναι τόσο δειλός, σαν κακοποιημένο σκυλί.
«Μη», του λέω και ρουφάω πάλι το τσιγάρο μου. «Μη φοβάσαι. Δεν θα σε φάω».
Κάνει να διαμαρτυρηθεί ψευτογελώντας, αλλά τον κόβω.
«Μη», ξαναλέω. «Ξέρω τι έχεις, γλυκέ μου Οράτιε, και ξέρω και γιατί το έχεις. Δεν θυμάμαι αν σου το είπα ή αν το σκέφτηκα μόνο και το κράτησα για μένα, αλλά… αλλά είμαστε, αν δεν το έχεις καταλάβει, το ίδιο πράγμα εσύ κι εγώ. Ξέρεις τι;»
Κουνάει αρνητικά το κεφάλι του. Δεν ξέρει. Αλλά φοβάται και να μάθει.
«Θα σου πω εγώ λοιπόν». Σκύβω προς το μέρος του. «Δεν είναι κακό που είσαι έτσι. Δεν πειράζεις κανέναν. Είναι νόμιμο. Είναι σαν το δίπλωμα του αυτοκινήτου σου. Το βγάζεις μια φορά, και μετά το έχεις μια ζωή. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις». Με καταλαβαίνει ή όχι, εγώ πίνω άλλη μία γουλιά από την μπίρα μου και συνεχίζω. «Το θέμα είναι τι κάνεις εσύ μ’ αυτό το δίπλωμα. Έτσι δεν είναι; Το θέμα είναι εσύ πώς νιώθεις με τον εαυτό σου. Αν νιώθεις πως όλα είναι οκέι, κανένα πρόβλημα. Αν όμως νιώθεις πως όλα όσα θέλεις είναι λίγο πιο μακριά από όσο μπορεί να φτάσει το χέρι σου, τότε υπάρχει πρόβλημα. Αυτό θέλω να σου πω. Οπότε σταμάτα το. Δεν ξέρω πώς. Πρέπει να το ανακαλύψεις μόνος σου μάλλον. Ή να φτάσεις στα άκρα. Αλλά κάν’ το. Η ζωή περνάει, φίλε μου. Και είναι μια σταλιά. Άκου με εμένα που ξέρω». Τον δείχνω με το δάχτυλο. «Πρέπει ν’ αλλάξεις αυτοκίνητο. Το δίπλωμα κάνει για όλα τα αμάξια».
Έχω μεθύσει, αλλά δεν πειράζει. Το ’χω ξαναπάθει, πολύ πρόσφατα. Δεν έπαθα κάτι. Ούτε τώρα θα πάθω. Απλώς φοβάμαι μήπως είμαι μακριά από το πανηγύρι. Όμως, από την άλλη, εδώ είναι το πανηγύρι. Ψέματα; Είμαι στο κέντρο του. Πιο κέντρο δεν έχει. Άρα όλα καλά. Όταν αρχίσει, όποτε αρχίσει, θα με φωνάξουν. Οι δικοί μου. Η συμμορία μου.
«Με κατάλαβες;» τον ρωτάω πάλι, τραβώντας μια τελευταία ρουφηξιά από το τσιγάρο μου, που έχει φτάσει σχεδόν ώς το φίλτρο.
«Ναι», λέει. «Δηλαδή… περίπου».
«Εγώ πάω στοίχημα ότι με κατάλαβες, αλλά είσαι λιγάκι ντροπαλούλης και δεν θέλεις να σου λένε τέτοια. Και σίγουρα όχι γυναίκες. Γιατί από αυτές είναι που ξεκινάει το πρόβλημα. Μόνο που δεν φταίνε οι ίδιες, ξέρεις». Τον δείχνω πάλι με το δάχτυλο, ενώ με το άλλο χέρι σκαλίζω το καινούργιο μου πακέτο για ακόμη ένα τσιγάρο. «Εσύ φταις, μικρέ με τις φακίδες. Κάνε κάτι γι’ αυτό. Είσαι ολόκληρος άντρας. Να κάνεις, όπως έκανα κι εγώ. Που είμαι ολόκληρη γυναίκα». Γέρνω το κεφάλι και τον κοιτάζω. «Δεν είμαι, Οράτιε;»
Γουρλώνει τα μάτια, σαν να του έριξα την μπίρα μου στο πρόσωπο.
«Φυ…φυσικά και είσαι», τραυλίζει.
«Ναι», λέω. «Φυσικά και είμαι. Και δεν είμαι από χθες. Είμαι από πάντα. Απλώς…»
«Τι;» μου κάνει, σκύβοντας ελάχιστα προς τα μπροστά.
«Τίποτα, ξέχνα το. Θα σου έλεγα πράγματα που δεν θα τα καταλάβαινες».
«Δηλαδή;»
«“Υπάρχουν πράγματα στη γη και τα ουράνια, Οράτιε, που δεν τα χωρεί η φιλοσοφία μας”».
«Ορίστε;»
«Θα έχεις ακουστά τον Άμλετ, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, φυσικά…»
«Μάλιστα. Απλώς δεν τον έχεις δει. Και δεν τον έχεις διαβάσει, βέβαια… Δεν διαβάζεις. Περίεργο, εδώ που τα λέμε. Εμείς που ζούμε πολλή από τη ζωή μας μόνοι το συνηθίζουμε γενικά. Το διάβασμα, εννοώ. Εσύ είσαι ένα κλικ πιο περίεργος, άρα». Σκύβω προς το μέρος του, με συνωμοτικό ύφος και με το τσιγάρο μου καρφωμένο στα χείλη. Φέρνω την εικόνα μου στο μυαλό μου και θέλω να χαμογελάσω πλατιά, όσο πιο πλατιά έχω χαμογελάσει ποτέ μου. Πρέπει να μοιάζω με γκάνγκστερ. «Μήπως είσαι σίριαλ-κίλερ;» τον ρωτάω.
Ο Οράτιος γελάει και γέρνει το κεφάλι του προς τα πίσω. Πάλι καλά. Ή μήπως όχι;
«Σίγουρα δεν είμαι», λέει σηκώνοντας τα χέρια ψηλά. Τα λακκάκια του σχεδόν τού τρυπούν τα μάγουλα.
«Ωραία. Τότε όμως να διαβάζεις. Όχι τίποτε άλλο, αλλά για να μη γίνεις».
Με κοιτάει με ένα βλέμμα όλο περιέργεια, αν και εξακολουθώντας να χαμογελάει.
«Πλάκα σού κάνω, Οράτιε. Άλλωστε είμαι σίγουρη πως και πολλοί σίριαλ-κίλερ διάβαζαν βιβλία». Τον προλαβαίνω: «Κι αυτό πλάκα είναι».
Θέλω να τον αρπάξω από τον γιακά του κιτρινωπού κοντομάνικου πουκάμισού του και να τον φιλήσω, μα δεν θα το κάνω. Η ιδέα είναι δελεαστική, αλλά σκέφτομαι πώς θα αντιδρούσα εγώ στη θέση του. Αν και… αν και δεν είμαι σίγουρη πώς θα αντιδρούσα. Μπορεί και να μου άρεσε. Μπορεί και να τον χαστούκιζα, ή να φώναζα την αστυνομία. Μια καταγγελία για σεξουαλική κακοποίηση δεν κάνει ποτέ κακό. Αλλά σίγουρα θα ξαφνιαζόμουν πολύ, και δεν είμαι εκπαιδευμένη σε αυτό. Ζω —ψέματα: ζούσα— σε πολύ ελεγχόμενο περιβάλλον. Σε περιβάλλον ελεγχόμενο εκατό τοις εκατό από εμένα την ίδια. Όπως μάλλον κάνει και αυτός ο νεαρούλης με τα λακκάκια.
«Ζεις μόνος σου, ε;» του λέω. «Και δεν αφήνεις να συμβαίνουν πράγματα που ξεφεύγουν από τη νόρμα. Σωστά; Λίγο σαν ποντικάκι που μένει όλη μέρα μέσα στη φωλιά του γιατί έξω παραμονεύει ο μεγάλος άγριος γάτος. Αν και μπορεί να μην υπάρχει μεγάλος άγριος γάτος στ’ αλήθεια. Ή μπορεί να μην είναι καθόλου άγριος. Και να θέλει κι αυτός παρέα. Τα λέω καλά;»
Δεν μου απαντά. Κάνει ότι πίνει από την μπίρα του, αλλά δεν πίνει στ’ αλήθεια. Απλώς ντρέπεται. Αυτός είναι ο χαζούλης Οράτιος.
«Να μην ντρέπεσαι. Σου είπα, ξέρω από αυτά…» Ανάβω και τρίτο τσιγάρο. Τα προηγούμενα δύο ούτε που τα κατάλαβα, λες και δεν ήμουν εγώ αυτή που τα κάπνιζε. «Κάτι θυμήθηκα όμως τώρα που λέμε για τα ποντίκια. Ένα πείραμα. Δεν έχω ιδέα γιατί τα κάνουν αυτά τα πειράματα, αλλά αυτοί που τα κάνουν ξέρουν, είναι ειδικοί. Θες να σ’ το πω;»
«Βεβαίως».
«Ωραία. Είχαν, που λες, σε ένα κλουβί μια ομάδα από αυτά τα ινδικά χοιρίδια, τα καταταλαιπωρημένα, και μετρούσαν με κάτι ηλεκτρόδια τις αντιδράσεις τους. Με παρακολουθείς;»
«Βεβαίως», ξαναλέει.
«Μπράβο, Οράτιε. Λοιπόν, κάποια στιγμή μέτρησαν πόσο αυξανόταν η ντοπαμίνη στον εγκέφαλό τους όποτε έπαιρναν μια λιχουδιά για επιβράβευση επειδή έκαναν κάτι φοβερό. Επειδή πατούσαν ένα πράσινο κουμπί, ξέρω γω, ή κάτι τέτοιο. Πράγματα που περιμένεις από ένα ποντίκι να κάνει για να πάρει ένα γλύκισμα. Τώρα, το σύστημα της ντοπαμίνης ενεργοποιείται όταν απολαμβάνουμε κάτι, όταν ακούμε μουσική, όταν κάνουμε σεξ, τέτοια πράγματα… Είσαι ακόμα εδώ; Βεβαίως;»
Κουνάει καταφατικά το κεφάλι του και τα λακκάκια του βαθαίνουν, γλυκά και χαριτωμένα. Μοιάζει με ποντικάκι. Με ινδικό χοιρίδιο.
«Ωραία. Λοιπόν, σταμάτησαν να τους δίνουν το γλυκάκι τους όποτε έκαναν εκείνο το μικρό κατόρθωμα. Τους το έδιναν μόνο τις μισές φορές. Μόνο στο πενήντα τα εκατό δηλαδή. Και τα ποντίκια σιγά-σιγά το κατάλαβαν. Και ξέρεις τι έγινε με την έκκριση ντοπαμίνης στον μικρούλη εγκέφαλό τους;»
«Όχι».
«Προσπάθησε».
«Μειώθηκε κατά πενήντα τα εκατό;»
«Αυξήθηκε κατά εκατό τοις εκατό!» Σηκώνω τα χέρια μου, σφιγμένα σε γροθιές. «Διπλασιάστηκε. Δεν είναι απίθανο; Επιστημονικό συμπέρασμα, και ηθικό δίδαγμα μαζί: η προσμονή και η λαχτάρα είναι πιο δυνατές κι από την ίδια την επιβράβευση. Γι’ αυτό σού λέω: να είσαι ανοιχτός στις προκλήσεις. Να είσαι ανοιχτός γενικά. Είναι καλό πράγμα. Να αλλάξεις αυτοκίνητο». Του κλείνω το μάτι κάτω από το καπέλο μου. «Να με ακούς εμένα, Οράτιέ μου. Κατά κάποιον τρόπο, είμαι η πιο ειδική που θα γνωρίσεις ποτέ πάνω σε αυτό το θέμα. Ή και κατά όλους τους τρόπους. Είμαι πολύ ειδική, πίστεψέ με».
«Εντάξει», λέει, με τον πιο γλυκό τρόπο που μπορεί κάποιος να πει αυτή τη λεξούλα.
«Έτσι μπράβο», του λέω, και εντελώς απρογραμμάτιστα σκύβω και τον φιλάω γρήγορα-γρήγορα στα χείλια. Σαν επιβράβευση. Επειδή είναι το ποντικάκι μου. «Και τώρα σήκω, πάμε, πρέπει να γυρίσουμε στο λούνα-παρκ, να δούμε τι έφτιαξαν οι άνθρωποι που το έχουν. Λένε ότι είναι τρομερό».
Σηκώνομαι από το σκαμπό μου ενώ εκείνος συνεχίζει να κάθεται και να με κοιτάει.
«Σήκω», του ξαναλέω, «δεν έχουμε όλη τη νύχτα μπροστά μας. Θα κλείσουν κάποια στιγμή. Άντε!»
Ξεροκαταπίνει και αφήνει σιγά-σιγά τη θέση του. Μάλλον φοβάται μην τον δαγκώσω. Νομίζω ότι αυτό δεν θα το κάνω. Αλλά δεν ορκίζομαι για όλα τα υπόλοιπα.
«Πού θέλεις να πάμε;» με ρωτάει.
Δεν έχω ιδέα. Του το λέω.
«Δεν έχω ιδέα, Οράτιε, οπότε λέω να μπούμε στο πρώτο κτίριο που δεν θα έχει τρομερά πολύ κόσμο στην είσοδο. Σωστά;»
Κουνάει το κεφάλι του. Και χαμογελάει. Λακκάκια.
«Σωστά», λέει. Κι έπειτα γέρνει λίγο προς το μέρος μου. «Φοβάσαι τον κόσμο;»
«Ναι», του λέω. «Πού θα μου πάει, θα το ξεπεράσω κι αυτό. Αλλά για την ώρα, ναι. Τον φοβάμαι. Και με αγχώνει. Λες να είμαι τρελή;»
«Όχι, δεν νομίζω».
«Κοίτα, είμαι λίγο. Είμαι κάπως τρελή. Ή τέλος πάντων ήμουν, μέχρι χθες. Για τώρα, δεν ξέρω. Αλλά δεν με πειράζει αυτό. Με πειράζει που φοβάμαι. Δεν είναι καλό να φοβάται κανείς. Εσύ; Φοβάσαι;»
«Λίγο κι εγώ».
«Λίγο κι εσύ… Είσαι η αδελφή-ψυχή μου, το ξέρεις;»
Μου χαμογελάει πάλι. Δεν απαντά.
«Όλα γίνονται τυχαία», του λέω με μια έκλαμψη. «Δεν είναι φοβερό; Οι συναντήσεις σαν τη δικιά μας. Μπορούμε να παντρευτούμε, ξέρω γω, και να κάνουμε παιδιά. Ή να μην κάνουμε. Σου αρέσουν τα παιδιά;»
«Δεν θα έλεγα όχι».
«Α, δεν θα έλεγες όχι. Μάλιστα. Καλά, θα το σκεφτώ. Νομίζω θα μας βάραιναν ξαφνικά. Όλες αυτές οι ευθύνες, ο χρόνος που πρέπει να δαπανήσεις… το να μην έχεις καθόλου προσωπική ζωή… Δεν ξέρω, Οράτιε, είναι πολύ μεγάλη απόφαση».
«Συμφωνώ».
«Και δεσμευτική. Δεν μπορείς να κάνεις ένα παιδί και μετά να φέρεσαι σαν να μην το έκανες».
«Ε, όχι».
«Μην το λες. Πολλοί το κάνουν. Είναι όπως τα σκυλιά. Πρέπει να τα φροντίζεις τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες τον χρόνο. Όπως και να είσαι, ό,τι άλλο και να κάνεις. Σου αρέσουν τα σκυλιά;»
Φαίνεται να το σκέφτεται.
«Ναι», λέει τελικά.
«Δεν το είπες αυθόρμητα».
«Όχι, όχι. Μου αρέσουν».
«Ωραία τότε. Θα μπορούσαμε να πάρουμε ένα σκυλί. Ή δύο. Για να κάνουν παρέα μεταξύ τους όταν θα είμαστε έξω. Στον κινηματογράφο. Ή στο θέατρο. Αν και δεν πηγαίνω ποτέ μου στο θέατρο. Εσύ;»
«Πηγαίνω καμιά φορά».
«Πηγαίνεις καμιά φορά… Οκέι, θα το σκεφτώ κι αυτό. Μπορεί να δω ότι έχανα τόσο καιρό. Αλλά, βέβαια, έχω χάσει πάρα πολλά, όχι μόνο το θέατρο. Όχι μόνο το θέατρο…» Συγκινούμαι λιγάκι — και γιατί όχι; Πόσο θλιβερή θα ήταν η ζωή χωρίς συγκινήσεις; «Έχω χάσει πάρα πολλά, Οράτιέ μου», ξαναλέω. «Είχα βέβαια την ησυχία μου, δεν λέω… Αλλά δεν είχα πολλά άλλα. Έφταιξα εγώ άραγε; Δεν ξέρω. Ήμουν δειλή πάντως. Αυτό το παραδέχομαι. Αν και δεν είναι απαραίτητα κακό να είσαι δειλός, πιστεύω. Ο φόβος είναι εργαλείο της εξέλιξης, λένε. Αλλά δεν πρέπει να ξεπερνά ένα σημείο. Γιατί από μια στιγμή και μετά δεν φοβάσαι αυτό που ίσως συμβεί, αλλά τον ίδιο τον φόβο. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις».
«Σε καταλαβαίνω. Εξακολουθείς να θέλεις να πάμε;»
«Πού;»
«Στα περίπτερα».
«Α, στα περίπτερα. Στα σπιτάκια».
«Σ’ αυτά, ναι».
«Εξακολουθώ».
Κοιτάζω γύρω μας. Ο κόσμος δεν έχει μειωθεί ούτε στο ελάχιστο. Πού κρύβονταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Πόσοι είναι; Και πού πάνε έτσι γύρω-γύρω. Και πού είναι οι υπόλοιποι; Πού είναι ο Ισμαήλ; Γιατί μού κρύβεται;
Προσπαθώ να τον εντοπίσω, γιατί ξέρω πως είναι κάπου εκεί. Μα ο κόσμος είναι υπερβολικά πολύς, και ο φωτισμός δεν φτάνει. Ωστόσο εκείνος με βλέπει· γιατί ο Ισμαήλ είναι άγγελος. Εκτός και αν…
Το σκέφτομαι μόλις εκείνη τη στιγμή. Εκτός κι αν είναι μαζί με τον αδελφό του και τους άλλους και παλεύουν ήδη με το κτήνος. Λες; Κι εγώ τότε τι κάνω εδώ με τον νέο μου φίλο; Αυτόν με τα λακκάκια, το άλλο μου, αντρικό εγώ; Γιατί δεν είμαι μαζί τους, στην πρώτη γραμμή της μάχης; Πρέπει να παλέψω κι εγώ, τους το υποσχέθηκα. Και όχι μόνο αυτό: το θέλω. Ποτέ μου δεν θέλησα κάτι περισσότερο. Νιώθω πως έτσι θα γεμίσω το παρελθόν μου. Θα κάνω κάτι στο σήμερα που θα έχει αντίκτυπο και στο χθες. Σε όλα μου τα μοναχικά, άδεια, ματαιωμένα χθες. Θα γίνω μια άλλη, για πάντα. Θα είμαι αυτή που μιλάει έτσι λυρικά μέσα μου. Αυτή που πίνει και καπνίζει.
Θα είμαι η Μίνα.
Σφίγγω τις γροθιές μου και κλείνω τα μάτια, προσπαθώντας να σκεφτώ. Τι γίνεται; Τι μπορεί να συμβαίνει; Αφουγκράζομαι το πλήθος: τις ανάκατες κουβέντες, τα γέλια, τις αντιρρήσεις, τους βήχες. Όχι, δεν συμβαίνει κάτι εδώ. Όλα είναι καλά, όλα είναι… φυσιολογικά. Αν τον είχαν βρει, τώρα όλοι αυτοί που διασκεδάζουν γύρω μας θα έτρεχαν να κρυφτούν, θα το ’σκαγαν, θα έμπαιναν στα αυτοκίνητά τους και θα οδηγούσαν σαν τρελοί μέσα στη νύχτα για να σωθούν από τη μεγάλη, άγρια πάλη που θα είχε ξεσπάσει. Από όλο το κακό. Όμως τίποτε δεν συμβαίνει.
«Εξακολουθώ», του λέω πάλι. «Πάμε αμέσως, θέλω να διασκεδάσω. Και θέλω να μου κάνεις παρέα, και να διασκεδάσεις κι εσύ. Γιατί σού λείπει». Μια σκέψη με χτυπάει από το πουθενά. «Αλλά να ξέρεις κάτι. Όταν τελειώσουν όλα αυτά, δεν θα ψάξω να βρω το γοβάκι σου. Θα είσαι πάλι μόνος. Φρόντισε να κάνεις κάτι γι’ αυτό, ναι;»
Με κοιτάζει ερωτηματικά.
«Μου το υπόσχεσαι;» του λέω πιάνοντάς τον από το μπράτσο. Είναι άτονο.
«Εντάξει».
«Τι “εντάξει”; Μου το υπόσχεσαι;»
«Σ’ το υπόσχομαι».
«Έτσι μπράβο. Να μη μένεις μόνος. Να μη χώνεσαι στον εαυτό σου. Α, και να διαβάζεις. Για να μη γίνεις σίριαλ-κίλερ».
«Είπες ότι…»
«Ξέρω τι είπα. Δεν έχει σημασία. Εσύ να διαβάζεις. Γιατί στ’ αλήθεια και οι σίριαλ-κίλερ διαβάζουν. Διαβάζουν πολύ».
«Εντάξει. Σ’ το… σ’ το υπόσχομαι».
Σκέφτομαι κάτι ακόμα· κάτι που νομίζω ότι αυτή είναι η πιο κατάλληλη ώρα για να του το πω. Δεν θα έχουμε ξανά τέτοια ευκαιρία.
«Ξέρεις αυτό που λένε “παράδοξο του φύλου” στις αυτοκτονίες;» του λέω. Δεν τον αφήνω να μου απαντήσει. «Θα σου πω εγώ. Εμείς οι γυναίκες έχουμε πολύ συχνότερα αυτοκτονικές σκέψεις και επιχειρούμε να αυτοκτονήσουμεσχεδόν τέσσερις φορές συχνότερα από εσάς τούς άντρες.Αλλά τελικά εσείς αυτοκτονείτε κατά τέσσερις φορές πιο συχνά από ό,τι εμείς. Είναι ένα παιχνίδι ρόλων κι αυτό, όπως όλα.Είναι ο πολιτισμικός κώδικας της “αρρενωπότητας”.Με καταλαβαίνεις;»
Κουνά το κεφάλι. Ίσως να με καταλαβαίνει, πράγματι. Ίσως όχι. Ίσως απλώς να με περνά για τρελή. Και ίσως να μην πέφτει και πολύ έξω. Αλλά πρέπει να του τα πω, γιατί αν μη τι άλλο αυτό θα με κάνει να νιώσω εγώ η ίδια καλύτερα. Είναι ένας μικρός, αρσενικός, αδύναμος εαυτός μου, και δεν θα τον ξαναδώ.
«Έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβάνεστε και πώς διαχειρίζεστε την αποτυχία, τις απογοητεύσεις, ή τη μοναξιά», συνεχίζω. «Και τους συνδυασμούς τους. Αλλά και με το πώς έχετε μάθει να μη μιλάτε για το πώς νιώθετε, ή την απροθυμία σας να ζητήσετε βοήθεια… Τέτοια πράγματα. Οπότε, καλέ μου φίλε, να προσέχεις. Δεν είσαι μόνος. Ζήτα βοήθεια. Και είπαμε: άλλαξε αμάξι».
Του χαμογελάω. Μου ανταποδίδει το χαμόγελο. Είμαστε και οι δύο κουρασμένοι.
«Ωραία», του λέω μετά από λίγο. Έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω. «Και τώρα πάμε να μπούμε σε ένα από τα σπίτια. Σε ένα από τα καλύτερα».
Ο Οράτιος κάνει ένα ερωτηματικό νεύμα με το κεφάλι. Το κάτω του χείλος φουσκώνει, και τα λακκάκια στα μάγουλά του βαθαίνουν.
«Πώς θα βρούμε ένα από τα καλύτερα;»
Ανασηκώνω τους ώμους.
«Δεν έχω ιδέα», λέω. «Θα το αφήσουμε στην τύχη».
Αυτή βέβαια δεν είναι ποτέ μια καλή ιδέα. Αλλά είναι πάντα καλύτερη από το τίποτε. Κι εγώ πια είμαι αλλεργική στο τίποτε.
Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.