Βιβλιο

O Άγγελός της - Μέρος 23ο

Μυθιστόρημα - 23ο Μέρος (23/12/23)

Μυρσίνη Ελευθερίου
15’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 41

Η Φορντ Θάντερμπερντ μάς περιμένει με υπομονή γέρικου σκύλου. Είναι όμορφο αμάξι, τελικά. Μπορεί στην αρχή να με εντυπωσίασε μεν αλλά να με τρόμαξε κιόλας, έτσι ανοιχτή όπως ήταν στον κόσμο, χωρίς κάτι που να σε προφυλάσσει από την εγγύτητα με τα πάντα, αλλά η λυγερή ομορφιά της —αυτή η ομορφιά καρχαρία αυτή η ομορφιά κυνηγού, θηρευτή— είναι τόσο συναρπαστική που τα ξεχνάς όλα.

Δεν ήταν μεγάλο ταξίδι· όχι παραπάνω από είκοσι λεπτά αργής, προσεκτικής οδήγησης. Έπρεπε απλώς να πάρουμε έναν ανηφορικό δρόμο γεμάτο στροφές, που από κάποιο ύψος και μετά έπαυε να είναι ασφαλτοστρωμένος και γινόταν ένα παμπάλαιο καλντερίμι, και να χωθούμε σε ένα πυκνό και στενό δασάκι γεμάτο σκουροπράσινα κυπαρίσσια, πριν φτάσουμε εδώ, στο επικλινές ξέφωτο που περιβάλλει τη βίλα. Φαίνεται τρομερά παλιά κι αυτή, πολύ πιο παλιά από τη Θάντερμπερντ και από κάθε άλλο αυτοκίνητο, γεμάτη εμπειρίες και αναμνήσεις, αλλά κυρίως γεμάτη σκιές και μυστικά, αν μπορώ να πω κάτι τέτοιο. Και χρόνο. Πολύ και εγκλωβισμένο στους αρμούς και τις ξυλοδεσιές της.

Βγαίνω από το αυτοκίνητό μας και κοιτάζω την ψηλή σιδερένια πύλη στο κέντρο της αυστηρής περίφραξης. Οι απολήξεις των μεταλλικών πασσάλων του φράχτη, που ξεπερνούν τα δυόμισι μέτρα ύψος, είναι μυτερές και σκουριασμένες, σαν αρχαίες λόγχες. Δεν μπορώ να σκεφτώ ποιος θα έκανε την αποκοτιά να σκαρφαλώσει εκεί πάνω για να περάσει στον απεριποίητο αυλόγυρο με τους ακούρευτους θάμνους, τα σκυφτά γέρικα δέντρα και το πυκνό, άγριο χορτάρι, που έχει απλωθεί παντού και μοιάζει να είναι ο πραγματικός και αδιαφιλονίκητος ιδιοκτήτης της έκτασης. Το ίδιο το σπίτι, με τα δύο πατώματά του, τις γερτές στέγες από όπου λείπουν ένα σωρό κεραμίδια και τα δύο ετοιμόρροπα αετώματα με τις μισοξεκολλημένες τους σανίδες που μοιάζουν με μισόκλειστα μάτια, είναι θαρρείς όλο φερμένο από μία τελείως διαφορετική εποχή, ή απλώς από τον κινηματογράφο. Τα τέσσερα μεγάλα του παράθυρα στο ισόγειο είναι είτε κλειστά με βαριά παραθυρόφυλλα είτε απλώς σκοτεινά και απροσπέλαστα, με ξεφτισμένες βελούδινες κουρτίνες από πίσω τους να τα σφραγίζουν απέναντι σε κάθε περίεργο μάτι. Σε ένα από τα δύο μικρότερα και στενότερα του δεύτερου ορόφου, ωστόσο, μια από αυτές τις κουρτίνες φαίνεται τραβηγμένη: ένα παρατηρητήριο. Κάποιος μάς παρακολουθεί λοιπόν. Ή κάποιοι. Νιώθω τελείως εκτεθειμένη — κι αυτό είναι τρομερά συναρπαστικό. Όπως συναρπαστικό είναι και το γεγονός ότι στα δεξιά της πύλης, λίγα μέτρα μακριά μας, είναι παρκαρισμένο ένα κιτρινόμαυρο σπορ αυτοκίνητο με αεροδυναμική γραμμήκαι ένα άλογο που τρέχει για σήμα, γεμάτο κολλημένες λάσπες σε όλο του το μήκος από κάποια πρόσφατη, όχι πολύ προσεκτική, οδήγηση —μια απίθανη αντίστιξη στο παμπάλαιο αριστοκρατικό σπίτι—, αλλά και μια βαριά Χάρλεϊ Ντάβιντσον μοτοσικλέτα με ανυψωμένο τιμόνι, σαν αυτές που οδηγούσαν παλιά οι Άγγελοι της Κολάσεως, γεμάτη μπαγκαζιέρες, σημαιάκια και αυτοκόλλητα. Μοιάζει τρομερά άβολο να κάθεσαι πάνω σε εκείνη τη σέλα· αλλά, αν μη τι άλλο, δεν είμαι εγώ αυτή που κάθεται, σωστά;

Γυρίζω προς το μέρος του Ισμαήλ.

«Δεν θα φανταζόμουν τον αδελφόσου να μένει σε κάτι λιγότερο τρομακτικό από αυτή τη βίλα», του λέω.

Ο Ισμαήλ με κοιτάζει με σφιγμένο το στόμα. Φαίνεται να συμφωνεί, αλλά δεν το λέει. Με έναν ακόμη ελαφρύ αναστεναγμό, που μοιάζει πια να συντροφεύει την ίδια του την αναπνοή, πλησιάζει την κλειστή πύλη και στέκεται μπροστά της. Σπεύδω να βρεθώ στο πλευρό του για να δω τι θα κάνει… αλλά και γιατί δεν θέλω να μένω καθόλου μόνη μου. Όσο είμαι κολλημένη πάνω στον φύλακα-άγγελό μου, τίποτε κακό δεν μπορεί να μου συμβεί. Αυτό είναι το μόνο που ξέρω με σιγουριά και εκ πείρας.

Ωστόσο, δεν γίνεται τίποτε.

Στεκόμαστε εκεί, άπραγοι, για αρκετά δευτερόλεπτα. Τι συμβαίνει; Πρόκειται να ανοίξουν την πύλη από μέσα, με κάποιο εξελιγμένο σύστημα τηλεχειρισμού; Θα κατέβει να μας ανοίξει αυτός που μας παρακολουθούσε από το στενό παράθυρο; Θα ανοίξει καμιά καταπακτή κάτω από τα πόδια μας και θα πέσουμε σε μία υπόγεια τάφρο γεμάτη κροκοδείλους; Πλημμυρισμένη ανυπομονησία, ακουμπάω τη βαριά, σκουριασμένη κλειδωνιά της πόρτας και την ταρακουνάω λιγάκι. Όχι πολύ. Μια στάλα μόνο, ίσα-ίσα για να διαπιστώσω πως είναι πράγματι κλειδωμένη, και ότι δεν στεκόμαστε εκεί σαν τους χαζούς.

Λάθος μου.

Δεν έπρεπε να την πιάσω. Δεν έπρεπε να την ταρακουνήσω.

Τη στιγμή που ο Ισμαήλ καταλαβαίνει τι έκανα και παίρνει με ταχύτητα το χέρι μου από την κλειδωνιά, δυο πελώριοι μαύροι και μαλλιαροί όγκοι πέφτουν με δύναμη μετεωρίτη πάνω στα κάγκελα της πόρτας, σχεδόν γκρεμίζοντάς την επάνω μας. Έντρομη καταλαβαίνω πως είναι δυο σκυλιά — δυο σκυλιά φερμένα από την Κόλαση, ικανά να τα βάλουν με ενήλικη αρκούδα… και να τη νικήσουν.

Με μια κραυγή που πνίγεται στο στήθος μου, κάνω ένα βήμα προς τα πίσω, αλλά κατά τα άλλα μένω μαρμαρωμένη, καθώς μού είναι αδύνατον να φύγω, να κουνηθώ ή να κάνω οτιδήποτε άλλο για να σωθώ. Γιατί η πόρτα θα πέσει σε λίγο από το συνδυασμένο βάρος των δύο θηρίων, και από τη μανία με την οποία χτυπάνε τα ετοιμόρροπα κάγκελα με τις μουσούδες και τα τεράστια πέλματά τους. Αλλά δεν μπορώ καν να αναπνεύσω. Ακόμη και το αίμα μέσα στις φλέβες μου ανατριχιάζει, και η κυκλοφορία του σταματά.

Δίπλα μου, νιώθω τον Ισμαήλ να παγώνει επίσης, αν και με έναν διαφορετικό τρόπο από ό,τι εγώ. Γιατί ο Ισμαήλ είναι έτοιμος για μάχη, που κύριο σκοπό θα έχει να σώσει εμένα από εκείνα τα κοφτερά δόντια, ό,τι και να σημαίνει αυτό για τον ίδιο. Η διάθεση της αυτοθυσίας του με συγκινεί, γιατί, άγνωστο γιατί, έχω χρόνο για συναισθήματα: ξαφνικά, νιώθω σαν βρίσκομαι σε μία διάσταση όπου ο χρόνος κυλά αργά, σαν να είναι φτιαγμένος από μέλι. Είναι κάτι μαγικό, κάτι που δεν έχω ξαναζήσει ποτέ μου.

Μα είναι και τρομακτικό ταυτόχρονα. Και αμείλικτο.

Γιατί τώρα έχω κάθε άνεση να δω ακόμη και μέσα σε εκείνα τα ορθάνοιχτα σαγόνια, και να παρατηρήσω με άνεση την τρεμάμενη τρέλα που κατοικεί σε εκείνα τα κατακόκκινα μάτια. Αυτά τα πλάσματα είναι στ’ αλήθεια φερμένα από έναν άλλο κόσμο — έναν κόσμο που δεν έχει σχέση με τον δικό μας. Δεν είναι πραγματικά σκυλιά. Και θα μας φάνε.

Κι εγώ —συνειδητοποιώ με μια έκλαμψη—, εγώ δεν έχω καμιά σχέση με όλα αυτά. Είμαι απλώς μια πρώην μεταφράστρια. Και έγραψα μερικά βιβλία, στην αρχή για να το ευχαριστηθώ, και στη συνέχεια επειδή άρεσαν και σε άλλες γυναίκες, και τέλος επειδή ερωτεύτηκα τον ήρωά μου.

Δεν είμαι μια γυναίκα που ονειρευόταν να τα βάζει με τέρατα και με υπερφυσικά σκυλιά. Ήθελα μόνο να…

Αλήθεια, τι ήθελα;

Υπνωτισμένη από την τρέλα των λυσσασμένων σκύλων, φαινομενικά ήρεμη μέσα σε εκείνο το κουκούλι που με έχει τυλίξει ολόκληρη, συνειδητοποιώ και πάλι πως ποτέ μου δεν είχα την τόλμη να πω τι ήθελα. Έναν άντρα. Ή μια γυναίκα. Ή πολλούς άντρες. Ή κανέναν. Ή λεφτά και ταξίδια. Ή οτιδήποτε. Ζούσα χωρίς να το καταλαβαίνω. Απλώς το έκανα. Κι επειδή απλώς το έκανα, δεν λειτουργούσε και καλά. Ποτέ δεν θα βγει κάτι καλό αν δεν το προγραμματίσεις από πριν. Η ζωή δεν είναι λαχείο. Δεν είναι τζόγος. Η ζωή είναι επένδυση: ένα χωράφι που πρέπει να το οργώσεις, να το σπείρεις, να το ποτίσεις και να το θερίσεις. Και να πουλήσεις την παραγωγή σου. Και να…

Όμως με πιάνει πάλι το μελό μου. Κι όταν σού επιτίθενται σκυλιά βγαλμένα από τα Τάρταρα και δεν θέλουν απλώς να σε μυρίσουν, δεν είναι πολύ σοφό να ρέπεις προς τον γλυκερό ρομαντισμό — κι ας σε τραβάει από το μανίκι ο άλλος σου εαυτός: αυτή η άλλη που στριφογυρίζει μέσα σου και ζητά μια το ένα και μια το άλλο, μόνο και μόνο για να πάρει τον έλεγχο από τα χέρια σου — αυτή η άλλη γυναίκα, που τη γέννησες από το μυαλό σου όπως και όλα τα άλλα.

Οπότε τέρμα το μελό. Και, καθώς δεν υπάρχει οδός διαφυγής εδώ που ήρθαν τα πράγματα, ας αφεθώ να με φάνε τα δύο τέρατα, ελπίζοντας να το κάνουν γρήγορα. Αλλά αφού κατασπαράξουν τον Ισμαήλ πρώτα.

Η πόρτα μπορεί να μην γκρεμίζεται όπως το φοβόμουν, αλλά τα δύο φύλλα της μισανοίγουν παρέχοντας ένα αρκετό μεγάλο άνοιγμα για τους δύο φονιάδες. Ο άγγελός μου ανοίγει τα χέρια και περνάει μπροστά μου. Δεν ξέρω τι σκοπεύει να κάνει, αλλά σκοπεύω να μην το δω.

Το τελευταίο πράγμα που βλέπω πριν κλείσω τα μάτια μου είναι τα τέσσερα τριχωτά τους πόδια και τα δυο κεφάλια τους με το αφρισμένο ρύγχος να έχουν χωθεί στο άνοιγμα για να περάσουν και τα δύο μαζί από εκεί και να μας φάνε.

Όμως δεν ανοίγω τα μάτια μου. Αρνούμαι να το κάνω.

Δεν τα ανοίγω, και μόνο ακούω τα βαθιά μουγκρητά, τους τερατώδεις λαρυγγισμούς, τα κολασμένα ουρλιαχτά και το ανατριχιαστικό τρίξιμο της παλιάς πύλης.

Και το σφύριγμα.

Και μετά ακούω… μετά ακούω τη σιωπή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 42

Δεν ανοίγω τα μάτια. Δεν είμαι χαζή. Δεν θέλω να δω από τόσο κοντά τα δόντια τους, ούτε να μυρίσω την αποφορά του στόματός τους τώρα που βρίσκονται μια σιωπηρή ανάσα —κυριολεκτικά— μακριά μου.

Αλλά, μετά από αυτή τη σιωπή, μπορώ να ακούσω εκείνο το παιχνιδιάρικο λαχάνιασμα από δυο κόκκινες γλώσσες που δεν μπορεί να κρέμονται χαριτωμένα από δύο έξυπνες μουσούδες. Κι έτσι τελικά ανοίγω τα μάτια μου.

Και τα σκυλιά είναι μπροστά μου. Και έχουν όμορφα μάτια, και όμορφα, χαμογελαστά στόματα,δύο έξυπνες μουσούδες, και δυο κατακόκκινες γλώσσες, και είναι κανονικά σκυλιά, γερμανικοί ποιμενικοί ή κάτι τέτοιο, με το πιο υπέροχο τρίχωμα που είχε ποτέ του γερμανικός ποιμενικός και τον πιο τέλειο μυϊκό τόνο. Επίσης: με κοιτάνε σχεδόν με λατρεία. Και δεν μπορώ παρά να υποκύψω.

Γονατίζω και έρχονται και τα δυο στην αγκαλιά μου και χαϊδευόμαστε, και η καρδιά μου ηρεμεί σαν καρδιά πουλιού που κοιμάται στη φωλιά ενώ έξω βρέχει. Τα δύο λυκόσκυλα μουρμουρίζουν διάφορα και μια σιγοκλαίνε μια βγάζουν μικρές κραυγούλες, και είναι πολύ όμορφο όλο αυτό, και θέλω να κλάψω λιγάκι. Αλλά, μολονότι η εναλλαγή των συναισθημάτων μου είναι καταιγιστική, δεν κλαίω. Γιατί δεν είμαι μόνη εκεί. Είναι και ο Ισμαήλ. Και ένας ακόμα. Αυτός που σφύριξε, και που άνοιξε την πόρτα, και που ημέρεψε τα σκυλιά.

Σηκώνω τα μάτια μου.

Λεπτό, ψηλό, νευρώδες σώμα. Ντυμένο στα πέτσινα από πάνω μέχρι κάτω. Μαύρα δερμάτινα. Και μαύρες μπότες, με δεκάποντο τακούνι. Μαύρα πυκνά μαλλιά που χύνονται στην πλάτη της σαν ζωντανά. Και στενά μάτια που με κοιτάζουν σχεδόν… εχθρικά;

Είναι η φίλη του Βενιαμίν, από το μπαρ.

Ξεροκαταπίνω.

«Γεια», λέω.

Εκείνη με κοιτάζει με ακόμη πιο στενεμένα μάτια.

«Γεια», επαναλαμβάνει τελικά, μια στιγμή πριν ξεσπάσει σε γέλια. «Έπρεπε να δεις το ύφος σου», λέει. «“Ποια είναι αυτή με τα δερμάτινα και γιατί θέλει το κακό μου;”»

«Φαίνεται, ε;»

«Κάνει μπαμ».

Ανασηκώνομαι, συνεχίζοντας να χαϊδεύω τα δύο λυκόσκυλα.

«Αλλά δεν είχα άδικο; Έτσι δεν είναι;»

Το κορίτσι με τα πέτσινα κουνάει το κεφάλι του.

«Για μένα ή για τα σκυλιά;»

«Και για τους τρεις σας».

«Και ναι και όχι», λέει. «Εγώ είμαι μια χαρά κορίτσι — συνήθως. Όσο γι’ αυτά… Μα, τα βλέπεις, είναι δυο καλοσυνάτα σκυλάκια. Τι κακό μπορούν να σου κάνουν;»

Πάω να της πω ότι μέχρι πριν ένα λεπτό δεν έμοιαζαν καθόλου με δυο καλοσυνάτα σκυλάκια, αλλά δεν το λέω. Δεν έχει και καμιά σημασία, εδώ που τα λέμε. Ήταν ίσως κάτι της φαντασίας μου.

Δεν ήταν. Είναι κάτι που έκανε η ίδια. Σε κοροϊδεύει.

Δεν πειράζει. Καλά κάνει. Ας πάει στο καλό. Σημασία έχει ότι έτρεξε, τους σφύριξε, και ότι τώρα τα δυο τους είναι ήρεμα και στ’ αλήθεια καλοσυνάτα.

Ε, Ισμαήλ;

Δεν του το λέω. Απλώς τον βλέπω να ανταλλάσσει ματιές μαζί της.

«Με λένε Μαίρη», της λέω, για να διακόψω τη μυστική τους συνομιλία. «Έεε… Χαίρω πολύ. Εσένα;»

Γυρίζει και με κοιτάζει, ενώ ο Ισμαήλ σκύβει ελαφρά το κεφάλι.

«Άννα», μου λέει. «Μπορείς να με φωνάζεις Άννα». Μου χαμογελάει. Δεν είναι και πολύ γλυκό χαμόγελο. «Κι αυτές οι δυο είναι η Χελ και η Στρομ».

«Α, τι τέλεια ονόματα», λέω. «Ώστε είναι θηλυκές. Λυκοσκυλίτσες».

«Δεν είναι λυκοσκυλίτσες», μου λέει, λες και είπα καμιά τρομερή βρισιά. «Είναι τσέχικοι ποιμενικοί».

«Τσέχικοι;»

«Κάπου θα έχεις ακούσει για τα πειράματα που έκαναν τη δεκαετία του ’60 εκεί στα βουνά της Τσεχοσλοβακίας».

«Πειράματα; Όχι».

«Μάλιστα…» Με κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω. «Τέλος πάντων», λέει. «Έφτιαξαν ένα πλάσμα που είναι μισό σκύλος και μισό λύκος. Είναι πιο έξυπνος και πιο δυνατός και από τα δύο είδη μαζί. Και πιο πιστός».

«Υβρίδιο», λέω. «Τρομερό».

«Τρομερό δεν λες τίποτα». Πάει να πει κάτι ακόμη, αλλά το μετανιώνει. Κοιτάζει μια εμένα και μια τον Ισμαήλ. «Όμως καλύτερα να πηγαίνουμε, ναι; Έχουμε αργήσει».

Σωστά. Δεν έχουμε έρθει μέχρι εδώ για να ακούσω για πειράματα με σκύλους και λύκους που έκαναν επί Τσεχοσλοβακίας στα βουνά. Ούτε για να παίξω με δύο σκυλόλυκους. Έχουμε ραντεβού, από όσο έχω καταλάβει.

Ένα ραντεβού, και ένα σχέδιο.

Ξεφυσώντας σαν να πηγαίνω να πάρω τη θέση μου στον βατήρα για τον τελικό των εκατό μέτρων, ρίχνω μια ματιά ακόμη στη Χελ και στη Στρομ, που ακολουθούν την εντυπωσιακή αφεντικίνα τους κουνώντας τις φουντωτές ουρές τους, και προχωρώ προς τη μισάνοιχτη πύλη. Ο Ισμαήλ μένει τελευταίος, για να την κλείσει.

Ένας άγγελος πάντα φροντίζει τον άνθρωπό του. Κι ο άνθρωπός του είναι πάντα ευγνώμων γι’ αυτό. Γιατί έλαβε ένα ανέλπιστο δώρο, ένα δώρο που βαθιά μέσα του φοβάται που δεν του άξιζε· πως δεν του έπρεπε. Μα νά που τελικά κάποιοι άλλοι ήξεραν περισσότερα, και ήξεραν καλύτερα.

Χαίρομαι πολύ γι’ αυτό. Παρά τα όσα συμβαίνουν, η καρδιά μου είναι ζεστή. Και, ναι, χαίρομαι με όλα αυτά.

Θα ήθελα τόσο πολύ να κουνήσω κι εγώ την ουρά μου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 43

Ρίχνω με ανακούφιση την πλεχτή κουβέρτα στους ώμους μου και τυλίγομαι μ’ αυτήν κρατώντας τις δυο άκρες της σφιχτά στο στέρνο μου. Μέχρι δύο λεπτά πριν μπορούσα να δω το χνότο μου να βγαίνει σε μεγάλες τολύπες από το στόμα μου και να με τυλίγει. Τώρα είμαι κάπως καλύτερα. Αλλά τι κρύο, Θεέ μου, τι κρύο.

«Φταίει αυτό το κοίλωμα του υπεδάφους κάτω από το σπίτι», με πληροφόρησε ο ένας από τους δίδυμους.

«Το κοίλωμα του υπεδάφους», είπε ο άλλος δίδυμος, συμφωνώντας με ένα φιλοσοφικό κούνημα του ξυρισμένου του κεφαλιού.

Δεν μπορούσα να το πιστέψω, ούτε υπήρχε κανένας λόγος να το κάνω, αλλά κούνησα κι εγώ το κεφάλι μου και πήρα χωρίς δεύτερη κουβέντα την κουβέρτα που μου έδωσαν. Και τώρα εδώ, δίπλα στο τζάκι που άναψαν για χάρη μου, στη μισοφωτισμένη σάλα με τα ελάχιστα, παλιά έπιπλα και τους ριγμένους στις σκιές τοίχους, είμαι κάπως καλύτερα. Οι ίδιοι βέβαια, με τα κολλητά μαύρα μπλουζάκια τους και τα επίσης μαύρα τους τζιν, δεν κρυώνουν. Φυσικά και δεν κρυώνουν. Πολύ αμφιβάλλω αν καίγονται κιόλας. Μοιάζουν άτρωτοι στα πάντα. Και είναι τόσο ίδιοι. Μοιάζει ο ένας να είναι αντανάκλαση του άλλου.

Η Άννα έχει χαθεί κάπου στο εσωτερικό της έπαυλης, και οι δυο τους στριφογυρνούν στα πέριξ σαν υπηρέτες που κάνουν ό,τι μπορούν για να είναι δίπλα σου, μόνο και μόνο για να σε κατασκοπεύσουν, να ακούσουν τι έχεις να πεις και να δουν πού ρίχνεις το βλέμμα σου και γιατί. Εγώ βέβαια το ρίχνω στις φλόγες που βγάζουν τα πρώτα αναμμένα ξύλα στο τζάκι. Είναι ένα πελώριο τζάκι: θα χωρούσε έναν βαρύ κορμό μέσα του. Ωστόσο κι αυτά τα πέντ’-έξι λεπτά κούτσουρα, με τη χοντρή ελιά στη μέση τους, είναι αρκετά — νομίζω. Δεν ξέρω αν φταίει το σοκ από το κρύο όταν πρωτομπήκα στο σπίτι, ή αν συνήθισα πια, αλλά λεπτό το λεπτό η ατμόσφαιρα γίνεται όλο και πιο υποφερτή. Ωστόσο δεν θα αφήσω στην άκρη την κουβέρτα μου. Μου αρέσει, και με προστατεύει. Όχι μόνο από το κρύο. Θέλω να πιστεύω πως με προστατεύει ακόμη περισσότερο, όπως τα μικρά παιδιά που συνδέονται με το κουβερτάκι τους με έναν τρόπο παράλογο αλλά τόσο μα τόσο γλυκό. Ο δικός μου είναι σκέτα παράλογος — αλλά δεν με νοιάζει.

Ο Ισμαήλ, στο μεταξύ, στέκεται όρθιος και βλοσυρός, ενώ εγώ κάθομαι σε μία βαθιά βελούδινη πολυθρόνα, φτιαγμένη πριν από τουλάχιστον έναν αιώνα. Μπορεί και πολύ περισσότερο. Στον καιρό της πρέπει να ήταν πορφυρή με χρυσαφιά κρόσσια, ενώ πια έχει το χρώμα του ξασπρισμένου από τον ήλιο ροδάκινου που έχει πέσει στα χόρτα. Όλος ο χώρος —μεγάλος, σκοτεινός, παλιός— έχει δοκιμαστεί από τον χρόνο· και έχασε. Ωστόσο στέκει ακόμη όρθιος, και είμαι κι εγώ εδώ, και ο άγγελός μου είναι επίσης εδώ, και οι δύο δίδυμοι με τις μικρές δουλίτσες που κάνουν, τα ολόιδια μαύρα κοντομάνικά τους, τα λεπτά, νευρώδη σώματά τους και τα ξυρισμένα τους κεφάλια. Είναι κι αυτοί εδώ.

Παίρνω τα μάτια μου από τη φωτιά και τους παρατηρώ. Δεν υπάρχει περίπτωση να τους ξεχωρίσει κανείς, όσο παρατηρητικός και αν είναι. Ούτε και χρειάζεται, ίσως.

«Μοιάζετε τρομερά», λέω. Δεν ξέρω για ποιο λόγο μίλησα για να πω κάτι τόσο προφανές, αλλά τώρα πάει, το είπα.

Σταματούν ό,τι κάνουν και με κοιτάζουν με το ίδιο ερωτηματικό βλέμμα.

«Εμείς δεν το καταλαβαίνουμε, ξέρεις», μου λέει ο ένας.

«Δεν το καταλαβαίνουμε», λέει και ο άλλος, ανασηκώνοντας τους ώμους.

«Αλλά το παίζετε καλά». Τους χαμογελάω. «Βασικά, το παίζετε πολύ καλά».

«Ποιο;»

«Ποιο;»

«Αυτό το παιχνίδι. Της ομοιότητας».

«Δεν υπάρχει κανένα παιχνίδι».

«Κανένα. Στ’ αλήθεια κανένα».

«Εντάξει. Και… σας λένε; Εγώ είμαι η… η Μαίρη». Κόμπιασα για μια στιγμή. Και παραλίγο να πω άλλο όνομα. Πάλι από μι.

«Μαίρη…»

«Μαίρη… Ναι. Το ξέρουμε. Σε είδαμε στο μπαρ».

«Στο μπαρ. Χθες».

«Ναι», λέω, «το ξέρω, το θυμάμαι. Λέτε να μη σας πρόσεξα; Απλώς δεν συστηθήκαμε».

«Ναι. Μαίρη. Ωραίο όνομα».

«Ναι. Πολύ ωραίο».

«Να είστε καλά. Λοιπόν;»

«Τι λοιπόν;»

«Τι λοιπόν;»

«Τα δικά σας ονόματα;»

Οι δίδυμοι κοιτιούνται. Σχεδόν διακρίνω κάτι σαν απόγνωση στα μάτια τους.

«Τέσλα», λέει ο ένας από τους δύο.

«Τέσλα. Ωραίο. Κι εσένα;»

Ο δεύτερος δίδυμος ανασηκώνει τους ώμους και δείχνει τον αδελφό του.

«Τι;» ρωτάω.

Ανασηκώνει ξανά τους ώμους, αυτή τη φορά γουρλώνοντας και τα μάτια.

«Ναι», του λέω. «Πώς;»

«Τέσλα», λέει.

«Κι εσένα; Οκέι…»

Κάθομαι και τους κοιτάω αναστενάζοντας, ενώ ο Ισμαήλ ατενίζει τη φλόγα που χορεύει στο τζάκι.

«Με κοροϊδεύετε», λέω μετά, αλλά έχω ήδη κάπως κουραστεί από όλη αυτή τη φάρσα. Και εξακολουθώ να κρυώνω λιγάκι, παρά την κουβέρτα που μου έδωσαν.

Η Άννα μπαίνει στο μεγάλο δωμάτιο τινάζοντας τα βρεγμένα χέρια της. Τώρα που τη βλέπω καλύτερα, συνειδητοποιώ πως μοιάζει με φιγούρα βγαλμένη κατευθείαν από εκείνα τα ηλεκτρονικά παιχνίδια που παίζουν τα παιδιά στις κονσόλες τους. Υποθέτω, δηλαδή. Δεν έχω ασχοληθεί καθόλου με το αντικείμενο. Έχω πολύ στενή γκάμα ενδιαφερόντων. Συνειδητοποιώντας το για μία ακόμη φορά στη ζωή μου, αναστενάζω ξανά, με λίγη πίκρα. Σε αντίθεση με εμένα, αυτοί οι άνθρωποι εδώ… έχουν ζήσει τόσο πολλά…

Κουνάω το κεφάλι μου για να ξεχαστώ και γυρνώ πάλι προς τον Ισμαήλ. Δεν με νοιάζει που ξέρω μόνο αυτά που ξέρω, σκέφτομαι. Δεν με νοιάζει που είμαι τόσο διαφορετική από τη ράτσα τους. Γιατί, παρά τις μαγείες, το κρύο, τα μεταμορφωμένα σκυλιά και τις βίλες, αυτό που εγώ θέλω πραγματικά είναι να βρισκόμουν κάπου μαζί του και να μη χρειάζεται να μιλάμε. Ούτε να κάνουμε κάτι άλλο. Δεν έχει σημασία η έλξη που αισθάνομαι γι’ αυτόν. Κι ας είναι η πρώτη φορά που το παραδέχομαι τόσο ανοιχτά στον εαυτό μου. Αρκεί να καθόμαστε κάπου ήσυχοι. Και, ναι: χωρίς όλα αυτά τα τρελά γύρω μας — δεν με νοιάζουν, και δεν τα ζηλεύω. Ήθελα να καθόμασταν αμίλητοι, χωρίς να συμβαίνει τίποτε περίεργο. Δεν είναι ωραίο να ζεις σε ενδιαφέροντες καιρούς. Ωραίο είναι να μπορείς να διαχειρίζεσαι όπως εσύ θέλεις τον χρόνο σου, τις ώρες σου, το περιβάλλον και τα συναισθήματά σου. Αυτό είναι που έχει σημασία. Κι αυτό είναι το πιο δύσκολο πράγμα από καθετί άλλο. Όλοι μας είμαστε δέσμιοι των άλλων. Κι αυτοί οι άλλοι δεν θα καθίσουν ποτέ ήσυχοι αν δεν αναπνεύσουν λίγο ακόμη από τον αέρα που μας αναλογεί. Λίγο ακόμη: έστω και μια ρουφηξιά. Ποτέ δεν θα τους φτάσει ο δικός τους αέρας. Έτσι πάνε αυτά — δεν μπορείς να το αποφύγεις· και δεν το αποφεύγεις, ποτέ.

Όμως αισθάνομαι και κάπως απογοητευμένη και κουρασμένη. Δηλαδή, μετά το σωτήριο, θεϊκό σώσιμό μου, κι εκείνη την υπέροχη, αναπάντεχη διαδρομή, έπρεπε ντε και καλά να μπλέξω σε μια ιστορία φόνων και πλασμάτων βγαλμένων από… από την Κόλαση; Γιατί; Δεν μπορούσε να κρατήσει λίγο ακόμη αυτή η γλύκα που με γέμιζε όσο ταξιδεύαμε με το αυτοκίνητο του Ισμαήλ; Αυτή η αίσθηση πως επιτέλους ήμουν ελεύθερη; Πως επιτέλους θα μπορούσα να ξεκινήσω τα πάντα από την αρχή; Έπρεπε να μπλέξουμε σ’ αυτή την τρελή ιστορία; Καλά ήμουν όπως ήμουνα σωσμένη. Ήμουν πολύ-πολύ έτοιμη να ζήσω μέσα στην ευφορία. Κι ας μοιάζω, ή κι ας είμαι, έτσι μέτρια και έτσι χλιαρή. Και έτσι μόνη. Δεν είναι πάντα επιλογή μου αυτό. Ούτε ήταν στο παρελθόν. Ίσα-ίσα: αν μου δώσεις ένα ωραίο περιβάλλον, θα απλωθώ εκεί μέσα και θα αποδείξω πως μου αξίζει πραγματικά.

Ενώ τώρα…

Κοιτάω πάλι τον Ισμαήλ και τους άλλους τρεις. Ο άγγελός μου στέκεται πάντα όρθιος και ακίνητος. Κοιτά τις φλόγες χωρίς να ανοιγοκλείνει τα μάτια, γιατί εκείνα τα μάτια είναι φτιαγμένα για να ατενίζουν πραγματικά μεγάλες και λαμπερές φωτιές. Τι να του κάνουν εκείνα τα λεπτά, τοσοδούλικα ξυλαράκια; Στενεύω τα μάτια, τον κλείνω όλον στο βλέμμα μου, και νιώθω ότι τον αγαπώ — κι αυτό με πονάει: γιατί ο ίδιος δεν πρόκειται να με αγαπήσει ποτέ. Όχι με τον τρόπο που μπορώ να μάθω εγώ να τον αγαπώ, δηλαδή. Δεν θα με αγαπήσει ποτέ σαν γυναίκα. Όχι σαν άνθρωπο, έστω. Θα με «αγαπά» σαν ένα ζωάκι που πρέπει να σωθεί γιατί έτσι τού είπε ή του συνέστησε κάποιος. Σαν ένα φρούτο που δεν ήρθε ακόμη η ώρα του να πέσει από το κλαδί. Αυτό μόνο.

Και δεν μου είναι αρκετό αυτό. Γιατί έχω δει τα μάτια του, κι έχω αγγίξει το σώμα του· έστω και λίγο. Και θέλω κι άλλο.

Αναστενάζω ξανά και κοιτάζω τους άλλους τρεις. Το κορίτσι με τα μαύρα πέτσινα ρούχα και τις μπότες με τα τακούνια. Τους δύο επίσης μαυροντυμένους δίδυμους με τα ξυρισμένα κεφάλια και το κοινό όνομα. Και τα δυο σκυλιά που δεν είναι σκυλιά: έρχονται από κάπου μέσα και τα δυο τους, με τις γλώσσες κρεμασμένες και νερό να στάζει από το στόμα τους. Είναι χορτασμένα και ξεδιψασμένα και χαίρονται κάθε τους στιγμή. Προσεύχομαι από μέσα μου να μην τύχει να τα ξαναδώ όπως ήταν πριν — ό,τι κι αν ήταν αυτό που συνέβη πριν· δεν θέλω να το σκέφτομαι και να το αναλύω. Έρχονται δίπλα μου, με κοιτάνε με τα περίεργα μάτια τους που αυτή τη στιγμή δεν έχουν κανένα συναίσθημα και πηγαίνουν να ξαπλώσουν δίπλα στους δίδυμους, που απλώνουν ταυτόχρονα από ένα χέρι και τα χαϊδεύουν στο σβέρκο και ανάμεσα από τα αυτιά. Σκέφτομαι για λίγο την Μπέλα και τον Έντουαρντ, και η καρδιά μου ματώνει. Τα παιδιά μου… Ευτυχώς, η Άννα με αποσπά από τις σκέψεις μου καθώς ξεφυσάει και κοιτάζει προς τα μέσα, σε ό,τι υπάρχει εκεί, παίζοντας με τα μαλλιά της. Βαριέται. Ακολουθώ το βλέμμα της και αναστενάζω για τρίτη ή χιλιοστή τρίτη φορά. Α, ναι, ξέρω ποιον περιμένει. Ποιον άντρα. Αυτόν που λείπει.

Και τότε, λες και δόθηκε κάποιο σύνθημα, ο άντρας που λείπει έρχεται επιτέλους, και η ατμόσφαιρα στη μισοφωτισμένη σάλα αλλάζει ξαφνικά σαν να τον υποδέχεται ή και σαν να τον φοβάται μια στάλα, και οι ριγμένοι στις σκιές τοίχοι μοιάζει να τρέμουν και να αναριγούν, όπως βέβαια αναριγεί και η επιδερμίδα μου κάτω από την κουβέρτα και κάτω τα ρούχα μου. Και να σκεφτεί κανείς πως είναι καλοκαίρι. Κατακαλόκαιρο. Και πως έξω από αυτό το ξεχασμένο από τον Θεό σπίτι είναι μεσημέρι, και ο ήλιος λάμπει και σου πονάει τα μάτια, και τα πουλιά πετούν σε μεγάλους κύκλους στον ουρανό κάνοντας τις αιώνιες περιπολίες τους, κατασκοπεύοντας τις ζωές μας από εκεί ψηλά και χλευάζοντας τη βαρύτητα. Ποιος θα το ’λεγε.

Όμως ναι, είναι εδώ. Όλοι είμαστε εδώ. Γι’ αυτόν. Τον Βενιαμίν. Τον άντρα που μοιάζει με την εικόνα των ονείρων μου. Την εικόνα που γέννησε ένας άγνωστος πόθος στο μυαλό μου και στις λέξεις μου.

Και κάτι πρόκειται να γίνει, κάτι ονειρικό και τρελό και επικίνδυνο, κι εγώ θα είμαι μέρος του. Κι ας μην το θέλω πραγματικά. Ή μήπως το θέλω τελικά, γιατί δεν έχω τίποτε άλλο εκτός από αυτό στη ζωή μου; Ή μήπως το θέλω γιατί αυτή θα είμαι πια από δω και πέρα;

Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να ξέρω. Ούτε με νοιάζει. Θέλω μόνο να κουκουλωθώ με την κουβέρτα μου και να κλάψω.

Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.