- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36
«Τουρίστρια;»
Δεν τον άκουσα καν που ήρθε δίπλα μου, με το μεγάλο χαμόγελό του, την πετσέτα στο χέρι, τις μεγάλες του περιφέρειες και την τσιτωμένη κοιλιά. Μοιάζει σαν σερβιτόρος από μια άλλη εποχή, όπως και τόσα άλλα εδώ στο χωριό. Αν και όλα ξεκίνησαν ήδη από το πρώτο μας καφέ κοντά στο Σημείο, από ό,τι θυμάμαι μόλις…
Κοιτάζω το ρολόι είναι εννέα και είκοσι. Το πρώτο μου εικοσιτετράωρο σχεδόν πέρασε. Και ήταν αναθεματισμένα γεμάτο.
«Ναι», του λέω. «Ναι, τουρίστρια».
Χωρίς να με ρωτήσει τυπικά, αν και κάνοντας ένα μικρό νεύμα που δεν καταλαβαίνω τι μπορεί να σημαίνει, κάθεται αναστενάζοντας, ή μάλλον ασθμαίνοντας, στην καρέκλα δίπλα μου, από την άλλη μεριά του μικρού τραπεζιού. Παρότι δεν κάνει ζέστη, το μέτωπό του είναι ιδρωμένο.
«Ευχαριστώ», λέει με ένα αγκομαχητό, μόλο που ποτέ δεν του επέτρεψα να καθίσει.
Δεν λέω κάτι. Άλλωστε, τώρα είναι μάλλον αργά.
«Εσείς;» τον ρωτάω μετά. «Ντόπιος;»
Δεν πιάνει την ειρωνεία στην άκρη της γλώσσας μου και κουνάει το κεφάλι εμφατικά. Έχει μεγάλο κεφάλι, μια πλατιά, γυαλιστερή φαλάκρα και διπλό προγούλι. Αυτό το τελευταίο, σε συνδυασμό με τη βαριά αναπνοή του, εκείνο το διαρκές φύσημα, δεν κομίζουν και τα καλύτερα νέα για το προσδόκιμο ζωής του.
«Ντόπιος, ναι. Παλιός. Από τον καιρό ακόμα που δεν είχε πάνω από ένα-δυο καΐκια εδώ,πριν ακόμα μπει το καραβάκι της γραμμής, πριν ακόμα φτιαχτεί η δεξαμενή ανεφοδιασμού που βλέπεις τώρα σκουριασμένη και άχρηστη,αποκλεισμένη με εκείνο τον τούβλινο τοίχο. Αυτό το μαγαζί ήταν από τα πρώτα του χωριού. Έξω από το κανονικό χωριό βέβαια, αλλά δίπλα στο λιμάνι. Το χωριό μας είναι χωρισμένο στα δύο, δεν ξέρω αν το πρόσεξες».
«Το πρόσεξα», του λέω, «ναι. Είστε περίεργο χωριό».
«Α, ναι, είμαστε πολύ περίεργο χωριό. Στεριά-λιμάνι. Σαν τη μέρα και τη νύχτα. Το καλό και το κακό. Και τι δεν είναι περίεργο, θα μου πεις. Και θα ’χεις και δίκιο. Αλλά εμείς είμαστε ακόμα πιο περίεργοι».
«Μπράβο σας».
Δεν είμαι κακιά. Ίσα-ίσα. Αλλά, χώρια από αυτά τα ακατανόητα που λέει, κάτι επάνω του με κάνει να μην τον συμπαθώ διόλου. Εξ ου και δεν έχω καμία όρεξη να στρογγυλοκαθίσει δίπλα μου για πολύ ακόμα. Βασικά, θέλω να ξεκουμπιστεί. Ή μάλλον να τον πληρώσω και να φύγω εγώ. Ναι, αυτό θα κάνω.
«Περίμενε λίγο», μου λέει. «Μη βιάζεσαι».
Αφήνει την πετσέτα στο γόνατό του, βγάζει από μια τσέπη ένα μεγάλο βρόμικο μαντίλι και βήχει μέσα του. Γυρίζω από την άλλη για να μη δω τίποτε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.
«Να με συμπαθάς», είπε. «Είναι μια αρρώστια. Παλιά αρρώστια. Από τότε που… Τέλος πάντων. Τα φαινόμενα απατούν καμιά φορά, ξέρεις, κοπελιά».
Κοπελιά. Δεν το αντέχω, θα φύγω.
«Κάτι που φαίνεται έτσι ή αλλιώς, μπορεί να είναι κάτι άλλο. Και κάτι που φαίνεται…»
«…άλλο, μπορεί να είναι έτσι ή αλλιώς», τον βοηθάω.
Γυρίζει και με κοιτάζει.
«Ναι», λέει. «Και κάτι που φαίνεται χαμηλά μπορεί να είναι ψηλά στην πραγματικότητα. Θέλω να πω…» Σταματά για λίγο για να πάρει ανάσες. «Θέλω να πω ότι το χωριό μας έχει σίγουρα τις παραξενιές του, έχει κι όλα αυτά τα διπλά, αυτά τα… τα ζευγάρια… αλλά έχει και ωραία πράγματα να παρουσιάσει. Και απ’ τη μια μεριά, και από την άλλη. Όμως, ισχύει και το αντίθετο, ξέρεις».
«Ναι», του λέω, απλώς για να πω κάτι. Πού έχω τα λεφτά μου;
«Εννοώ, και τα ωραία καμιά φορά κρύβουν σκοτεινές γωνιές».
«Σκοτεινές γωνιές. Μάλιστα».
«Ναι, ναι. Τι κάνεις εκεί;»
Έχω βρει το πορτοφόλι μου και ετοιμάζομαι να αφήσω ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι.
«Να σας πληρώσω;»
Κάνει μία αποτρεπτική κίνηση με το χέρι, περισσότερο ακατάδεχτη από όσο θα ήθελα.
«Ο πρώτος καφές είναι κέρασμα», λέει, σφουγγίζοντας με εκείνο το μαντίλι τον ιδρώτα από το μέτωπό του και στη συνέχεια από όλο το κρανίο του.
«Να είστε καλά, αλλά επιμένω να…»
«Όχι, όχι. Είναι έθιμο».
«Έθιμο;»
«Ακριβώς. Έχουμε πολλά έθιμα στον τόπο μας εδώ. Πολλές συνήθειες. Χωρίς αυτά, δεν μπορεί να προχωρήσει ένα μέρος σαν το δικό μας».
Καγχάζω λιγάκι. Ίσως να μου ξέφυγε. Αλλά ίσως και όχι.
«Ακούγεστε σαν να έχετε και πολλά μυστικά», του λέω. «Όχι μόνο έθιμα. Φαίνεστε να είστε ένα πολύ ενδιαφέρον παλιό χωριό. Αν μου επιτρέπετε όμως, και χωρίς να θέλω να φανώ ακατάδεχτη, δεν το βλέπω και πολύ. Ίσως να ξεχωρίζετε λίγο επειδή είναι κάπως πιο… πιο ράθυμα εδώ από αλλού. Αλλά πολλά τέτοια χωριά είναι έτσι. Ράθυμα. Κάνω λάθος;»
«Δεν έχω πάει πουθενά αλλού. Δεν μπορώ να κρίνω. Αλλά αυτά που σου λέω είναι όπως σ’ τα λέω, κι αν κάτσεις αρκετά θα το καταλάβεις».
«Τα έθιμα και τις συνήθειες, ε;»
«Τα έθιμα και τις συνήθειες.Αυτά, ναι». Κουνάει το κεφάλι του. «Και τα μυστικά».
Κάνω να σηκωθώ, όταν θυμάμαι τις εργασίες που γίνονται πίσω μας.
«Δεν είμαι σίγουρη ότι θα κάτσω αρκετά για να τα μάθω όλα αυτά», του λέω, «λυπάμαι. Αλλά, μιας και τα λέμε: τι είναι αυτό που βάφουν οι εργάτες; Με τα σπιτάκια; Λούνα-παρκ ή κάτι τέτοιο;»
Γυρίζει να δει κι αυτός, με έναν τρόπο που θυμίζει βραδύποδα.
«Κάτι τέτοιο», λέει. «Ναι, κάτι τέτοιο. Θα το δεις».
«Σας είπα, δεν ξέρω πόσο θα καθίσω εδώ. Μπορεί να φύγω ακόμη και σήμερα. Ή αύριο. Θα εξαρτηθεί από κάτι δουλειές που είναι να γίνουν».
«Θα το δεις απόψε», λέει, βήχοντας πάλι μέσα στο μαντίλι του.
«Απόψε; Θα λειτουργήσει σήμερα κιόλας;»
«Ναι, ναι. Οι εργάτες θα έχουν τελειώσει μέχρι το μεσημέρι. Το βραδάκι όλος ο κόσμος θα μαζευτεί εδώ».
«Όλος ο κόσμος… Μάλιστα. Ακούγεται συναρπαστικό. Θα έρθουμε λοιπόν».
«Ναι», λέει. «Δεν μπορείτε να κάνετε κι αλλιώς».
«Όλος ο κόσμος θα μαζευτεί εδώ, ε;»
«Ακριβώς. Έτσι γίνεται πάντα».
Είναι λίγο ανατριχιαστικό αυτό που λέει. Και ο τρόπος που το λέει.
Γυρίζει και με κοιτάζει. Μοιάζει πραγματικά να μην έχει πολλή ζωή μπροστά του. Κάθε φορά που αναπνέει, ένα μεγάλο φυσερό φουσκώνει και ξεφουσκώνει μέσα του.
«Αλλά γι’ αυτό σού λέω, κοπελιά, να μην ξεχάσεις. Κάτι που φαίνεται χαμηλά μπορεί να είναι ψηλά στην πραγματικότητα».
«Και το αντίθετο», του λέω.
«Ακριβώς. Και το αντίθετο».
Ξέρετε κάτι; Αν εσείς ήσασταν γέρος Ινδιάνος κι εγώ ταξιδιώτισσα από την πόλη, όλα αυτά θα μπορούσαν μέχρι και να με τρομάξουν. Ή να ήταν ακόμη και σοφά. Τώρα όμως ακούγονται απλώς βαρύγδουπα, δηλαδή κενά. Και φτηνιάρικα.
Δεν του το λέω αυτό, αλλά το σκέφτομαι σχεδόν φωναχτά.
«Ωραία». Αναστενάζω. «Φεύγω τώρα. Αν και η παρέα σας είναι πολύ καλή. Και θα ήθελα να δω τι άλλο θα κάνει αυτός ο πελαργός εκεί πέρα».
«Πελαργός;» Ο μαγαζάτορας γέρνει ελαφρά προς τα μπροστά για να δει τον κοντόχοντρο φτερωτό φίλο μου. «Α, μα αυτός δεν είναι πελαργός. Είδες που σου έλεγα;Κάτι που φαίνεται έτσι ή αλλιώς, μπορεί να είναι κάτι άλλο».
«Δεν είναι πελαργός; Και τι είναι;»
«Μαραμπού», μου λέει.
«Μαραμπού;»
«Α, ναι. Μαραμπού. Συγγενικό είδος με τον πελαργό, αλλά… αλλά άλλο πράγμα».
«Άλλο πράγμα».
«Ναι. Άγριο. Ο πελαργός τρώει ψάρια, βατράχια, έντομα… τέτοια».
«Μάλιστα. Και το μαραμπού;»
«Ό,τι τρώει κι ο πελαργός, μαζί και με τον πελαργό τον ίδιο. Κυρίως τα παιδιά του δηλαδή. Πηγαίνει στη φωλιά όταν είναι απροστάτευτη, και τρώει τα μικρά. Επιτόπου. Αλλά τρώει και σκουπίδια, και ψοφίμια, και ό,τι βρει. Ό,τι υπάρχει γύρω του, μ’ άλλα λόγια, και μπορεί να φαγωθεί. Συμπεριφέρεται σαν τον γύπα. Κατάλαβες;»
«Ναι», του λέω και σηκώνομαι από την άβολη καρέκλα μου. «Ναι, κατάλαβα. Ευχαριστώ για τον καφέ».
«Τίποτα. Θα τα ξαναπούμε». Κάνει να σηκωθεί κι αυτός. Δεν είναι εύκολο. «Αλλά, αν τύχει και όχι, εύχομαι από τώρα καλή διασκέδαση».
«Στο λούνα-παρκ;»
«Σ’ αυτό, ναι». Πιάνεται από την καρέκλα του και γυρίζει για να το δει. «Μοιάζει πολύμε λούνα-παρκ όπως το λες, αλλά στην πραγματικότητα είναι κάτι πολύ πιο… πώς να το πω;… πιο σύνθετο».
Πιο σύνθετο;
Τι λέξη, Θεέ μου.
«Ωραία. Ανυπομονώ», του λέω. «Γεια σας».
«Τον νου σου», μου λέει.
Στρίβω και παίρνω τον δρόμο της επιστροφής, πριν προλάβει να πει κάτι άλλο.
Στα δεξιά μου, εκείνο το φριχτό πτωματοφάγο μαραμπού μοιάζει να με κοιτάζει με ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο. Πώς μπόρεσα και το βρήκα έστω και για λίγο χαριτωμένο; Είναι ένα τέρας κι αυτό. Και είμαι σίγουρη πως κανονικά δεν ζει εδώ στα μέρη μας. Ζει ή στην Αφρική, ή στην Ασία. Κάπου μακριά. Το έχουν φέρει εδώ. Και δεν ξέρω αν πήραν κάποιου είδους άδεια για κάτι τέτοιο. Το έχουν φέρει με το ζόρι, και παράνομα. Και το έχουν σχεδόν σαν… σαν κατοικίδιο.
Ναι, αλλά ποιοι;
Ταχύνω το βήμα μου γιατί ξαφνικά πρέπει να βρω τον Ισμαήλ μου και να κάτσω κοντά του. Δίπλα του. Είτε στο δωμάτιό μας, είτε έξω, είτε οπουδήποτε. Μπορεί να μην είναι ο πιο ομιλητικός άγγελος του κόσμου, μπορεί καν να μην είναι παρά τυπικά ευγενικός, αλλά είναι δυνατός και προστατευτικός. Και έχω ανάγκη και από τα δύο αυτή τη στιγμή. Και από πολλά άλλα έχω ανάγκη, αλλά ας εξασφαλίσω τουλάχιστον αυτά τα δύο. Κι όλα θα πάνε καλά. Μάλλον.
Άκου εκεί μαραμπού. Θεέ και κύριε.
Κοιτάζω πάλι κλεφτά προς τα δεξιά μου, με μια ανατριχίλα στη ράχη. Το τέρας λείπει από τον στύλο του. Ξεροκαταπίνω και προχωρώ ακόμη πιο γρήγορα πια. Σχεδόν τρέχω. Και δεν δίνω σημασία σε έναν απαίσιο ήχο που ακούγεται από τον ουρανό, λες κι ένα άσχημο τέρας ανακάλυψε κάτι πεθαμένο να πλέει στα νερά ή να έχει μπερδευτεί κάπου μέσα στους θάμνους, και το πανηγυρίζει.
Τώρα τρέχω κανονικά πια. Και προσεύχομαι.
Άγγελέ μου, σώσε με.
Άγγελέ μου, πού είσαι;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 37
Η διαφορά που έχει το ένα κομμάτι του διπλού χωριού από το άλλο είναι πολύ δυσδιάκριτη στα δικά μου μάτια. Και τα δυο είναι εξίσου παλιά και μη εκσυγχρονισμένα. Απλώς στο δικό μας κομμάτι δεν έχουμε λιμάνι και λούνα-παρκ. Και μαραμπού. Έχουμε ξενοδοχείο, και μπαρ, και δύο ή τρία εστιατόρια, και ένα μεγάλο μαγαζί με είδη που προτιμούν οι τουρίστες, και — και ένα κέντρο Τύπου, ναι. Επιτέλους. Μπορεί να βρίσκεται μέσα σε ένα κατάστημα που πουλάει σχεδόν οτιδήποτε άλλο, αν και εκ πρώτης όψεως δεν μοιάζει με μίνι-μάρκετ, μα δεν παύει να είναι ένα κανονικό σημείο όπου μπορείς να βρεις εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία. Δηλαδή ένα μέρος, ένα απάγκιο του κόσμου, όπου μπορεί κανείς να ξεχαστεί αν μόλις πριν από λίγο ένα τερατώδες πουλί έκοβε βόλτες πάνω από το κεφάλι του, ενώ είκοσι λεπτά όλα κι όλα πριν ένας άθλιος, παρακμιακός τύπος τού αράδιαζε ένα κάρο ασυναρτησίες για πράγματα που έμοιαζαν έτσι αλλά μπορούσαν να μοιάσουν και αλλιώς.
Θεέ μου…
Προστατευμένη εδώ μέσα, και αναπνέοντας σταθερά και επιτέλους ήρεμα, πλησιάζω πρώτα τη φτενή στοίβα με τις εφημερίδες, με την ανόητη υποψία πως ίσως να έβλεπα κάποιον τίτλο για εμένα στα πρωτοσέλιδα. Φυσικά δεν βλέπω κάτι γιατί —ω! τι υπέροχο νέο— εντέλει κοίτα να δεις που δεν πέτυχε ούτε αυτή η απόπειρά μου. Πόσες είχα μαζέψει μέχρι τώρα; Δεν θυμάμαι. Αλλιώς σίγουρα θα με είχαν οι εφημερίδες — αν και κατά πάσα πιθανότητα στις μέσα τους σελίδες.
Αφήνω τις λιγοστές εφημερίδες, περνώ τα μάτια μου βιαστικά πάνω από τα γυαλιστερά εβδομαδιαία περιοδικά χωρίς να τους δώσω περισσότερη σημασία, και στη συνέχεια κοιτάζω τα βιβλία. Ήταν άλλωστε το πρώτο πράγμα που είδα μόλις μπήκα στο κατάστημα, και εκείνο που έκανε την καρδιά μου να ηρεμήσει: μία διπλή, κάπως ετοιμόρροπη στοίβα, σαν ένας περιστροφικός Πύργος της Βαβέλ φτιαγμένος από χαρτί και από όνειρα. Ωραία, ωραία, πολύ ωραία. Ακριβώς την κατάλληλη στιγμή. Τα ψαχουλεύω ένα-ένα αρχίζοντας από το αριστερό κομμάτι της στοίβας, αν και απογοητεύομαι μάλλον γρήγορα από τα πρώτα που πιάνω στα χέρια μου, και αμέσως μετά και από τα επόμενα. Τρέχοντας το βλέμμα μου στις ράχες όσων είχαν απομείνει, δεν βλέπω κάτι που να καλύπτει ακριβώς τα γούστα μου. για την ακρίβεια, δεν τα καλύπτει ούτε επιδερμικά. Όμως δεν θα τα βάψω μαύρα, θα διαλέξω ένα στην τύχη. Είπαμε: οτιδήποτε παρά να περιμένω άπραγη τον Ισμαήλ και τις δολοφονίες του. Δεν έχω καν σύνδεση στο ίντερνετ εδώ. Βασικά, δεν έχω καν τηλέφωνο: τσακίστηκε κάτω από το Σημείο. Όχι ότι μου λείπει, να πω την αλήθεια. Για εμάς τα μοναχικά άτομα, το κινητό είναι ένα σκέτο εργαλείο· δεν είναι μέσο φυγής ή κάτι τέτοιο. Δεν τρελαινόμαστε κιόλας. Και έπειτα, εμείς τα μοναχικά άτομα είμαστε τόσο πολλές ώρες ονλάιν με τους υπολογιστές μας, που το τηλέφωνο μας είναι μάλλον άχρηστο: μία περιττή πρώην πολυτέλεια.
Τραβάω ένα μυθιστόρημα από τη δεξιά στοίβα, αλλά το κάνω με τον λάθος τρόπο και όλα τα βιβλία πέφτουν επάνω μου. Τα συγκρατώ με το στήθος και την κοιλιά μου πριν πέσουν στο πάτωμα, και αρχίζω να τα ξαναβάζω με επιμέλεια στη θέση τους. Δεν μου αρέσει να βλέπω άτακτα και μπερδεμένα βιβλία. Πολλές φορές έχω σκεφτεί πόσο θα μου ταίριαζε να ήμουν βιβλιοθηκάριος. Να έβαζα στη σειρά όλες τις ιστορίες του κόσμου, να τις τακτοποιούσα και να τους έστρωνα να κοιμηθούν σαν παιδιά σε κατασκήνωση. Έτσι και τώρα μ’ αυτά εδώ τα λίγα, που πήγαν να το σκάσουν και να σκορπίσουν. Όμως ένα μού ξέφυγε και έπεσε από την αγκαλιά μου. Πάντα το σκάει ένα βιβλίο. Δεν πειράζει, μικρό το κακό.
Σκύβω, το σηκώνω, και του ρίχνω μια ματιά προτού το βάλω στη θέση του.
Διάολε.
Διάολε, νά τος πάλι.
Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό το πράγμα. Μπορώ να καταλάβω, και να ανεχτώ, έναν άγγελο, ή και περισσότερους, και μπορώ να καταλάβω και να ανεχτώ και έναν διάβολο ακόμη, έναν σατανά — αλλά αυτό;
Από το εξώφυλλο του βιβλίου, που είναι ένα αισθηματικό ρομάντζο, ένα λεπτό μυθιστόρημα τσέπης, με κοιτά χαμογελαστός και μυστήριος,άγριος και επικίνδυνος σαν πάνθηρας, ο Βενιαμίν. Ή ο Βλαντιμίρ — πλέον δεν ξέρω ποιος είναι ποιος, και ποιος γεννήθηκε πρώτος: ο ήρωάς μου, ή ο αδελφός του Ισμαήλ; Μα δεν χωρεί αμφιβολία πως είναι αυτός. Έχει πανομοιότυπα χαρακτηριστικά, την ίδια κι απαράλλαχτη στάση σώματος,όμοιο κορμί, λυγερό, αδύνατο και γυμνασμένο σαν λάστιχο και σαν σχοινί από παλιό πειρατικό μαζί, το ολόιδιο πονηρό-αγορίστικο ύφοςμε την έντονη νότα της ειρωνείας που μπορεί να σε τρελάνει, εκείνη την τούφα πυκνά αχυρένια μαλλιά που, σαν ζωντανά, μετατοπίζονται στο μέτωπό του και πέφτουν πάνω από το δεξί του μάτι, το παρόμοια γερμένο στο πλάι κεφάλι, και το φτυστό, σαν τσιμπημένο από μέλισσα στόμα, πλαισιωμένο από ένα γενάκι σαν αυτά που συνήθιζαν οι τρεις σωματοφύλακες. Είναι τόσο έντονα όμορφος και τόσο αισθησιακός, που η φωτογραφία του μοιάζει περισσότερο κολλημένη πάνω στο εξώφυλλο, παρά τυπωμένη: σαν να είναι έτοιμη να ξεγαντζωθεί από το χαρτόνι και να πετάξει ίσια πάνω στα μάτια και στα χείλια σου, και να σε πονέσει.
Κοιτάζω δεξιά κι αριστερά για να δω πόσοι με βλέπουν και πώς με βλέπουν, και τι τάχα σκέφτονται για μένα, για την τρελή που αγκαλιάζει τα ρομαντικά μυθιστορήματα και βαστάει σφιχτά στα χέρια της ένα από αυτά, με τα μάτια της γουρλωμένα και την καρδιά της να αναπηδά μέσα στο στήθος της λες και δέχτηκε επίθεση από ποιος ξέρει ποιους αόρατους εχθρούς. Ευτυχώς, το μαγαζί είναι άδειο τέτοια ώρα, και ο άνθρωπος στο ταμείο φαίνεται βυθισμένος σε ένα κατάστιχο ή κάτι τέτοιο. Κανείς δεν με έχει δει να παλεύω με τα βιβλία και να παραδίνομαι άνευ όρων στη σαγήνη εκείνου του εξωφύλλου. Αν και ακόμη ταραγμένη και με κομμένη την ανάσα, αναστενάζω με ανακούφιση.
Σηκώνω τη στοίβα με τα βιβλία, παραχώνω το επικίνδυνο μυθιστόρημα κάτω-κάτω, το σκεπάζω με τα υπόλοιπα, παίρνω στην τύχη ένα άλλο βιβλίο και τρέχω να το πληρώσω και να φύγω, γιατί πια νιώθω άσχημα εκεί μέσα, οι τοίχοι με πλακώνουν και το ταβάνι δείχνει να έχει χαμηλώσει επικίνδυνα τα τελευταία λεπτά. Είμαι μια Αλίκη που όλα γύρω της συρρικνώνονται και αποζητούν να τη σφίξουν, να τη λιώσουν και να την ξεζουμίσουν. Η κρίση έρχεται. Ήταν κρυμμένη πίσω από τις σκιές και τα έπιπλα του μυαλού μου, μα νά τη τώρα που σηκώνει το χαμογελαστό κεφάλι της, σαν κάτι μαγεμένες κούκλες, σαν κάτι δαίμονες στις ταινίες τρόμου, σαν εφιάλτης. Πετάω ένα χαρτονόμισμα στον καταστηματάρχη, του δείχνω το βιβλίο και πετάγομαι έξω, μια στιγμή πριν το μαγαζί με αλέσει στα σαγόνια του κι ενώ εκείνος δεν προλαβαίνει καν να σηκώσει το κεφάλι του για να δει τι ήταν αυτό που είχα αγοράσει τόσο εσπευσμένα και πόσο έκανε.
Αναπνέω από τη μύτη και φυσάω τον αέρα από το στόμα, μία, δύο, δέκα φορές. Έχω ιδρώσει, και μια ενοχλητική σταγόνα πιο πηχτή και από λάδι κυλά στον δεξιό μου κρόταφο σαν να με περιγελάει. Μπορεί να σώθηκα αυτή τη φορά, αλλά είμαι καταδικασμένη. Δεν θα απαλλαγώ ποτέ από την κλειστοφοβία μου — και σίγουρα δεν πρόκειται να απαλλαγώ όσο οι ήρωες που πλάθω με τη φαντασία μου, και που τυχαίνει να έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους αδελφούς των αγγέλων μου, συνεχίσουν να μου χαμογελούν πονηρά και ειρωνικά από γυναικεία μυθιστορήματα τσέπης.
Δεν θα απαλλαγώ ποτέ, από τίποτα. Είμαι μια καταραμένη δημιουργός, νά τι είμαι.
Αλλά τουλάχιστον δεν είμαι μόνη αυτή τη στιγμή. Ο άγγελός μου δεν ήταν αυτός εκεί που μόλις χάθηκε πίσω από τη γωνία;
«Ισμαήλ!» φωνάζω με όλη μου τη δύναμη και τρέχω προς το μέρος του, φτάνοντας στη γωνία και παίρνοντας τη στροφή μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.
Γυρίζει και με κοιτάζει —και, ω ναι, αυτός είναι, αυτός, αυτός— ενώ εγώ συνεχίζω να τρέχω καταπάνω του, για να βρεθώ μέσα στην αμήχανη αγκαλιά του σφίγγοντάς τον. Νομίζω πως είναι δέντρο, ένα τόσο μεγάλο δέντρο που δεν μπορώ να το τυλίξω με τα μπράτσα μου. Και τον σφίγγω, τον σφίγγω…
«Πού ήσουν;» με ρωτάει και αποτραβιέται διακριτικά, την ίδια στιγμή που τα δάχτυλά μου άρχισαν από μόνα τους να ψαύουν για τα φτερά του κάτω από το αιώνιο σακάκι του.
Ξεκολλάω από πάνω του με παραπονεμένο ύφος.
«Τι πού ήμουν;» του λέω και σκουπίζω τον ιδρώτα μου με την ανάστροφη της παλάμης. «Εγώ πού ήμουν; Ή εσύ; Ισμαήλ, δεν είσαι πουθενά. Πουθενά! Σε ψάχνω παντού και πάντα λείπεις. Πάντα!»
«Σε έψαχνα», μου λέει.
«Ψέματα! Δεν με έψαχνες. Δεν ήσουν πουθενά όλο το πρωί», του ξαναλέω, ενώ τα χείλη μου ξαφνικά τρέμουν με παράπονο, σαν του παιδιού. «Δεν ήσουν στο κρεβάτι μας, δεν ήσουν στην τραπεζαρία για το πρωινό, δεν ήσουν στην προκυμαία — πουθενά, πουθενά… Κι ούτε σε βρήκα μετά που πήγα στο λιμάνι, και στο καφενείο που έχει εκεί πέρα, με έναν απαίσιο καφετζή που φτύνει στο μαντίλι του και λέει διάφορα άσχετα πράγματα».
«Δεν έπρεπε να απομακρυνθείς. Δεν πρέπει να φεύγεις από κοντά μου και να τριγυρνάς μόνη. Να μην το ξανακάνεις, σε παρακαλώ».
«Ισμαήλ, δεν ήθελα να το κάνω. Αναγκάστηκα να το κάνω γιατί εσύ δεν ήσουν πουθενά».
Τα μάτια του έχουν πάλι εκείνα τα γνώριμα αστέρια. Τα άγνωστα αστέρια. Που απομακρύνονται.
«Είναι επικίνδυνα εδώ», μου λέει κοφτά. «Το καταλαβαίνεις;» συνεχίζει μελώνοντας μια στάλα τη φωνή του, μόνο προς το τέλος.
«Δεν το καταλαβαίνω. Το ξέρω. Φυσικά και είναι επικίνδυνα, έτσι έπρεπε να λένε το μέρος, έπρεπε να το φωνάζουν, έπρεπε να υπάρχει πινακίδα στην είσοδο, να το τονίζει πρώτο-πρώτο στο TripAdvisor». Σιγά-σιγά με πλημμυρίζει μία πελώρια ανακούφιση. Από εκεί που ένιωθα κλειστοφοβία και τρόμο, και πάνω που ήμουν έτοιμη να βουτήξω με το κεφάλι μέσα σε μία νέα κρίση πανικού, τώρα θέλω να αστειευτώ, να σαχλαμαρίσω, να αφεθώ στην αγκαλιά του και να γελάσω.«Και είχε και ένα απαίσιο μαραμπού», του λέω. «Σ’ το είπα; Είναι μεγάλο σαν χοντρός πελεκάνος. Ψέματα. Μεγαλύτερο. Το ξέρεις ότι τα μαραμπού τρώνε ψοφίμια; Πες, το ήξερες αυτό;»
Κουνάει το κεφάλι του αρνητικά.
«Ναι, σοβαρά. Και τρώνε και νεοσσούς άλλων πουλιών. Είναι ένα πουλί-δολοφόνος. Και ζει εδώ, στο χωριό, όχι στην Αφρική. Κανείς δεν ξέρει πώς ήρθε μέχρι εδώ ή ποιος το έφερε. Απίστευτο;»
Νεύει πάλι, και ίσως με σφίγγει ελαφρά στους ώμους με τα χέρια του. Πότε με έπιασε; Δεν το θυμάμαι, ούτε το κατάλαβα. Ο άγγελός μου εξανθρωπίζεται — τι καλά.
«Τελείωσες τις δουλειές σου εσύ; Θα φύγουμε; Να πάω να ετοιμάσω τις βαλίτσες;»
«Όχι. Όχι ακόμα».
«Δεν πειράζει». Του κλείνω το μάτι. «Έχουμε λούνα-παρκ το βράδυ. Σήμερα ανοίγει, εκεί στο λιμάνι. Μιλάμε για μεγάλη ατραξιόν, δεν μπορείς να φανταστείς». Του χαμογελάω, με τον τρόπο που νομίζω ότι λέγεται ναζιάρικα. Δεν ξέρω πώς το κάνουν ή αν τα καταφέρνω. Αλλά δεν με πολυνοιάζει, γιατί βασικά θέλω, όπως είπα, να σαχλαμαρίσω. «Θα κερδίσεις ένα κουκλάκι για μένα;»
«Τι κουκλάκι;»
«Στο λούνα-παρκ. Στη σκοποβολή».
Νομίζω ότι ξεροκαταπίνει. Άλλο ένα μεγάλο βήμα για την ανθρωπότητα.
«Θα προσπαθήσω».
«Δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις, Ισμαήλ. Είσαι άγγελος. Αρκεί να πιάσεις το αεροβόλο και να ρίξεις εκείνα τα φουντάκια που έχει μέσα. Θα τρίβει τα μάτια του ο κύριος στο κιόσκι της σκοποβολής. Και όλοι οι άλλοι που θα είναι γύρω μας και θα μας βλέπουν. Ακόμη και αν κοιτάς αλλού, ή αν σου δέσουν τα μάτια με ένα μαντίλι. Όλες οι βολές κέντρο. Yes! Και θα μου πάρεις το πιο μεγάλο κουκλάκι, ναι; Το υπόσχεσαι;»
Έχοντας ακόμη τα χέρια στους ώμους μου, καθώς του τα κρατάω καρφωμένα εκεί με τα δικά μου που τα ’χω σταυρώσει πάνω από το στήθος μου, κουνάει ανεπαίσθητα το κεφάλι του. Σε ένα δικαστήριο, θα μπορούσε να ισχυριστεί πως το κούνησε αρνητικά. Αλλά εγώ δεν καταλαβαίνω από τέτοια. Για μένα είναι ένα ξεκάθαρο, ολοφάνερο Ναι.
«Ευχαριστώ», φωνάζω, «ευχαριστώ! Δεν ξέρεις πόσο πολύ ήθελα πάντα ένα τέτοιο λούτρινο κουκλάκι, κερδισμένο στη σκοποβολή», του λέω εντελώς στα ψέματα, σφίγγοντάς του με δύναμη τις παλάμες. «Το έχω δει αμέτρητες φορές σε ταινίες, και για πρώτη μου φορά θα… Τι είναι;»
Δεν με παρακολουθεί πια. Αυτό δεν θα ήταν πρωτότυπο, καθώς δεν είναι του χαρακτήρα του να κρέμεται από τα χείλη σου, αλλά το βλέμμα του κινείται από τα αριστερά προς τα δεξιά καθώς κοιτάζει πίσω από την πλάτη μου. Κοιτάζει κάτι που, προφανώς, κινείται. Ένα αυτοκίνητο.
Ξεκολλάω από την αγκαλιά του και γυρίζω κι εγώ, ακολουθώντας το βλέμμα του. Το μοναδικό αυτοκίνητο στο στενό, που κυλάει αργά και επιβλητικά, σαν κάτι που ξέρει καλά τη δύναμή του και θέλει κι εμείς οι υπόλοιποι να την ξέρουμε αλλά χωρίς αποδείξεις, απλώς προβάλλοντάς την, είναι μια μαύρη αστραφτερή αντίκα, ένα βαρύ σιδερένιο όχημα που μοιάζει βγαλμένο από ταινία εποχής. Έχει μεγάλα, φουσκωτά φτερά και δύο ισχυρούς υπερυψωμένους προβολείς μπροστά, ενώ τα τζάμια του είναι φιμέ και δεν μπορείς να διακρίνεις μέσα. Όμως το ένα από αυτά, στις πίσω θέσεις, είναι κατεβασμένο μέχρι τη μέση. Και πίσω του μπορώ να ξεχωρίσω ένα πρόσωπο. Ένα αντρικό πρόσωπο. Όμως αυτό το πρόσωπο δεν έχει χαρακτηριστικά, ή τέλος πάντων είναι αδύνατον να τα διακρίνεις έτσι όπως ο κάτοχός τους είναι βουτηγμένος στη σκιά. Το μόνο που ξεχωρίζει επάνω του είναι τα μάτια του. Γιατί δεν είναι κανονικά μάτια. Είναι δυο μάτια από κάρβουνο. Δυο μάτια που εκπέμπουν ένα κοκκινωπό φως γεμάτο μοχθηρία. Αλλά και πάλι… όχι μόνο μοχθηρία. Είναι και κάτι άλλο μαζί. Φανερώνουν σοφία: ένα πλέγμα παλαιών γνώσεων από αυτές που χάθηκαν ή ξεχάστηκαν. Δεν μπορώ να το σκεφτώ διαφορετικά. Είναι κάτι που κάνει το κεφάλι σου να πονάει και το μυαλό σου να μαζεύεται σαν ένα σκυλί που το μάλωσες άδικα. Κολλάω πάνω στον προστάτη μου, στον άγγελό μου, όσο εκείνο το βλέμμα γλιστρά από μπροστά μου σαν τη φωτεινή δέσμη ενός νυχτερινού προβολέα σε στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου. Μέχρι το αυτοκίνητο να απομακρυνθεί και να στρίψει αργά και επιβλητικά στην επόμενη στροφή, όλο μου το δέρμα είναι ανατριχιασμένο. Και η καρδιά μου παγωμένη.
«Τι είναι;» τον ρωτάω. «Ποιος είναι αυτός, Ισμαήλ;»
Το ρίγος στο σώμα μου φουντώνει ξανά, και πια με πονάει. Κολλάω ακόμη περισσότερο πάνω στον φύλακα-άγγελό μου, κι εκείνος για πρώτη φορά με πιάνει με το ένα χέρι από τον ώμο και με το άλλο από τη μέση, περνώντας το μπροστά από την κοιλιά μου· και δεν με κρατά προστατευτικά, μιας και ο κίνδυνος έχει περάσει, αλλά θεραπευτικά, παρηγορητικά. Μένουμε έτσι για αρκετή ώρα, και σε όλο αυτό το διάστημα δεν κουνιέμαι και σχεδόν δεν αναπνέω. Τα δάχτυλά του είναι μια άγκυρα που με κρατά όρθια στη θέση μου. Η ανάσα του πάνω από το κεφάλι μου ένα άρωμα που κατορθώνει και καλύπτει την αποφορά από τη βενζίνη εκείνου του αυτοκινήτου που κόλλησε και πότισε τα πάντα ολόγυρά μας. Και ο παλμός της καρδιάς του στο στήθος του ο ίδιος ο σφυγμός του σύμπαντος.
«Τι είναι;» ρωτάω ξανά. «Τι…;»
Αν και ξέρω. Είναι ο ίδιος ο διάβολος. Ο ίδιος ο διάβολος αυτοπροσώπως. Με τα καυτά του μάτια. Με όλη του τη φρικτή, μυστική περιβολή. Με την άμαξα και τον αμαξά του. Με την απονεκρωμένη του ψυχή που μισεί ό,τι είναι ζωντανό και έξω από την επικράτειά του — ό,τι μπορεί ακόμη να αγαπήσει και να αγαπηθεί.
Και μόλις έμαθε για μένα, και με είδε.
Γιατί δεν έψαχνε μόνο τον Ισμαήλ. Είμαι πέρα για πέρα σίγουρη γι’ αυτό. Ήθελε να δει κι εμένα από κοντά. Μου το είπε με τον τρόπο του. Μου το είπαν τα κάρβουνα που έχει για μάτια.
Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.