Βιβλιο

O Άγγελός της - Μέρος 20ό

Μυθιστόρημα - 20ό Μέρος (20/12/23)

Μυρσίνη Ελευθερίου
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34

Η πόρτα της τραπεζαρίας ανοίγει πάλι και σηκώνω το βλέμμα για να τον δω. Ήταν η σιλουέτα ενός ψηλού, στιβαρού άντρα αυτή που μου τράβηξε την προσοχή και έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει δυνατά — αλλά δεν είναι ο Ισμαήλ.

Πού έχει πάει; Ή μήπως έχει γυρίσει κιόλας στο δωμάτιό μας; Πρέπει να τρέξω να δω.

Το δωμάτιό μας.

Δεν έχω καταλάβει ακόμη για ποιο λόγο επέλεξε να μας κλείσει ένα δωμάτιο, ενώ είναι προφανές ότι με αποφεύγει. Στην αρχή πίστεψα ότι… Αλλά όχι, όχι, το έκανε για κάτι που δεν μπορώ να καταλάβω τώρα, για έναν λόγο που δεν μπορώ να εντοπίσω ή να αποκρυπτογραφήσω, γιατί έχω πολλά στο μυαλό μου και νιώθω πως ο χρόνος πιέζει. Εκτός αν, σκέφτομαι και μένω για λίγες στιγμές εμβρόντητη, εκτός και αν, απλώς, ήθελε να με έχει υπό την εποπτεία του. Να με ελέγχει και να με προστατεύει. Η σκέψη μού φέρνει προς στιγμήν ζαλάδα, αλλά νά που ίσως να είναι κάτι τόσο απλό τελικά. Η προστασία μου. Όμως δεν έχει σημασία. Όχι πια.

Απογοητευμένη μια στάλα με την ιδέα, σηκώνομαι αποφασιστικά διώχνοντας κάθε δεύτερη σκέψη από το μυαλό μου και ξεγλιστράω από την τραπεζαρία, υπό τα βλέμματα των υπολοίπων. Νιώθω τα μάτια τους να μου καίνε την πλάτη όλα μαζί, συντονισμένα, σαν να πετούν ακτίνες λέιζερ. Με ελέγχουν, με κρίνουν, με παρακολουθούν. Πού να ήξεραν ότι είμαι μια ζωντανή-νεκρή. Νά δω τι θα έλεγαν τότε. Και πώς θα συνέχιζαν μετά να αλείφουν τις φέτες τους με μέλι και να προσθέτουν κι άλλα μίνι λουκάνικα στα πιάτα τους.

Η πόρτα κλείνει πίσω μου, και η φλόγα των ματιών τους απλώνεται πάνω της με ταχύτητα και αντάρα, σαν κάψιμο σε παλιό κινηματογραφικό σελουλόιντ.

Το δωμάτιό μας είναι άδειο, όπως το άφησα. Πού έχει πάει;

Θα ψάξω να τον βρω. Ή, αλλιώς, θα βγω να αλλάξω τον αέρα μου. Η πολλή ζαλάδα από το χθεσινό αλκοόλ έχει περάσει, και δεν υπάρχει λόγος να ξεντυθώ πάλι και να ξαναξαπλώσω. Θα βγω για να περπατήσω στο χωριό και να ξεσκάσω, κι αν τον βρω τον βρήκα.

Επιλέγω να κατευθυνθώ προς την κατεύθυνση που εγώ, καθώς δεν μπορώ να προσανατολιστώ με όρους σημείων του ορίζοντα, ονομάζω «προς τα δεξιά». Από την αντίθετη μεριά είναι το μπαρ όπου ήμασταν χθες, που μάλλον οριοθετεί και το χωριό από «αριστερά». Βέβαια, δεν μπορώ να είμαι σίγουρη ότι ο δρόμος τελειώνει πράγματι εκεί. Ίσως να συνεχίζεται για λίγο ακόμη, μετά από μία καμπή. Μα, όπως είχα δει από ψηλά, όλος ο τόπος είναι μικρός, περιορισμένος, και μπορείς να τον εξαντλήσεις μέσα σε ένα δίωρο το πολύ.

Νά που στα δεξιά μου λοιπόν τα σπίτια είναι περισσότερα και πυκνότερα. Και είναι και πιο παλιά, με μικρές αυλές που κολλάνε η μία στην άλλη και σχεδόν μπαίνουν μέσα από τα παράθυρα στα γειτονικά σπίτια. Είναι το πιο παλιό κομμάτι του οικισμού αυτό, από όσο μπορώ να καταλάβω. Κάποια από τα οικήματα ίσως να είναι και ηλικίας εκατό ετών, με ελάχιστες μεταγενέστερες ή σύγχρονες προσθήκες επάνω τους.

Τα αποφεύγω γρήγορα και κατηφορίζω προς τη θάλασσα. Η προκυμαία είναι πλατιά εδώ που τελειώνει ο παραλιακός δρόμος, δίπλα στο πάρκινγκ όπου είχαμε αφήσει το αυτοκίνητο όταν φτάσαμε. Όμως η ίδια δεν τελειώνει εδώ· έχει και συνέχεια, αν προχωρήσεις λίγο ακόμα και πάρεις τη στροφή που κάνει ο μυχός ακόμη δεξιότερα. Τώρα πια βαδίζω σε έναν καλά χαραγμένο χωματόδρομο, με γυαλιστερές κάτω από τον ήλιο του πρωινού κροκάλες από τη μια του μεριά και φουντωτά αρμυρίκια με αλληλομπλεγμένα κλαδιά από την άλλη. Είναι μία πανέμορφη διέξοδος για περίπατο, ακόμη και για ανθρώπους σαν κι εμένα, ανθρώπους της πόλης. Πάνω από τα δέντρα, στη δεξιά μου πλευρά, υψώνεται κλιμακωτά το ντόμινο των καμπύλων λόφων, που χαρίζουν στο μάτι όλες τις αποχρώσεις του πράσινου.

Χωρίς να το καταλάβω, η διάθεσή μου αλλάζει. Όλα είναι τόσο όμορφα, που πλημμυρίζουν την καρδιά μου με μια καταπραϋντική γοητεία. Οι γλάροι ψηλά πάνω από το κεφάλι μου δεν κρώζουν κακόηχα πια, αλλά μοιάζει να με χαιρετούν και να με καλωσορίζουν. Κι ένας φουντωτός σκαντζόχοιρος που διασχίζει γρήγορα-γρήγορα τον χωματόδρομο με κάνει να χαμογελάσω.

«Τι δουλειά έχεις στη θάλασσα, χαζέ;» του λέω, μα εκείνος δεν ακούει.

Συνεχίζω να βαδίζω επιτέλους αμέριμνη, θέλοντας να δω πού βγάζει αυτός ο δρόμος, που έχει αρχίσει εδώ και λίγα μέτρα και γίνεται ανηφορικός· τι έχει ακόμη να προσφέρει ο οικισμός στους λιγοστούς επισκέπτες του.

Ένας κροταλιστός θόρυβος με κάνει να κοιτάξω αριστερά πίσω από τον ώμο μου. Ο σκαντζόχοιρος πατάει πάνω στις στρογγυλεμένες πέτρες αναποδογυρίζοντας μερικές, καθώς κατευθύνεται ίσια πάνω σε ένα ψόφιο, μισοσαπισμένο ψάρι που έχει ξεβραστεί. Θεέ μου… Κοντοστέκομαι και τον βλέπω να το μυρίζει. Όταν ανοίγει τα σαγόνια του και αρχίζει να το τρώει, κάνω μια γκριμάτσα αποστροφής και συνεχίζω τον δρόμο μου. Τώρα οι γλάροι ίσως να κρώζουν πάλι από κει ψηλά που πετάνε, και ίσως κάπως κοροϊδευτικά. Δεν ξέρω.

Το λιμάνι. Είναι μικρό, καλά προστατευμένο από τους ανέμους, με την απέναντι πλευρά του κλειστή από μια μύτη της στεριάς που χώνεται στο νερό σαν μακρύ χέρι, ή σαν σπαθί ενός πελώριου γίγαντα που πέτρωσε πριν χαθεί στην επικράτεια του μύθου, και με την από δω υπερυψωμένη σαν τείχος κάστρου. Στην αγκαλιά του πλέουν βάρκες, καΐκια, δύο-τρεις μικρές θαλαμηγοί, και ένα μεγαλύτερο καραβάκι, λευκό, με δύο καταστρώματα και με μία σειρά από τρία παράθυρα σε κάθε πλευρά της μάσκας του: αυτό που είδαμε χθες να πλέει παράλληλα με την ακτή ταξιδεύοντας προς τα αριστερά.

Η προκυμαία διατηρεί μερικούς μεγάλους βράχους στις δύο της άκρες τοποθετημένους τον ένα πάνω στον άλλο, πιο πολύ για λόγους διακόσμησης και γοήτρου παρά για οτιδήποτε άλλο, αλλά παλιά έχει στρωθεί, σε όλο της το μήκος, με τσιμέντο. Χοντροί μαύροι πάσσαλοι είναι μπηγμένοι στον πυθμένα της θάλασσας ένα μέτρο από την προκυμαία, για να δένονται επάνω τους τα σκάφη. Στην κορυφή ενός από αυτούς, στέκει ένας κοντόχοντρος πελαργός, ατενίζοντας το πέλαγος πέρα μακριά. Μετράω χοντρικά είκοσι ανθρώπους που καταγίνονται με διάφορες δουλειές ή άλλες δραστηριότητες, πάνω στα σκάφη ή έξω στη στεριά, στο τσιμέντο. Ίσως να είναι αρκετά περισσότεροι βέβαια στο σύνολό τους, καθώς δεν μπορώ να μετρήσω όσους τυχόν είναι μέσα στα κτίρια του λιμανιού. Γιατί υπάρχουν και αρκετά κτίσματα, μικρά και κάπως μεγαλύτερα. Ανάμεσά τους, και ένα καφενείο ή αναψυκτήριο με απλωμένα δέκα τραπεζάκια, άλλαστρογγυλά και άλλα τετράγωνα, μπροστά από την πόρτα του. Στις καρέκλες του, που επίσης άλλες είναι πλαστικές και άλλες ξύλινες, κάθονται ήδη μερικοί διάσπαρτοι πελάτες, που πίνουν την μπίρα τους παρακολουθώντας όσους καταγίνονται με τις δουλειές στα σκάφη.

Στην απέναντι μεριά, με μία μικρή απόσταση από τα υπόλοιπα κτίρια, υψώνεται μία θολωτή κωδωνόσχημη κατασκευή από μέταλλο, περιτριγυρισμένη από έναν τούβλινο τοίχο. Μοιάζει με δεξαμενή καυσίμου, και φαίνεται μάλλον παροπλισμένη, αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να φρεσκάρει το βάψιμό της τα τελευταία μάλλον αρκετά χρόνια. Θα μπορούσε να είναι το έμβλημα ολόκληρης της πόλης.

Ακριβώς στο κέντρο του λιμανιού, και πίσω από τα κτίρια της παραλίας, ανοίγεται προς τη μεριά της επίπεδης πεδιάδας μία μεγάλη περιφραγμένη έκταση, περίπου σαν δύο γήπεδα ποδοσφαίρου κολλημένα μεταξύ τους από όσο μπορώ να διακρίνω, γεμάτη με άλλη μία ομάδα κτιρίων, άλλων ψηλών, άλλων πολύ χαμηλών, άλλων μονώροφων και άλλων ψηλών και μακρόστενων όπως οι φάροι, φτιαγμένων από ξυλεία και σε διαφορετικά στάδια παρακμής το καθένα, αν και αυτά που βρίσκονται προς τη μεριά μου φαίνονται μάλλον πιο καινούργια. Έχουν διαφορετική κάτοψη και μέγεθος το ένα από το άλλο, σχηματίζοντας κάτι που στα μάτια μου φαίνεται, ακόμη και αν δεν μπορώ να το δω ολόκληρο, σαν μικρογραφία πόλης. Στο κέντρο του, δεσπόζει ένα μεγάλο καρουζέλ περιστοιχισμένο με μία σειρά από κιόσκια για παιχνίδια και πωλητήρια σουβενίρ ή πρόχειρου φαγητού. Πάνω από την είσοδο κάθε κτιρίου, κρέμονται πινακίδες φτιαγμένες και γραμμένες στο χέρι που ειδοποιούν τον ενδιαφερόμενο για το περιεχόμενο και τη χρήση του: Οι Καθρέφτες της Αλήθειας. Τα Τέρατα των Πέντε Ηπείρων. Προβλέψεις και Προφητείες. Το Σπίτι του Τρόμου. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για ένα παλαιού τύπου λούνα-παρκ, σαν αυτά που έκαναν θραύση στις μικρές κοινότητες πριν από πολλές δεκαετίες, όταν ο κόσμος ήταν πολύ πιο νέος.

Αυτό το χωριό είναι αρκετά περισσότερα από όσα νόμιζα στην αρχή, λοιπόν…

Κοιτώντας άλλη μία φορά τον πελαργό, που μοιάζει να έχει πετρώσει πάνω στον στύλο του, αρχίζω να κατηφορίζω από το ύψωμα, έχοντας βάλει σαν προσωρινό μου στόχο το καφενείο. Πριν από οτιδήποτε άλλο, θέλω να πιω έναν καφέ ακόμη, χωρίς να βρίσκομαι εγκλωβισμένη στο ίδιο στενό δωμάτιο με κανέναν· επίσης θέλω να σκεφτώ, και να πάρω αποφάσεις· τέλος, θέλω να καπνίσω και ένα τσιγάρο με τον καφέ μου, ή και δύο, πράγμα που δεν μπορούσε να μου εξασφαλίσει η τραπεζαρία του ξενοδοχείου.

Αισθάνομαι μία πρωτόγνωρη λαχτάρα για πράγματα που δεν είχα ξανακάνει ποτέ στη ζωή μου — στο πρώτο της μέρος, εννοώ. Εκείνο που τελείωσε πριν από σχεδόν είκοσι τέσσερις ώρες.

Όλα θα πάνε καλά, λέω από μέσα μου, και μου κλείνω το μάτι.

Όλα θα πάνε καλά.

Μέχρι να φτάσω στο υπαίθριο καφενείο με τα απλωμένα τραπεζάκια, κι ενώ οι άλλοι πελάτες μού έχουν ήδη ρίξει μια μάλλον βαριεστημένη ματιά πριν ξαναγυρίσουν στην εξέταση των εργασιών στα πλοία ή στην προσωπική τους ενδοσκόπηση, ο πελαργός έχει εγκαταλείψει τον στύλο του. Βαρύς μεν αλλά με μια περίεργη κομψότητα όταν πετά και ένα όμορφο, μεγάλο ζευγάρι φτερά, πηγαίνει για ψάρεμα πάνω από τον κολπίσκο, όχι επειδή πεινάει, αλλά επειδή ξέρει πως σ’ αυτή τη ζωή δεν κερδίζουν όσοι μένουν καρφωμένοι στο ίδιο σημείο.

Πρέπει να πάρω μαθήματα από τον σοφό γερο-πελαργό, σκέφτομαι. Και, μά τον Θεό, αν μου δοθούν οι ευκαιρίες, θα το κάνω. Και θα είναι εντατικά.

Κάνω χάι-φάιβ με τον εαυτό μου, μια νοητική εικόνα που με ικανοποιεί. Ένα νέο, ανανεωμένο αίμα μοιάζει να κυλά στις φλέβες μου.

Ξαφνικά, νιώθω τόσο ευτυχισμένη που μου έρχεται να κλάψω. Αντ’ αυτού, σταματώ και πιάνω τα τσιγάρα μου. Ανάβω ένα προστατεύοντας τη φωτιά του αναπτήρα μου από τη θαλασσινή αύρα, και προχωρώ έτσι, κρατώντας το στα τεντωμένα μου δάχτυλα, σαν να ’μαιμια άλλη — σαν να ’μαι μια ξένη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35

Το λεωφορείο σταματά έξω από τη χαμηλή περίφραξη του λούνα-παρκ: μία μάντρα φτιαγμένη από λεπτές σανίδες με καμπύλη απόληξη, όχι πάνω από ένα μέτρο ψηλή. Από το όχημα κατεβαίνουν εργάτες, που φαίνονται ξένοι· ξένοι, και πιθανότατα όλοι από την ίδια χώρα ανοιχτόχρωμων και ξανθών κατοίκων. Φορούν φόρμες εργασίας και κασκέτα, και από την μπαγκαζιέρα του λεωφορείου σκύβουν και βγάζουν εργαλεία, βαριά χαρτοκιβώτια, βαλίτσες με σύνεργα και βούρτσες για βάψιμο, περνώντας τα από χέρι σε χέρι. Είναι γελαστοί, και αστειεύονται μεταξύ τους. Ένας τους βγάζει το κασκέτο κάποιου άλλου, το φοράει, και κάνει μία γκριμάτσα. Όλοι τους συμπεριφέρονται σαν παιδιά. Και τότε καταλαβαίνω. Τακτίρια που βρίσκονταν προς τη μεριά μου, όταν τα κοιτούσα από το ύψωμα, φαίνονταν μεν νεότερης κατασκευής, αλλά δεν ήταν. Απλώς είχαν ανακαινιστεί πρώτα από τα υπόλοιπα. Οι εργάτες θα συνέχιζαν σήμερα με τα υπόλοιπα. Γίνονταν εργασίες στο λούνα-παρκ, πράγμα που σήμαινε ότι κάποιος είχε σκοπό να το λειτουργήσει το προσεχές διάστημα. Και, αν έκρινα από τον αριθμό των εργατών και τη διάθεση που επιδείκνυαν, αυτός ο κάποιος ήθελε να τελειώνει το συντομότερο δυνατόν με τις εργασίες.

Αφήνω τους εργάτες στην ησυχία τους και στρέφομαι πάλι προς τη θάλασσα, προσπαθώντας να εντοπίσω τον πελαργό. Τον έχασα εξαιτίας της άφιξης του λεωφορείου, αλλά του έχω εμπιστοσύνη· θα ξανάρθει μετά τις πρώτες βουτιές, και ίσως κάτσει πάλι στην κορυφή του στύλου του, για να μου κάνει παρέα.

Ο καφές εδώ, αποφασίζω, είναι πολύ καλύτερος από του ξενοδοχείου, ή τώρα πια μπορώ να τον απολαύσω καλύτερα. Μπορεί να μην είμαι μόνη, αλλά τουλάχιστον είμαστε έξω, κάτω από τον καταγάλανο ουρανό, και δεν νιώθω καμία ενόχληση. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν έχω ένα βιβλίο μαζί μου, ή οτιδήποτε άλλο για να διαβάσω. Ίσως να υπάρχει κάτι μέσα στο καφενείο, αν δεν βαρεθώ να πάω μέχρι εκεί· ένα ξεχασμένο περιοδικό ή ένα βιβλίο τσέπης. Πιο μετά θα ψάξω καλύτερα το κυρίως χωριό για να βρω το κέντρο Τύπου. Όλα τα χωριά έχουν κάτι παρόμοιο, αν δεν κάνω λάθος. Δεν ξέρω πόσο θα καθίσουμε εδώ μέχρι να τελειώσει ο Ισμαήλ αυτό που ήρθε να κάνει και να με πάρει να φύγουμε. Δεν μπορώ να τον περιμένω να σκοτώσει τον αδελφό του ή οποιονδήποτε άλλον χωρίς να έχω κάτι να διαβάσω — οτιδήποτε, αρκεί να είναι μυθιστόρημα.

Ελπίζω πραγματικά να βρω κάτι, γιατί δεν θέλω να πέσω τόσο χαμηλά ώστε να διαβάσω το δικό μου. Γιατί, αν είναι δυνατόν, το μόνο βιβλίο που κουβάλησα μαζί μου είναι τα Γαλάζια μάτια της καταχνιάς. Προφανώς βέβαια δεν το πήρα μαζί μου για να έχω να διαβάζω όσο θα περίμενα να πάει 10:10 ώστε να αφεθώ να πέσω πανηγυρικά από το στηθαίο της γέφυρας στην άσφαλτο από κάτω και στα διερχόμενα αυτοκίνητα· το πήρα μαζί μου σαν μία επιπλέον ταυτότητα. Ήταν μια δήλωση, μια υπόμνηση, μια παραπονιάρικη φωνή προς τον κόσμο: Εγώ είμαι αυτή — θαυμάστε με λιγάκι, σας παρακαλώ. Και, κυρίως, μην ξεχάσετε να γράψετε σαν βιβλιογραφική σημείωση στη Wikipedia ότι η Μαίρη Νόρντικ είμαι εγώ. Εγώ!

Αναστενάζω κοφτά και δυνατά και ανάβω ακόμη ένα τσιγάρο ψάχνοντας στον ουρανό για τον πελαργό. Ναι, η Μαίρη Νόρντικ είμαι εγώ, σκέφτομαι. Και δεν έχω πεθάνει. Δεν έχει πεθάνει. Κοίτα να δεις λοιπόν… Η Μαίρη Νόρντικ γλιτώνει πάντα από τις κακοτοπιές. Είναι απέθαντη, όπως και η άλλη Μαίρη — όπως κι εγώ. Είμαστε πολλοί οι απέθαντοι, τελικά. Είμαστε πολλοί οι βρικόλακες που μαζευτήκαμε εδώ πέρα. Αυτοί που δεν μπορείς να τους σκοτώσεις.

Ένα ρίγος με διαπερνά, πηγάζοντας από τη βάση της ραχοκοκαλιάς μου και ανεβαίνοντας μέχρι το σβέρκο μου. Ανακάθομαι απότομα και με θόρυβο στη μάλλον άβολη καρέκλα και ρίχνω διακριτικά το βλέμμα μου στους υπόλοιπους θαμώνες, για να δω αν με κοιτάζουν ενοχλημένοι, με περιέργεια ή με συνωμοτικό, ύπουλο βλέμμα. Αλλά κανείς δεν με βλέπει, όχι. Κανείς δεν μου δίνει σημασία. Μολονότι σχεδόν είχα πεταχτεί από τη θέση μου. Σαν να είμαι αόρατη.

Τσιμπιέμαι στο εσωτερικό του καρπού μου. Αχ! Αυτό πόνεσε. Τουλάχιστον είμαι ζωντανή λοιπόν. Τουλάχιστον αυτό. Γιατί τίποτε δεν μου λέει ότι δεν πέθανα, υπό μία έννοια, χθες το πρωί. Κανείς δεν μπορεί να με παρηγορήσει χαϊδεύοντάς μου τα μαλλιά και λέγοντάς μου με σιγουριά πως, όχι, όχι, δεν είμαι βαμπίρ κι εγώ.

Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα.

Δεν χρειάζομαι τέτοιες διαβεβαιώσεις. Δεν είμαι βαμπίρ, και το ξέρω. Μπορώ να σκοτωθώ με όλους τους φυσιολογικούς τρόπους. Απλώς δεν τα καταφέρνω να πεθάνω. Όπως δεν τα καταφέρνω ούτε και να ζω καλά-καλά. Γιατί αυτό το δεύτερο είναι πάντα πιο δύσκολο για ανθρώπους σαν κι εμένα.

Σκύβω μπροστά και παίρνω το πακέτο με τα τσιγάρα μου. Όταν ανάβω ένα, ο πελαργός κάνει μια βουτιά από ψηλά, φρενάρει για μπόλικα μέτρα επιβραδύνοντας την πτώση του και, πάντα με τα πελώρια φτερά του ανοιχτά, κάθεται στην κορυφή του στύλου του. Έπειτα τα τινάζει, τα διπλώνει και γέρνει ευχαριστημένος δεξιά και αριστερά το κεφάλι του, σαν να ακούει χειροκροτήματα.

Χαμογελάω μαζί του, μα είναι σαν να μπήγω τα κλάματα.

Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.