Βιβλιο

O Άγγελός της - Μέρος 19ο

Μυθιστόρημα - 19ο Μέρος (19/12/23)

Μυρσίνη Ελευθερίου
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33

Παίρνω λίγο βούτυρο και προσπαθώ να το αλείψω σε μια φέτα μαύρο ψωμί. Δεν είναι και η πιο εύκολη δουλειά του κόσμου, αλλά εντέλει τα καταφέρνω κουτσά-στραβά να τη φέρω εις πέρας. Με το ίδιο μαχαίρι, αλείβω και λίγη μαρμελάδα. Είναι κοκκινωπή· μάλλον κεράσι, ή κάποια φρούτα του δάσους, ίσως κράνμπερι. Δαγκώνω μια μπουκιά. Είναι καλό, μάλλον, αλλά δεν μπορώ να προσδιορίσω τη γεύση. Το στόμα μου έχει τα χάλια του, οι γευστικοί μου κάλυκες υπολειτουργούν, όπως άλλωστε υπολειτουργώ και ολόκληρη. Είναι οχτώ και πέντε, και ακόμη δεν έχω ξυπνήσει κανονικά, δεν είμαι ακριβώς ψυχή τε και πνεύματι στην τραπεζαρία του μικρού μας ξενοδοχείου.

Το τραπεζαρία είναι φυσικά υπερβολικό: μιλάμε για ένα μακρόστενο ισόγειο δωμάτιο με δύο μακρόστενους πάγκους, αντιμέτωπους τον ένα με τον άλλο, με δέκα καρέκλες ο καθένας τους, από πέντε σε κάθε πλευρά. Κάθετα με αυτούς, είναι ο μπουφές. Θα τον περίμενα περισσότερο φτωχό, αλλά τελικά έχει αρκετά πράγματα. Έχει καφέ, τσάι και γάλα. Έχει μια πιατέλα με αλλαντικά, μία με τυριά, και έναν δίσκο με τηγανητά αυγά και λουκάνικα. Έχει δυο-τρεις τύπους ψωμί, αλλά και ένα μεγάλο, αφράτο κέικ. Έχει δημητριακά και μέλι, μαρμελάδα και φιστικοβούτυρο, βούτυρο και μαργαρίνη για όποιον θέλει να αυτοκτονήσει — δεν είμαι εγώ αυτή· όχι πια. Από όλα αυτά, στο πιάτο μου έχω βάλει λίγη μαρμελάδα, δυο φέτες ψωμί και ένα μπολ με δημητριακά και γάλα. Θα πειραματιστώ πρώτα με αυτά, και θα δω αν θα συνεχίσω. Το στομάχι μου είναι ένα πεδίο μάχης.

Αυτό που θέλω κυρίως είναι ένας καφές.

Πίνω μια γουλιά ακόμη και κλείνω τα μάτια παρακολουθώντας τη διαδρομή του μέσα μου. Τον νιώθω να με ξεπλένει από τα ανομήματα της προηγούμενης νύχτας. Θεέ μου, δεν έπρεπε να πιω. Το ήξερα, το ξέρω πως δεν πρέπει να πίνω, γιατί το αλκοόλ με μεθά γρήγορα και με κάνει να λέω πράγματα που φυσιολογικά θα τα μετανιώσω την επομένη. Όπως και έγινε.

Δεν θέλω να τα φέρω τώρα στο μυαλό μου, και δεν θα τα φέρω. Θα φάω και θα πιω τον καφέ μου. Και ίσως και ένα τσάι μετά. Γιατί όχι; Τι θα χάσω; Οι πιο όμορφες στιγμές μου συνοδεύονταν πάντα από τσάι, από όσο τέλος πάντων μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου. Εγώ, μια πολυθρόνα σκεπασμένη με φαρδύ ριχτάρι, ένα βιβλίο, ένα φωτιστικό δαπέδου με ένα ωραίο ρετρό καπέλο, ένα σκυλί —ή δύο—, και έξω να βρέχει. Αυτό είναι η ευτυχία, και το ξέρω. Μία ευτυχία που απέχει μια ολόκληρη ζωή από αυτό που ζω τώρα· μια άλλη ζωή.

Πίνω ακόμη μία γουλιά καφέ, και αισθάνομαι κάπως καλύτερα. Όχι πολύ καλύτερα, αλλά τουλάχιστον τόσο όσο να καταλάβω πως οι ζημιές της έκλυτης εξόδου μου χθες δεν είναι μη αναστρέψιμες. Θα ξαναγίνω η καλή κοπέλα που ξέραμε και αγαπούσαμε εμείς οι λίγοι που την ξέραμε και την αγαπούσαμε.

Βάζω στην άκρη τα δημητριακά μου —ξαφνικά νιώθω μια μικρή απέχθεια για το γάλα— και παίρνω μια δεύτερη φέτα ψωμί. Η πόρτα ανοίγει και ένα ζευγάρι μπαίνει μέσα, καλημερίζοντάς με. Μαζί τους, από πίσω, κι ενώ εκείνοι τού κρατάνε την πόρτα, μπαίνει και ένας νεαρός από το ξενοδοχείο που φέρνει έναν ακόμη δίσκο. Ποιος θα τα φάει όλα αυτά; Πόσοι ακόμη έχουν καταλύσει εδώ; Είχα την εντύπωση πως ήμασταν μόνο οι δυο μας. Εγώ και ο άγγελος.

Εκείνος φυσικά δεν είναι εδώ. Τον άκουσα που έβγαινε από το δωμάτιο πριν καν ανοίξω τα μάτια μου, κουκουλωμένη ακόμη μέχρι τα μάτια με το σεντόνι. Πού πήγαινε; Ιδέα δεν είχα. Σηκώθηκα μία ώρα μετά, ή περίπου, και μπήκα στο μπάνιο πιάνοντας εναλλάξ πόρτες, τοίχους και τον νιπτήρα για να μην πέσω. Το νερό μού επιτέθηκε με μάλλον άγριες διαθέσεις, αλλά υπέμεινα το μαρτύριο μέχρι που άρχισα να το απολαμβάνω. Εννοείται πως στην ντουλάπα μας είχαν προστεθεί νέα εσώρουχα και ακόμη περισσότερα ρούχα. Ένα ακόμη από τα φτηνά θαύματα του Ισμαήλ, που νόμιζε ότι ήμουν αρκετά αφελής για να πιστέψω πως οι μισοί πελάτες του ξενοδοχείου, και βάλε, ξεχνούσαν συστηματικά την γκαρνταρόμπα τους φεύγοντας. Ποιος μπορεί να ξεχάσει οτιδήποτε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου; Είμαστε με τα καλά μας; Δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο από το να τσεκάρεις αν πήρες όλα σου τα πράγματα λίγο πριν αφήσεις το δωμάτιό σου. Δεν υπάρχουν μαύρες τρύπες που να καταπίνουν ρούχα στα ξενοδοχεία. Αλλά νά που υπάρχουν φτηνά αγγελικά κόλπα. Που με βολεύουν βέβαια — ας το παραδεχτώ.

Φόρεσα το ίδιο παντελόνι, αλλά μια καινούργια μπλούζα. Ένα απλό τισέρτ, ροζ με ένα γαλάζιο σχέδιο στο στήθος· μια λουλουδάτη στάμπα που στο μέσον της έγραφε Life.Έπλυνα καλά το πρόσωπό μου, το καθάρισα όσο πιο βαθιά μπορούσα, και φρόντισα τα μάτια μου, που με πονούσαν και τα ένιωθα να τρίζουν. Δοκίμασα ένα απαλό κραγιόν και βγήκα από το δωμάτιο ψάχνοντας για την τραπεζαρία, ή και για εκείνον. Αν και δεν βιαζόμουν να τον δω, για να πω την αλήθεια. Τον αντάλλασσα ευχαρίστως με δυο κούπες δυνατό καφέ.

Αρχικά βγήκα έξω, στα δύο μεγάλα παγκάκια με το πελώριο τραπέζι από αδιάβροχη ξυλεία ανάμεσά τους, αλλά δεν ήταν κανείς εκεί, εκτός από έναν γεράκο που διάβαζε με ένα μεγεθυντικό φακό μία μεγάλου σχήματος και εμφανώς παλιάεφημερίδα. Ίσως να χρησιμοποιούν το τραπέζι του εξωτερικού χώρου μόνο για να κάθονται τα απογεύματα, ή μόνο για κάποιες ειδικές περιπτώσεις. Ποιος ξέρει. Έκανα μεταβολή ταραγμένη και ανήσυχη την ώρα που ο γέρος σήκωσε τα μάτια του να με κοιτάξει τεντώνοντας τον φακό του προς το μέρος μου. Θεέ και κύριε, ήταν τρομακτικός.

Και νά με λοιπόν εδώ. Και νά που μάλλον θα πάρω και ένα αυγό, τελικά. Και ίσως και μια φέτα κέικ πιο μετά. Η όρεξή μας στις τραπεζαρίες πρωινού των ξενοδοχείων είναι γαργαντουική. Νομίζω πως κανείς δεν έχει εξηγήσει γιατί συμβαίνει αυτό, αλλά συμβαίνει — όλοι το ξέρουν. Στο μεταξύ μπαίνουν κι άλλοι και κάθονται δίπλα μου και απέναντί μου. Με καλημερίζουν και τους καλημερίζω κι εγώ, αλλά δεν παύουν να με ενοχλούν και να κάνουν το κεφάλι μου να πάλλεται με έναν μουντό βόμβο, σαν να έχει σφήκες από άχυρο μέσα του. Δεν θα μου έκανε κακό αν περνούσα όλο μου το πρωί μόνη.

Αναστενάζω. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε για τη μοναξιά μου. Μπορώ μόνο να πιω λίγο καφέ ακόμη, και να σκεφτώ τι θα γίνει με εκείνο το τσάι.

Επικρατεί μία σχετικά όμορφη ατμόσφαιρα πάντως· οφείλω να το παραδεχτώ. Κανείς δεν μιλά δυνατά, ο θόρυβος από τα σερβίτσια είναι —παραδόξως— κάτω από το όριο του ενοχλητικού, και δεν κάνει καθόλου ζέστη. Έξω ο ήλιος έχει αρχίσει να ανεβαίνει βιαστικά στον ουρανό πάνω από τη θάλασσα, που είναι ήσυχη και έχει βαφτεί με ένα περίεργο λουλακί χρώμα που δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί. Ένα ζευγάρι γλάροι εποπτεύει την περιοχή κάνοντας μεγάλους κύκλους στον αέρα, ενώ ένας τρίτος, στα δεξιά τους, μοιάζει καρφωμένος στη θέση του, όπως μετεωρίζεται αγναντεύοντας τη στεριά ψάχνοντας για αμαρτωλούς. Στο βάθος, βλέπω μέσα από το παράθυρο ένα πλοίο. Βρίσκεται μακριά και είναι μεγάλο. Δεν έχει σχέση με το καραβάκι που είδαμε χθες.

Χθες. Αναστενάζω και φέρνω στο μυαλό μου αποσπάσματα από εκείνη την περιπετειώδη μας έξοδο. Λοιπόν, ήταν το πρώτο επίσημο ραντεβού μας, δεν ήταν; Και είμαι σίγουρη πως ο Ισμαήλ το απόλαυσε όπως κι εγώ. Χα!… Μου έρχεται να γελάσω, αλλά το σταματώ την τελευταία στιγμή. Δεν χρειάζεται να γίνω ρεζίλι και σ’ αυτούς τους καλούς ανθρώπους, αρκετά έγινα χθες σε όποιον μάς είδε όταν γυρνούσαμε εδώ.

Τον λυπάμαι, είναι η αλήθεια. Δεν του φορτώθηκα απλώς, αλλά απέδειξα πόσο φορτική και ενοχλητική μπορώ να γίνω αν μου δοθούν οι κατάλληλες ευκαιρίες. Ή, βέβαια, αν τις δημιουργήσω μόνη μου. Είμαι ικανή να γίνω ακόμη πιο απαίσια τότε. Το μόνο καλό από την περιπέτειά μας ήταν ότι, από όσο τουλάχιστον είμαι σε θέση να θυμηθώ, τελικά δεν με πήγε κάπου να φάμε, γιατί απλούστατα δεν ήμουν σε θέση να καθίσω σαν άνθρωπος και να φάω ένα πιάτο φαΐ: παρέπαια. Έτσι, σχεδόν με φορτώθηκε και, αγκαλιάζοντάς με, με έφερε ώς στο δωμάτιό μαςεδώ στο ξενοδοχείο. Και, ναι, τον θυμάμαι να με αγκαλιάζει με το δυνατό του μπράτσο, και θυμάμαι κι εμένα να έχω περασμένο το αριστερό μου χέρι στη μέση του και να έχω γείρει ολόκληρη επάνω του, με τα μάτια μισόκλειστα και μουρμουρίζοντας διάφορα που μου είναι αδύνατον να ανακαλέσω — και ευτυχώς. Πέραν αυτών που έλεγα πάντων, η όλη αίσθηση ήταν ωραία, και φυσικά περίεργη, πρωτόφαντη, και δεν θα μπορούσα να την ξεχάσω. Το κεφάλι μου στο στήθος του, το χέρι του στους ώμους μου, και λίγο πιο εκεί, καλά διπλωμένα, εκείνα τα πανίσχυρα φτερά. Ίσως, τώρα που το σκέφτομαι, να μου πέρασε από το μυαλό η ιδέα να πετούσαμε μέχρι το δωμάτιό μας για να κόψουμε δρόμο και να φτάσουμε μια ώρα αρχύτερα. Ίσως ακόμα-ακόμα και να του το είπα· να του το μουρμούρισα ανάμεσα από τα άλλα ωραία που έλεγα. Δεν νομίζω να με άκουσε πάντως. Και ευτυχώς. Ο κόσμος στους μικρούς τόπους βλέπει και ξέρει και κουτσομπολεύει τα πάντα. Ας μη μάθαιναν ότι στο χωριό είχαν έρθει ένας άγγελος με την ερωμένη του.

Με την ερωμένη του. Για όνομα του Θεού.

Με την προστατευομένη του, ήθελα να πω.

Στο δωμάτιό μας, πριν με βάλει για ύπνο, αφέθηκα να με ξεντύσει χωρίς διαμαρτυρίες γιατί είμαι ευγενικό κορίτσι, και το πρωί διαπίστωσα πως δεν είχα ίχνος μακιγιάζ στο πρόσωπό μου. Δεδομένου ότι δεν πήγα ποτέ στο μπάνιο να ξεβαφτώ, κατά πάσα πιθανότητα ο ίδιος ο Ισμαήλ με έπλυνε όσο εγώ κοιμόμουν. Και κοιμόμουν βαθιά. Πρέπει να κοιμήθηκα αμέσως μόλις ακούμπησα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι, και δεν ξύπνησα παρά μόνο κάποια στιγμή το χάραμα, για να τον δω να κοιμάται κι αυτός στο πλάι μου, στη δική του μεριά του κρεβατιού. Μα το πρωί η δική του μεριά του κρεβατιού ήταν άδεια, και το σεντόνι τεντωμένο και ατσαλάκωτο, σαν να μην είχε ξαπλώσει κανείς εκεί. Ίσως λοιπόν να τον είδα στον ύπνο μου. Ή ίσως να εξακολουθεί να παίζει εκείνα τα τρυφερά, άκακα παιχνίδια του μαζί μου. Δεν ξέρω. Και μάλλον δεν με νοιάζει πια. Ο Ισμαήλ είναι καλός. Ο πιο καλός. Και πρέπει να πάψω κάποια στιγμή να του πηγαίνω κόντρα.

Όχι, ο Ισμαήλ είναι ο καλύτερος.

Το πρόβλημα εντοπίζεται στον άλλον. Στον αδελφό.

Τον Βενιαμίν.

Αυτόν τον ζηλιάρη, ανείπωτα επικίνδυνο βρικόλακα με το αισθησιακό μουσάκι που κυκλώνει το στόμα του, εκείνο το γενάκι Γάλλου σωματοφύλακα. Τον λόγο που ο Ισμαήλ ήρθε ώς εδώ. Είναι διάφορα πράγματα που πρέπει να τακτοποιήσω. Ναι, Ισμαήλ, το κατάλαβα. Διάφορα πράγματα, που όμως έχουν να κάνουν μ’ αυτόν τον τύπο. Τον σέξι, ακαταμάχητο είρωνα που είναι φτυστός ο ήρωάς μου.

Ή μήπως όχι και τόσο φτυστός;…

Αναστενάζω, τσιμπώντας με το πιρούνι μου λίγο από το αυγό μου. Κι αν είχε δίκιο ο Ισμαήλ που έλεγε πως οι δυο τους δεν γίνεται να μοιάζουν μιας και ο ένας είναι εδώ, μπροστά μας, ζωντανός, και ο άλλος απλώς μια εικόνα στο μυαλό μου; Πώς μοιάζουν αυτές οι εικόνες; Σίγουρα δεν είναι σαν τις φωτογραφίες. Δεν μπορούμε να παγώσουμε ένα πρόσωπο στο μυαλό μας και να το παρατηρήσουμε εξονυχιστικά, να το εξετάσουμε. Δεν μπορούμε να το εκτυπώσουμε. Απλώς δεν γίνεται. Στο μυαλό μας έχουμε μόνο μία γενική εικόνα του άλλου, ακόμα και αν πρόκειται για ένα υπαρκτό και αγαπημένο πρόσωπο. Μόνο όταν τον βλέπουμε μπροστά μας, ή σε μια φωτογραφία, ή σε μια ταινία, τον βλέπουμε πραγματικά. Όταν τον σκεφτόμαστε, «βλέπουμε» μόνο λεπτομέρειες, χαρακτηριστικά, μια αίσθηση αυτού που είναι. Ο Βλαντιμίρ δεν είχε συγκεκριμένη εικόνα. Ούτε στο δικό μου μυαλό, ούτε στο μυαλό των αναγνωστριών μου. Όλες μας, ακόμα κι εγώ, είχαμε μόνο μία γενική αίσθηση αυτού που στ’ αλήθεια «ήταν» ο Βλαντιμίρ. Μόνο ένας εικονογράφος θα μπορούσε να μας δείξει πώς «έμοιαζε», αν βέβαια το αφεντικό μου του ανέθετε να συνεργαστεί μαζί μου και να τον σχεδιάσει για το εξώφυλλο. Αλλά δεν το έκανε· κάτι τέτοιο κοστίζει.

Άρα; Άρα ο Βενιαμίν είναι το πρότυπο της άγριας ομορφιάς που χαρακτηρίζει τον Βλαντιμίρ. Είναι το μοντέλο που, ακόμη καλύτερα, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει εκείνος ο εικονογράφος, αντί να προσπαθώ εγώ να του περιγράψω πώς έμοιαζε ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος στην εικονική πραγματικότητα του μυαλού μου.

Δεν υπήρχε κάποια μαγεία εδώ, λοιπόν. Δεν υπήρχε κάποιο μυστήριο, και κάποιο θαύμα.

Πίνω άλλη μία γουλιά από τον καφέ μου, και σηκώνομαι για να γεμίσω ξανά την κούπα μου. Με στενοχώρησαν αυτές οι σκέψεις. Δεν είμαι σίγουρη γιατί, αλλά ίσως να φταίει το γεγονός ότι, μετά τη σωτηρία μου στο Σημείο από έναν κανονικό άγγελο, κατά βάθος λαχταρούσα να συνεχιστεί η μαγεία. Λαχταρούσα να είχε γλιστρήσει όντως στον πραγματικό κόσμο ο απέθαντος εραστής της Μίνα.

Γιατί η Μίνα ήμουν εγώ, και δεν το ξεχνώ αυτό. Δεν γίνεται να το ξεχάσω.

Η Μίνα είμαι εγώ. Πάντα ήμουν.

Γυρίζω στη θέση μου προσπαθώντας να μη δίνω πολύ στόχο στα βλέμματα των άλλων. Δεν ξέρω γιατί, αλλά με ενοχλεί, με κάνει να αισθάνομαι άβολα. Δεν θέλω να σκέφτονται ή να υποπτεύονται για μένα πράγματα που είτε δεν στέκουν, είτε στέκουν μεν αλλά προσωπικά δεν θα επέλεγα να τα γνωστοποιήσω. Όπως, ας πούμε, το αδιανόητο γεγονός ότι έχω κοινό δωμάτιο, και κοινό κρεβάτι, με έναν άγγελο. Ή, μιας και αυτοί δεν πιστεύουν στην ύπαρξη των αγγέλων, με έναν αγγελικό άντρα. Και κάπως παράξενο άντρα, ενδεχομένως, και κάπως κλειστό στον εαυτό του. Με έναν άντρα, επίσης, που κουβαλάει ένα όπλο στο αυτοκίνητό του, και που ήρθε ώς εδώ για να τακτοποιήσει διάφορα πράγματα.

Κάθομαι ήσυχα-ήσυχα, μαζεμένη, κοιτώντας μόνο τον καφέ μου και προσπαθώντας να γίνω όσο πιο μικροσκοπική μπορώ για να μη δίνω στόχο. Προς στιγμήν είχα ξεχάσει πάλι το περίστροφο του Ισμαήλ· ή καλύτερα, το είχα βάλει στην άκρη του νου μου και είχα πετάξει και δυο κουρέλια από πάνω του για να μη φαίνεται, ίσως επειδή με τρομάζει τόσο. Χθες όλο αυτό ήταν τελείως ξεκάθαρο στο μυαλό μου, και τα είπα όλα στον Ισμαήλ για να μη νομίζει ότι ήμουν καμιά τυφλή, ή ηλίθια· αλλά χθες ήμουν μεθυσμένη. Τώρα δεν είμαι. Τώρα είμαι διαυγής. Κι αν λοιπόν σχετίζεται πράγματι και το όπλο με τον αδελφό του; Αν όλα αυτά μαζί δένονται με μια κοινή κλωστή; Ο Ισμαήλ, οι δουλειές που έχει να τακτοποιήσει εδώ στο χωριό, το όπλο του στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου, ο Βενιαμίν; Είναι ποτέ δυνατόν; Ήρθε εδώ όντως για να σκοτώσει τον αδελφό του; Με σφαίρες; Μα, σκοτώνονται οι άγγελοι με σφαίρες; Ή μήπως ο αδελφός του ήταν θνητός; Ή ήταν κάτι άλλο; Κι αν ήταν όντως κάτι άλλο, τι μπορούσε να ήταν αυτό το άλλο;

Πιάνω και με τις δυο χούφτες μου την κούπα με τον καφέ και τη σφίγγω δυνατά για να μη φανεί στους ανθρώπους που προσπαθούν να ξυπνήσουν παίρνοντας το πρωινό τους το έντονο τρέμουλο στα δάχτυλά μου. Κακώς κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Δεν κερδίζω κάτι έτσι. Γιατί ήξερα από την αρχή την αλήθεια. Την είχα καταλάβει. Και είχα εξομολογηθεί τα πάντα χθες το βράδυ στον Ισμαήλ. Δεν ήταν λόγια του κρασιού. Μου το έλεγαν όλα, και μου το έδειξε και ο ίδιος ο Βενιαμίν όταν φεύγαμε από το μπαρ και είχα μείνει για ένα λεπτό μόνη, αφουγκραζόμενη τη θάλασσα. Μου το ψιθύρισε στο αυτί.

Ήξερα τι ήταν αυτό το άλλο. Ναι, ο Βενιαμίν είναι ένα πλάσμα της νύχτας. Ο Βενιαμίν είναι βρικόλακας.

Θεέ μου. Τι τρόμος.

Θεέ μου.

Πόσο τέλειο.

Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.