Βιβλιο

O Άγγελός της - Μέρος 18ο

Μυθιστόρημα - 18ο Μέρος (18/12/23)

Μυρσίνη Ελευθερίου
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 32

Αδελφός σου; Ε πες το, χρυσέ μου άνθρωπε. Πες το. Είναι αδελφός μου. Επιτέλους! Επιτέλους η ιστορία παίρνει μπροστά — αν ήμασταν βιβλίο μέσου μεγέθους, τώρα θα έπρεπε να ήμασταν στη σελίδα 80, άντε στην 100 το πολύ. Όμως τώρα —επιτέλους!— δεν μπορεί παρά να τρέξουμε μπροστά. Έχουν τόσα να γίνουν. Τόσα!

«Α μάλιστα», του λέω.

Απλώνω το χέρι μου και πιάνω το ποτήρι του.

«Δεν το χρειάζεσαι αυτό», λέω.

Πίνω μια γουλιά, πριν εκείνος μού πει, Έχεις πιει πολύ, Μαίρη. Καλύτερα να φύγουμε. Έχεις μεθύσει ήδη, και δεν θα ήταν πρέπον να μεθύσεις παραπάνω.

Φυσικά δεν λέει τίποτε. Θα μπορούσα να πιω δύο μπουκάλια κρασί, και πάλι θα έμενε αμέτοχος· αρκεί να μη διαταραχτεί αυτή η γελοία, ρομποτική νιρβάνα του. Αυτή η αταραξία που μου τη δίνει στα νεύρα, που με τρελαίνει. Θεέ μου.

Το κρασί επιδρά κατευναστικά μέσα μου. Η ζάλη μου, εκείνο το ταρακούνημα μέσα στα φύκια, υποχωρεί προς στιγμήν. Καλό νέο αυτό. Μπορεί και να μου περάσει τελείως αν πιω κι άλλο. Ποιος ξέρει. Τόσα συμβαίνουν κατά καιρούς.

«Έπρεπε να το είχα καταλάβει», λέω. «Είστε ίδιοι».

Μια αχνή υποψία απορίας πεταρίζει στα μάτια του.

«Όχι εξωτερικά», του εξηγώ. «Αυτός είναι πιο όμορφος. Κι εσύ καλός είσαι, πολύ καλός, αλλά αυτός… Τέλος πάντων,δεν εννοώ εξωτερικά, από εμφάνιση, εννοώ εδώ», λέω και δείχνω το κεφάλι μου. «Στην παραξενιά». Γελάω λιγάκι, με αποτέλεσμα το ταρακούνημα να μου υπενθυμίσει την παρουσία του. Δεν είχε φύγει τελείως· όχι ακόμα. «Ο άγγελος… και ο διάβολος. Βέβαια. Έτσι πάνε αυτά. Κλασικό, αν ρωτάς τη γνώμη μου. Κλασικό. Το καλό και το κακό, η μέρα και η νύχτα, το φως και το σκοτάδι. Δεν υπάρχει πιο παλιό και πιο δοκιμασμένο και πολυχρησιμοποιημένο μοτίβο από αυτό. Αλλά μού αρέσει, δεν μπορώ να πω. Γενικά είμαι τύπος που του αρέσουν τα κλασικά πράγματα, αυτά που έχουν αντέξει στον χρόνο, δεν μπορώ τις καινοτομίες και όλη αυτή την παράνοια με την πρωτοπορία, και το μοντέρνο, και την εξτραβαγκάντσα, και…»

Σταματώ το λογύδριό μου επειδή πιθανότατα δεν έχω να προσθέσω κάτι, και γυρίζω πάλι προς το μέρος της άλλης παρέας. Προς το μέρος εκείνου. Φυσικά με κοιτάζει πάλι κι αυτός. Το περίμενα. Με παρακολουθεί στενά. Υψώνω πρώτη, αυτή τη φορά, το ποτήρι μου, και του κλείνω το μάτι. Δεν μπορεί να το δει από τέτοια απόσταση βέβαια, αλλά δεν με πειράζει. Θα το καταλάβει. Δεν είναι τυχαίος. Είναι ο Βλαντιμίρ. Τον έφτιαξα όπως τον ονειρεύτηκα. Τον έφτιαξα όπως έπρεπε. Τον έφτιαξα τέλειο. Θα το καταλάβει.

Και ιδού: μου κλείνει κι εκείνος το μάτι. Πράγμα που καταλαβαίνω, παρά την απόσταση.

Γυρίζω πάλι περιχαρής προς τον Ισμαήλ.

«Μάλιστα», λέω. «Ώστε έτσι. Οι δουλειές που είχες να κανονίσεις ήταν με τον αδελφό σου λοιπόν… Μπράβο, πολύ ωραία. Πάρα πολύ ωραία».

«Είσαι μεθυσμένη», μου λέει.

Σκάω στα γέλια.

«Αν κρατούσα ημερολόγιο, αυτό θα το έβαζα πρώτο-πρώτο», του λέω. «“Ενδιαφέρθηκε. Μίλησε. Μου είπε πως είμαι μεθυσμένη. Και είχε δίκιο”». Γελάω πάλι, γιατί πραγματικά όλο αυτό είναι τόσο αστείο. «Όμως ναι, έχεις πράγματι δίκιο», συνεχίζω. «Είμαι μεθυσμένη, το παραδέχομαι. Κι έτσι όπως πίνω, θα μεθύσω ακόμη περισσότερο. Δεν είναι τρομερό;»

Αισθάνομαι έναν μικρό, πάρα πολύ μικρό, έναν τόσο δα μικρούλη νυγμό τύψεων κάπου στην περιοχή του στήθους. Ίσως είμαι περισσότερο δηκτική μαζί του από ό,τι θα έπρεπε. Αν μη τι άλλο, ο άνθρωπος αυτός μού έσωσε τη ζωή, δεν πρέπει να το ξεχνάω κάθε πέντε λεπτά.

Ο άνθρωπος αυτός.

Λες;…

Τον κοιτάζω καλύτερα, στενεύοντας τα μάτια. Το καθαρό του πρόσωπο, το μεγάλο μέτωπο, το θεληματικό πιγούνι —ό,τι κι αν σημαίνει θεληματικό πιγούνι—, το αψεγάδιαστο, σχεδόν σιδερωμένο, απολύτως καθωσπρέπει, σούπερ κολλαριστόστιλ. Όλα αυτά… όλα αυτά τα αγγελικά χαρακτηριστικά. Ή μήπως δεν είναι αγγελικά;… Α, και το γεγονός ότι δεν τρώει και δεν πίνει. Αυτό πρέπει να είναι αγγελικό, εκατό τοις εκατό. Γιατί αλλιώς θα πέθαινε. Αν φάνε αυτοί, πάνε καλιά τους. Άρα;… Α! Και για να μην ξεχάσω, φυσικά, τον τρόπο που με έσωσε, το ότι εμφανίστηκε από το πουθενά στο μέσον της γέφυρας, το γεγονός ότι επικοινωνούσε μαζί μου σχεδόν τηλεπαθητικά μέχρι πριν από λίγο.

Ο άνθρωπος αυτός…

Δεν ξέρω. Ειλικρινά, δεν έχω ιδέα πια. Μπορεί να είναι οτιδήποτε. Πια, είμαι σαν να βαδίζω σε ένα άγνωστο δωμάτιο γεμάτο εύθραυστα αντικείμενα, με τα μάτια δεμένα. Όλη αυτή η υπόθεση με τον αδελφό του έφερε την καινούργια μου ζωή τα πάνω κάτω.

Ο Βενιαμίν.

Τον νιώθω που εξακολουθεί να με κοιτάζει. Δεν το κάνει μόνο για μένα. Ή, δεν το κάνει κυρίως για μένα. Το κάνει πάνω απ’ όλα για να πικάρει τον αδελφό του. Φυσικά, ξέρει πολύ καλά τι είναι ο ίδιος, πόσο διαφορετικός και πόσο… πόσο ανώτερος είναι από τον αδελφό του (τι λέω, καλέ μου Θεέ), πόσο άλλη κατηγορία. Το ξέρει, και το απολαμβάνει. Αλλά το εκμεταλλεύεται κιόλας. Γιατί είναι κακός. Τέτοια είναι η φύση του: κακιά, εκδικητική, διεκδικητική, αγορίστικη. Του αρέσει να κλέβει τα παιχνίδια του άλλου, ακόμη και αν πρόκειται να τιμωρηθεί μετά. Του αρέσει ακόμη και να του τα χαλάει.

Αυτή η σκέψη μού φέρνει ανατριχίλες σε όλο μου το σώμα. Να τα χαλάει; Υπάρχει δηλαδή περίπτωση να… να μου κάνει κακό; Και πώς; Με ποιο τρόπο; Τι μπορεί να μου κάνει;

Να μου πιει το αίμα;

Η ανατριχίλα ταξιδεύει σε όλο μου το σώμα έχοντας σαν πηγή της μια περιοχή χαμηλά στην κοιλιά μου. Είναι τόσο έντονη, τόσο ξαφνική και τόσο επίμονη, τόσο διαρκής, που με παγώνει και με πονάει.

Ναι… Αυτό θα μου κάνει. Θα μου πιει το αίμα. Γιατί, μπορεί να είναι ο Βενιαμίν εδώ, αλλά στη δική μου ζωή, στο δικό μου σύμπαν, είναι ένας άλλος. Ένας ίδιος, αλλά και ένας άλλος μαζί. Ένα βαμπίρ.

Ο Βενιαμίν, όπως ακριβώς και ο Βλαντιμίρ, είναι βρικόλακας. Όχι ο ίδιος ο Δράκουλας. Αλλά βρικόλακας μια φορά.

Ο Ισμαήλ έχει καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά με εμένα, και με κοιτάζει με δυο μικρούτσικες σκιές ενδιαφέροντος στο βλέμμα. Δεν μπορώ να ζητήσω κάτι παραπάνω από αυτόν, έχει ήδη αγγίξει τα όριά του.

«Ωραίους αδελφούς έχεις», του λέω, έχοντας μία θολή αίσθηση της γελοιότητας αυτής της κουβέντας, και πίνω άλλη μία γουλιά από το κρασί μου. «Τι ήθελα και σε ακολούθησα, μου λες;» συνεχίζω, στο ίδιο ταπεινό, χαμηλής ποιότητας μοτίβο. «Τώρα θα ήμουν στο σπιτάκι μου, θα έβλεπα μία βαρετή σειρά στην τηλεόραση και θα μασουλούσα μούσλι μέσα από το βάζο. Κι αντί γι’ αυτό, κινδυνεύω».

«Κινδυνεύεις; Από τι;»

«Από αφαίμαξη».

«Από…;»

«Μη μου κάνεις τον ανήξερο».

Πάει να πει κάτι, αλλά το μετανιώνει.

«Λέω για τον αδελφούλη σου. Τον βρικόλακα». Έχω προλάβει να χαμηλώσω τον τόνο της φωνής μου. Δεν χρειάζεται να μας ακούν όλοι. Γιατί δεν ξέρουν, και δεν πιστεύουν. Οι άνθρωποι γενικά. Πράγμα λογικό· αλλιώς δεν μπορείς να ζήσεις, θα πας να πέσεις από καμιά γέφυρα. «Αυτό το πλάσμα της νύχτας», λέω ακόμη πιο σιγά, αν και κάπως τσιριχτά. «Το βαμπίρ. Καλέ μου Ισμαήλ, σωτήρα μου, ο Βενιαμίν είναι βαμπίρ και θα μου πιει το αίμα. Κι εσύ το ξέρεις».

Βλέπω το λαρύγγι του που ανεβοκατεβαίνει. Το μήλο του Αδάμ. Αλήθεια, να τον έχει γνωρίσει από κοντά τον Αδάμ; Χα! Δεν του το λέω, δεν θέλω να νομίζει ότι μέθυσα και μου ξεφεύγουν τέτοιες ουρανομήκεις ανοησίες· κι ας μέθυσα λιγάκι. Μα ούτε κι εκείνος μού λέει κάτι. Πράγμα που σημαίνει;…

Πράγμα που σημαίνει ότι έχω δίκιο… Ότι το σκέφτεται σοβαρά. Ότι το ήξερε ήδη, ή ότι η ιδέα ότι ο αδελφός του με προόριζε για το δείπνο του είχε, ασφαλώς, περάσει και από το δικό του μυαλό. Ίσως μάλιστα γι’ αυτό να μην έκανε χαρούλες όταν ο αδελφός του μας προσέγγισε. Ίσως να…

«Τι είναι αυτά που λες;»

Διακόπτει τις σκέψεις μου σαν να τις χτύπησε με ένα μαστίγιο. Ή σαν να τις έκοψε με τη ρομφαία του. Με πληγώνει κάπως αυτό.

Νά που είπε κάτι, τελικά. Μια ακόμη καινοτομία για τον άγγελό μου.

«Λέω αυτά που ξέρω ότι σκέφτεσαι κι εσύ». Του χαμογελάω χαιρέκακα. «Γιατί τα σκέφτεσαι, δεν με ξεγελάς εμένα».

«Δεν ισχύει αυτό που λες».

«“Δεν ισχύει αυτό που λες”». Τον κοροϊδεύω, και ελπίζω να τον πονάει που το κάνω. «Ισχύει και παραϊσχύει. Πολλές ομοιότητες και πολλές συμπτώσεις έχουν μαζευτεί, Ισμαήλ». Η ειρωνική έμφαση στα ονόματα θα μου μείνει για πάντα, πιστεύω. Μου αρέσει αυτό. Έχει ένα κάποιο στιλ. Ίσως παρωχημένο ελαφρώς, αλλά στιλ οπωσδήποτε. «Πάρα πολλές για να είναι φυσιολογικά όλα αυτά». Δεν έχω άλλο κρασί να πιω, πράγμα που με εκνευρίζει. Το ελέγχω, βγάζοντας ένα τσιγάρο από το πακέτο μου. Να θυμηθώ να αγοράσω ένα πιο βαρύ. Αυτό είναι σκέτος αέρας. «Όλα ήταν προσχεδιασμένα. Και καλά μελετημένα. Πρώτα-πρώτα το όνομα. Θεέ μου! Σχεδόν ίδιο με του ήρωά μου. Και μην τολμήσεις να μου πεις για ρίζες και ετυμολογίες. Ίδια είναι. Ή σχεδόν. Έπειτα, η ομοιότητα. Ισμαήλ» —από την έξαψή μου αμελώ να τονίσω με έμφαση το όνομά του, ενώ ταυτόχρονα είμαι σίγουρη ότι παραλογίζομαι— «μιλάμε για τον σωσία του, θα τρελαθώ! Είναι…»

Τα μάτια του κάνουν ένα κόλπο.

«Τι;» λέω.

Δεν έχω καταλάβει τι έκανε, ή τι μου έκανε, αλλά ξαφνικά ένιωσα πως όλο το αλκοόλ που είχα στο στομάχι μου άρχισε να στριφογυρνά σαν αδράχτι και να τυλίγεται γύρω από κάτι — κάτι που μου ανήκε. Κι όλα αυτά από ένα παιχνίδισμα των ματιών του.

«Θα κάνω εμετό», λέω, κοιτώντας τον στα μάτια. Που πάλι κάνουν κάτι. Και η δίνη του κρασιού μέσα στο στομάχι μου περνά όπως ξεκίνησε.

«Ήπιες πολύ», τον ακούω να λέει.

«Τι μου έκανες; Εσύ μού το έκανες αυτό».

Με κοιτάζει με εκείνο το ανεπαισθήτως έκπληκτο βλέμμα.

«Ποιο;» λέει.

«Την… την αναγούλα».

Αναστενάζει.

«Έχεις πιει πάρα πολύ, και σε πείραξε. Αυτό συνέβη».

«Και μου πέρασε αμέσως; Σοβαρά; Το θεωρείς λογικό αυτό;»

«Μαίρη…»

«Καμία Μαίρη!» Φωνάζω πάλι, και έχω κάθε δίκιο να φωνάζω. «Καμία. Απλώς… Κάτι μού έκανες εσύ. Είμαι σίγουρη, το είδα στα μάτια σου. Μου έκανες μάγια. Αλλά γιατί; Για να μην απαντήσεις; Ναι, γι’ αυτό! Τι έλεγα; Κάτι σε ρωτούσα…» Το είχα στην άκρη της γλώσσας μου, αλλά δεν μπορούσα να το διακρίνω, είχε σκοτάδι εκεί πέρα, όπως και παντού αλλού. Ή πολλά φώτα μαζεμένα, που όμως έδιναν ακριβώς το ίδιο αποτέλεσμα με το απόλυτο σκοτάδι. Έτσι όπως κάνουν πάντα. «Τι σε ρωτούσα;»

«Δεν με ρωτούσες κάτι. Έλεγες απλώς πόσο μοιάζει ο ήρωας των βιβλίων σου με τον Βενιαμίν».

«Αυτό!» Φωνάζω και πάλι. «Αυτό είναι, ναι: πώς εξηγείται η ομοιότητα;»

«Μαίρη…» λέει ξανά. «Εκ των πραγμάτων…»

«Ναι…;»

«Εκ των πραγμάτων», συνεχίζει, «δεν είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοια ομοιότητα, όπως την εννοείς. Είχες… έχεις μια εικόνα μέσα σου για τον ήρωα των βιβλίων σου. Μία γενική εικόνα. Και μετά βλέπεις κάποιον που πιστεύεις ότι του μοιάζει. Αλλά αυτό εκ των πραγμάτων δεν γίνεται να συμβαίνει. Απλώς κάνεις προβολή του φανταστικού ήρωά σου πάνω στον… πάνω στον πραγματικό άνθρωπο».

Μένω έκπληκτη από αυτό το καινούργιο μεγάλο προσωπικό ρεκόρ του Ισμαήλ. Πολλές λέξεις μαζεμένες. Πάρα πολλές λέξεις. Σίγουρα θα έχει εξαντληθεί.

«Ώστε έτσι», λέω. «Εκ των πραγμάτων».

Εκείνος κουνάει το κεφάλι.

«Ώστε πιστεύεις δηλαδή ότι έχω μία γενική εικόνα μόνο του Βλαντιμίρ στο μυαλό μου».

Δεν κάνει τίποτε. Περιμένει. Παραμονεύει μάλλον. Είναι έτοιμος να μου χιμίσει, όπως χιμά ο πάνθηρας στο ελάφι, ή σε ό,τι είναι αυτό που κυνηγάει, που περπατά αμέριμνο στο μονοπάτι του πυκνόφυλλου δάσους.

Βγάζω τα νύχια μου και ετοιμάζομαι να του επιτεθώ πρώτη. Γιατί εγώ δεν είμαι ελάφι. Όχι πια.

Αλλά δεν το κάνω.

Κι αν έχει δίκιο; Τα φώτα στο μυαλό μου, εκείνα που με εμπόδιζαν να βλέπω, εκείνα που με τύφλωναν, σβήνουν όλα μαζί, εκτός από ένα. Κι αυτό το ένα μού φανερώνει έναν χώρο φτωχικό, κουρασμένο, μόνο του. Τι μου συμβαίνει; Και γιατί; Και από πότε; Και πόσο φταίω εγώ η ίδια για όλα αυτά που περνώ;

Δεν μπορώ να απαντήσω σε καμία ερώτηση.

Θέλω μόνο κάπως να ξεκουραστώ.

Αναστενάζω και κοιτάζω το ρολόι μου. Είναι δέκα και δέκα.

Δέκα και δέκα.

Είναι 10:10 το βράδυ, εκείνη η ώρα που τα ρολόγια με δείκτες χαμογελάνε — η αγαπημένη ώρα των κλασικών ωρολογίων χειρός και των διαφημιστών τους.

«Μισό εικοσιτετράωρο», λέω. «Πέρασαν δώδεκα ώρες αφότου με έσωσες, Ισμαήλ».

Νιώθω πως τα μάτια μου υγραίνονται, και μια αύρα να με κυκλώνει. Κοιτώ τα δικά του μάτια· εκείνα που, το ξέρω, μέσα τους κολυμπάνε αστέρια, φεύγοντας μακριά, ταξιδεύοντας στις παράξενες τροχιές τους. Ανατριχιάζω και κοιτάζω γύρω μου. Σιγά-σιγά, τα περισσότερα τραπεζάκια του κήπου έχουν γεμίσει. Ζευγάρια, παρέες, πρόσωπα γελαστά ή συννεφιασμένα, που συζητούν πάνω από τα ποτά τους. Άνθρωποι φυσιολογικοί. Κανονικοί. Που δεν σκέφτονται πώς να το σκάσουν από μια ζωή τόσο μέτρια και τόσο χλιαρή· μια ζωή που καμιά φορά μοιάζει με παγίδα, ή με βάρος δυσβάσταχτο.

«Δώδεκα ώρες μετά», του λέω.

Ο Ισμαήλ με κοιτά και κουνά το κεφάλι του. Δεν λέει κάτι.

«Έχε υπομονή μαζί μου», του λέω. «Όλο αυτό…» —κάνω μια αόριστη κίνηση που καλύπτει τους ανθρώπους γύρω μας, το μπαρ, το χωριό και τα πάντα— «…είναι τόσο νέο για μένα».

Τώρα ο άντρας απέναντί μου νεύει καταφατικά. Ανεπαίσθητα βέβαια, όπως πάντα, όπως το συνηθίζει. Μα ακόμη κι αυτό μού είναι αρκετό. Άλλωστε, είναι ο άγγελός μου αυτός. Έτσι τον έμαθα, και έτσι τον έχω δεχτεί.

Και είμαι δική του.

«Πρέπει να φας», μου λέει. «Πάμε, είναι αργά».

«Ναι», λέω. «Ναι».

Σκέφτομαι πως πρέπει να σηκωθώ, και τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την κατάστασή μου. Δεν θυμάμαι να το έχω ξανασκεφτεί τώρα πρόσφατα. Είμαι πραγματικά μια άλλη.

«Μας κοιτάζει;» τον ρωτάω.

Ο Ισμαήλ ρίχνει μια ματιά πίσω από την πλάτη μου.

«Όχι», λέει. «Έχουν φύγει εδώ και δύο λεπτά».

Δεν ξέρω αν νιώθω περισσότερο ανακούφιση ή πίκα. Έφυγε και δεν με χαιρέτησε; Ο Βενιαμίν; Δεν μου αρέσει αυτό. Όχι, το αποφάσισα: πολύ άσχημο εκ μέρους του. Έλλειψη τακτ. Έχασε πολλούς πόντους μόλις. Ο άγγελός μου δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Ποτέ.

Ο σερβιτόρος έρχεται, και ο Ισμαήλ βγάζει το πορτοφόλι του για να τον πληρώσει, ενώ εγώ προσπαθώ να βάλω τα τσιγάρα μου πίσω στο μπουφάν. Αναρωτιέμαι μήπως πρέπει να ανάψω ακόμη ένα, ειδικά τώρα που είμαι στενοχωρημένη. Δεν θα ήταν άστοχο, νομίζω. Παίρνω ένα, καταφέρνω με τα πολλά να στριμώξω το πακέτο σε μια τσέπη και το ανάβω. Ο καπνός, ως συνήθως, γεμίζει δάκρυα το ένα μου μάτι. Αλλά και το άλλο δεν πάει πίσω.

Κρατώντας το τσιγάρο μου σαν τσαντάκι, αφήνω τον Ισμαήλ να κανονίσει τον λογαριασμό και προχωρώ προς το άνοιγμα σε εκείνη τη μάντρα. Την πύλη. Έξω, ο κόσμος είναι ακόμη αρκετός. Το μέρος δεν μοιάζει να φημίζεται για τη νυχτερινή του ζωή, καθώς δεν ακούω αυτό το μπερδεμένο πλέγμα από μουσικές και φωνές και μουσική και σαματά που συναντάς σε άλλους τόπους παραθερισμού. Αντίθετα, επικρατεί μια μελαγχολική ηρεμία. Μου αρέσει. Μου ταιριάζει καλύτερα από οτιδήποτε άλλο αυτή η κατάσταση.

Απέναντι, η θάλασσα ακούγεται φασαριόζα και απαλή μαζί. Τα κύματα έρχονται με έναν παφλασμό, για να αποσυρθούν αμέσως μετά με έναν ράθυμο φλοίσβο. Μοσχομυρίζει θαλασσινό νερό, φύκια σε αποσύνθεση, και παλιά, σπασμένα όστρακα. Στον ουρανό, χίλια αστέρια υφαίνουν ένα πελώριο, ζεστό σεντόνι. Είμαστε στην άκρη του χωριού εδώ, και δεν έχει πολλά φώτα για να καλύψουν το νυχτερινό θέαμα του στερεώματος. Έτσι όπως στέκομαι κοντά στην πέτρινη μάντρα, είμαι όλη βουτηγμένη στο σκοτάδι. Το τσιγάρο μου βγάζει έναν σιγανό, τσιτσιριστό ήχο καθώς το ρουφάω. Και κάτι μού ψιθυρίζει στο αυτί, κάνοντάς με να ανατριχιάσω μέχρι τα βάθη της ψυχής μου.

«Μαίρη…»

Κλείνω τα μάτια και θέλω να κλάψω πολύ, να κλάψω γοερά, γιατί…

Δεν ξέρω γιατί.

Ίσως γιατί όλα είναι τόσο όμορφα. Όλος ο κόσμος. Όλη η πλάση. Με τα τόσα θαύματά της. Και ίσως γιατί είμαι κι εγώ εδώ· ακόμα. Και γιατί όλα πια είναι πιθανά, και όλα επιτρέπονται.

«Μαίρη…» λέει πάλι ο ψίθυρος της νύχτας, και τώρα δεν είναι μόνο ο ήχος της φωνής που με κάνει να αναριγήσω, αλλά και τα δάχτυλά του που χαϊδεύουν τον λαιμό μου. Όχι, όχι τα δάχτυλά του: τα ακροδάχτυλά του — τα νύχια του.

Είναι εκεί, βουτηγμένος μέσα στις σκιές, πιο σκιά από όλες τους κι εκείνος, και, ναι, τελικά έμεινε για να με χαιρετήσει, τελικά δεν έφυγε μαζί με την παρέα του, τελικά με περίμενε εδώ, στο ωραίο, ζεστό, υπομονετικό και σοφό σκοτάδι, τον τόπο όπου κατοικούν όλες οι υποσχέσεις.

«Βενιαμίν», λέω, και το χέρι του, τα ακροδάχτυλά του, τα νύχια του, γλιστρούν από πάνω μου και απομακρύνονται μαζί του μέσα στη νύχτα, που τα παίρνει στην αγκαλιά της και τον σφίγγει με πάθος, σαν να της έλειψε και σαν να της ανήκει.

Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.