- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31
Ο σερβιτόρος περνά από μπροστά μου και λίγο προς τα πλάγια, βαδίζοντας σχεδόν σαν τον κάβουρα. Δεν έχει να κάνει κάποια δουλειά, είναι σίγουρο πως θέλει μονάχα να με προσέξει καλύτερα, να δει ποια είναι η τρελή που υψώνει έτσι τη φωνή της αυτό το τόσο ήσυχο κατά τα άλλα γέρμα. Σηκώνω το χέρι μου και κάνω μια κυκλική κίνηση στον αέρα, ελπίζοντας να καταλάβει πως εννοώ μια επανάληψη της παραγγελίας. Δεν τον θέλω κοντά μου, αλλά θέλω να μας εφοδιάσει με κρασί. Και γρήγορα. Μου κάνει ένα νόημα που δείχνει ότι κατάλαβε. Ευτυχώς. Καθώς απομακρύνεται προς το εσωτερικό του μαγαζιού, ξεφυσάω κατανοώντας πως δεν είχα ξανακάνει ποτέ άλλη φορά στη ζωή μου εκείνη την κίνηση. Όμως την ήξερα. Δεν γεννήθηκα χθες.
Όπως δεν πέθανα και σήμερα, τελικά. Κατά μία έννοια, σκέφτομαι χαμογελώντας πικρά, είμαι κι εγώ αθάνατη. Αθάνατη όπως ο Βλαντιμίρ μου. Δεν μπορώ να πεθάνω. Πάντα αποτυγχάνω, είμαι ανίκανη να το πάω μέχρι το τέλος.
Εκτός από σήμερα. Επειδή σήμερα παρενέβη κάποιος άλλος. Κάποιος ξεχωριστός άλλος. Κάποιος σπέσιαλ.
Ναι, παρενέβη — αλλά γιατί παρενέβη;
Γιατί το έκανε; Ποιο κέρδος έχει το Μεγάλο Σχέδιο του Σύμπαντος από μια πρώην μεταφράστρια αισθηματικών βιβλίων της σειράς και νυν συγγραφέα φτηνών ρομάντζων με βρικόλακες, που έπασχε από αυτοκτονικό ιδεασμό και αγοραφοβία, ήταν μέτρια και χλιαρή, έμενε μόνη από πεποίθηση ή από ανικανότητα να μείνει με έναν άλλο άνθρωπο και απεχθανόταν να μαγειρεύει γιατί πίστευε πως δεν άξιζε να μαγειρεύεις για ένα άτομο μόνο;
Τι κέρδος θα έχεις από όλα αυτά, καλέ μου Θεέ; Γιατί δεν μου το αποκαλύπτεις; Ή μήπως πρέπει να το ανακαλύψω μόνη μου; Είναι κάποιου είδους παιχνίδι αυτό; Κάτι, ίσως, που συνηθίζεται εκεί πάνω στα μέρη σας; «Βρες για ποιο λόγο σε σώσαμε;»
Κάθομαι και το σκέφτομαι για λίγο αυτό.
Λες; Μπορεί να ισχύει στ’ αλήθεια; Μπορεί κάποιος, ή κάτι, να περιμένει από εμένα να ανακαλύψω για ποιο λόγο είμαι ακόμα εδώ, αντί να δείχνουν το πρόσωπό μου στις ειδήσεις, μαζί με πλάνα από το Σημείο και με μια μίνι συνέντευξη του ιδρυτή και μοναδικού ιδιοκτήτη των Εκδόσεων Flipper, που θα λέει πόσο καλή υπήρξα και πόσο φιλότιμη ήμουν στη δουλειά μου;
Το σκέφτομαι λίγο ακόμα.
Και κουνάω το κεφάλι μου κάνοντας μια γκριμάτσα.
Ε, όχι, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Δηλαδή, στ’ αλήθεια δεν αξίζω μια τέτοια περιποίηση. Αν το άξιζα, δεν θα ντρεπόμουν να το παραδεχτώ. Και, ναι, ξέρω πως ο πλανήτης μας γεννήθηκε και πάντα γεννιέται μαζί με τον καθένα από εμάς, πως κάθε άνθρωπος νιώθει πως είναι το κέντρο του σύμπαντος, πως ο όλος ο αχανής, ο άπειρος Κόσμος γυρίζει γύρω από αυτόν, και πως ο πόνος από μια παρωνυχίδα που πιάνεται στα σεντόνια του είναι εκείνη τη στιγμή πιο σημαντικός από έναν τυφώνα που σαρώνει μια ολόκληρη επαρχία κάπου στην Κίνα, με ανυπολόγιστες καταστροφές και αμέτρητους θανάτους. Τα ξέρω αυτά. Έχω διαβάσει τα σχετικά βιβλία. Αλλά δεν φτάνουν. Δεν φτάνει αυτή η παραδοχή. Επειδή είμαι κι εγώ ένα κάποιο κέντρο του σύμπαντος, δεν πάει να πει πως ο Μέγας Σχεδιαστής θα έβαζε κοτζαμάν άγγελο να ασχοληθεί με την περίπτωσή μου. Εκτός κι αν… Αλλά όχι, δεν χρειάζεται να κάνω τέτοιες σκέψεις· ακόμη και σήμερα, ακόμη και τώρα, μετά από όσα έγιναν, εξακολουθώ κατά βάθος να είμαι εκείνη η ίδια που υπήρξα και χθες: δεν έχω αλλάξει κατηγορία, ούτε ξαφνικά θα ανακαλύψω το εμβόλιο για την τάδε τρομερή αρρώστια ή για την ανδρική φαλάκρα. Όμως κάνω μία άλλη σκέψη: λοιπόν, νά που τον έστειλε τελικά. Τον κοτζαμάν άγγελο. Και είναι εδώ, δίπλα μου, και με κοιτάζει με εκείνο το βλέμμα του που νομίζω ότι ξέρω από χρόνια τώρα. Και είναι όμορφος, και καμαρωτός-καμαρωτός, και φοράει κοστούμι, και δεν τρώει και δεν πίνει, και κάτω από το σακάκι του έχει δυο πελώρια, καλά διπλωμένα φτερά — δυο πανίσχυρα φτερά. Είναι άγγελος. Ο άγγελός μου. Και είναι αληθινός. Είναι ο…
«Τα κρασάκια σας».
Πετάγομαι στη θέση μου σαν να άκουσα πυροβολισμό, ή ακόμα χειρότερα σαν να μου ψιθύρισε κάτι ο αέρας στο αυτί, γαργαλώντας το με τα χείλια του.
Γνέφω αόριστα με το κεφάλι και παίρνω το ένα από τα δύο ποτήρια. Δοκιμάζω μια γουλιά και το αφήνω πάλι στον υγρό κύκλο που είχε ήδη προλάβει να κάνει πάνω στο τραπέζι μας. Και βέβαια αυτός ο όμορφος άγγελος που είχε σταλεί για να με σώσει εξακολουθεί να μένει ακίνητος και σχεδόν ανέκφραστος απέναντί μου, λες και είναι σμιλεμένος σε πολύ καλής ποιότητας λάτεξ.
Πώς να τον κάνω να μου ανοιχτεί; Κι αν —έστω— δεν έπρεπε να μου πει γιατί με έσωσε, γιατί εμένα ανάμεσα σε τόσους άλλους, άραγε πώς πείθεις έναν άγγελο να σου πει τι δουλειά ήρθε να κάνει εδώ πέρα; Και πώς σχετιζόταν αυτή η δουλειά —σκέφτομαι με έναν βαθύ αναστεναγμό— με τον αινιγματικό Βενιαμίν, που μοιάζει σαν δυο σταγόνες νερό με τον Βλαντιμίρ μου;
Ίσως έτσι:
«Ο φίλος σου», λέω.
Τα μάτια του Ισμαήλ παίζουν ανεπαίσθητα, σαν της κούκλας.
«Τον ξέρω», συνεχίζω.
Τώρα, μια μικρή, τόση δα ρυτίδα αχνοφαίνεται στο πλατύ, καθαρό, αγγελικό μέτωπό του.
Ωραία.
«Βασικά, είμαι σχεδόν σίγουρη πως εγώ τον έχω γεννήσει».
Ο Ισμαήλ αναστενάζει κι αυτός με τη σειρά του, και κουνάει —πάντα ανεπαίσθητα· το ξέρουμε αυτό— το κεφάλι, παίρνοντας το βλέμμα του από το δικό μου.
«Όχι», του λέω. «Όχι, δεν είμαι τρελή. Το έχω τσεκάρει αυτό, στο παρελθόν. Βασικά, είμαι λίγο τρελή. Όσο πατάει η γάτα. Δεν με λες όμως και για δέσιμο. Και δεν εννοώ πως τον έχω γεννήσει-γεννήσει». Κάνω μία μικρή παύση για να τονώσω το ενδιαφέρον του. Δεν το πολυπετυχαίνω. Δεν πειράζει· και ούτε πτοούμαι. «Εννοώ πως ο ήρωάς μου…» Σταματάω, και γέρνω το κεφάλι μου προς τη μια μεριά. «Το ξέρεις ότι γράφω βιβλία, έτσι δεν είναι; Γιατί, αν τυχόν δεν το ξέρεις, ας το μάθεις τώρα». Του χαμογελώ με το πιο γλυκό μου χαμόγελο — που ίσως να θυμίζει εύθυμη κόμπρα, στην κατάσταση που είμαι. «Είμαι συγγραφέας. Γράφω μυθιστορήματα. Και σ’ αυτά τα μυθιστορήματα υπάρχει ένας πρωταγωνιστής. Υπάρχει και μία πρωταγωνίστρια, αλλά δεν είναι αυτή το θέμα μας τώρα. Το θέμα μας είναι ο φίλος σου. Γιατί ο φίλος σου, ο Βενιαμίν, σε περίπτωση που σου διαφεύγει, είναι φτυστός με τον πρωταγωνιστή μου. Και, όταν λέω φτυστός, εννοώ φτυστός».
Σταματάω για να πάρω ανάσα. Πίνω ακόμη μία γουλιά από το κρασί μου. Είναι ωραίο κρασί, παραδόξως. Το χωριό δεν σου δίνει εκ πρώτης όψεως την εντύπωση ότι θα διέθετε κάτι καλύτερο από ένα κρασί αγορασμένο από το σούπερ-μάρκετ σε πλαστικό μπουκάλι των δύο λίτρων. Πίνω άλλη μία γουλιά, και αρπάζω μία χούφτα ξεθυμασμένα ποπ-κορν, αρχίζοντας να τα μασάω στοχαστικά ένα-ένα, παρά τον φόβο να μου κολλήσουν στα δόντια.
Και ξαφνικά θέλω ένα τσιγάρο.
Πού είναι τα τσιγάρα μου;
Συνειδητοποιώ πως δεν έχω πάρει μαζί μου το μπάκπακ μου. Θυμάμαι ότι το θεώρησα υπερβολικό και άκομψο να το κουβαλάω στην πλάτη καθώς βγαίναμε από το δωμάτιο του ξενοδοχείου, και επέλεξα να βαδίζω με τα χέρια στις τσέπες. Δεν έχω συνηθίσει να βγαίνω χωρίς τσάντα από το σπίτι.
Και, επειδή κάτι μού λέει να το κάνω, πιάνω τις τσέπες του μπουφάν μου. Ω, ναι, το πακέτο μου είναι σε μία απ’ όλες. Δόξα τω Θεώ! Δεν θυμάμαι πότε πήρα τα τσιγάρα μου από εκεί που τα είχα και πότε φρόντισα να τα βάλω στο μπουφάν —λες και ήταν μια κίνηση που έκανα χρόνια, από συνήθεια—, αλλά νά που το φρόντισα. Ή, ποιος να ξέρει; Μπορεί κάποιος άλλος να το φρόντισε στη θέση μου.
Βγάζω ένα τσιγάρο, το κοιτάω στοχαστικά και το ανάβω. Ο καπνός μπαίνει στα μάτια μου, και δακρύζω. Είναι ωραίο να δακρύζεις με προκάλυψη, συνειδητοποιώ με ανακούφιση. Α, δεν είναι τίποτε. Μπήκε ένα σκουπιδάκι στο μάτι μου, καθαρίζω κρεμμύδια, φταίει ο καπνός του τσιγάρου. Στην πραγματικότητα δεν κλαίω, γιατί να κλάψω; Γέρνω κουρασμένη στην πλάτη της καρέκλας μου. Ο Ισμαήλ με κοιτάζει με ένα ύφος, νομίζω, τρωτό· ή λυπημένο: σαν να με οικτίρει. Δεν μπορώ να το αποκρυπτογραφήσω. Ωστόσο δεν με νοιάζει καθόλου αν νομίζει ότι είμαι τρελή, ή αν πληγώνεται που του μιλάω κάπως απότομα. Θέλοντας και μη, πλέον έχουμε συνδέσει τις ζωές μας και νιώθω πως τον ξέρω χρόνια. Πως εμείς οι δυο είμαστε ένα.
Και επίσης δεν με νοιάζει να κρύβω τα δάκρυά μου από αυτόν. Από άλλον θέλω να τα κρύψω.
«Σαν να ζω σε παραμύθι», του λέω ψάχνοντας για το τασάκι. Τινάζω τη στάχτη μου και ξαναγέρνω πίσω. «Εσύ, Ισμαήλ;»
Ο Ισμαήλ δεν μιλά.
«Δεν σε νοιάζει τίποτε», λέω. «Η αποστολή σου άρχισε και τελείωσε πάνω στη γέφυρα. Τσακ, άπλωσες το χέρι σου —και σιγά το πράγμα, δηλαδή— και με ξανάβαλες επάνω. Και μετά, τίποτα. Τέλος. Αλλαγή κεφαλαίου. Ξέρεις κάτι, λοιπόν; το σκέφτηκα πολύ. Αυτή είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι δεν είσαι σαν κι εμάς. Ότι δεν είσαι άνθρωπος. Γιατί δεν είσαι σε θέση να δείχνεις ενσυναίσθηση, να δένεσαι με τον άλλον, να τον καταλαβαίνεις. Ένας φυσιολογικός άνθρωπος θα δενόταν με εκείνον που έσωσε. Εσύ πάλι, όχι. Για σένα, δεν ήμουν παρά άλλη μία αποστολή.Απλά άπλωσες το χέρι σου και με ξανάβαλες στη γέφυρα.Και σιγά το κατόρθωμα. Είσαι πολύ δυνατός, είσαι ο Σούπερμαν».
Ξεφυσάω, αναστενάζω, ξαναξεφυσάω, και νομίζω πως αναστενάζει κι εκείνος. Ένας γλάρος, από ψηλά, μας κοροϊδεύει κρώζοντας απαίσια. Ξαφνικά αισθάνομαι κάτι να μου τρυπάει την πλάτη, ή να μου την καίει, ή απλούστατα κάτι να περπατάει επάνω της, ας πούμε μια μικρούλα αράχνη ή κάτι λίγο λιγότερο ή λίγο περισσότερο αηδιαστικό, και γυρίζω απότομα προς τα πίσω. Φυσικά, και ενώ οι φίλοι του κάτι συζητούν μεταξύ τους, ο Βενιαμίν, αμέτοχος από την κουβέντα τους, με κοιτάζει χαμογελαστά, κρατώντας στο χέρι ένα κοντόχοντρο ποτήρι. Ουίσκι, υποθέτω. Θα περίμενα να πίνει Μπλάντι Μαίρη. Θα έδενε καλύτερα με όλα αυτά τα τρελά που συμβαίνουν.
Του χαμογελώ κι εγώ, περνώντας μ’ αυτό τον τρόπο ένα μεγάλο υδάτινο εμπόδιο που μας χώριζε.
Δεν το συνεχίζω όμως, για να μην προκαλέσω την τύχη μου. Στρέφομαι πάλι μπροστά. Πίνω μια γουλιά από το κρασί μου. Με έχει ζαλίσει λιγάκι. Αλλά όχι πολύ. Κοιτώ τον Ισμαήλ.
«Λοιπόν;» του λέω. «Πότε με το καλό ξεκινά αυτή η περίφημη δουλειά που έχεις να κάνεις εδώ; Αύριο; Μεθαύριο; Τον άλλο μήνα; Του χρόνου;»
Αποφεύγει το βλέμμα μου. Έχει κι αυτός τα θέματά του. Τον καταλαβαίνω. Πίνω ακόμη μια γουλιά. Και τότε το σκέφτομαι, και είναι απολύτως ξεκάθαρο. Και μια φωτιά ανάβει στο κεφάλι μου.
«Το όπλο σου», λέω πνιχτά. «Θέλεις να… Ήρθες να τον σκοτώσεις». Η καρδιά μου μαζεύεται στο στήθος μου, σαν χαλασμένο μήλο. «Ω Θεέ μου. Ω Θεέ μου! Δεν το πιστεύω… Δεν μπορεί να είσαι και φονιάς. Και προδότης. Αν είναι δυνατόν… Είστε φίλοι, έτσι δεν είναι; Πώς γίνεται να…»
Φέρνω το χέρι στο στόμα μου. Θα τρελαθώ. Ώστε λοιπόν αυτή είναι η «δουλειά» που ήρθε να κάνει εδώ;
Πρέπει να φύγω. Έχω δουλειές.Είναι διάφορα πράγματα που πρέπει να τακτοποιήσω.
Δεν μπορώ να το πιστέψω. Δεν το χωράει ο νους μου. Ο Ισμαήλ είναι ένας…
Μα είναι φως φανάρι! Αν ο Βενιαμίν είναι ο Βλαντιμίρ μου, τότε ο Ισμαήλ είναι ένας νέος Βαν Χέλσινγκ. Ένας κυνηγός. Ένας φονιάς. Με τη διαφορά ότι… με τη διαφορά βέβαια ότι ο Βενιαμίν δεν είναι βρικόλακας. Δεν υπάρχουν βρικόλακες. Ο Βενιαμίν είναι ένας…
Ο Βενιαμίν είναι ένας σκέτος σατανάς. Ένας διάβολος. Που γεννήθηκε για να βάλει το χέρι του μέσα στο στήθος μου, να με αρπάξει από ό,τι βρει εκεί πέρα, και να με ταρακουνάει πέρα-δώθε μέχρι να αρχίσω να τον εκλιπαρώ να δείξει έλεος. Έλεος.
Αυτό ήρθε να κάνει. Γι’ αυτό υπάρχει.
Αλλά ο Ισμαήλ σκοπεύει να τον σκοτώσει.
Τι μπέρδεμα! Όλο μου το κεφάλι φλέγεται τώρα. Η άλλη γυναίκα μέσα μου παίρνει το πάνω χέρι. Και την αφήνω να το πάρει, την καλωσορίζω, της λέω: Έλα, έλα!
Πού έχω βρεθεί; Τι συμβαίνει; Σε ποια παγίδα έχω μπλεχτεί; Πώς γίνεται να ξεφύγω από όλα αυτά; Μα, κι αν τυχόν ξεφύγω, τι ζωή με περιμένει από εδώ και πέρα; Ποια άλλη, καινούργια ζωή; Την παλιά μου την πρόδωσα, την παράτησα, την τσαλάκωσα σαν χαρτί και την πέταξα στο καλάθι των παλιών χειρογράφων, των στιγμών που χάνονται, την παράχωσαστην αποθήκη του σύμπαντος, σε εκείνη εκεί τη μυστική αποθήκη των περασμένων στιγμών. Όμως τι έχει απομείνει από εμένα σ’ αυτήν εδώ τη ζωή; Πώς μπορώ να το βρω — και να το διαχειριστώ; Με τι μέσα; Ναι, είμαι μια άλλη πια. Τα ίδια μου τα ρούχα είναι τα ρούχα μιας άλλης, ακόμη κι αν μού ταιριάζουν, ακόμη κι αν μού πάνε. Πίνω, καπνίζω, βρίσκομαι σε ένα μπαρ με έναν όμορφο άγνωστό μου άντρα, έκανα μαζί του ένα ταξίδι με το αυτοκίνητο, με είδε γυμνή, ξάπλωσα δίπλα του και κοιμήθηκα, είμαι διαρκώς ένα βήμα πριν πέσω στην αγκαλιά του — ναι, ναι, είμαι μια άλλη. Αλλά ποια ακριβώς; Και γιατί η καρδιά μου σπαράζει για έναν άντρα που είδα μόλις για λίγες στιγμές και που αγνοούσα την ύπαρξή του μέχρι πριν από δέκα λεπτά όλα κι όλα; Και γιατί δεν θέλω να χαθεί, γιατί θέλω να τον σώσω από τον σκληρό εραστή μου;
Τον εραστή μου!
Πιάνω το ποτήρι μου και το κατεβάζω όλο, με αποτέλεσμα να πνιγώ και να χυθεί αρκετό από το περιεχόμενό του στην μπλούζα μου. Απλώνω το χέρι για να εμποδίσω τον Ισμαήλ να με βοηθήσει, λησμονώντας πως κάτι τέτοιο ασφαλώς και δεν ήταν στις προτεραιότητές του.
«Είμαι καλά», του λέω, «μη σε μέλλει. Είμαι καλά».
Ο Ισμαήλ με κοιτάζει ανέκφραστα. Ή, δεν ξέρω, ίσως με ένα κάποιο ενδιαφέρον. Ενός νυσταγμένου εντομολόγου ενδεχομένως.
«Δεν έχουμε κάτι εμείς οι δυο», του λέω.«Έχουμε;»
Τώρα εμφανίζεται ξανά εκείνη η ρυτίδα στο λείο μέτωπό του.
«Αν έχουμε…; Τι εννοείς;»
«Σχέση».
«Τι είδους σχέση; Όχι, δεν έχουμε σχέση».
Νομίζω πως αυτές είναι οι περισσότερες λέξεις που είπε μαζεμένες εδώ και πολλή ώρα. Ίσως και από πάντα. Ποιος να ξέρει; Δεν του τις μετράω.
«Ερωτική», του λέω. «Άντρας, γυναίκα; Αυτό. Ερωτική. Συναισθηματική. Ρομαντική».
Δεν ξέρω γιατί τα είπα όλα αυτά τα τρελά, αλλά για κάποιον λόγο δεν με πειράζει. Δεν έχει σημασία τι λέω πια, έτσι κι αλλιώς όλα είναι χαμένα σ’ αυτό τον κόσμο, και άδικα, και τρελά. Και δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το πώς να διαχειριστώ το νέο μου κορμί, τα νέα μου ρούσα, τις νέες μου καπνιστικές συνήθειες. Δεν ξέρω τίποτε από τη ζωή, είμαι μια άλλη. Θέλω να ανεβώ πάνω σε μια ταράτσα και να φωνάζω με γυμνωμένο στήθος.
«Δεν μου απαντάς», του λέω.
Με κοιτάζει για λίγα δευτερόλεπτα, όπως κοιτάζει κανείς μία μικρή, τριχοειδή ρωγμή σε έναν τοίχο.
«Σου απάντησα».
«Απάντησες πριν διευκρινίσω τι εννοώ».
«Όχι, δεν έχουμε ερωτική σχέση».
«Σοβαρά; Και γιατί; Μήπως δεν είμαι αρκετά ελκυστική;»
Τον σοκάρω, αν και όχι περισσότερο από όσο σοκάρομαι εγώ.
«Είσαι πολύ ελκυστική», λέει — ή μάλλον, σύρεται να πει.
«Α, ώστε έτσι. Ώστε είμαι ελκυστική τώρα. Πολύ ελκυστική. Νά τι μπορεί να μάθει κανείς, κυρίες και κύριοι, αν πάει να πέσει από καμιά γέφυρα. Ότι είναι ελκυστικός. Πολύ ελκυστικός». Σκύβω προς το μέρος του σαν να έχασα τα γυαλιά μου. «Γι’ αυτό με έσωσες λοιπόν;» λέω πνιχτά.
«Μαίρη…»
«Άσε τα “Μαίρη”! Απάντησε σ’ αυτό που σε ρωτάω».
«Όχι, δεν σε έσωσα γι’ αυτό».
«Άρα; Άρα γιατί με έσωσες; Ισμαήλ;»
Τονίζω το όνομά του όπως έχω δει να κάνουν στις ταινίες.
«Ξέρεις γιατί».
«Όχι, δεν ξέρω. Επειδή έτσι κάνουν οι άγγελοι γενικώς; Το έχουν κάπως σαν χόμπι; Σώζετε κόσμο από γέφυρες;»
Φυσικά, δεν λέει τίποτε. Η κουβέντα περί αγγέλων είναι το ευαίσθητο σημείο του, η κόκκινη γραμμή του. Τον ξέρω πολύ καλά πια. Τον έχω γεννήσει.
Ανάβω ακόμη ένα τσιγάρο, και φυσάω τον καπνό προς το μέρος του. Αντιλαμβάνομαι πως το κάνω για δύο λόγους. Ο ένας είναι ο προφανής: από πίκα, για να τον τσαντίσω. Ο άλλος είναι πιο σκοτεινός. Αφού δεν τρώει και δεν πίνει για να μην καεί μπροστά στα μάτια μου όπως, υποθέτω, καίγονται οι άγγελοι έτσι και δοκιμάσουν από τα φαγητά μας, μπορεί ο καπνός να τον ερεθίσει, να του τσούξει τα μάτια, ή να τον κάνει να βγάλει κοκκινίλες στο πρόσωπο. Μπορεί να πάθει αναφυλαξία. Ή να πετάξει επιχείλιο έρπη. Πράγμα που δεν θα είχε ίσως το όμοιό του στα χρονικά των αγγέλων.
Ωστόσο δεν συμβαίνει τίποτε περίεργο ή δραματικό. Απλώς αφήνει τον καπνό να διαλυθεί. Μπορεί βέβαια να μη φύσηξα αρκετό. Ή μπορεί εκείνος ο περιπτεράς να μου έδωσε τα πιο ελαφριά τσιγάρα του κόσμου. Δεν έχω ιδέα, ειλικρινά. Είμαι τόσο καινούργια σε όλο αυτό. Είμαι τόσο καινούργια στα πάντα. Είμαι καινούργια στην καινούργια μου ζωή.
Ωστόσο… ωστόσο είμαι αρκετά παλιά στα βιβλία. Σε όλα τα βιβλία. Στα κλασικά βιβλία. Στα καλά βιβλία. Στα κακά βιβλία. Στα βιβλία των άλλων… και στα δικά μου.
Ο Βλαντιμίρ. Ο Βλαντιμίρ που έγινε Βενιαμίν. Που γεννήθηκε ξαφνικά μέσα σ’ αυτό το χωριό.
Ποιος ξέρει; Ίσως όλο το χωριό να είναι γεννημένο μόλις τώρα, για να με υποδεχτεί. Και για να με τρελάνει. Γιατί δεν ήμουν αρκετά τρελή. Ήμουν λιγουλάκι μόνο. Ήμουν τόσο όσο.
Γυρίζω απότομα για να δω το προφίλ του. Ωστόσο το κατάλαβε — το υποψιάστηκε — το μυρίστηκε. Και γύρισε κι εκείνος μαζί με εμένα. Ο Βενιαμίν. Και με κοιτάζει. Χαμογελώντας, φυσικά. Και με τα μαλλιά του να πέφτουν ανέμελα στο μέτωπό του, καλύπτοντάς του το ένα μάτι. Και… και νά που σηκώνει το ποτήρι του προς το μέρος μου. Τι άτιμος!… Του το ανταποδίδω. Και αμέσως μετά, με την ίδια κίνηση, στραγγίζω το κρασί μου.
«Λοιπόν;» λέω στον Ισμαήλ. «Πόσο καιρό γνωρίζεστε με τον Βενιαμίν;» Εννοείται πως τονίζω κι αυτό το όνομα. Γιατί δεν θα με ξεγελάσουν εμένα έτσι εύκολα. Ούτε την άλλη που ζει μέσα μου. Όχι, κύριε. Κι ας έχει αρχίσει να πονάει το κεφάλι μου. Αν και δεν είναι πονοκέφαλος ακριβώς. Είναι κάτι περίεργο: ένα πηχτό ταρακούνημα, σαν να είμαι σε βάρκα φτιαγμένη από φύκια. «Λοιπόν;» τον ρωτάω ακόμη μία φορά, πιάνοντας γερά την κουπαστή της βάρκας μου.
Ο άγγελός μου ανοιγοκλείνει δυο φορές τα μάτια. Δεν το κάνει συχνά αυτό. Αν με ρωτούσε κάποιος τρίτος, θα του έλεγα πως δεν τα έχει ανοιγοκλείσει ποτέ ξανά. Αυτή εδώ είναι η πρώτη. Άρα; Άρα ήρθε σε δύσκολη θέση. Ω Θεέ μου πόσο κουνάει αυτή η βάρκα!
Με κοιτάζει ολόισια. Στα μάτια του κολυμπάνε ξεχασμένα αστέρια.
«Είναι αδελφός μου», μου λέει.
Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.