Βιβλιο

O Άγγελός της - Μέρος 12ο

Μυθιστόρημα - 12ο Μέρος (12/12/23)

Μυρσίνη Ελευθερίου
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17

«Δεν τσίμπησες ούτε μια μπουκιά», του λέω καθώς προχωράμε στον παλιό παραθαλάσσιο δρόμο. Είναι γεμάτος ρωγμές, σαν να κοιτάς από ψηλά έναν άλλο πλανήτη. «Κρίμα, ήταν πραγματικά πολύ καλό φαγητό».

Δεν φοράω πια τα γυαλιά μου. Ο ήλιος γέρνει σιγά-σιγά προς την αντίθετη κατεύθυνση, δίνοντας μάκρος και βαρύτητα στις σκιές μας. Παρατηρώ τη δική του, προσβλέποντας ίσως ότι θα έβλεπα και το περίγραμμα των φτερών του να σκουραίνει τον δρόμο. Δεν το βλέπω, αλλά αυτό που βλέπω μού αρέσει. Όπως μια ανάμνηση ή η τέχνη της σκιαγραφίας, οι σκιές και τα περιγράμματα των ανθρώπων έχουν έναν μυστικό τρόπο να αποτυπώνουν ακριβώς αυτό που είμαστε· την ποιότητά μας. Και να μας κρύβουν, βέβαια, μέσα τους. Να μας σκεπάζουν με ένα προστατευτικό πέπλο.

Ο Ισμαήλ δεν μου απαντά. Το έχω συνηθίσει πια, και δεν με πειράζει. Είναι ο τρόπος του να επικοινωνεί, υποθέτω. Δεν το κάνει επίτηδες, ούτε υπεκφεύγει ντε και καλά. Επικοινωνεί σιωπηλά, όπως τα σκυλιά. Το είχα μάθει καλά από την Μπέλα και τον Έντουαρντ αυτό. Όποτε ήθελαν να μου πουν κάτι, δεν έλεγαν τίποτε. Τα γαβγίσματα, η γλώσσα του σώματος, τα ρουθουνίσματα και το κούνημα της ουράς σήμαιναν πάντα πολύ συγκεκριμένα πράγματα, ό,τι για όλα τα σκυλιά. Όμως οι σιωπές… οι σιωπές ήταν άλλο πράγμα. Οι σιωπές, και το κοίταγμα. Η μόνη διαφορά με τον Ισμαήλ, είναι ότι αυτός δεν με κοιτάζει καν. Πρέπει να του το ζητήσω, σχεδόν, για να με δει στα μάτια.

Λύκος, σκέφτομαι.

Αυτοί που, σε αντίθεση με τα σκυλιά, δεν κοιτάζουν στα μάτια είναι οι λύκοι. Το θεωρούν παράτολμο και υποτιμητικό για τον άλλον. Για τους λύκους, το κοίταγμα στα μάτια, αυτή η παραβίαση του ιδιωτικού, αυτή η εισβολή στην ψυχή του, είναι η χειρότερη προσβολή που μπορούν να κάνουν ή μπορεί να τους γίνει. Αν κοιτάξεις έναν λύκο στα μάτια, καλό είναι να περιμένεις πως δεν θα το ξεχάσει ποτέ του. Και θα περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να πάρει εκδίκηση.

Λες να έχουμε τέτοια περίπτωση εδώ; Λες ο άγγελός μου να είναι λύκος;

Ανατριχιάζω λίγο στην ιδέα, και ίσως για πρώτη φορά από το πρωί —αν εξαιρέσουμε το ταξίδι μέσα στο ανοιχτό αυτοκίνητο— δεν μετανιώνω που είχα φορέσει εκείνη τη ζακέτα.

Φτάνουμε στον χώρο του πάρκινγκ, και για μια ακόμη φορά δεν ξέρω τι πρόκειται να γίνει από δω και πέρα. Όχι ότι με νοιάζει πραγματικά. Του έχω εμπιστοσύνη, κι ας μη με κοιτάζει στα μάτια. Άλλωστε, η ζωή μου είναι δική του. Όσο και να θέλω να του γκρινιάζω, η αλήθεια είναι μία: ότι μπορεί να την κάνει ό,τι θέλει.

Παρ’ όλα αυτά, δεν αντέχω παρά να ρωτήσω.

«Και τώρα;» Η φωνή μου ακούγεται κάπως επιφυλακτική, και κάπως κοριτσίστικη. «Τι έχει τώρα το μενού;» συνεχίζω, πηγαίνοντας προς τη δική μου πλευρά του αυτοκινήτου.

Ο Ισμαήλ σφίγγει λίγο το στόμα και ανοίγει την πόρτα του, πράγμα που μου θυμίζει ότι ποτέ δεν μου έχει ανοίξει την πόρτα του συνοδηγού για να μπω. Πόσο ανάγωγος. Κάθεται, την κλείνει, και βάζει και τα δύο του χέρια στο τιμόνι. Δέκα και δέκα.

«Στο ξενοδοχείο», μου λέει.

Α, ωραία, λέω από μέσα μου.

Α, ωραία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18

Σκέφτομαι πως είναι μαγευτικό, μα ζω ήδη μες στη μαγεία ένα γεμάτο οχτάωρο και δεν το λέω. Είναι ένα ιδανικό ξενοδοχείο, τέλος πάντων. Ή, ακόμη πιο σωστά, ένα ιδανικό ξενοδοχείο για εμένα. Του στιλ μου.

Είναι τριώροφο, μικρό, κομψό και όλο ασβεστωμένο και κατάλευκο, με κατακόκκινα παραθυρόφυλλα στα μικρά μπαλκονάκια του και μία σειρά ύψους ενάμισι μέτρου από πλάκες σχιστόλιθου να το ζεύουν από άκρη σ’ άκρη, σαν μία προστατευτική αγκαλιά. Ένας κισσός σκαρφαλώνει στη μια του πλευρά, χαρίζοντάς του μια ακατανίκητη αίσθηση ζωντάνιας και δροσιάς. Η κεραμοσκεπή του είναι ελαφρά επικλινής, με τέσσερις καμινάδες να δείχνουν τον ουρανό. Θα είναι τόσο παράξενα, εδώ, τον χειμώνα! Γύρω-γύρω το κτίσμα έχει ένα μεγάλο παρτέρι γεμάτο τριανταφυλλιές, ορτανσίες και πικροδάφνες, ανάκατα βαλμένες, με κάποια ψηλά σπαθόχορτα να μπερδεύονται ανάμεσά τους, σχεδόν με θράσος. Ανάμεσα στο παρτέρι και το κτίριο, ακριβώς στο κέντρο, υπάρχει αρκετός χώρος για δύο μεγάλα παγκάκια με ένα μοναστηριακών διαστάσεων τραπέζι ανάμεσά τους, όλα τους φτιαγμένα από αδιάβροχη ξυλεία. Επάνω στο τραπέζι, ένα μοναχικό σερβίτσιο περιμένει να το μαζέψουν, δίπλα σε ένα ποτήρι μισογεμάτο με λευκό κρασί. Η πόρτα του ξενοδοχείου είναι ορθάνοιχτη, και η μικρή πινακίδα από πάνω της λιτή αλλά σαφής: HOTEL. Όλα τα μπαλκόνια είναι πνιγμένα στο λουλούδι: γεράνια κυρίως, μέσα σε μικρές γλάστρες κρεμασμένες από τα κάγκελα, αλλά και ιβίσκοι, μπιγκόνιες και φρέζιες. Τα χρώματα είναι τόσο έντονα και τόσο διαφορετικά, που αρπάζουν το βλέμμα σου όπως ένα άρωμα τρυπώνει στα ρουθούνια σου και απαιτεί το εκατό τοις εκατό της προσοχής τους. Όλο το μέρος σε κάνει να νιώθεις όμορφα, δροσερά, οικεία και σαν να είσαι, πραγματικά, σε διακοπές.

Αν και η διαδρομή ήταν πολύ μικρή, όχι παραπάνω από διακόσια ή τριακόσια μέτρα, από όσο είμαι σε θέση να υπολογίσω, πήραμε τη Θάντερμπερντ για να έρθουμε εδώ. Ίσως ο Ισμαήλ να είναι από εκείνους τους άντρες που δεν μπορούνούτε στιγμή χωρίς το αυτοκίνητό τους και θέλουν να το έχουν διαρκώς κοντά τους. Όπως, υποθέτω, έκαναν οι ιππότες με τα άλογά τους, τον καιρό που υπήρχαν ιππότες. Το παρκάρουμε πίσω από το ξενοδοχείο, σε μια μικρή χωμάτινη αλάνα, και κατεβαίνουμε. Παίρνω το μπάκπακ μου από τις πίσω θέσεις και, ενώ καταγίνομαι για να ξαναδέσω στο λουρί του το μαντίλι μου με τα σταμπαρισμένα καλοκαιρινά φρούτα, εκείνος πηγαίνει στο πορτ-μπαγκάζ και βγάζει μία βαλίτσα από μέσα. Μία σχετικά μεγάλη βαλίτσα. Μάλιστα. Ήταν οργανωμένος λοιπόν. Ο άγγελός μου.

Στη ρεσεψιόν μάς καλωσορίζει ένα κορίτσι. Μοιάζει πολύ μικρή, ίσως είκοσι χρονών, και έχει κατάξανθα, πλατινέ μαλλιά. Φοράει ένα ροζ αεράτο φουστάνι με φουσκωτά μανίκια και δαντελένιο γιακαδάκι. Είναι χαριτωμένη· ίσως μάλιστα παραπάνω χαριτωμένη από όσο θα περίμενε κανείς. Δεν ξέρω γιατί το λέω αυτό, αλλά αυτή την εντύπωση μου δημιουργεί. Όλα τα κορίτσια είναι νέα, και όλα τους βγαλμένα, λες, από μια παλιά ταινία. Μια ρομαντική κομεντί.

Στέκομαι πίσω από τον Ισμαήλ, χωρίς να ξέρω τι πρέπει να πω και τι να κάνω. Θα αυτοσχεδίαζα, βέβαια —τι άλλο μού έμενε άλλωστε;—, αλλά όχι ακόμα: σε λίγο, όταν θα τελείωνε εκείνος με τα διαδικαστικά.

«Ένα δωμάτιο με διπλό κρεβάτι για εμένα και τη σύζυγό μου», τον ακούω να λέει, και η πλατινέ κοπελίτσα τού χαμογελάει με ένα επαγγελματικό χαμόγελο και σκύβει στο βιβλίο της για να δει ποιο είναι άμεσα διαθέσιμο.

Για εμένα και τη σύζυγό μου.

Ω Θεέ μου.

Τι κάνουμε τώρα; Πώς αυτοσχεδιάζουμε τώρα;

Ω Θεέ μου, Θεούλη μου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19

Toδωμάτιό μας είναι στον τρίτο και τελευταίο όροφο, γωνιακό, με ένα μπαλκονάκι γεμάτο γλάστρες που κοιτάει στη θάλασσα και ένα παράθυρο στον άλλο τοίχο που βλέπει προς την πλαγιά από όπου κατηφορίσαμε πριν από δύο ώρες με τη Θάντερμπερντ. Και, ναι, έχει ένα διπλό κρεβάτι για εμένα και τον σύζυγό μου.

Το κοιτάζω καθώς στέκομαι στο μέσον του δωματίου με το μπάκπακ μου πεσμένο στο πάτωμα, δίπλα στα πόδια μου, χωρίς να είμαι ακριβώς σε θέση, όχι να ξέρω τι πρέπει να κάνω ή να πω, αλλά καλά-καλά ούτε τι να σκεφτώ.

Ο Ισμαήλ, από την άλλη, είναι πιο δραστήριος —νά μια αλλαγή, λοιπόν— και πηγαίνει πάνω-κάτω στο δωμάτιο ελέγχοντας τα πάντα και τακτοποιώντας το περιεχόμενο της βαλίτσας του στην ντουλάπα. Λογικό. Εκείνος είναι άγγελος, ενώ εγώ όχι. Εγώ είμαι μία απλή μεταφράστρια ελαφρών μυθιστορημάτων, που κάποια στιγμή άρχισε να γράφει τα δικά της ερωτικά μυθιστορήματα φαντασίας — Paranormal Romance, όπως τα λένε. Ένας συγγραφέας Paranormal Romance, ή μάλλον μία συγγραφέας Paranormal Romance, καθώς σχεδόν όλες είμαστε γυναίκες, ξέρει τι να κάνει με τους ήρωές της όταν τους γράφει, όταν κάθεται στο γραφείο της, τα πρωινά, ή τα βράδια, με ένα σκυλί στα πόδια, ή με μια γάτα να γουργουρίζει κάπου εκεί κοντά, και τους έχει στο μυαλό της και στην άκρη των δαχτύλων της, καθορίζοντας τη μοίρα τους όσο πληκτρολογεί στο λάπτοπ, καθώς μασουλάει μία μπάρα δημητριακών και πίνει τον πέμπτο καφέ της ημέρας ή το δεύτερο ποτήρι κρασί. Μία συγγραφέας Paranormal Romance δεν είναι ποτέ, στην πραγματικότητα, έτοιμη να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο έναν άντρα που δεν ανήκει σ’ αυτό τον κόσμο, τον αληθινό και παραδεδεγμένο, τον φυσικό κόσμο — τον φτιαγμένο και προορισμένο για κανονικούς ανθρώπους, για νορμάλ άντρες και γυναίκες. Δεν είμαστε έτοιμες να ζούμε δίπλα σε βρικόλακες, λυκανθρώπους, δαίμονες και αγγέλους. Μας αρέσει να διαβάζουμε και να γράφουμε γι’ αυτούς. Μέχρι εκεί. Γιατί οτιδήποτε άλλο είναι απλώς τρελό.

Είναι… είναι πέραν του κόσμου τούτου.

Και, μολονότι εγώ η ίδια το διασκέδαζα μέχρι τώρα, είχα τους λόγους μου να το κάνω. Και ήταν όλοι τους πολύ σοβαροί. Καταρχάς, είχα σωθεί από βέβαιο θάνατο. Ουσιαστικά, είχα ξεκινήσει να ζω μια δεύτερη ζωή από τις δέκα και δέκα σήμερα το πρωί. Οπότε δεν είχα περιθώριο για μεμψιμοιρίες. Ούτε για δέος. Ούτε για φόβο. Έπειτα, μέχρι αυτή τη στιγμή απλώς ταξιδεύαμε με τον άγγελό μου. Δεν κάναμε κάτι πιο προσωπικό. Είχαμε πάρει το αμάξι-αντίκα του, εκείνο τον καρχαρία, και βγήκαμε για μια μακρινή εκδρομή. Έστω, είχαμε πάει και σε ένα επαρχιακό εστιατόριο για να φάω δυο πιάτα τρομερά παχυντική ομελέτα. Αλλά κι αυτό ήταν κάτι που μπορούσα να διαχειριστώ. Θα πρόσεχα τη δίαιτά μου στο εξής. Δεν ήταν δα και προς θάνατο.

Προς θάνατο ήταν τα από εκεί και πέρα.

Όπως αυτό που συμβαίνει τώρα δηλαδή. Μπροστά μου. Μέσα στο δωμάτιό μας, σ’ αυτό το μικρό, κουκλίστικο ξενοδοχείο με τα γεράνια, τους ιβίσκους και τις μπιγκόνιες στο μπαλκονάκι του που βλέπει στη θάλασσα. Αυτό δεν είναι διαχειρίσιμο. Όχι από εμένα τουλάχιστον. Όχι από αυτή τη συγγραφέα Paranormal Romance. Ίσως πάλι μια άλλη να τα κατάφερνε. Αλλά όχι εγώ.

Εγώ ξαφνικά τρέμω ολόκληρη. Τρέμω.

Και ίσως κάτι να τρέχει με την καρδιά μου.

Γιατί ο Ισμαήλ σταμάτησε να τακτοποιεί τα πράγματά του και βγάζει το σακάκι του. Και μένει με το πουκάμισο. Και, έτσι όπως είναι, με ένα λεπτό, ανοιχτό γκρι κομμάτι βαμβακερό πανί να με χωρίζει από το σώμα του και από τα φτερά του, στέκεται δύο μόλις μέτρα μακριά μου και με κοιτάζει. Και μέσα στα μάτια του, σε εκείνο το αχανές βλέμμα, τρέχουν αστερισμοί, και λάμπουν βιαστικοί κομήτες. Και…

Και είναι σαν να μου λέει…

«…τι έχεις; Δεν αισθάνεσαι καλά;»

«Τι;» του λέω.

«Το χρώμα σου».

«Τι… τι τρέχει με το χρώμα μου; Ποιο χρώμα μου;» ρωτάω, σφίγγοντας τη ζακέτα μου και με τις δυο μου χούφτες.

«Έχεις ασπρίσει», μου λέει, παίζοντάς μου ένα πολύ σκληρό παιχνίδι με τα τσίνορά του. «Έλα να ξαπλώσεις. Θα σε βοηθήσω εγώ».

Η φωνή του με ζαλίζει ακόμη περισσότερο, και ξαφνικά νιώθω πως τα πόδια μου είναι φτιαγμένα από ένα εύπλαστο υλικό, από μέλι και πλαστελίνη και πηλό αγγειοπλαστικής. Δεν θέλω, αλλά πρέπει να ξαπλώσω. Και να ξαπλώσω τώρα, άμεσα, γιατί το πάτωμα θα έρθει από στιγμή σε στιγμή και θα με χτυπήσει με όλη του τη δύναμη κατευθείαν στο κούτελο.

«Ναι…» του λέω, ή έστω το ελπίζω πως του το είπα, και τα χέρια μου αφήνουν την κατατσαλακωμένη πια ζακέτα μου και πιάνουν τα δικά του καθώς τα απλώνει προς το μέρος μου, γραπώνονται από πάνω τους, από εκείνα τα αγγελικά χέρια, και μαζί, βήμα-βήμα, φτάνουμε στο κρεβάτι, σε εκείνο το διπλό κρεβάτι για εμένα και τον σύζυγό μου.

Κι έπειτα νιώθω τα χέρια του να ξεγλιστρούν από τα δικά μου όπως ένας ανθός κερασιάς ξεκολλάει και πέφτει από το κλαρί του ακριβώς την πιο τέλεια, την πιο σωστή στιγμή που πρέπει να πεθάνει, και να με πιάνουν από τους ώμους ενώ εγώ ολόκληρη συγκλονίζομαι, και την άλλη στιγμή η ζακέτα μου έχει βγει, αν και δεν θυμάμαι να έχω καν την αίσθηση πως τα μανίκια της γλίστρησαν από τα μπράτσα μου, και να με στηρίζουν —τα χέρια, τα χέρια του— από τις ωμοπλάτες. Την αμέσως επόμενη στιγμή χάνω και τα παπούτσια μου, και είμαι έτοιμη να χάσω τελείως, πέρα για πέρα, και το μυαλό μου. Και ύστερα έρχεται κοντά μου, όχι το πάτωμα, αλλά το κρεβάτι, το μαξιλάρι με τη λευκή μαξιλαροθήκη και τη δαντέλα στη μια του άκρη, και το γαλάζιο του πανωσέντονο, και τα δέχομαι όλα αυτά τα θαύματα σαν κάτι απαραίτητο όπως τον αέρα και όπως το νερό, κι ενώ μέσα μου, χαμηλά στην κοιλιά μου, σηκώνεται ένα ψηλό παλιρροϊκό κύμα που μου φτάνει μέχρι το στέρνο και με γεμίζει, είμαι περισσότερο από βέβαιη πως ό,τι γίνει μέσα στα επόμενα λεπτά δεν θα μπορεί να συγκριθεί με το σύνολο όλων των εντυπώσεων και όλων των εμπειριών που είχα συλλέξει στη ζωή μου τα τελευταία τριάντα έξι χρόνια ύπαρξης του πλανήτη, αυτού του πλανήτη που γεννήθηκε και πάντα γεννιέται μαζί με τον καθένα από εμάς.

Κι όταν τα πόδια μου βρίσκονται κι αυτά με έναν τρόπο μαγικό πάνω στο κρεβάτι, και πια είμαι τεντωμένη σαν σπαθί λίγο πριν τη μάχη και τον περιμένω, βγάζω ένα μικρό βογκητό εγκατάλειψης —έναν ήχο από σατέν—, πασχίζω να κρατηθώ με το βλέμμα από ένα μονάχα αστέρι που κυνηγιέται και τρέχει και στροβιλίζεται θαμπό μέσα στο βλέμμα του και…

χάνομαι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20

Και εκείνος υψώνεται από πάνω μου και μένει εκεί, ψηλός περισσότερο από όσο μπορεί να γίνεται, με τους ώμους του να καλύπτουν το οπτικό μου πεδίο και να ορθώνονται προς την οροφή, με ένα βλέμμα όλο θέληση και κατανόηση, αποφασιστικότητα και μέριμνα, κι εγώ τού λέω κάτι που δεν μπορώ να το ακούσω ούτε εγώ ούτε αυτός, που δεν μπορεί να το ακούσει κανένα αυτί.

Μα πια δεν χρειάζεται να ακουστεί και να ειπωθεί άλλο τίποτε. Γιατί τώρα έχει σκύψει προς το μέρος μου, προς το μέρος του σπαθιού που είμαι, καθώς η μάχη έρχεται όπου να ’ναι και θα ξεσπάσει, και τώρα δα το στόμα του —μα πότε έφτασε; ήταν μακριά— γεύεται την κάψα που ξεφεύγει και αναδύεται από το στόμα μου, την οσφραίνεται με τα χείλια, και, πριν μου πιαστεί τελείως η ανάσα από μόνη της, με φιλά χωρίς να με προειδοποιήσει κι άλλο, απαγορεύοντάς μου να αναπνεύσω.

Μα τι να το κάνω το οξυγόνο; Ποιος το θέλει το οξυγόνο; Χρειάζομαι μόνο αυτόν. Και αυτός το ξέρει, και μου δίνεται. Σαν οξυγόνο και σαν αέρας.

Τα δάχτυλά μου του ξεκουμπώνουν το πουκάμισο και το περνούν από τους ώμους του και το αφήνουν να φύγει και να πετάξει μακριά, και τώρα πια μπλέκονται με τα μαλλιά του και με το σβέρκο του και…

Μου πιάνει τα χέρια από τους καρπούς και μου τα καρφώνει στο κρεβάτι, αριστερά και δεξιά από εκείνοτο μαξιλάρι με τη λευκή μαξιλαροθήκη και τη δαντέλα στη μια του άκρη, κι εγώ βγάζω μία πνιχτή διαμαρτυρία, ένα Μμμ…, κι εκείνος δεν του δίνει σημασία και δεν μου δίνει σημασία γιατί δεν υπάρχει καμιά διαμαρτυρία μέσα του στην πραγματικότητα.

Ένα πορφυρό σκοτάδι γεμάτο πυγολαμπίδες έρχεται από παντού και μας κυκλώνει, γλιστρά ανάμεσά μας και χώνεται όπου μπορεί να χωθεί, σε πτυχές και κοιλότητες, σε κυρτώσεις και καμπύλες, σάμπως ο ήλιος να μη στέλνει πια φως μέσα από τα παράθυρα αλλά σκούρο ξανθό μέλι από θυμάρι. Και, νιώθοντάς το να με έχει τυλίξει σαν άλλο δέρμα, σκύβω και βλέπω πως είμαι απροστάτευτη από ρούχα και από συστολή, έχω μείνει γυμνή από κάτω του χωρίς να γυμνωθώ, κι εκείνος το ξέρει γιατί και αυτό είναι δικό του έργο, όπως έργο δικό του είναι και όλη μου η ζωή από εδώ και πέρα.

Και, ναι, τώρα πια όλα είναι δυνατά, και όλα είναι αληθινά, και όλα επιτρέπονται, καθώς το μικρό δωμάτιο γεμίζει κι άλλο ρευστό σκοτάδι, κι άλλες πυγολαμπίδες, κι άλλο θυμαρίσιο μέλι, και καθώς το στόμα του ρουφά και μάχεται το δικό μου, και καθώς πια μού αφήνει τους καρπούς και στηρίζει τη μια του παλάμη στο στέρνο μου για να ανασηκωθεί εξακολουθώντας να με κοιτάζει με τα αστρικά του μάτια, και καθώς εγώ μένω να τον κοιτώ — στο πρόσωπο στο κεφάλι στα μαλλιά σε εκείνα που ξεπροβάλλουν από πίσω του γεμίζοντας λίγο-λίγο και σφυγμό τον σφυγμό τον χώρο το δωμάτιο το πεδίο της όρασής μου με τον όγκο την πυκνότητα το βάρος και την αλαφράδα τους.

Εκείνα τα φτερά, τα φτερά του αγγέλου μου, που ανοίγουν και απλώνονται από πάνω μας.

Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.