Βιβλιο

O Άγγελός της - Μέρος 11ο

Μυθιστόρημα - 11ο Μέρος (11/12/23)

Μυρσίνη Ελευθερίου
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16

Το ταμπελάκι που είναι καρφιτσωμένο στην ποδιά της κατάξανθης σερβιτόρας γράφει επάνω του, «Κοπελιά!» και έχει ένα στρογγυλό προσωπάκι που χαμογελάει από κάτω, σαν τις φατσούλες του Facebook.Πράγμα που με κάνει κι εμένα να χαμογελάσω.

«Καφέ, ποτό ή φαγητό;» μας ρωτάει. Είναι πολύ όμορφη, με τις φακίδες της στο πρόσωπο και με τις δύο κοτσίδες της που μοιάζουν να πλέχτηκαν μια παλιά δεκαετία.

«Φαγητό!» φωνάζω, προλαβαίνοντας τον Ισμαήλ που είχε στραφεί αργά-αργά προς το μέρος της για να της απαντήσει με το πάσο του. «Πεθαίνω της πείνας. Τι έχετε;»

«Θα σας φέρω τον κατάλογο», μας λέει χαμογελώντας πάντα και κοιτώντας ίσως περισσότερο εξεταστικά από όσο θα έπρεπε τον άγγελό μου. «Αν και τα θυμάμαι όλα απέξω, μη φανταστείτε».

«Ας μη χάνουμε χρόνο», της προτείνω βγάζοντας τα γυαλιά μου. Χαμογελώ πιο έντονα απ’ αυτήν. «Ποια είναι η σπεσιαλιτέ σας;»

«Η ομελέτα με μπέικον και πατάτες».

«Ομελέτα με μπέικον και πατάτες!» Μου φαίνεται τόσο παιδικό αυτό, αλλά και τόσο υπέροχο, που θέλω να σηκώσω τα χέρια μου ζητωκραυγάζοντας. «Ναι, θέλω οπωσδήποτε απ’ αυτό. Δύο μερίδες».

«Και ο…; Δύο μερίδες;»

«Θα πάρει το ίδιο», της λέω, και ο Ισμαήλ αναγκάζεται να κατανεύσει, σπάζοντας την ησυχία γύρω από το στόμα του με ένα αδιόρατο χαμόγελο που δεν διαρκεί περισσότερο από ένα δευτερόλεπτο. Η και κάπως λιγότερο.

Η Κοπελιά σηκώνει τους αντίχειρές της επιβεβαιώνοντας την έξυπνη και ασφαλή μας επιλογή και απομακρύνεται προς το βάθος του εστιατορίου.

Δεν είναι μόνο εστιατόριο. Ο εξωτερικός του χώρος με τα μικρά τραπεζάκια είναι φανερό πως εξυπηρετεί μόνο όσους θέλουν απλώς να καθίσουν με ένα ποτό και να αγναντεύουν τη θάλασσα, , χαζεύοντας ταυτόχρονα τους περαστικούς. Βρίσκεται σε ιδιαίτερα προνομιακό μέρος, σχεδόν στο μέσο της παραλιακής οδού, και στο άκρο της καμπύλης που σχηματίζει ο μυχός του κόλπου γύρω από τον οποίο έχει χτιστεί το χωριό. Σχεδόν όλα τα κτίρια εδώ στην παραλία, που έχουν μέτωπο τη θάλασσα, είναι διώροφα από όσο μπόρεσα να δω όταν τη διασχίζαμε πριν από λίγη ώρα με το αυτοκίνητο. Το είχαμε αφήσει στο τέρμα του δρόμου, σε ένα ισοπεδωμένο πλάτωμα που χρησίμευε ακριβώς γι’ αυτό τον σκοπό, και επιστρέψαμε στο εστιατόριο με τα πόδια. Έχει πάει πέντε η ώρα, και ο απογευματινός αυγουστιάτικος ήλιος λάμπει ακόμη λαμπρός. Δύο μικρά ιστιοφόρα διασχίζουν τον κόλπο με την ίδια κατεύθυνση, από τα δεξιά προς τα αριστερά, κάπου πεντακόσια μέτρα μέσα στη θάλασσα. Οι κάτοικοι του χωριού, ή και οι επισκέπτες υποθέτω, κάνουν τη βόλτα τους συζητώντας, ενώ μερικά πιτσιρίκια τρέχουν πάνω-κάτω με τα ποδήλατά τους. Το χωριό δεν φαίνεται να έχει κάποιο ιδιαίτερο τοπικό χρώμα, ούτε το χαρακτηρίζει οποιαδήποτε γραφικότητα· αλλά δεν παύει να είναι ένα παραθαλάσσιο χωριό, και αυτό είναι ένα πλεονέκτημα από μόνο του. Θα περπατήσουμε, ενδεχομένως, στους κάθετους δρόμους πιο μετά για να το εξερευνήσουμε. Τώρα όμως πρέπει να φάμε. Ή, έστω, να φάω.

«Τελικά δεν τρως», του λέω καθώς λύνω τον κόμπο της μαντίλας μου — είναι περισσότερο μία δήλωση, παρά ερώτηση.

Ο Ισμαήλ με κοιτάζει με μια ελαφριά ενόχληση στο βλέμμα. Δεν ξέρω αν πρέπει να το διασκεδάσω ή να αισθανθώ αμηχανία. Αν μη τι άλλο, μπορεί μεν να είναι ο φύλακας-άγγελός μου, αλλά δεν παύει να είναι ακριβώς αυτό: άγγελος. Και δεν ξέρω αν μπορούμε να αστειευόμαστε με τους αγγέλους, ή αν είναι πρέπον ούτως ή άλλως. Αλήθεια, ποιο πρωτόκολλο να διέπει τις σχέσεις τους μαζί μας, και αντιστρόφως; Ο Ισμαήλ το ξέρει πολύ καλά, ίσως μάλιστα να έχει δώσει και εξετάσεις πάνω σε αυτό, αλλά εγώ όχι· ζω στα σκοτάδια, και πρέπει να αυτοσχεδιάζω διαρκώς.

«Έφαγα στη διαδρομή», μου λέει.

«Α, ώστε έφαγες στη διαδρομή. Όσο κοιμόμουν, υποθέτω». Δεν με ευχαριστεί η απάντησή του. Καλύτερα να είναι ανοιχτός απέναντί μου, δεν υπάρχει λόγος για να κρύβεται και να υπεκφεύγει. Γιατί δεν το καταλαβαίνει; «Ωστόσο θα πάρεις μια πιρουνιά από την ομελέτα, έτσι δεν είναι; Κάνουν καταπληκτική ομελέτα εδώ πέρα. Είναι η σπεσιαλιτέ τους».

Το ύφος του γίνεται ακόμη πιο σοβαρό και πιο σκοτεινό, λες και τα αστέρια μέσα στα μάτια του έδυσαν ή χάθηκαν πίσω από κοσμικά νεφελώματα, και σαν να σκοτεινιάζει μαζί του ολόκληρος ο ουρανός. Στρέφω το βλέμμα μου προς τα εκεί, κρατώντας στα χέρια το μαντίλι μου και διπλώνοντάς το. Οι γλάροι κάνουν μεγάλους, ανοιχτούς κύκλους, επιβλέποντας την επικράτειά τους. Έχουν εμάς εδώ κάτω για να τους ταΐζουμε, και δεν βουτάνε στη θάλασσα για ψάρεμα. Είναι έξυπνα πουλιά. Κατά την άποψη ενός γλάρου, είμαστε το ατίθασο κοπάδι τους.

Η τζαμαρία πιάνει σχεδόν όλη την πρόσοψη του μαγαζιού, και η σάλα όπου καθόμαστε έχει άλλα δέκα τραπέζια πάνω-κάτω, στρωμένα ομοιόμορφα με καρό τραπεζομάντιλα σε λευκό και γαλάζιο. Όμως, εκτός από το δικό μας, όλα τα άλλα τραπέζια είναι άδεια· είμαστε μόνοι μας ακόμα εδώ. Καλό αυτό, καθώς η κουζίνα δεν πρέπει να έχει πολλή δουλειά και έτσι δεν θα αργήσει το φαγητό μας. Το φαγητό μου, διορθώνω. Ο Ισμαήλ δεν θα καταδεχτεί να φάει. Γιατί δεν μπορεί. Οι άγγελοι δεν τρώνε, δεν πίνουν, δεν καπνίζουν… και δεν κάνουν και άλλα πράγματα, υποθέτω. Όλα αυτά, δηλαδή, που νοστιμεύουν τη ζωή των ανθρώπων, ή που την κάνουν, έστω, υποφερτή. Λογικά, τρέφονται —αν τρέφονται με οτιδήποτε, καθώς μπορεί και να μην έχουν τέτοιες ανάγκες, μπορεί να διαρκούν για πάντα— μόνο με αμβροσία και νέκταρ, όπως οι θεοί του Ολύμπου. Ή με ό,τι αντίστοιχο σε αμβροσία και νέκταρ έχει το βασίλειό τους — το Βασίλειο των Ουρανών.

Η σκέψη και μόνο μπορεί να σε καθηλώσει.

Η Κοπελιά έρχεται και αφήνει μαχαιροπίρουνα και ένα πανεράκι με ψωμί στο τραπέζι μας, μαζί με ένα πιατάκι με βούτυρο. Χαμογελάει, καθώς αυτή η επαναλαμβανόμενη πράξη είναι όμορφη μέσα στην απλότητά της και φαίνεται να την ικανοποιεί. Εκτός κι αν προσποιείται, βέβαια. Αν στην πραγματικότητα βαριέται και θέλει να το κρύψει πίσω από το χαμόγελό της. Αλλά δεν θα το μάθω ποτέ. Και δεν έχει σημασία. Πεινάω!

Παίρνω λίγο βούτυρο με το μαχαίρι μου και το αλείφω στην ακρούλα μιας φέτας από το ψωμί. Φέρνοντάς τη προς το στόμα μου, σκέφτομαι ξαφνικά το σπίτι μου, και τον τρόπο που τρεφόμουν όλα αυτά τα χρόνια. Το να μαγειρεύεις για κάποιον άλλον είναι σαν να κάνεις σεξ μαζί του, είπε κάποιος που δεν θυμάμαι το όνομά του, ενώ το να μαγειρεύεις μόνο για τον εαυτό σου είναι το αντίστοιχο του να κάνεις σεξ μόνο με τον εαυτό σου. Δεν μου αρέσει να μαγειρεύω μόνο για εμένα, το βαριέμαι θανάσιμα — και δεν με ικανοποιεί. Κάνω πάντα κάτι γρήγορο, απλό, εύκολο και που να φτουράει — όταν δεν παραγγέλνω από έξω ή δεν αγοράζω από τα έτοιμα φαγητά του σούπερ-μάρκετ. «Κάνω»… Θέλω να πω, έκανα. Μέχρι κάποια στιγμή χθες. Τώρα όλα είναι αλλιώς, τώρα όλα είναι άλλα. Όπως μια άλλη είμαι κι εγώ. Μένει μόνο να ανακαλύψω ποια ακριβώς είναι αυτή που έγινα.

Όμως υπήρξα κάποια, σωστά; Μέτρια, χλιαρή ή λίγη, αυτή ήμουν. Υπήρξα. Και παραλίγο όλο αυτό το παρελθόν να έσβηνε πάνω στην άσφαλτο. Εκεί, στη γέφυρα. Στο Σημείο.

Το δέρμα μου ανατριχιάζει και φλέγεται μαζί.

Γυρίζω και κοιτάζω τον άγγελο, που κάθεται στητός στην καρέκλα του και δεν ανταποκρίνεται στη ματιά μου. Ακόμη ανατριχιασμένη, εξακολουθώ να τον κοιτάζω έντονα και να μασάω την μπουκιά μου, ελπίζοντας να τον εκνευρίσω λιγάκι· ή έστω να τον κάνω να ντραπεί. Όχι ότι πιστεύω ότι έχω πολλές ελπίδες.

«Δεν θέλεις να μάθεις τίποτε για μένα; Ή ξέρεις ήδη τα πάντα;» Άλλο ένα ρίγος διαπερνά όλες τις στοιβάδες της επιδερμίδας μου, μέχρι βαθιά. «Γιατί δεν μου μιλάς; Αφού με πήρες που με πήρες μαζί σου, δεν πρέπει να προσποιηθούμε τουλάχιστον ότι είμαστε μαζί; Παρέα;»

Αυτή τη φορά ο Ισμαήλ με κοιτάζει, πράγματι. Και επιτέλους βλέπω ξανά εκείνα τα αστέρια στα μάτια του. Ναι, είναι ο άγγελός μου. Είναι άγγελος.

«Δεν σε πήρα μαζί μου. Εσύ ήρθες», μου λέει.

«Τι ψέμα!» Άγγελος ή όχι, τα καταφέρνει να με εκνευρίσει πια. Μα, πώς τολμά. «Αν δεν ήθελες να έρθω», του λέω, «θα με είχες εμποδίσει από την πρώτη στιγμή. Πώς… πώς τολμάς; Ώστε λέτε και ψέματα λοιπόν; Σοβαρά τώρα; Κανείς δεν το ήξερε αυτό μέχρι τώρα, Ισμαήλ. Είμαι η πρώτη που το μαθαίνω».

Τα αστέρια στον νυχτερινό ουρανό των ματιών του γλυκαίνουν και νοτίζονται, σαν να τα κυκλώνει ένα αστρικό νέφος βροχής. Μισανοίγει τα χείλη του σαν να είναι αποφασισμένος να πει κάτι, μα την τελευταία στιγμή δεν το τολμά. Κι ενώ ακόμη αμφιταλαντεύεται, κι ενώ εγώ ετοιμάζομαι να εξαπολύσω άλλο ένα κύμα επίθεσης, η Κοπελιά έρχεται σαν από μηχανής θεός και μας σερβίρει τις ομελέτες μας, σώζοντάς τον την τελευταία στιγμή. Ή σώζοντας εμένα, ποιος ξέρει;

«Ορίστε», λέει. «Η σπεσιαλιτέ μας. Ελπίζω να σας αρέσει και να μας ξανάρθετε».

Της χαμογελώ τυπικά και βεβιασμένα, έτοιμη ταυτόχρονα να πω κάτι στον Ισμαήλ, όμως ξεφουσκώνω κι εγώ το ίδιο γρήγορα με εκείνον. Δεν χρειάζεται να κάνω έτσι. Άλλωστε ποτέ μου δεν έχω νεύρα, ποτέ μου δεν τσακώνομαι. Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Και ποτέ πριν δεν είχα την ευκαιρία να είμαι κοντά, να είμαι δίπλα σε ένα τέτοιο πλάσμα. Πώς μπορώ να του πηγαίνω κόντρα; Πώς μπορώ να τον μαλώνω και να του ζητώ εξηγήσεις; Ποιος άλλος θα έκανε κάτι τέτοιο στη θέση μου; Κανείς. Τι έχω πάθει; Θεέ μου, ο Ισμαήλ με έσωσε από βέβαιο θάνατο, μου χάρισε μια δεύτερη ζωή, με κράτησε με το χέρι του στον αέρα όπως εγώ θα κρατούσα ένα τραυματισμένο πουλί, με πήρε μαζί του για κάτι που μοιάζει εκδρομή και περιπέτεια μαζί, για ένα διάλειμμα από τα πάντα, κι εγώ τον ελέγχω που δεν μου μιλάει; Μα, από πού κι ώς πού να μιλούν οι άγγελοι; Και τι έχουν να πουν με εμάς; Τι ανοησία! Και τι…;

Περίμενε όμως. Τι είπα λίγες στιγμές πριν; Ένα αστρικό νέφος βροχής; Νοτίζονται; Στον νυχτερινό ουρανό των ματιών του; Ποτέ μου δεν έχω ξαναμιλήσει έτσι. Ποτέ, ποτέ. Έτσι μιλά η… Ή μάλλον έτσι γράφω εγώ. Αλλά δεν μιλώ έτσι. Ούτε σκέφτομαι. Τι συμβαίνει λοιπόν;

Τι μου συμβαίνει;

«Συγγνώμη», του λέω, περισσότερο για να ξεφύγω από αυτές τις σκέψεις. Αλλά και γιατί τού την οφείλω.

«Τίποτε», λέει απλά και αφόρητα τυπικά. Μου δείχνει το πιάτο μου. «Θα κρυώσει», λέει, όπως θα έλεγε ένας πατέρας στο παιδί.

Φάε το φαγητό σου, θα κρυώσει.

Ναι, φυσικά και θα το φάω, μου έχει σπάσει τη μύτη, μπαμπά, και πεινάω σαν λύκος.

Φυσικά και θα το φάω. Αφήνω για λίγες στιγμές ακόμη τη μυρωδιά να κυκλώσει το κεφάλι μου και να μπει παντού μέσα μου και παίρνω την πρώτη πιρουνιά. Είναι θεσπέσια. Αυτή εδώ είναι η καλύτερη ομελέτα του κόσμου. Μια ομελέτα-όνειρο. Είμαι στον Παράδεισο. Θα…

Στον Παράδεισο;

Λες;

Παίρνω από κεκτημένη ταχύτητα άλλη μία πιρουνιά και τη βάζω στο στόμα μου. Μασώντας τη, το σκέφτομαι πάλι. Κι αν…;

Όμως όχι, όλα αυτά είναι αληθινά. Αν μη τι άλλο, πρέπει να είναι. Είμαι εδώ, σε μια εκδρομή που δεν ξέρω πού θα καταλήξει, με την καλύτερη παρέα, ή έστω την πιο θεϊκή, τρώω μια συγκλονιστική ομελέτα σε ένα επαρχιακό, τουριστικό μαγαζάκι, και, ναι, κάνω ό,τι σκέψεις θέλω — άρα υπάρχω, υπάρχω ακόμη. Μπορώ επίσης να σκεφτώ πως μια ομελέτα μπορεί πράγματι να είναι συγκλονιστική. Συγκλονιστική όπως ένα συμφωνικό έργο. Νά μια ταπεινή σκέψη λοιπόν: κάτι που, υποθέτω, θα απαγορευόταν στον Παράδεισο. Στον παράδεισο δεν σκέφτεσαι ομελέτες. Άρα δεν έχω πεθάνει. Δεν είναι μια φαντασίωση όλα αυτά. Είναι αλήθεια. Είμαι εδώ, και είναι κι αυτός εδώ, και το χωριό είναι πραγματικό, όπως και η θάλασσα, και οι γλάροι, και οι περαστικοί έξω στον δρόμο, και τα ενοχλητικά παιδάκια με τα ποδήλατά τους. Όπως αληθινό ήταν κι εκείνο το αγριογούρουνο που πήγε να μας σκοτώσει, πετώντας μας στον γκρεμό, ή στον κορμό ενός δέντρου. Όπως αληθινά ήταν και τα εργαλεία που χρησιμοποίησε ο Ισμαήλ για να φτιάξει τη μηχανή της Θάντερμπερντ, εκείνου του καρχαρία που έβγαζε καπνούς σαν μανιασμένος ταύρος. Κι ας μην τον παρακολούθησα από κοντά να μαστορεύει το αυτοκίνητό του…

Όχι, δεν έχω πεθάνει. Ούτε έχω μπλέξει σε μια «θηλιά», σε «μια χωροχρονική παραδοξότητα», ή όπως αλλιώς λέγονται αυτές οι επινοήσεις των θεωρητικών φυσικών που ποτέ μου δεν μπόρεσα να τις καταλάβω, όσα σχετικά ντοκιμαντέρ και αν είδα στην τηλεόραση.

Είμαι ζωντανή. Και είμαι απλώς εδώ. Και τρώω μια ομελέτα. Και έχω κάνει ένα ταξίδι, έχω νυστάξει, έχω κοιμηθεί στη διαδρομή, και θα ξανανυστάξω όταν γείρει ο ήλιος. Αν και μέχρι τότε, μέχρι να ξανακλείσω τα μάτια μου, θέλω να ζήσω ολόκληρη, θέλω να είμαι παρούσα στα πάντα, να μην αφήσω να μου ξεφύγει τίποτε — το παραμικρό. Ναι, δεν είμαι στο Παρίσι ή στο Λας Βέγκας. Είμαι σε ένα χωριό που μόνο κατ’ ευφημισμόν θεωρείται τουριστικό. Αλλά είναι ένα καλό χωριό, και αν μη τι άλλο είναι ο προορισμός ενός αγγέλου — ενός πραγματικού αγγέλου.

Γιατί οι άγγελοι υπάρχουν.

Μόλις γνώρισα έναν. Τον δικό μου.

Θυμάμαι κάτι που επίσης διάβασα παλιότερα. Το μέλλον, έλεγε πάνω-κάτω, δεν θα είναι ποτέ αυτό που προσδοκά κανείς. Πάντα θα είναι κάτι άλλο. Και πάντα θα είναι γεμάτο με πράγματα: όχι μόνο από αυτό που θέλεις ή δεν θέλεις — αλλά και από καθετί άλλο· από έναν όγκο γεγονότων και καινοτομιών. Έτσι, ουσιαστικά το μέλλον είναι κάτι που δεν θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει ή να μας γεμίζει έγνοια. Αυτό δεν σημαίνει πως κανείς δεν πρέπει να μοχθεί για το αύριο, για το πώς θα το κάνει καλύτερο για τον εαυτό του και για τους ανθρώπους που αγαπά. Σημαίνει απλώς πως το αύριο δεν πρέπει να σου γεννά άγχος. Το αύριο είναι εξ ορισμού πάνω και πέρα από τις δυνάμεις σου. Ίσως και πάνω και πέρα από τις δυνάμεις των ίδιων των αγγέλων.

Αναστενάζω στη σκέψη και, για να ξεχαστώ, παίρνω άλλη μία πιρουνιά από το πιάτο μου, και μετά άλλη μία. Δεν φοβάμαι μήπως τελειώσει γρήγορα. Έχω άλλη μία μερίδα όλη δικιά μου. Ο Ισμαήλ δεν έχει αγγίξει το φαγητό του. Ούτε θα το αγγίξει.

Τρέφεται μόνο με αμβροσία, ή και με τίποτα.

Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.