- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Κάθομαι απέναντί του, με το μπάκπακ μου αφημένο δίπλα μου, και τον κοιτάζω. Προσπαθώ να δω τα αστέρια στα μάτια του. Εκείνη τη μαγεία. Ξεροκαταπίνω καθώς ο Ισμαήλ στρέφεται και ψάχνει τη σερβιτόρα. Ακολουθώ το βλέμμα του και τη διακρίνω στη γωνία, να κοιτά το τηλέφωνό της. Το δικό μου είναι σπασμένο σε μικρά-μικρά κομματάκια στον δρόμο κάτω από τη γέφυρα. Εκείνο δεν σώθηκε.
Αλλά σώθηκα εγώ.
Ή όχι;
Σώθηκα; Ή απλώς απέτυχα;
Απλώνω το χέρι μου με έναν αναστεναγμό για να πιάσω τον καφέ μου, αλλά φυσικά δεν υπάρχει κανένας καφές πάνω στο τραπεζάκι. Η νεαρή σερβιτόρα δεν μας έχει δει καν, αν και είμαστε εκεί πάνω από δύο λεπτά τώρα. Ίσως και πάνω από τρία. Είμαι ειδική σ’ αυτό. Μετράω τα λεπτά χωρίς ρολόι, έτσι από ένστικτο. Ή όπως αλλιώς το λένε αυτό. Πολύ ειδική.
Αλλά νά τη που έρχεται. Ωραία.
«Καλημέρα», μας λέει. «Τι θα πάρετε;»
Δεν μπορεί να ξέρει τι έχει συμβεί. Δεν μπορεί να ξέρει ποιοι είναι αυτοί που κάθονται στο τραπεζάκι του καφέ-μπαρ με τα σκούρα, φιμέ τζάμια. Ένα παλιό μαγαζί. Με άσχημη διακόσμηση. Παλιό. Απορώ πώς άντεξε όλα αυτά τα χρόνια. Ήταν το πιο κοντινό στη γέφυρα, βέβαια. Το πρώτο που βρήκαμε όταν ο Ισμαήλ με πήρε από το χέρι —από τον αγκώνα— και κατέβηκε μαζί μου τα σκαλιά. Τον ακολούθησα πειθήνια, σαν παιδάκι που έκανε ζημιά. Ή σαν σκυλί που ξέρει ότι κάπου, κάπως έκανε λάθος·αν και δεν είναι σίγουρο τι ακριβώς. Προχωρήσαμε αγκαζέ στο πεζοδρόμιο, σαν ζευγαράκι του παλιού καιρού, όσο εγώ κοιτούσα τα πόδια μου να πατούν στις βρόμικες πλάκες, φροντίζοντας να μην πατάω επάνω στους αρμούς. Δεν είχα ιδέα πού με πήγαινε, αλλά δεν γινόταν παρά να τον ακολουθήσω. Ίσως βέβαια, από την άλλη, να μην ήξερε και αυτός πού πηγαίναμε. Οι άγγελοι δεν γνωρίζουν τα πάντα, έτσι δεν είναι; Είναι πολύ δυνατοί, και πολύ γρήγοροι, και διάφορα τέτοια —βασικά, δεν έχω ιδέα τι είναι οι άγγελοι—, αλλά δεν πρέπει να είναι και παντογνώστες. Εκτός πάλι αν είχε παρατηρήσει ανεβαίνοντας τη γέφυρα —γιατί κάποια στιγμή πρέπει να την είχε ανεβεί— εκείνο το παλιό καφέ με τους καναπέδες από δερματίνη και τις ξύλινες καρέκλες με τα φαγωμένα στις άκρες πόδια. Και με το πελώριο ψυγείο κάτω από τον πάγκο του μπαρ. Να ήταν πελάτης εδώ; Μπα, αποκλείεται. Νομίζω πως απλώς ήταν τυχαίο. Εκείνο που δεν ήταν τυχαίο ήταν η παρουσία του πάνω στη γέφυρα. Αυτό ήταν προμελετημένο. Ή προϊόν παρακολούθησης. Ή και τα δύο. Ό,τι και να μου έλεγε οποιοσδήποτε, για ένα πράγμα δεν διατηρούσα την παραμικρή αμφιβολία: ο Ισμαήλ ήταν εκεί για να με σώσει.
Ήταν άγγελος. Φύλακας-άγγελος.
«Ναι», του λέω όταν η κοπελίτσα φεύγει για να ετοιμάσει τις παραγγελίες μας. Δεν δουλεύει άλλος στο μαγαζί. Και ούτε χρειάζεται· είμαστε οι μοναδικοί πελάτες αυτή την ώρα. «Αλλά γιατί;»
Τον κοιτάζω ψάχνοντας πάλι το βλέμμα του.
Με κοιτάζει κι εκείνος. Δεν μου λέει κάτι. Και τα αστέρια στα μάτια του σαν να μου γυρνούν την πλάτη έτσι όπως τρέχουν στις τροχιές τους.
«Γιατί;» επαναλαμβάνω. «Γιατί εμένα;»
Καμία απάντηση.
Και τώρα τι θα γίνει; Κι αν δεν μου ξαναμιλήσει; Κι αν κάτσει εκεί, απέναντί μου, στην καρέκλα του από δερματίνη και παλιό ξύλο, πιει τον καφέ του, και φύγει;
Πώς θα μάθω τότε; Πώς θα μπορέσω να συνεχίσω;
Αναστενάζω, και απλώνω πάλι το χέρι για να πιάσω τον καφέ μου. Φυσικά, δεν έχει έρθει ακόμα. Εξακολουθώντας τον ίδιο ατέλειωτο στεναγμό, κοιτάζω τη μεγάλη φιμέ τζαμαρία, αλλά δεν μπορώ να δω έξω. Ούτε οι περαστικοί μπορούν να μας δουν. Πράγμα —λέω από μέσα μου, αν και χωρίς να το αιτιολογήσω— καλό.
Με τα πολλά, η κοπελίτσα έρχεται με την παραγγελία μας. Είναι κάπου είκοσι χρονών. Όμορφη. Χαμογελάει όσο πρέπει. Δεν ξέρει ποια είμαι και τι έκανα. Δεν ξέρει τι είναι ο άντρας απέναντί μου που την ευχαριστεί με ένα ανεπαίσθητο κούνημα του κεφαλιού, χωρίς να την κοιτά απευθείας.
Τον κοιτάζω κι εγώ, καλά-καλά. Λοιπόν, είναι όμορφος. Φυσικά και είναι, αφού είναι άγγελος. Δεν είναι εκθαμβωτικά όμορφος· είναι όμως πολύ όμορφος. Και… πώς να το πω… ιδιαίτερα όμορφος. Όμορφος με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Έχει μεγάλο μέτωπο, σμιχτά και πυκνά φρύδια, εκείνα τα μάτια με τα αστέρια μέσα τους, μια σμιλεμένη μύτη με κάτι σαν μικρό σπάσιμο στη ράχη της, γεμάτο στόμα, ωραία ζυγωματικά και πιγούνι, και ωραία κόκαλα προσώπου γενικώς, αρμονικά σχηματισμένα. Είναι αδύνατος, αν και μάλλον μυώδης κάτω από τα ρούχα του. Τα ρούχα του, ναι… Φοράει κοστούμι. Ένα σκούρο γκρι κοστούμι. Με επίσης γκρι πουκάμισο,ανοιχτό αυτό,αν και χωρίς γραβάτα. Για την ακρίβεια, μοιάζει σαν να φορούσε γραβάτα, αλλά να την έχει λύσει για κάποιο λόγο και να την έχει κρύψει στην τσέπη του. Δεν πρόλαβα να δω τα παπούτσια του, ή αν τα είδα δεν θυμάμαι τι παπούτσια είναι. Επίσης, είναι άνετος. Δεν ξέρω με τι κόλπο ή από τι είδους θαύμα κρύβει τα φτερά του κάτω από εκείνο το σακάκι, αλλά πάντως το κάνει και αυτό άνετα. Υπεράνετα.Τέλος, δεν έχει σταγόνα ιδρώτα επάνω του. Το μέτωπό του είναι σχεδόν ξηρό, και λείο. Όπως και το πρόσωπό του. Πρέπει να έχει ξυριστεί το ίδιο πρωί, ή το αργότερο χθες το βράδυ. Τον σκέφτομαι μπροστά στον καθρέφτη του, γυμνό από τη μέση και πάνω, με ένα φλεγόμενο ξυράφι στο χέρι. Μια ξυριστική ρομφαία που πετά φωτιές. Και με όλα εκείνα τα αστέρια στα μάτια του, να τρέχουν και να πετούν μέσα στο παγωμένο κρύσταλλο, σαν να ταξίδευαν σε ένα ανάστροφο σύμπαν πίσω από τον καθρέφτη.
Ανατριχιάζω. Και, για να ξεχάσω το ανατρίχιασμά μου —και εκείνα τα αστέρια που πετούσαν σκεπτικά στις κατοπτρικές τροχιές τους—, πιάνω την κούπα με τον καφέ μου και πίνω, επιτέλους, μια γουλιά. Αμέσως θυμάμαι τον πρωινό καφέ στο σπίτι μου, και κάτι σαν σουβλιά έρχεται από το πουθενά και διαπερνά την καρδιά μου, ίδια με βέλος καμωμένο από σκληρό ξύλο. Νομίζω ότι θέλω να κλάψω. Ν’ αφήσω τις βρύσες των ματιών μου ν’ ανοίξουν ανεξέλεγκτα, και να τις αφήσω ανοιγμένες μέχρι να στερέψουν. Αλλά, από την άλλη, δεν είμαι σίγουρηστ’ αλήθεια. Δεν είμαι σίγουρη για τίποτε… νομίζω. Γιατί όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Και τόσο ανάποδα. Τώρα πια έπρεπε να ήμουν ένα θέμα στις ειδήσεις, ένα έκτακτο δελτίο, κάτι ήδηπερασμένο. Και όμως: πίνω καφέ με έναν άγγελο δίπλα μου. Που, κοίτα να δεις, πίνει κι αυτός τον καφέ του. Οι άγγελοι πίνουν καφέ. Ποιος θα το ’λεγε.
«Είναι καλός;» τον ρωτάω.
Με κοιτάζει στα μάτια πριν απαντήσει. Οι παλάμες του περιμένουν σαν υπάκουα σκυλάκια δεξιά και αριστερά από το μικρό, κομψό φλιτζάνι του καφέ του. Αν και, εδώ που τα λέμε, δεν τον είδα να πίνει. Ή, αν τον είδα, το έχω κιόλας ξεχάσει.
«Ναι», μου λέει, παρ’ όλα αυτά.
Του χαμογελάω.
«Ωραία. Και ο δικός μου».
Αυτό είναι ψέμα, αλλά το λέω έτσι κι αλλιώς. Ο καφές μου είναι αραιός και χωρίς δύναμη. Και με πολύ γάλα. Όπως τον προτιμούσαν παλιά. Σαν να τον παράγγειλε μία άλλη. Ή όπως τον έπιναν ίσως παλιά. Όμως δεν πιστεύω ότι θα τιμωρηθώ γι’ αυτό. Για το ψέμα μου, εννοώ.Ελπίζω να μην έχω άδικο. Γιατί η τιμωρία μπορεί να είναι… μπορεί να είναι…
«Τι έχεις;» με ρωτάει.
«Δεν έχω κάτι», απαντώ, ξαφνιασμένη. Σχεδόν αναστατωμένη. Η καρδιά μου πεταρίζει στο στήθος μου. «Γιατί ρωτάς;»
«Έχεις συνοφρυωθεί. Πολύ».
«Α, ναι. Ξέρεις… Μπορώ να σου μιλάω στον ενικό, ναι;»
«Ναι».
«Ωραία. Ναι, όχι, τίποτε δεν έχω. Απλώς…» Το σκέφτομαι πάλι. Τον κοιτάω με μια γκριμάτσα. Δεν βαριέσαι, ας του το πω. «Λοιπόν, ξέρεις, κάνω εδώ και λίγη ώρα διάφορες σκέψεις για… για το ενδεχόμενο να τιμωρηθώ για κάποια αμαρτία μου. Ή για πολλές».
«Παρακαλώ;»
Δεν ξέρω γιατί το είπα αυτό, αλλά νά που τον ξάφνιασα κι εγώ. Ωραία. Δεν το περίμενε αυτό. Δεν είναι παντογνώστης. Το είπαμε. Χα!
«Ναι, σκέφτομαι αν τιμωρηθώ. Και πόσο βαριά θα είναι η τιμωρία μου. Αν θα έχει φλόγες, πιρούνες, τέτοια».
«Να τιμωρηθείς;»
«Αυτό δεν σου λέω τόση ώρα; Να τιμωρηθώ».
«Γιατί;»
«Επειδή κάνω, ή επειδή έκανα, κάτι κακό».
Κουνάει το κεφάλι του όσο πιο ανεπαίσθητα μπορεί να κουνήσει κανείς το κεφάλι του για να γίνει αντιληπτό ότι το κούνησε.
«Δεν νομίζω», λέει μετά.
«Ωραία, ωραία». Πιάνω την κούπα με τον καφέ μου και τη στριφογυρίζω στα χέρια μου, χωρίς να τη σηκώσω από το πιατάκι της. «Αλλά, από την άλλη, αυτό δεν είναι που κάνετε εσείς;»
«Ποιοι εμείς;»
«Εσείς. Οι άγγελοι, ο Θεός, όλα αυτά. Τιμωρείτε. Εκτός όλων των άλλων που κάνετε, δηλαδή. Εκτός της σωτηρίας, των επιβραβεύσεων και τα λοιπά. Δεν υπάρχει και αυτό που λέμε “τιμωρία”; Φλόγες, πιρούνες και τέτοια;»
Με κοιτάζει πάλι —με όλα εκείνα τα αστέρια στα μάτια του— και αναστενάζει διακριτικά. Πίνει ακόμη μία γουλιά από τον καφέ του. Ή, έστω, προσποιείται ότι πίνει.
«Είσαι μάλλον υπό την επήρεια του σοκ», μου λέει. Μάλλον απρόσμενα. Δεν περίμενα κάτι τέτοιο. Παραείναι πολλά λόγια γι’ αυτόν. Και τι λόγια; Σοκ.
Αλλά καλύτερα έτσι. Γιατί, ξαφνικά, δεν ξέρω αν θέλω να μιλήσω για… για το θέμα. Για τον λόγο που είμαστε και οι δυο μας εδώ. Για όσα προηγήθηκαν. Προτιμώ να μιλάμε για άσχετα πράγματα. Ή τέλος πάντων για πιο γενικά. Όχι για τη γέφυρα. Όχι ακόμα.
Δεν είμαι έτοιμη να μιλήσω γι’ αυτήν. Και δεν ξέρω αν θα είμαι ποτέ.
Και επίσης δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτό το «ποτέ».
«Ναι», λέω, ξέροντας πως δεν γίνεται να το αποφύγω. Ακόμη και αν δεν πεινάς, όταν είσαι μπροστά από ένα πιάτο φαγητό οφείλεις αν μη τι άλλο να το ανακατέψεις με το πιρούνι σου. «Μπορεί να είμαι. Αν εννοείς το γεγονός ότι με έσωσες, ναι, είμαι. Φυσικά και είμαι υπό την επήρεια του σοκ. Δεν το περίμενα. Ήταν όλα προγραμματισμένα μέχρι κεραίας, ξέρεις». Άφησα την κούπα μου και τον κοίταξα σταθερά, απλώνοντας προηγουμένως ένα παγωμένο χαμόγελο πάνω στα χείλη μου. Ή τουλάχιστον με κάτι που ήθελα να μοιάζει με παγωμένο χαμόγελο απλωμένο στα χείλη μου. «Εδώ και μερικές ημέρες. Όλα, μέχρι κεραίας. Εκτός βέβαια από αυτό που συνέβη στο τέλος. Αυτή τη… τη θεϊκή παρέμβαση».
Δεν μου λέει κάτι. Απλώς με κοιτάζει με εκείνα τα μάτια του.
«Όμως αν το ήξερα κι αυτό», συνεχίζω επιλέγοντας κάπως πιο προσεκτικά τις λέξεις μου, «τότε πώς θα ήταν θεϊκή. Αυτό δεν θες να πεις; Ε; Άδικο έχω;»
Ο Ισμαήλ γέρνει το κεφάλι του και διπλώνει τα χέρια στο στήθος. Δεν είχα ξαναδεί άγγελο σε τέτοια κατάσταση αμηχανίας. Κανείς μας δεν έχει ξαναδεί. Νομίζω πως έχει ξεπεράσει τον εαυτό του μ’ αυτή την κίνηση.
«Από μηχανής θεός», λέω μετά, γεμίζοντας για λίγο τη σιωπή. Δεν είναι πολύ έξυπνο, μάλλον. Όμως και πάλι, δεν ξέρω. Μπορεί και να είναι. Λιγάκι. Τόσο δα λιγάκι. «Αλλά γιατί; Γιατί εμένα; Γιατί τώρα; Δεν το καταλαβαίνω. Υπάρχει κάποιος λόγος;» Το μυαλό μου κάνει εικασίες σαν να βουτάει τυχαία μέσα στα κύματα για να βρει ένα δαχτυλίδι που έπεσε στο νερό. Στη θάλασσα. «Έχω να παίξω κάποιο ρόλο σε κάτι; Υπάρχει περίπτωση να είμαι σημαντική για… δεν ξέρω. Για οτιδήποτε; Ή επειδή δεν το είχα σκεφτεί καλά; Η Φωνή; Έπαιξε ρόλο εκείνη η Φωνή; Η αυστηρή και βαριεστημένη; Ανήκει σε κάποιον που… που δεν είναι άτομο εμπιστοσύνης; Ω Θεέ μου, μακάρι να ήταν ένα χαρτί, να το ’παιρνα στα χέρια μου, να το τσαλάκωνα και να το πετούσα στα σκουπίδια!» Νιώθω το στόμα μου τελείως ξερό και πιάνω το ποτήρι μου με το νερό. Πίνω μια μεγάλη γουλιά. Είναι πολύ άνοστο. «Να φανταστώ πως έγινε ό,τι έγινε επειδή στην πραγματικότητα δεν ήθελα να πέσω; Μα και πάλι…» Πίνω και το υπόλοιπο νερό, αδειάζοντας το ποτήρι. «Μα και πάλι γιατί εμένα; Δεν είμαι η μόνη. Γιατί, εδώ που τα λέμε, ποιος το θέλει στ’ αλήθεια; Ποιος το θέλει στ’ αλήθεια να πεθάνει; Αλλά δεν μου μιλάς», του λέω ξαφνικά με ένταση. «Ισμαήλ, δεν λες τίποτε. Δεν με βοηθάς…»
Και ακριβώς εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιώ πως θέλω να κλάψω. Επειδή δεν μου μιλάει. Επειδή έχω έναν άγγελο απέναντί μου που πίνει καφέ. Ή που κάνει ότι πίνει. Επειδή με έσωσε. Επειδή σώθηκα.
Και επειδή αυτό είναι καλό, καλό, είναι το πιο όμορφο πράγμα του κόσμου.
Και δεν θέλω μόνο. Κλαίω κιόλας. Κανονικά.
Γυρνώντας από τις τουαλέτες, αφού πλύθηκα —πρόσωπο, μάτια, χέρια, και μετά πάλι πρόσωπο— και αφού σκουπίστηκα σχολαστικά με χειροπετσέτες, τον βλέπω που κάτι λέει με τη σερβιτόρα. Και τότε καταλαβαίνω. Πληρώνει τους καφέδες μας. Με μετρητά που βγάζει από ένα λεπτό δερμάτινο πορτοφόλι.
«Τελειώσαμε;» του λέω καθώς κάθομαι, νιώθοντας πάλι τα μάτια μου έτοιμα να ξανατρέξουν.
Με κοιτάζει. Δεν μπορώ να εξιχνιάσω το ύφος του. Δεν μπορώ να καταλάβω τι κρύβεται πίσω από εκείνα τα μάτια με τα αστέρια μέσα τους.
«Πρέπει να φύγω», μου λέει καθώς η σερβιτόρα απομακρύνεται. «Και εσύ πρέπει να γυρίσεις στο σπίτι σου».
«Στο σπίτι μου…» επαναλαμβάνω μηχανικά. Και μετά: «Να φύγεις; Και να πας πού;» Το σκέφτομαι και ανατριχιάζω. «Στον…;» λέω και κοιτάζω προς τα πάνω, χωρίς να κουνήσω το κεφάλι. Συνωμοτικά.
Ο Ισμαήλ ακολουθεί το βλέμμα μου. Μετά με κοιτάζει πάλι.
«Πρέπει να φύγω», ξαναλέει. «Έχω δουλειές».
«Τι δουλειές», του λέω, σχεδόν χωρίς να τον ρωτάω, κι ενώ μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιώ πως τα λόγια του συνεχίζουν να σχηματίζονται απευθείας μέσα στο κεφάλι μου, τη στιγμή ακριβώς που βγαίνουν από το στόμα του. Αυτομάτως. Πρέπει να το συνηθίσω αυτό κάποια στιγμή. «Πες μου», του λέω.
Ανασηκώνει ελαφρά τους ώμους. Ίσα για να το καταλάβω. Πρέπει να είναι δυνατοί ώμοι.
«Πες μου», επαναλαμβάνω. Και μετά: «Σε παρακαλώ…»
Νομίζω πως αναστενάζει. Δεν έχω ξαναδεί άγγελο να αναστενάζει —κανείς μας δεν έχει ξαναδείάγγελο να αναστενάζει—, αλλά και πάλι οι άγγελοι είναι συμπονετικά πλάσματα, και λογικά θα αναστενάζουν συχνά. Ίσως και συνέχεια. Υπάρχουν πολλοί λόγοι, υποθέτω, για να το κάνουν.
«Θα πας στον ουρανό!» λέω τελικά, και σχεδόν φωνάζω. Αν υπήρχαν και άλλοι πελάτες σε εκείνο το αρχαίο καφέ, τώρα θα μας κοιτούσαν και θα κουνούσαν τα κεφάλια τους αναμεταξύ τους. Με κατανόηση.
Αλλά ευτυχώς είμαστε μόνοι εκεί.
«Είναι διάφορα πράγματα που πρέπει να τακτοποιήσω», μου λέει. «Διάφορα».
«Διάφορα», του λέω. «Μάλιστα».
«Ναι».
«Δεν θα πάω στο σπίτι μου», του λέω.
Πάει να πει κάτι, αλλά σταματάει. Το σκέφτεται.
«Δεν γίνεται να ξαναπάς εκεί πάνω», λέει τελικά.
«Στη γέφυρα; Σοβαρά; Και γιατί δεν γίνεται, παρακαλώ;»
«Ξέρεις γιατί».
Το σκέφτομαι.
«Επειδή με έσωσες την πρώτη φορά;»
Κουνάει το κεφάλι του, αν και δεν καταλαβαίνω αν το κουνάει σε κατάφαση ή όχι. Είναι ένα πολύ διφορούμενο κούνημα κεφαλής. Μικρό. Ανεπαίσθητο. Διφορούμενο.
«Ναι, αλλά δεν θα είσαι εκεί για να με σώσεις και τη δεύτερη».
«Δεν θα είμαι πια εκεί, όχι», λέει.
Το σκέφτομαι κι αυτό.
«Είναι τόσο καθοριστικό για το σύμπαν να μην πέσω από τη γέφυρα;» του λέω.
Δεν απαντά. Τα μάτια του κρύβουν μυστικά και λόγια που δεν σχηματίζονται στον αέρα.Μου έρχεται να γελάσω. Δεν γελάω τελικά.
«Όχι», λέω, «δεν είναι. Είμαι χλιαρή, ξέρεις».
«Παρακαλώ;»
«Μέτρια».
Το σκέφτεται. Αν και όχι όσο καλά θα έπρεπε.
«Και τι σχέση έχει αυτό;» λέει.
Θα προτιμούσα να πει, Δεν είσαι μέτρια, Μαίρη. Αλλά δεν το λέει. Και τότε σκέφτομαι πως δεν ξέρει το όνομά μου. Ή, έστω, πως δεν του συστήθηκα επισήμως. Μόνο εγώ ξέρω το δικό του.
«Με λένε Μαίρη», του λέω. Ξέρω πως δεν λέγαμε για τα ονόματά μας, αλλά δεν μπορώ να σταματήσω τον εαυτό μου.
Εκείνος με κοιτάζει.Κουνάει —ανεπαίσθητα— το κεφάλι.
«Χαίρω πολύ, Μαίρη. Και τώρα πρέπει να φύγω. Με συγχωρείς».
«Θα έρθω μαζί σου», του λέω.
Και, δεν ξέρω γιατί, αλλά συνειδητοποιώξαφνικά σαν από φώτιση και κάτι άλλο: πως ούτε η δικιά μου φωνή κάνει όλη εκείνη τη διαδρομή από τα χείλη μου μέχρι τα αυτιά του. Όχι. Πηγαίνει κατευθείαν στο κεφάλι του. Όπως και η δική του στο δικό μου.
Τι παράξενο.
Νομίζω πως, αν το θέλαμε, θα μπορούσαμε να μιλάμε χωρίς να ανοίγουμε καν τα στόματά μας. Όπως στα έργα. Τηλεπαθητικά. Κάπως έτσι.
Του χαμογελάω, στέλνοντάς του μία νοερή σκέψη. Δεν λαμβάνω κάποιου είδους νοερή απάντηση, οπότε σκύβω προς τα μπροστά και λέω πάλι:
«Θα έρθω μαζί σου. Είσαι ο φύλακας-άγγελός μου, δεν μπορείς να μουτο αρνηθείς».
«Και γιατί δεν μπορώ;»
Ανασηκώνω τους ώμους, παραμένοντας σκυφτή.
«Γιατί η ζωή μου εξαρτάται από σένα», του λέω. «Τώρα πια, είμαστε δεμένοι. Δεν γίνεται να με αφήσεις. Με φορτώθηκες».
«Σε φορτώθηκα».
«Ναι».
Μολονότι είμαι σίγουρη πως δεν το θέλει, πως του ξέφυγε, ρουφάει τη μύτη του·και μάλιστα κάπως νευρικά. Νευριάζουν άραγε οι άγγελοι; Ναι, μάλλον νευριάζουν. Και έχουν και εκείνα τα φλεγόμενα σπαθιά. Βασικά, νομίζω πως είναι κάτι σαν πολεμιστές.Κάτι σαν… ιππότες. Και φοράνε πανοπλίες κανονικά.
Ναι, αυτό είναι. Ιππότες.
«Κανείς ιππότης δεν αφήνει πίσω τη δεσποσύνη του», του λέω. Και αμέσως μετά: «Δεν εννοώ ότι είμαι μικρή. Είμαι τριάντα έξι. Έστω, τριάντα εφτά. Σχεδόν. Σε ένα μήνα. Τέλος πάντων, δεν εννοώ ότι είμαι δεσποινίς. Αλλά δεσποσύνη. Κι εσύ ιππότης. Άρα;»
Με κοιτάζει κάπως τρομαγμένος με εκείνα τα ουράνια, κοσμικά μάτια.
«Άρα;» λέει.
«Άρα», του λέω, μιλώντας του αργά, σαν να ’ταν αγόρι και εγώ η μαμά του, ή μια δασκάλα, ή μια υπομονετική φίλη έστω, «νομίζω πως είσαι υποχρεωμένος να με πάρεις μαζί σου. Γιατί στ’ αλήθεια δεν μπορώ να γυρίσω. Δεν γίνεται. Μου το απαγορεύει η Φωνή».
«Η φωνή;»
«Ναι. Θα σου πω στο αυτοκίνητο. Έχεις αυτοκίνητο, ναι;»
Κουνάει το κεφάλι του. Νομίζω πως αυτή τη φορά σημαίνει σίγουρα «ναι».
«Ωραία», λέω. «Εγώ θα σου πω για τη Φωνή, εκείνη την αυστηρή και βαριεστημένη, κι εσύ θα μου πεις τα δικά σου. Για τα τάγματα και για όλα αυτά».
«Για τα τάγματα».
«Ναι», του λέω. «Των αρχαγγέλων».
Αναστενάζει, ανεπαίσθητα μεν, αλλά με έναν τρόπο που μου δίνει να καταλάβω ότι τα κατάφερα. Ότι θα φύγουμε μαζί.
Γιατί είναι ο φύλακάς μου.
Ο φύλακας-άγγελός μου.
«Γεια σου», μου λέει τότε, και σηκώνεται απότομα και απροειδοποίητα.
Πριν καταλάβω καλά-καλά τι συμβαίνει, έχει ήδη απομακρυνθεί και έχει βγει από εκείνο το αρχαίο καφέ-μπαρ.
Και είμαι πάλι μόνη. Εγώ, και η Αυστηρή, Βαριεστημένη Φωνή. Που βαριέται τόσο πια, γι’ αυτό και δεν την ακούω άλλο.
Θα σε πετάξω, σκέφτομαι. Θα σε τσαλακώσω σαν χαρτί και θα σε πετάξω στα σκουπίδια.
Είμαι σίγουρη πως έχουμε πληρώσει τους καφέδες μας, καθώς τον είχα δει να το κάνει, και έτσι δεν καθυστερώ περισσότερο ψάχνοντας να βρω την κοπελίτσα που μας σέρβιρε. Δεν έχω καν τον χρόνο να τη χαιρετήσω. Γιατί έχω χρήματα: δεν έδωσα ποτέ τον γεμάτο φάκελο στον πρώτο φτωχό που θα έβλεπα, όπως υποτίθεται ότι ήταν το αρχικό μου σχέδιο. Μα ποιο σχέδιο; Δεν υπάρχει σχέδιο πια. Πρέπει να αυτοσχεδιάσω. Δεν υπάρχουν σχέδια πια. Και σίγουρα όχι αρχικά. Τώρα όλα αλλάζουν. Άλλαξαν. Αρπάζω το μπάκπακ μου και τρέχω κατευθείαν ξοπίσω του.
Ξέρω πως δεν είναι σωστό. Δεν είναι πρέπον. Ξέρω πως ποτέ στη ζωή μου δεν θα έκανα κανονικά κάτι τέτοιο. Με τίποτε. Ποτέ. Αλλά τώρα δεν είναι τίποτε κανονικό. Τώρα όλα είναι αλλιώς.
Και θα είναι για πάντα αλλιώς.
Έξω έχει βγάλει ζέστη. Όχι πολλή, αλλά αρκετή. Δεν κοίταξα την πρόβλεψη του καιρού, γιατί…
Είναι γνωστό γιατί.
Μα δεν έχω χρόνο για μεμψιμοιρίες. Πού είναι; Πού; Πού;Δεν τον βλέπω πουθενά.
Και τότε σκέφτομαι κάτι τρομακτικό. Σαν άγγελος, μπορεί να πετά. Βασικά, μπορεί να κάνει οτιδήποτε. Να διακτινίζεται, ας πούμε. Όπως στα έργα. Να βρίσκεται όπου θέλει, όποτε το θέλει. Δεν χρειάζεται να περπατά σαν όλους εμάς πάνω στα στενά πεζοδρόμια και να…
Θεέ μου, νά τος.
Έχει περάσει απέναντι και προχωρά στο πεζοδρόμιο. Δεν έχει διακτινιστεί. Δεν πέταξε. Είναι εκεί.
Θεέ μου, είναι εκεί.
Βλέπω δεξιά και αριστερά τον δρόμο και αποφασίζω να μην πάω από τις διαβάσεις. Πριν από λίγη ώρα πέθανα, ή έστω το προσπάθησα, και για λίγο ας μου επιτραπεί να μη νοιάζομαι και πολύ για τις συμβάσεις. Έτσι κι αλλιώς,όλα τα οχήματα είναι ακόμα ακινητοποιημένα —πρέπει να έχει γίνει πράγματι κάποιο ατύχημα· ή να γίνεται κάποια πορεία, ή μια διαδήλωσε— και δεν κινδυνεύω να με χτυπήσουν.
Αυτό ακούγεται κάπως ανόητο, το ξέρω. Ή και ειρωνικό.
Δεν κινδυνεύω να με χτυπήσουν.
Δεν με νοιάζει.
Περνάω απέναντι κάνοντας ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα από τα οχήματα. Νιώθω επάνω μου τα βλέμματα των οδηγών και, για να εξομολογηθώ την αμαρτία μου, δεν δίνω την παραμικρή σημασία. Ας κοιτάζουν όσο θέλουν και ας σκέφτονται ό,τι τούς κάνει κέφι. Έχω άλλες προτεραιότητες τώρα.
Να προλάβω έναν άγγελο.
Τον δικό μου άγγελο.
Και, πρώτα-πρώτα, να τον βρω πάλι. Γιατί έχει χαθεί ξανά μέσα στους περαστικούς. Ξεφυσάω και αρχίζω να τρέχω πάλι με ζιγκ-ζαγκ, ανάμεσα από τον κόσμο αυτή τη φορά. Ανάμεσα από τους περαστικούς, όλους αυτούς τους ανθρώπους που πηγαίνουν στις δουλειές τους. Τα βλέμματα τώρα είναι περισσότερα, και περισσότερο αυστηρά.
Και δεν με νοιάζει. Ούτε αυτό, ούτε τίποτα.Ας λένε ό,τι θέλουν. Ας με κοιτούν όσο δυσαρεστημένα τούς κάνει κέφι.Έχω μια αποστολή. Να…
Νά τος!
Τον βλέπω να στρίβει στη γωνία, όχι περισσότερα από δυο-τρεις δεκάδες βήματα μπροστά μου. Είναι ψηλός και ξεχωρίζει. Και έχει αυτό το κάπως περίεργο παράστημα. Περπατά πολύ ίσια. Μονοκόμματα. Δεν σκύβει καθόλου. Σαν… σαν να κρύβει κάτι κάτω από το κοστούμι του.
Ένα ζευγάρι λαμπερά φτερά.
Ξεφυσάω ακόμη πιο δυνατά αυτή τη φορά και συνεχίζω το τρέξιμο, ενώ τα παπούτσια μου με χτυπάνε σαν να με μισούν.Αλλά δεν με νοιάζει, λυπάμαι. Ας με χτυπάνε όσο θέλουν.Όσο τούς κάνει κέφι.Έχω άλλες προτεραιότητες τώρα.
Α, ναι, έχω μια αποστολή.
Έχω μια αποστολή και τη φέρνω εις πέρας γιατί έτσι έχω μάθει να κάνω στη ζωή μου. Είπαμε ότι είμαι μέτρια, και χλιαρή. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν τα καταφέρνω να πετυχαίνω τους στόχους μου. Ίσα-ίσα που για να τους πετυχαίνεις μπορεί να πρέπει να είσαι κάπως σαν εμένα. Γιατί αλλιώς —όλοι τα ξέρουν αυτά— σε τυραννάει πολύ ο εαυτός σου και χάνεις τη συγκέντρωσή σου. Νοιάζεσαι για σένα τόσο πολύ που αποδυναμώνεσαι. Εγώ δεν νοιάστηκα ποτέ για μένα. Όχι ουσιαστικά. Και δεν είχα ποτέ τον χρόνο να το κάνω, φυσικά. Έπρεπε να τρέχω συνέχεια, με την ανάσα μου πιασμένη, κάθιδρη, και με το ρολόι να δείχνει πάντα παρά πέντε. Παρά πέντε δευτερόλεπτα. Εμείς οι μέτριοι, οι χλιαροί, ξέρουμε πως δεν θα μας δοθούν άλλα περιθώρια ή βοήθειες. Πρέπει να τρέξουμε. Όχι μόνο για τους άλλους. Όχι αυτό. Αλλά και για μας. Για οτιδήποτε. Πρέπει να τρέχουμε γιατί είμαστε έτσι φτιαγμένοι. Μέτριοι. Χλιαροί. Κυνηγιόμαστε από τη ζωή, και τρέχουμε για να της ξεφύγουμε.
Οπότε τρέχω. Τρέχω. Και τον πετυχαίνω στο υπαίθριο πάρκινγκ, την ώρα που πηγαίνει να πάρει το αυτοκίνητό του.
Φυσικά και θα τον πετύχαινα. Τον άγγελο.
Τον άγγελό μου.
«Ήρθα», του λέω, και είμαι ολότελα λαχανιασμένη. Και μούσκεμα, πια, στον ιδρώτα. Αλλά χαμογελάω κιόλας. Έχω κερδίσει μια μικρή νίκη. Μπορείς να με πεις έως και ευτυχισμένη.
Ο Ισμαήλ με κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια. Μέσα τους, εκείνα τα αστέρια που πετούν στις παράξενες τροχιές τους μοιάζουν να αναριγούν.
«Μαίρη», λέει.
Εγώ είμαι αυτή.
«Ναι», του λέω. «Θα με πάρεις μαζί σου».
«Είναι διάφορα πράγματα που πρέπει να τακτοποιήσω», μου λέει. Μου το έχει ξαναπεί αυτό.
«Το ξέρω», του λέω. «Έχεις μια αποστολή. Ή και πολλές. Τα ξέρω αυτά, τα ξέρω όλα. Αλλά δεν θα σου είμαι βάρος, αλήθεια σού λέω. Μπορεί και να βοηθήσω κιόλας σε κάτι. Ποτέ δεν ξέρεις». Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά καθώς τα λέω όλα αυτά. Βρίσκομαι μπροστά σε μία καταστροφή· ή σε ένα θαύμα.
Ο Ισμαήλ με κοιτάζει. Φουσκώνει το στήθος του και αναστενάζει. Έπειτα στρέφει το βλέμμα κάπου προς τα δεξιά. Γυρίζω κι εγώ προς τα εκεί. Ανάμεσα από τα άλλα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, τα κανονικά, βλέπω ένα σκούρο κάμπριο. Ένα ανοιχτό αυτοκίνητο. Και εμφανώς παλιό —τέτοια έφτιαχναν πολύ πριν γεννηθώ εγώ—, αλλά, από την άλλη, σαν καινούργιο: είναι γυαλισμένο απ’ άκρη σ’ άκρη, από όσο μπορώ να δω, και αστράφτει κάτω από τον ήλιο, που το στεφανώνει με μία κυματιστή άλω. Ένας ενισχυμένος προφυλακτήρας ξεχωρίζει μπροστά του. Είναι ένα δυνατό όχημα. Πολύ δυνατό. Σαν καρχαρίας· σαν κάτι που δεν μπορεί να έχει κυνηγούς. Είναι στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας και, κατά κάποιον άμεσο τρόπο, κινηματογραφικό. Μάλιστα.
Σκέφτομαι ότι του ταιριάζει. Αν και θα του ταίριαζαν τα πάντα, οτιδήποτε θα είχε ένα ορισμένο στιλ.
Λοιπόν; του λέω με ένα νεύμα.
Ο Ισμαήλ επιλέγει να μη μου απαντήσει. Με κοιτάζει απλώς. Έπειτα γυρίζει ξαφνικά και πάει προς το κάμπριο, με εκείνο το καμαρωτό περπάτημά του. Αυτό που του κρύβει τα διπλωμένα φτερά. Όσο το πλησιάζουμε, γιατί φυσικά τον ακολουθώ κατά πόδας, το αυτοκίνητό του μοιάζει ακόμη πιο παλιό, ακόμη πιο δυνατό και ακόμη πιο κινηματογραφικό. Ξεχωρίζει εύκολα ανάμεσα από όλα τα άλλα, όπως θα ξεχώριζε αν είχε πέσει ξαφνικά από τον ουρανό. Δυστυχώς δεν καταλαβαίνω τι μάρκα είναι, καθώς δεν ξέρω από αυτοκίνητα — δεν έχω ιδέα, ξέρω μόνο να τα οδηγώ επειδή έμαθα κάποτε παλιά, μικρή. Αλλά Θεέ μου, μου αρέσει τρομερά. Και δεν είναι μαύρο τελικά, αλλά στο χρώμα του γραφίτη. Ή μπλε· ναι, μάλλον μπλε. Αλλά μια βιομηχανική και παράλληλη εξωτική απόχρωση που αλλάζει συνέχεια, ανάλογα με το σημείο από όπου το κοιτάς.
Έπειτα φτάνουμε, εκείνος ανοίγει την πόρτα, κάθεται στη σκούρα γκρι θέση του οδηγού και βάζει μπρος.
Και αυτό.
Τίποτε άλλο.
Εκείνος ο αδυσώπητος, επικίνδυνος μπλε καρχαρίας μουγκρίζει, αλλά δεν κινείται.
Χαμογελάω, γιατί ξέρω ότι αυτό το τίποτε άλλο δεν είναι παρά μια πρόσκληση, μια ανοιχτή, άμεση πρόσκληση τυπωμένη σε πολυτελές χαρτί με το ανάγλυφο οικόσημό του επάνω της, για να τον ακολουθήσω εκεί όπου έχει να πάει. Το ξέρω, είναι φως φανάρι:είναι μια πρόσκληση με το όνομά μου γραμμένο με κομψά, καθαρά γράμματα στη θέση που πρέπει, και στον πολυτελή της φάκελο. Μια πρόσκληση.
Με την ανάσα μου πιασμένη, τρέχω για ν’ ανοίξω την πόρτα του συνοδηγού. Μάλιστα, το προτιμώ που έγινε έτσι: που δεν μου άνοιξε την πόρτα για να καθίσω, εννοώ. Έπρεπε να το αποφασίσω εγώ, μόνη μου, και εμπράκτως. Το ξέρω αυτό. Ξέρω πολλά πια. Το κεφάλι μου είναι μια παιδική χαρά νεογέννητων γνώσεων. Και πουθενά ανάμεσά τους δεν μπορώ να ξεχωρίσω την Αυστηρή, Βαριεστημένη Φωνή. Αν και ξέρω πως φυσικά δεν μπορεί να έφυγε: απλώς λουφάζει, σαν χορτασμένη ύαινα.
Βγάζω το μπάκπακ μου, το πετάω στα πίσω καθίσματα, μπαίνω μέσα και, κλείνοντας την πόρτα, κάθομαι δίπλα του, στην απίθανα αναπαυτική δερμάτινη θέση, νιώθοντας μια πελώρια, πελώρια ανακούφιση. Σχεδόν σαν να με έσωσαν ξανά καθώς πήγαινα να πέσω από μια γέφυρα. Για δεύτερη φορά. Και για πάντα. Δεν γυρίζω να τον κοιτάξω. Βλέπω κατευθείαν το ψηλό παρμπρίζ, που μας προστατεύει από τον άνεμο έτσι όπως ορθώνεται μπροστά μας γερμένο λοξά προς τα πίσω, αεροδυναμικά, με μία γωνία περίπου σαράντα πέντε μοιρών. Είναι κι αυτό πεντακάθαρο, χωρίς κολλημένα έντομα επάνω του, στάμπες και γρατζουνιές.
Όλα είναι καθαρά, όλα είναι διαυγή — όλα είναι… κινηματογραφικά. Ζω μέσα σε ένα φιλμ.
Όλα.
Εγώ, που δεν έχω μείνει κάτω από τη γέφυρα.
Ο Ισμαήλ, που με εκείνα τα αγγελικά του χέρια βάζει πρώτη χρησιμοποιώντας τον λεβιέ ταχυτήτων που είναι δίπλα στο μεγάλο,επίσης σκούρο γκρι τιμόνι.
Και το μεγάλο, δυνατό όχημα, εκείνος ο αρχαίος καρχαρίας,που ξεκινά με ένα βαθύ, αρρενωπό μουρμουρητό.
Φύγαμε. Action.
Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
«Η σύγχρονη σκηνή του χορού στην Ελλάδα είναι εφτάψυχη και παραμένει ολοζώντανη»
Επιμελήθηκε μεγάλο μέρος του έργου του πατέρα του και εξάπλωσε το σύμπαν της Μέσης Γης
Ένα βιβλίο μυστηρίου για ένα κορίτσι που μεγαλώνει προσπαθώντας ν’ ανακαλύψει τον εαυτό του, αλλά και το κατά πόσο ο Αμερικανός πατέρας του ήταν μπλεγμένος με την Απριλιανή χούντα
Μιλήσαμε για το νέο του βιβλίο, ένα μυθιστόρημα για τη μονίμως φευγαλέα αίσθηση της μητέρας του, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο η μνήμη πλάθει την προσωπική ιστορία
Νέες και κλασικές συγγραφικές κυκλοφορίες από τις Εκδόσεις Ψυχογιός
Μια συζήτηση για το νέο της βιβλίο «Χωλ»
Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 20 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος
Η ζωή και το έργο του πρώτου αληθινού, συνειδητού Ευρωπαίου από τον πιο πολυμεταφρασμένο συγγραφέα του γερμανόφωνου κόσμου
Ένα ξεχωριστό crime novel, όπου ο συγγραφέας είναι συνάμα και χαρακτήρας του έργου
Ο ροκ σταρ του αστυνομικού συνάντησε για πρώτη φορά το κοινό της Θεσσαλονίκης σε μια εκδήλωση που συντόνισε η Athens Voice
Μέσα από τη συγκινητική, την αστεία, την τρυφερή και την γκρίζα πλευρά της ζωής, καθένας απ’ αυτούς θα κληθεί να δώσει τη δική του απάντηση
Η εμμονή με τους φόνους των Clutter και η επανάσταση στο είδος του True Crime
Πιο τραγικές, φρικτές ιστορίες, είναι δύσκολο να ανακαλύψει κανείς σκαλίζοντας την Ιστορία
Η συνολική καταγραφή της καλλιτεχνικής πορείας μιας από τις σημαντικότερες φωνές του σύγχρονου θεάτρου από την Κάπα Εκδοτική
Ένα ψυχολογικό θρίλερ που συνδυάζει το σασπένς με τη δύναμη της προσωπικής απελευθέρωσης
Μια επιλογή διηγημάτων που ισορροπούν ανάμεσα στο μυστηριώδες, το τρομακτικό, το φιλοσοφικό και το υπαρξιακό
Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 19 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο
Απονεμήθηκαν τα περίβλεπτα λογοτεχνικά βραβεία - Οι δηλώσεις της νικήτριας
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.