- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Ακυρώνω το εισιτήριό μου —έχω πάντα έναν ενδόμυχο τρομερό φόβο για τους ελεγκτές, από μικρή, νομίζω ότι μια μέρα θα γίνω ρεζίλι επειδή ξέχασα να ακυρώσω το εισιτήριο ή δεν αγόρασα εισιτήριο ή άφησα στην άλλη μου τσάντα την κάρτα απεριορίστων διαδρομών· αν και μηδαμινή σημασία έχει πια αυτός ο χαζούλης φόβος, ναι, το ξέρω, δεν θα υπάρξει αυτή η μια μέρα, τη γλίτωσα άρα— και κάθομαι σε μία μονή θέση και βλέπω την κίνηση έξω, στον δρόμο, και παραδέχομαι ότι η κίνηση είναι ωραία.
Α, ναι, είναι ωραία.
Όλα αυτά τα αυτοκίνητα, όλο αυτό το σφρίγος της ζωής, η διάθεση να προχωρήσουμε και να πάμε μπροστά. Κι ας μην προχωράμε όσο γρήγορα θέλουμε. Δεν είναι εύκολο να προχωράς. Τίποτε δεν είναι εύκολο. Εύκολο είναι ίσως μόνο να κάθεσαι σε μια καρέκλα και να μην κάνεις τίποτε. Αν σηκωθείς, αν θέλεις να περπατήσεις, ακόμη και το κάθε σου βήμα είναι δύσκολο. Τίποτε δεν είναι εύκολο. Όλη η ζωή είναι δύσκολη. Και ωραία.
Και η κίνηση είναι ωραία. Και το μποτιλιάρισμα είναι ωραίο. Και οι οδηγοί, άντρες και γυναίκες, όσο μπορώ να τους δω μέσα από το τζάμι του λεωφορείου μου.
Ο λυρικός συναισθηματισμός μου με πνίγει.
Κοιτάζω το κινητό μου. Είναι 09:44.
Αγχώνομαι λίγο και ολυρικός συναισθηματισμός μου υποχωρεί σαν άμπωτη.
Κι αν κολλήσουμε εδώ; Το λεωφορείο έχει προχωρήσει είκοσι μέτρα το τελευταίο ένα-ενάμισι λεπτό. Το πολύ. Έτσι θα πάμε;
Αναθεωρώ προς στιγμήν την άποψή μου περί ωραίου μποτιλιαρίσματος. Δεν είναι ωραίο το μποτιλιάρισμα. Δεν υπάρχει τίποτε όμορφο στην κίνηση στους δρόμους. Βασικά, δεν υπάρχει κίνησηεδώ. Δεν πάμε πουθενά. Δεν γίνεται δουλειά.
Προσπαθώ να δω πιο μπροστά, κολλώντας το μάγουλό μου στο τζάμι. Δεν τα καταφέρνω.
Κάνω νοερά υπολογισμούς, βοηθώντας και με τα δάχτυλα.
Όχι, τα μπερδεύω.
Τους πιάνω πάλι από την αρχή. Εφτά στάσεις, δύο χιλιόμετρα και πεντακόσια πενήντα μέτρα… είκοσι μέτρα το λεπτό…
Όχι, δεν μπορεί. Θα…
Ξεκινήσαμε. Όχι με την προβλεπόμενη ταχύτητα, αλλά ξεκινήσαμε μια φορά.
Θεέ μου…
Δεν το είχα υπολογίσει σωστά όλο αυτό. Έπρεπε να έφευγα νωρίτερα από το σπίτι μου. Είχα υπολογίσει την κίνηση, αλλά μία φυσιολογική κίνηση, όχι αυτό.
Τι μπορεί να συνέβη; Μήπως έγινε κάποιο ατύχημα;
Σηκώνομαι για να ρωτήσω τον οδηγό. Την τελευταία στιγμή, και ενώ τον έχω φτάσει, το μετανιώνω, ντρέπομαι, κάνω γρήγορα μεταβολή και κάθομαι σε μία άλλη καρέκλα, ακριβώς από πίσω του. Ίσως τον ρωτήσω σε λίγο. Ίσως πάλι και όχι. Ντρέπομαι περισσότερο από όσο θα ντρεπόμουν μια άλλη μέρα — έχω κατακοκκινίσει. Νομίζω πως όλοι με παρατηρούν εξεταστικά. Ή μάλλον, δεν το νομίζω· πράγματι τα βλέμματα όλων των υπόλοιπων επιβατών είναι στραμμένα επάνω μου. Γιατί άραγε; Είμαι πολύ βαμμένη; Έχω ντυθεί πολύ βαριά για πρωί Αυγούστου;
Κοιτάζω πάλι το κινητό μου, αγχωμένη. Είναι 09:45.
Τι έγινε; Κόλλησε κι αυτό; Χάλασε; Πάει αργά; Τι;
Ξεφυσάω και προσπαθώ πάλι να κοιτάξω μπροστά μας, μέσα από το παρμπρίζ αυτή τη φορά.
Αδύνατον. Ένα ψηλό όχημα, ένα βαν, αλλά ψηλότερο από τα συνηθισμένα βαν, ένα τεράστιο βαν, μου κρύβει το μεγαλύτερο μέρος του δρόμου. Και όλα, όλα γύρω του και γύρω μας είναι ξανά σταματημένα. Όλα. Το καθετί. Μαρμάρωσαν.
Θα αργήσω.
Θεέ μου, δεν είναι δυνατόν! Δεν το πιστεύω.
Είναι σχεδόν αστείο. Όχι: είναι αδιανόητα αστείο. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Και το στομάχι μου. Φοβάμαι ότι το στομάχι μου θα φουσκώσει, θα πρηστεί και θα σκάσει. Και, εντελώς ξαφνικά, αρχίζει να με πιέζει η κύστη μου. Δεν το πιστεύω. Αυτό μάς έλειπε τώρα.
Κάνω πάλι τους υπολογισμούς μου. Πέντε στάσεις, δύο χιλιόμετρα και κάτι μέτρα… Αν περπατάω χίλια μέτρα τα δέκα λεπτά…
«Στάση!» φωνάζω. «Στάση».
Βρισκόμαστε λίγα μέτρα πριν από την επόμενη στάση, και ο οδηγός κάνει ότι δεν με ακούει.
«Στάση, παρακαλώ», του λέω. «Ανοίξτε…»
Όχι. Δεν ανοίγει. Δεν θα ανοίξει την πόρτα έτσι και δεν φτάσουμε ακριβώς στη στάση. Μα, μπορεί να μη φτάσουμε ποτέ. Ποτέ! Πηγαίνουμε σημειωτόν.
Η κύστη μου.
«Σας παρακαλώ, πρέπει να κατέβω…»
Με ένα ξεφύσημα, που μοιάζει να βγαίνει από το στόμα του παρά από τον μηχανισμό, η πόρτα ανοίγει.Δεν το πιστεύω. Νομίζω πως έγινε θαύμα. Ο οδηγός με λυπήθηκε. Θέλω να του πω, Είστε πολύ καλός άνθρωπος, να σας έχει ο Θεός καλά, αλλά δεν του το λέω, γιατί είμαι πια στον δρόμο, στο πεζοδρόμιο, έξω, με το κινητό στο χέρι για να βλέπω την ώρα.
Είναι 09:50.
Λέει 09:50.
Είμαι πια σχεδόν σίγουρη ότι το κινητό μου πάει αργά. Ότι χάλασε. Ότι με κοροϊδεύει. Ότι παίζει με τα νεύρα μου. Ότι κόλλησε κι αυτό στην αναθεματισμένη κίνηση.
Δύο χιλιόμετρα. Είκοσι λεπτά με τα πόδια. Θα είμαι στην ώρα μου. Τέλεια, τέλεια, τέλεια!
Μια χαρά. Ένα κι ένα κάνουν δύο. Έτσι δεν είναι;
Ναι, έτσι είναι.
Αλλά… Αλλά αν κάνω λάθος; Αν οι υπολογισμοί, οι δικοί μου και όλων των άλλων, έχουν γίνει μετρώντας το περπάτημα με αθλητικά παπούτσια;Τα δικά μου δεν είναι αθλητικά. Έχουν αυτό το τακουνάκι. Που δεν παίζει ρόλο βέβαια, ή τέλος πάντων όχι κανέναν σοβαρό ρόλο —δεν είναι ψηλό τακούνι, είναι μια σταλιά—, αλλάαυτά τα παπούτσια μού είναι στενά καιμε πονάνε.
Θα αργήσω. Ακόμη και με τα πόδια, θα αργήσω. Θα αργήσω στο μόνο πράγμα που μου έμεινε να κάνω στο υπόλοιπο της ζωής μου, και που μου έχουν πει να κάνω· μου το έχουν πει κατηγορηματικά: εκείνη η Αυστηρή, Βαριεστημένη Φωνή:
«Από τη γέφυρα. Στις 10:10 ακριβώς».
Αν είναι ποτέ δυνατόν. Όλα θα πάνε στράφι. Όλα θα καταστραφούν.Εξαιτίας της ανεξήγητης κίνησης, και εξαιτίας των παπουτσιών μου που με χτυπάνε.
Με χτυπάνε πολύ.
Και η κύστη μου… Ω Θεέ μου, η κύστη μου με πεθαίνει.
Δεν θα προλάβω.
Και θα γίνω και ρεζίλι.
Κοιτάζω δεξιά μου·ένα μαγαζί που πουλάει πρόχειρο φαγητό. Στρίβω χωρίς δεύτερη σκέψη, και μπαίνω μέσα. Κοντοστέκομαι μόνο για ένα δευτερόλεπτο δίπλα στη βιτρίνα με τα δεκάδες είδη για τοστ, αλλά χωρίς να τα κοιτάζω. Βλέπω στο βάθος την πόρτα προς τις τουαλέτες.
«Τι θα θέλατε;» με ρωτάει ο νεαρός υπάλληλος.
«Ένα τοστ», του απαντώ.
«Τι να σας βάλω στο τοστάκι;» με ρωτά πάλι.
Δεν απαντώ, γιατί έχω την προσοχή μου συγκεντρωμένη αλλού. Κάνω μόνο ένα νόημα με τα δάχτυλα στον αέρα, κάτι που μάλλον σημαίνει, Βάλε ό,τι θες, τι με νοιάζει εμένα; Ξέρω πως είναι γελοίο και δεν μου περιποιεί καμία τιμή, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.
Τι ανακούφιση. Τι ανακούφιση…
Πρόλαβα μια στιγμή πριν την καταστροφή.
Όταν βγαίνω, σκουπίζοντας ακόμη τα χέρια μου με ένα μεγάλο, διπλό, απορροφητικό χαρτί, πηγαίνω να πληρώσω ξέροντας ότι τα μάγουλά μου κατακόκκινα.
«Τρία ογδόντα», μου λέει. «Έβαλα…»
«Τέλεια», του λέω, αφήνω ένα χαρτονόμισμα που θα έφτανε για πέντε τοστ, παίρνω το πακέτο μου και βγαίνω έξω σαν σίφουνας. Δεν θα ξαναπεράσω μπροστά από αυτό το μαγαζί, ποτέ.
Όχι ότι θα ξαναπεράσω μπροστά από οποιοδήποτε άλλο, βέβαια, αλλά είμαι ευτυχής που αν μη τι άλλο δεν θα ξαναπεράσω μπροστά από το συγκεκριμένο. Δεν θέλω και δεν πρέπει να ξαναδώ ποτέ ξανά στη ζωή μου αυτόν τον νεαρό και τα τοστ του, όσο καλά και να είναι.
Στο μεταξύ, μου έχουν μείνει δεκαπέντε λεπτά όλα κι όλα. Είδα το ρολόι του κινητού μου βγαίνοντας από τις τουαλέτες: 09:55. Ωστόσο η απόσταση δεν μειώθηκε.
Οπότε, δεν μου μένει άλλη λύση αν θέλω να είμαι στην ώρα μου εκεί που πρέπει να πάω: δεν μου μένει άλλο από το να τρέξω. Και να τρέξω κανονικά, όπως όταν τρέχουμε για να προλάβουμε το λεωφορείο, όταν σε κυνηγάνε ζόμπι, τέτοια πράγματα.
Πετάω το τοστ σε ένα καλάθι σκουπιδιών ζητώντας συγγνώμη από το σύμπαν για τη σπατάλη και ελπίζοντας, με μιαν άκρη του μυαλού μου, να το βρει εγκαίρως κάποιος από αυτούς που ψάχνουν στα σκουπίδια για μισοφαγωμένα τοστ: αυτό εδώ δεν είναι καν μισοφαγωμένο, είναι ολόκληρο.
Το πετάω — και αρχίζω να τρέχω.
Μόνο που δεν είναι εύκολο να τρέχεις όταν δεν τρέχεις για να τρέξεις, σε ένα πάρκο ας πούμε, αλλά τρέχεις για να προλάβεις κάτι που δεν είναι το λεωφορείο σου. Δεν είναι εύκολο υπό όλες τις συνθήκες. Και σίγουρα όχι υπό αυτές τις συνθήκες.
Προφανώς και, αν βιάζεσαι να πας εκεί που πρέπει να πας, το τρέξιμο είναι ο μόνος τρόπος, καμιά φορά. Όπως αποδείχτηκε μόλις. Ναι. Σαφώς. Δεν λέω αυτό. Άλλο λέω: πως δεν είναι εύκολο.
Δεν είναι καθόλου εύκολο.
Υπάρχουν άνθρωποι γύρω σου, υπάρχουν εμπόδια, υπάρχουν στροφές που δεν θυμάσαι αν πρέπει να πάρεις, υπάρχουν διαβάσεις και φανάρια και αυτοκίνητα, υπάρχουν βλέμματα περιέργειας και αποτροπιασμού, υπάρχουν καροτσάκια με μωρά και παιδάκια με σκέιτ και πατίνια, υπάρχουν περίεργοι, αλλόκοτοι τύποι που χαζεύουν τις βιτρίνες, υπάρχουν οικογένειες που προχωρούν απλωμένες σε όλο το πεζοδρόμιο σαν γαϊτανάκι, υπάρχουν περίπτερα και πλανόδιοι μικροπωλητές που πιάνουν επίσης όλο το πεζοδρόμιο, υπάρχουν, υπάρχουν, υπάρχουν.
Επίσης, το μπάκπακ σου με το μεγάλο μαντίλι που είναι δεμένο από το ένα λουρί του παλαντζάρει και σε χτυπάει στην πλάτη σε κάθε σου βήμα. Και βέβαια τα παπούτσια σου με τα κόκκινα συρματάκια δεν φτιάχτηκαν γι’ αυτό το πράγμα. Δεν φτιάχτηκαν για να τρέχουν. Και,για αντίποινα στη δοκιμασία που τα υποβάλλεις, σε χτυπάνε που περισσότερο από ό,τι σε πονούσαν όταν δεν έτρεχες, και σε πονάνε και γεμίζουν φουσκάλες τα δάχτυλα και τις φτέρνες σου. Σε τυραννάνε.
Τίποτε δεν είναι εύκολο, όλη η ζωή είναι μια ανηφόρα που πρέπει να την ανεβείς με στενά παπούτσια. Τα πιο στενά του κόσμου. Τα πιο στενά της ζωής σου.
Είναι γνωστά αυτά τα πράγματα. Κι ας είναι μελό.
Κινδυνεύοντας να πέσω και να τσακιστώ, κοιτάω το κινητό μου ενώ εξακολουθώ να τρέχω. Αν και δεν το λες τρέξιμο ακριβώς. Το λες απεγνωσμένη μετακίνηση. Έχω κουραστεί, και πλέον κάνω απλώς κάπως μεγάλα και κάπως βιαστικά βήματα, και κάπως πεταχτά τέλος πάντων, ελπίζοντας πως όλο αυτό αντιστοιχεί σε κάτι που θα μπορούσε να εκληφθεί σαν τρέξιμο και να έχει ένα κάπως σχετικό, συμπαθητικό αποτέλεσμα. Αλλά και τι άλλο να κάνω δηλαδή;
Όμως παρ’ όλα αυτά το λοξό κοίταγμα του κινητού είναι επικίνδυνη υπόθεση. Ίσως όχι τόσο επειδή μπορεί να πέσω και να τσακιστώ, αλλά επειδή μπορεί να πέσω πάνω σε κανέναν αθώο περαστικό και να τον πατήσω. Ειλικρινά, το τελευταίο πράγμα που θέλω να είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω στη ζωή μου είναι να ξενυχιάσω κάποιον.Όχι τόσο από ντροπή, αλλά γιατί δεν μου περισσεύει δευτερόλεπτο για συγγνώμες.
Έτσι, παίρνω τα μάτια μου από την οθόνη του κινητού αμέσως μόλις το βλέμμα μου πέφτει επάνω στα τέσσερα ψηφία.
Οπότε δεν συγκρατώ την ώρα.
Ξανακοιτάω για άλλη μία φορά. Πού θα μου πάει, θα μάθω.
Και νά το: 10:05.
10:05; Α, τέλεια.
Μου μένουν άλλα πέντε λεπτά.
Τι ωραίο να ξοδεύεις τα τελευταία σου λεπτά τρέχοντας —ή περίπου— και αγκομαχώντας να φτάσεις στη Γέφυρα.
Λοιπόν, την αγαπώ αυτή τη Γέφυρα. Δεν έχω ιδέα για ποιον ακριβώς λόγο. Απλώς είναι κάποια τοπόσημα στις πόλεις που καταλαμβάνουν μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά σου. Δεν είναι απαραίτητο να πρόκειται για πύργους, για μνημεία, για μοντέρνα αγάλματα ή για αρχαιότητες. Ούτε για σπουδαία σύγχρονα αρχιτεκτονήματα, ή για γραφικές συνοικίες. Καμιά φορά, αγαπάς κομμάτια της πόλης γιατί… γιατί έτσι. Ίσως επειδή έτυχε να περάσεις, ας πούμε, από κοντά τους μια νύχτα που όλα ήταν τέλεια. Και γεμάτα υποσχέσεις. Κι εσύ όμορφη.
Δεν ξέρω.
Μπορεί.
Εν πάση περιπτώσει.
Νά τη και τώρα μπροστά μου. Η Γέφυρα. Τα σκαλάκια που οδηγούν στο τόξο της —που δεν είναι ακριβώς τόξο, εδώ που τα λέμε, αλλά ένας ίσιος δρόμος από τσιμέντο— βρίσκονται στα δεξιά μου, κάπου πενήντα βήματα όλα κι όλα από εδώ.
Και έχω άλλα…
Κοιτάω πάλι το κινητό μου: 10:06.
Και έχω άλλα τέσσερα λεπτά.
Ή τρία, αν σκεφτούμε ότι θα χρειαστώ και άλλο ένα για να μου ξεπιαστεί η ανάσα. Κανείς δεν κάνει με πιασμένη την ανάσα, ή έστω δεν θα έπρεπε να κάνει, αυτό που θα κάνω εγώ.
Παρ’ όλα αυτά όμως: τρία λεπτά ακόμη είναι αρκετά. Είναι υπεραρκετά. Είναι μια ζωή. Μου φτάνουν.
10:07. Ανεβαίνω τα σκαλάκια. Μοιάζουν με έλικα. Λαχανιάζω.
10:08. Θεέ μου, είμαι πτώμα. Και, κάτι χειρότερο: ιδρωμένη. Κανείς πρέπει να είναι ιδρωμένος μόνο όταν υπάρχει ένα ντους κοντά του, φρέσκα ρούχα και μια πολυθρόνα. Δεν έχω τίποτε από αυτά εδώ πέρα. Θα τρελαθώ. Και τελικά κακώς, πολύ κακώς τη φόρεσα αυτή τη ζακέτα. Είναι καλοκαίρι, κανείς δεν φοράει ζακέτες το καλοκαίρι. Ποια είμαι λοιπόν; Είμαι τελείως τρελή; Νόμιζα πως ήμουν μόνο λίγο.
10:08, ακόμα. Το λεπτό δεν έφυγε για να πάει στη μεγάλη αποθήκη με τις περασμένες στιγμές, μα δεν αρκεί αυτό. Γιατί δεν έχω και ώρα πια· όχι μόνο ντους, καθαρά ρούχα και πολυθρόνα. Δεν έχω ώρα ούτε καν για να μου ξεπιαστεί η ανάσα. Ακόμα και τώρα που τα δευτερόλεπτα στριμώχνονται στο στόμιο της κλεψύδρας πέφτοντας το ένα πάνω στο άλλο για να μου δώσουν λίγο χώρο.
Γιατί πια φτάνω.
Έφτασα.
Η Γέφυρα είναι άδεια, όπως έπρεπε να είναι. Είμαι μόνη εδώ.
Τρέχω προς τη μέση της. 10:09.
Σκαρφαλώνω στο κιγκλίδωμα. 10:09.
Δεν έχω ώρα, καλά ήταν ώς εδώ, σας αγαπώ, σας αγαπώ, σας λατρεύω, συγγνώμη για όσα λάθη έκανα, για κάθε κακό, για κάθε παράλειψη, για κάθε στιγμή σιωπής, για…
Δεν έχω ώρα. Συγγνώμη.
Γεια.
Αφήνομαι.
10:10.
Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.