- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Γλιστράω δίπλα από τη νησίδα της κουζίνας χωρίς να ξέρω ότι ξέρω πού θέλω να πάω, ζεστή όλη, από πάνω μέχρι κάτω. Σχεδόν καίγομαι.Και κοντοστέκομαι, πάλι αμέσως. Και σχεδόν καίγομαι πάλι, σχεδόν καίγομαι όλη πια. Και δεν είναι μόνο εκείνη η άλλη γυναίκα που καίγεται μέσα μου· είμαι και εγώ η ίδια. Γιατί ξαφνικά συνειδητοποιώ πως, βασικά, εδώ ήθελα να έρθω —δεν το είχα καταλάβει, τι χαζή—, και όχι να πάω αλλού. Δεν ήθελα να φύγω. Ήθελα να μείνω.Στη σαλοκουζίνα μου. Δεν υπήρχε πουθενά αλλού να πάω.
Δεν είναι δα και κάτι δραματικό, το παραδέχομαι.Σχεδόν καίγομαι όλη όμως. Στ’ αλήθεια. Και βουρκώνω. Ξαφνικά και κατακλυσμιαία. Αν γίνεται να βουρκώσει κατακλυσμιαία κανείς. Κι αυτό δεν το κάνει η Μίνα — αυτό το κάνω εγώ.
Παίρνω μία βαθιά αναπνοή, ξεροκαταπίνω, χαμογελάω προσποιητά και ρίχνω το βλέμμα μουστα ράφια της βιβλιοθήκης απέναντι. Μου φαίνεται ένα τόσο αλλόκοτα συγκινητικό θέαμα αυτό, που τα μάτια μου τρέχουν ξανά, και τα σκουπίζω με τους δύο δείκτες. Κι επειδή δεν φτάνουν οι δείκτες, χρησιμοποιώ και τις παλάμες μου. Και απ’ τη μία και απ’ την άλλη μεριά. Και αμέσως μετά βαδίζω προς το μέρος της —είναι πέντε βήματα όλα και όλα— και ξεροκαταπίνω ξανά, και παίρνω ακόμη μία βαθιά αναπνοή, και λέω από μέσα μου, αν και με τη φωνή της Μίνα, Αρκετά όμως με τα δάκρυα. Φτάνει.
Αρκετά.
Κι έτσι, με τα δάχτυλα και των δυο μου χεριών υγραμένα, νοτισμένα, δακρυσμένα, και με τις παλάμες μου το ίδιο, φτάνω πάλι εκεί, φτάνω κοντά της και χαϊδεύω τις ράχες των βιβλίων μου —όχι των δικών μου, όχι της Μαίρης Νόρντικ: τα άλλα, όλα τα άλλα—, που είναι τόσο παλιά και τόσο μπερδεμένα, και μέσα μου και στα ράφια της βιβλιοθήκης μου.
Αχ, πόσο μπερδεμένα. Όλα, όλα τους, όλα μαζί ένα μεγάλο βιβλίο που δεν το τελείωσα ποτέ και που δεν το θυμάμαι να το διηγηθώ ούτε μέσες-άκρες, ποτέ, ποτέ, και σε κανέναν. Κι ας τα αγαπούσα. Κι ας τα αγάπησα. Ή ίσως επειδή ακριβώς τα αγάπησα —τότε— τόσο: με τύφλωσε ο έρωτας και δεν τα ξέρω.
Ξεφυσάω, ξεροκαταπίνω πάλι, ρουφάω τον αέρα γύρω μου δυνατά σαν να ’ναι δανεικός, και σκύβω και διαβάζω, και τώρα χαμογελώ, και ξανά σκύβω και διαβάζω τις τσακισμένες, ρυτιδωμένες, σπασμένες, λείες ράχες των βιβλίων· χαϊδεύοντάς τες. Και χαμογελώ.
Τίτλοι. Ονόματα. Τίτλοι και ονόματα, ονόματα και τίτλοι — και χρώματα. Βιβλία. Κι εγώ κάπου ανάμεσά τους, συνθλιμμένη στις σελίδες σαν κάτι άτυχες αράχνες που πέφτουν από το δίχτυ τους και παγιδεύονται καμιά φορά και μένουν εκεί, μια ζωγραφιά ανάμεσα στις λέξεις, για πάντα. Μια μουντζαλιά, ένας μικρούλης τυχαίος θάνατος.
Κοιτάω τις ράχες, χαϊδεύω τα βιβλία, τα τραβάω έξω και τα ξεφυλλίζω, τα βάζω στις θέσεις τους και τα τακτοποιώ με ένα ακόμη χάδι.
Μίλαν Κούντερα, Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης, δεν το θυμάμαι, Ερνέστο Σαμπάτο, Το τούνελ, δεν το θυμάμαι, Κάφκα, Ο Πύργος, το θυμάμαι ελάχιστα, Κάφκα, Η δίκη, αυτό το θυμάμαι αν και μάλλον από την ταινία, Τόνι Μόρισον, Αγαπημένη, κι αυτό το θυμάμαι, Ζοζέ Σαραμάγκου, Το ΚατάΙησούν Ευαγγέλιο, κι αυτό το θυμάμαι, Φίλιπ Ροθ, Ζούκερμαν δεσμώτης, δεν το θυμάμαι, Μάργκαρετ Άτγουντ, Το άλλο πρόσωπο της Γκρέις, κι αυτό το θυμάμαι, Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα, Οφύλακας του μυστικού, δεν το θυμάμαι, Τζόζεφ Κόνραντ, Ο Αράπης τουΝάρκισσου, κι αυτό το θυμάμαι, Ιζαμπέλ Αλιέντε, Το σπίτι τωνπνευμάτων, κι αυτό, Ιβάν Τουργκένιεφ, Ανοιξιάτικα νερά, αυτό όχι, Τζον Μπάνβιλ, Η έκλειψη, ούτε αυτό, Τζούλιαν Μπαρνς, Ο παπαγάλος του Φλομπέρ, ούτε, Φερνάντο Πεσόα, Οδοιπόρος, ούτε, Ίαν ΜακΓιούαν, Μαύρα σκυλιά, αυτό ναι, Ορχάν Παμούκ, Με λένε Κόκκινο, κι αυτό ναι, Ρόντερικ Μπίτον, Τα παιδιά της Αριάδνης, όχι, Αντόλφο Μπιόι Κασάρες, Η εφεύρεση του Μορέλ, λίγο μόνο, Λουίς Σεπούλβεδα, Ο κόσμος του τέλους του κόσμου, καθόλου, Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Ιστορίες της Πράγας, καθόλου, Κάρλος Φουέντες, Νερό καμένο, πολύ λίγο, Σελίν, Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, αυτό το θυμάμαι, εκτός κι αν κάνω λάθος, Μισέλ Τουρνιέ, Η χρυσή σταγόνα, όχι, Ζουλφί Λιβανελί, Ευτυχία, μάλλον ναι, Χάινριχ Μπελ, Απόψεις ενός κλόουν, ναι, Μίκαελ Έντε, Μόμο, ναι, Ίταλο Καλβίνο, Αόρατες πόλεις, όχι, Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, Γατόπαρδος, ναι, Ισμαήλ Κανταρέ, Ποιος έφερε την Ντορουντίν;, ναι, Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, Τσέρνομπιλ, ναι, φυσικά, Αρουντάτι Ρόι, Ο Θεός τωνμικρών πραγμάτων, ναι, φυσικά, Αμίν Μααλούφ, Οι Σταυροφορίες, όχι, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, ναι, φυσικά, Γκαρσία Μαρκές, Εκατό χρόνια μοναξιά, αχ, ναι.
Εκατό χρόνια. Τριάντα έξι χρόνια. Μοναξιά, μοναξιά, μοναξιά. Αν θέλεις να χτυπήσεις την πόρτα της μοναξιάς, άνοιξε ένα βιβλίο. Ρώτα κι εμένα. Ή όποιον άλλον θες.
Σχεδόν καίγομαι τώρα, και αναστενάζω, και θέλω να κάνω κάτι αλλά δεν ξέρω τι, και μου κυλάει κι άλλο ένα μεγάλο δάκρυ από το μάτι, και γλιστράει βαρύ-βαρύ στο μάγουλό μου και στέκεται εκεί και δεν του δίνω σημασία και μετά πέφτει στο πάτωμα, και λέω ένα μικρό, μικρούλι «αχ», και σκύβω ξανά λιγάκι το κεφάλι και κοιτώ πάλι τις ράχες, και τους τίτλους, και τα ονόματα, και τα χρώματα. Και χαμογελώ.
Ωστόσο, ναι, ναι, ναι.
Όλα είναι εδώ, όλα είναι ένα μεγάλο βιβλίο με πολλά κεφάλαια-τόμους και έναν συγγραφέα με χίλια χέρια για να γράφει και δέκα χιλιάδες δάχτυλα για να μας ψαχουλεύει, και δύο χιλιάδες μάτια για να μας βλέπει, και άλλα τόσα αυτιά για να μας ακούει να κλαίμε. Και ταυτόχρονα είναι ο εαυτός μου, είναι η ζωή μου, είναι όλα μου τα μυστικά.Και ακόμη περισσότερο: εκεί πέρα, στη γωνία, είναι και τα δικά μου πέντε βιβλιαράκια, εκείνα τα κοντόχοντρα, με τις δανεισμένες λέξεις, τις μία-μία προσεκτικά κλεμμένες λέξεις από όλα τα άλλα, τις βαλμένες στη σειρά για να κουκουλώσουν καθώς τα διατυπώνουν μία σειρά από ακόμη πιο κρυφά μυστικά. Τα βιβλία, τα βιβλιαράκια μου, εκείνα τα κοντόχοντρα, τα ταπεινά, τα δειλά, τα φτηνά, που σκύβουν τους ώμους. Και να πρέπει να τα αποχαιρετήσω —όλα τους, τα δικά μου και τα πιο δικά μου— και να τους πω… να τους πω…
Α, δεν θα τους πω τίποτε. Όχι.
Τίποτε.
Δεν έχω χρόνο. Πότε; Τώρα; Ειδικά τώρα που καίγομαι ολόκληρη; Ολόκληρη; Και που φοβάμαι ότι θα ιδρώσω; Ότι θα πνιγώ στο νερό που θα αναβλύσει από μέσα μου;
Όχι. Όχι.
Όχι.
Δεν θα τους πω τίποτα. Όχι τώρα. Όχι ποτέ.
Κάνω μεταβολή και τρέχω προς τη νησίδα μου, και την κουζίνα. Είναι πέντε βήματα όλα κι όλα, αλλά εμένα μού φαίνεται ότι είναι πεντακόσια.
Κάποια στιγμή όμως, με τα πολλά, φτάνω. Κρατιέμαι από το γερό ξύλο για να μην πέσω και κοιτάω το ρολόι του ΙΚΕΑ στον τοίχο. Το κοιτάω, μα δεν το βλέπω. Ξεροκαταπίνω.
«Τι ώρα είναι;» το ρωτάω
«Είναι 09:08», μου λέει.
09:08; Τι; Θεέ μου. Πώς πέρασε έτσι η ώρα; Πού ήμουν; Τι έκανα πενήντα ολόκληρα λεπτά στη βιβλιοθήκη μου; Πώς δεν το κατάλαβα;
09:08. Και αμέσως μετά θα είναι 09:09. Και σε ένα μόλις λεπτό θα έχει πάει 09:10.
Μία ώρα. Μου έμεινε μία ώρα όλη κι όλη.
Θεέ μου, Θεέ μου — δεν έχω χρόνο, Θεέ μου.
Και το Σημείο απέχει μισή ώρα από εδώ. Ή μάλλον, τρία χιλιόμετρα. Το είδα και το ξαναείδα στο GoogleMaps. Αλλά, δεδομένου ότι κάνω το ένα χιλιόμετρο σε δέκα λεπτά περπατώντας χωρίς να κοντοστέκομαι, όπως άλλωστε και ο περισσότερος κόσμος (το έχω μετρήσει και ξαναμετρήσει στον διάδρομο του γυμναστηρίου πριν κάμποσα χρόνια), ναι: είναι μισή ώρα δρόμος, αν την κάνει κανείς ακόμη και με τα πόδια. Εγώ δεν θα την κάνω με τα πόδια, θα πάρω το λεωφορείο.
Οπότε, αν θέλω να είμαι στην ώρα μου εκεί, πρέπει να ξεκινήσω το αργότερο σε τριάντα λεπτά.
Θέλω;
Θέλω.
Είμαι σίγουρη;
Είμαι.
Ναι, φυσικά, προφανώς, ασφαλώς και είμαι. Κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά και τρέχω πάλι στο μπάνιο.
Παίρνω την ελαφρά χρωματισμένη ενυδατική μου με υψηλό δείκτη SPF. Ενυδάτωση και προστασία από τον ήλιο, δύο σε ένα. Δεν θα μου κάνει κακό ο ήλιος, το ξέρω —δεν προλαβαίνεις, καλέ μου—, αλλά δεν θα αλλάξω τώρα στο τέλος τις συνήθειές μου. Επίσης, δεν έχω καμία κρέμα χωρίς υψηλό δείκτη προστασίας. Πλένω πάλι γρήγορα-γρήγορα το πρόσωπό μου, σκουπίζομαι καλά και βάζω μια δαχτυλιά κρέμα σε κάθε μάγουλο, στο μέτωπο, στη μύτη και στο πιγούνι. Την απλώνω με κινήσεις προς τα κάτω και προς τα έξω, πιο γρήγορα από όσο πρέπει αλλά εξίσου αποτελεσματικά, θέλω να πιστεύω. Για να δώσω λίγο χρώμα, περνάω ένα χρωματιστό μολύβι σε καφέ απόχρωση κατά μήκος των μήλων του προσώπου και το απλώνω απαλά με τα δάχτυλα. Έπειτα, τονίζω με ένα άλλο μολύβι, σε παρόμοιο χρώμα, και τα μάτια: βάζω το χρώμα στο κέντρο του κάθε βλεφάρου, ακριβώς πάνω από τη βάση των βλεφαρίδων, και το απλώνω με ακόμη πιο απαλές κινήσεις, στρώνοντάς το προς τα επάνω, μέχρι τη γραμμή των φρυδιών. Τα βλέφαρά μου είναι κάπως λιπαρά, οπότε περνάω το χρώμα με λίγη πούδρα. Χτενίζω τα φρύδια μου με το βουρτσάκι τους και τα στρώνω με μια ιδέα τζελ. Περνάω τις βλεφαρίδες μου με μία διάφανη μαύρη μάσκαρα και ολοκληρώνω τη διαδικασία με το διάφανο ροζ-καφέ κραγιόν μου. Έχω ανοιχτό δέρμα, για αυτό.
Κοιτιέμαι στον καθρέφτη. Είμαι καλή, μπορώ να πω. Και, κυρίως: έτοιμη. Δεν πρέπει να με δουν άβαφτη και απεριποίητη, δεν θα το άντεχα αυτό. Μπορώ να πηγαίνω για ψώνια στο σούπερ-μάρκετ ή στο γραφείο του εκδότη μου χωρίς καν ένα κραγιόν, αλλά σήμερα είναι μια άλλη μέρα. Μια πολύ-πολύ ιδιαίτερη μέρα. Όλοι το ξέρουν αυτό. Όλοι θα έπρεπε να το ξέρουν.
Κοιτιέμαι άλλη μία στον καθρέφτη, ξεμπερδεύω ένα αόρατο μπερδεμένο τσίνορο, βουρτσίζω τα μαλλιά μου, γρήγορα-γρήγορα (όλα πρέπει να γίνονται γρήγορα-γρήγορα: Δεν έχουμε χρόνο, κυρίες και κύριοι, ο χρόνος μας σώθηκε, χάθηκε, να ’ταν κι άλλος), και κοιτιέμαι πάλι. Οκέι. Εγκρίνεται.
Βγάζω τις τρίχες από τη βούρτσα, τις τυλίγω σε λίγο χαρτί υγείας, συμμαζεύω τα νεσεσέρ μου, κοιτιέμαι ξανά, στρώνω την μπλούζα μου, την ξεσκονίζω στο στήθος, παίρνω την πιο βαθιά ανάσα του κόσμου και σκέφτομαι, καθώς την κρατάω μέσα μου, αν πρέπει να τη βγάλω αργά-αργά, ή μια κι έξω, τσιρίζοντας.
Αποφασίζω το δεύτερο.
Τσιρίζω.
Έπειτα ξεφυσάω μία δυνατά, κάνω άλλη μία βιαστική επιθεώρηση στο μπάνιο και βγαίνω στον διάδρομο.
Περνώ για μία τελευταία (Τελευταία, Μαίρη) φορά από κάθε δωμάτιο.
Όλα είναι εντάξει, ή περίπου εντάξει. Δεν έχω να κάνω κάτι ή, αν έχω, απλώς δεν θα το κάνω. Είναι αργά, λυπάμαι.
Δεν έχω χρόνο.
Δεν υπάρχει χρόνος. Ο χρόνος τελείωσε, όλοι το ξέρουν αυτό. Όλοι θα έπρεπε να το ξέρουν.
Κοιτάζω το κινητό μου. Είναι 09:22. Δηλαδή είναι όσο πιο αργά μπορούσε να είναι. Παρ’ όλα αυτά, ξαφνικά με καταλαμβάνει μία ισχυρή παρόρμηση να ανοίξω στα γρήγορα το Facebook για να δω τι γίνεται, τι λένε, ποιο είναι το βασικό θέμα συζήτησης σήμερα, ποιον κοροϊδεύουμε και τι πολεμάμε. Τη στιγμή που ο αντίχειράς μου ζυγίζεται πάνω από το εικονίδιο, κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα με διαπερνά.
«Τι κάνεις;»λέει μέσα μου η Βαριεστημένη, Αυστηρή Φωνή, χωρίς να φαίνεται καθόλου βαριεστημένη αυτή τη φορά. Είναι σκέτα αυστηρή, και σχεδόν με πονάει.«Τρελάθηκες; Το ’χασες τελείως;»
Σβήνω την οθόνη του κινητού και το βάζω στην τσάντα μου. Παίρνω και τον φάκελο με τα λεφτά μου μαζί. Αποφάσισα τι θα τα έκανα: θα τα έδινα στον πρώτο που θα συναντούσα και θα διαπίστωνα διαισθητικά πως τα είχε πραγματικά ανάγκη.
Λοιπόν. Αυτό ήταν.
Τέλος.
Κοντοστέκομαι λίγο ακόμη.
«Τρελάθηκες τελείως; Τελείως;»
Δεν αφήνω τον εαυτό μου να απαντήσει.
«Σας αγαπάω», λέω δυνατά. Δεν το είχα προγραμματίσει αυτό, και ξαφνιάζει ακόμη κι εμένα. «Σας αγαπώ πολύ. Όλα σας. Σας αγαπάω». Κάνω μία παύση, κοιτώντας κάθε γωνιά του σπιτιού. «Σας αγαπώ, σας αγαπώ». Η βιβλιοθήκη μου. Τα βιβλία μου. Η νησίδα. Η καφετιέρα μου. Το ρολόι από το ΙΚΕΑ. «Σας αγαπώ».
Ξέρω ότι αν σταματήσω να το λέω θα κλάψω, αλλά κι αν δεν σταματήσω πάλι θα κλάψω. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Εντέλει σταματώ να το λέω — και με πιάνουν τα δάκρυα.
Παίρνω ένα χαρτομάντιλο και σκουπίζομαι απαλά για να μη μου χαλάσει το μακιγιάζ. Δεν έχω χρόνο για να το στρώσω.Ανοίγω το κάτω ντουλάπι της κουζίνας και πετάω το χαρτομάντιλο στον κάδο των σκουπιδιών. Βάζω το πακετάκι με τα υπόλοιπαχαρτομάντιλα στο μπάκπακ μου, για να βρίσκονται. Τελικά βγάζω, καθυστερώντας λίγο ακόμα, και τη σακούλα από τον κάδο και την κλείνω. Τοποθετώ μία καθαρή σακούλα σκουπιδιών στη θέση της. Γιατί έτσι πρέπει.
«Σας αγαπάω πολύ», ξαναλέω.
Κοιτάζω ξανά το ρολόι στον τοίχο. Είναι 09:23. Αρπάζω το βιβλίο μου από τη νησίδα και το βάζω κι αυτό στο μπάκπακ. Και μαζί παίρνω και τα τσιγάρα μου. Είμαι καπνίστρια πια, δεν είμαι; Κι έπειτα τρέχω, ανοίγω την πόρτα, την κλείνω πίσω μου αποφασιστικά και καλώ το ασανσέρ.
Για τελευταία φορά.
Δεν είμαι μέσα σε ένα αμάξι, έτοιμη να δώσω μια και να περάσω μέσα από τον τοίχο απέναντί μου. Απλώς περιμένω το ασανσέρ. Αλλά είναι το ίδιο πράγμα. Ή σχεδόν.
Το ασανσέρ φτάνει. Δίνω μια και μπαίνω μέσα.
Και περνάω απέναντι.
«Σας αγαπώ», λέω αποφεύγοντας να κοιτάξω τον καθρέφτη, που έτσι κι αλλιώς τον βλέπω θολά, όπως θολά με βλέπει κι εκείνος. Γιατί τρέχουν και των δυο μας τα μάτια. «Σας λατρεύω».
Και περνάω από την άλλη.
Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.