Βιβλιο

Μακριά απ' το αγριεμένο πλήθος: Το μεγάλο βιβλίο του Τόμας Χάρντυ

Ένα αρχετυπικό βικτωριανό μυθιστόρημα με μία μυθική, ανεξάρτητη και μοντέρνα, ηρωίδα

Κυριάκος Αθανασιάδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Για το μυθιστόρημα του Τόμας Χάρντυ, «Μακριά απ' το αγριεμένο πλήθος» (μετάφραση Τόνια Κοβαλένκο, 576, σελίδες, Εκδόσεις Καστανιώτη)

O Τόμας Χάρντυ είναι για την αγροτική Αγγλία ό,τι ο Ντίκενς για το ομιχλώδες, βροχερό Λονδίνο. Μεγάλης ολκής συγγραφέας, εξέχον μέλος των βικτωριανής λογοτεχνικής εποχής, μάστορας της πρόζας και των χαρακτήρων, θρυλικός ανατόμος της γυναικείας ψυχοσύνθεσης, φλογερός εραστής της υπαίθρου. Το «Μακριά απ’ το αγριεμένο πλήθος» (1874), όπου για πρώτη φορά συναντάμε και το επίσης θρυλικό, και επινοημένο από τον ίδιο, Ουέσεξ —όλα του τα βιβλία διαδραματίζονται εκεί, σ’ αυτή την ημι-φανταστική περιοχή της νοτιοδυτικής Αγγλίας—, τον έκανε αμέσως διάσημο: ένα μεγάλο, instant best-seller της εποχής. Παρ’ όλα αυτά, το βιβλίο δεν είχε ξανακυκλοφορήσει στη γλώσσα μας. Χάρη στην Κλασική Βιβλιοθήκη των Εκδόσεων Καστανιώτη, κλείνει έτσι ένα χάσμα στη σχετική βιβλιογραφία, κι αυτό είναι πολύ καλό. Η μετάφραση της Τόνιας Κοβαλένκο είναι επίσης πανέμορφη — θα το διαπιστώσετε και από το απόσπασμα που ακολουθεί.

Έρωτες, πάθη, αντιζηλίες, εμμονές, ρομαντισμός, δράμα, λάθη, μικρές και μεγάλες —πλην, πάντα μοιραίες— συμπτώσεις που κινούν τις «αυθεντικές ανθρώπινες υπάρξεις» του μυθιστορήματος, ένα μαγικό γράψιμο σε κάθε του στιγμή —ακόμη και όταν μακρηγορεί!—, ιδεώδης ανάπτυξη χαρακτήρων, εκπληκτικοί ήρωες που αγαπάς και μισείς (ή/και ερωτεύεσαι), και μία ηρωίδα, η πολύπλοκη, παρορμητική εικοσάχρονη Μπαθσίμπα, που είναι τόσο αυθεντική, τόσο αρχετυπική, και τόσο χαρακτηριστικά ανεξάρτητη και «μοντέρνα», που σχεδόν πιστεύεις ότι είναι πραγματική και, με έναν τρόπο, σημερινή. Και βέβαια η Φύση: είπαμε, εδώ το αστικό τοπίο μένει στο περιθώριο. Διαβάζουμε άλλωστε στο επίμετρο της μεταφράστριας: «Ο Χάρντυ αντιπαραβάλλει εδώ δυο διαφορετικούς κόσμους, αυτόν της υπαίθρου κι αυτόν του αστικού πολιτισμού, υπογραμμίζοντας την ανωτερότητα του πρώτου, καθώς τον περιγράφει ως ισχυρό, ανθεκτικό, αυτεξούσιο, ενώ τον μοντέρνο κόσμο της πόλης τον συνδέει με την αδυναμία, τον εγωκεντρισμό, την αστάθεια που επιφέρουν οι διαρκείς αλλαγές».

Μυθιστόρημα που απολαμβάνει κανείς μόνος —ναι, η ανάγνωση είναι φύσει μοναχική υπόθεση, αλλά η ανάγνωση της κλασικής λογοτεχνίας είναι ο ορισμός της, και άλλωστε εδώ ο τίτλος μιλά από μόνος του—, σαν ένα δώρο που κάνει στον εαυτό του. Για να μην πάμε μακριά: ένα αριστούργημα, που τέρπει την ψυχή και διαβάζεται με ένα διαρκές χαμόγελο στα χείλη.

* * *

«Μακριά απ' το αγριεμένο πλήθος» του Τόμας Χάρντυ: Απόσπασμα από το Κεφάλαιο 8 

Μια παλιά μάντρα πνιγμένη στον κισσό περιέκλειε το ζυθοποιείο του Γουόρεν και μολονότι την ώρα εκείνη μόλις που φαινόταν, το είδος και ο σκοπός του κτιρίου γίνονταν αντιληπτά από το περίγραμμα που διέγραφε στο φόντο του ουρανού. Μια αχυροσκεπή ξεκινούσε επικλινής από τους τοίχους για να καταλήξει σε μια κορυφή, στο κέντρο, όπου υψωνόταν ένα μικρό ξύλινο φανάρι με γρίλιες και στις τέσσερις πλευρές του, που από τα ανοίγματά τους έβλεπες αμυδρά να ξεφεύγουν στον νυχτερινό αέρα τολύπες ατμού. Παράθυρο δεν υπήρχε στην πρόσοψη, μονάχα ένα τετράγωνο τζαμάκι στην πόρτα, μέσα απ’ το οποίο εκπέμπονταν τώρα πάνω στη φυλλοσκέπαστη μάντρα κοκκινωπές ανταύγειες θαλπωρής. Μέσα ακούγονταν ομιλίες.

Ο Όουκ έσυρε την παλάμη του στην επιφάνεια της πόρτας, με δάχτυλα τεντωμένα σαν τον Ελύμας τον μάγο, ώσπου βρήκε το δερμάτινο χερούλι και το τράβηξε. Μεμιάς το ξύλινο μάνταλο ανασηκώθηκε και η πόρτα άνοιξε.

Το εσωτερικό φώτιζε μονάχα η ερυθρή ακτινοβολία απ’ το στόμιο του κλιβάνου, που έριχνε στο πάτωμα μια οριζόντια δέσμη από αχτίδες σαν του δύοντος ηλίου κι επιμήκυνε ανωφερικά τις ασύμμετρες σκιές των χαρακτηριστικών στα πρόσωπα αυτών που ήταν μαζεμένοι ολόγυρα. Η φθορά είχε σκάψει στο γεμάτο βαθουλώματα πέτρινο δάπεδο έναν διάδρομο που ξεκινούσε απ’ την πόρτα κι έφτανε μέχρι τον κλίβανο. Ένας κυρτός πάγκος από απλανάριστη οξιά έπιανε σχεδόν όλο τον ένα τοίχο, ενώ σε μια πέρα γωνιά υπήρχε ένα μικρό κρεβάτι με κεφαλάρι όπου συχνά πλάγιαζε ο κάτοχός του, ο ζυθοποιός.

Αυτός ο γέροντας καθόταν τώρα αντικριστά στη φωτιά, με τα κατάλευκα μαλλιά και γένια του να ξεχειλίζουν γύρω από τη σκεβρωμένη του μορφή σαν γκρίζα μούσκλα και λειχήνες που έχουν τυλίξει γυμνόφυλλη μηλιά. Φορούσε φαρδιά βράκα κι ένα ζευγάρι από κείνα τα παπούτσια που δένουν με κορδόνια ως τους αστραγάλους· τα μάτια του ήταν στυλωμένα στη φωτιά.

Μόλις μπήκε ο Γκάμπριελ, η γλυκερή μυρωδιά της φρέσκιας βύνης πλημμύρισε τα ρουθούνια του. Οι συζητήσεις (που απ’ ό,τι φαίνεται περιστρέφονταν γύρω από τα αίτια της πυρκαγιάς) σταμάτησαν απότομα και όλων τα μέτωπα ρυτίδωσαν καθώς κοιτούσαν τον νεοφερμένο πίσω από στενεμένα βλέφαρα, λες κι ήταν μια πηγή φωτός υπερβολικά ισχυρή για την όρασή τους. Μόλις ολοκληρώθηκε αυτή η επιθεώρηση, αρκετοί αναφώνησαν:

«Α, είν’ ο καινούργιος τσοπάνης».

«Ακούσαμε κάτι γρατσουνίσματα στην πόρτα, αλλά θαρρήσαμε πως πέφτανε πάνω τίποτα ξερόφυλλα απ’ τον αγέρα», είπε ένας. «Πέρνα, κυρ-βοσκέ: είσαι καλοδεχούμενος κι ας μην ξέρουμε τ’ όνομά σου».

«Γκάμπριελ Όουκ ονομάζομαι, φίλοι μου».

Ο υπέργηρος ζυθοποιός, που καθόταν στη μέση της συντροφιάς, γύρισε το κεφάλι ακούγοντάς τον – κι αυτό το γύρισμα ήταν σαν να έστριβε σκουριασμένος γερανός.

«Των αδυνάτων να ’ν’ τούτος ο εγγονός του Γκέιμπλ Όουκ απ’ το Νόρκομπι – των αδυνάτων!» είπε, διατυπώνοντας την έκπληξή του μ’ έναν τρόπο που δεν έπρεπε να εκληφθεί κυριολεκτικά.

«Κι ο πατέρας κι ο παππούς μου είχαν το ίδιο όνομα – Γκάμπριελ τους έλεγαν κι αυτούς», είπε ήρεμα ο βοσκός.

«Όπως τον γροικούσα κει πάνω, στη θημωνιά, έλεγα, αυτόν τον έχω ξαναδεί! Να που είχα δίκιο! Και για πού το ’χεις βάλει τώρα, κυρ-βοσκέ;»

«Σκέφτομαι να μείνω εδώ», απάντησε ο κύριος Όουκ.

«Χρόνια και ζαμάνια τον ήξερα τον πάππο σου!» συνέχισε ο ζυθοποιός – βγήκαν οι λέξεις από μόνες τους σαν να τους αρκούσε η ώθηση από την προηγούμενη κουβέντα του.

«Σοβαρά;»

«Ήξερα την μπάμπω σου».

«Κι αυτήν!»

«Τον κύρη σου τον ξέρω από τόσο δα παιδάκι. Τ’ αγόρι μου από δω, ο Τζέικομπ, κι ο πατέρας σου ήταν φίλοι καρδιακοί – σωστά δε λέω, Τζέικομπ;»

«Σωστά, σωστά», είπε ο γιος του, ένα αγόρι γύρω στα εξήντα πέντε, με μισοφαλακρό κεφάλι κι ένα μόνο δόντι στο κέντρο αριστερά της άνω γνάθου, το οποίο έτσι περίοπτα που έστεκε εκεί, έμοιαζε με οδοδείκτη σε πρανές. «Μα πιο πολύ ο Τζο ήτανε κολλητός του. Αλλά ο γιος μου, ο Γουίλιαμ, θα πρέπει να ’ξερε κι ετούτον εδώ αυτοπροσώπως – καλά δε λέω, Μπίλι, προτού να φύγεις απ’ το Νόρκομπι;»

«Όχι, τον Άντριου εννοείς», είπε ο γιος του Τζέικομπ, ο Μπίλι, ένα παιδί κοντά στα σαράντα, που παρουσίαζε την ιδιομορφία να έχει πρόσχαρη ψυχή κλεισμένη σε σώμα καχεκτικό, και που οι φαβορίτες του είχαν τόπους τόπους την απόχρωση του τσιντσιλά.

«Θυμάμαι έναν Άντριου απ’ την παιδική μου ηλικία», είπε ο Όουκ.

«Μωρέ, τις προάλλες που ήμουνα με τη μικρή μου θυγατέρα, τη Λίντι, στα βαφτίσια του εγγονού μου», συνέχισε ο Μπίλι, «αυτής της φαμίλιας την κουβέντα είχαμε. Ήτανε της Υπαπαντής, τότε που μοιράζουνε τις ελεημοσύνες στους φτωχούς, ξέρεις, βοσκέ, και τη θυμάμαι καλά τη μέρα, γιατί είχανε πάει όλοι στη μάζωξη, στο Σκευοφυλάκιο – ναι, για τη δικιά σου φαμίλια λέγαμε».

Μακριά απ' το αγριεμένο πλήθος: Λίγα λόγια για το μυθιστόρημα του Τόμας Χάρντυ

Ο Γκάμπριελ Όουκ είναι βαθιά ερωτευμένος με τη δυναμική Μπαθσίμπα Έβερντιν. Και ίσως να κέρδιζε την αγάπη της, αν μια αναποδιά της τύχης δεν τον υποχρέωνε να καταλήξει ένας απλός βοσκός στη φάρμα της. Εξάλλου, ο συνετός Γκάμπριελ έχει να ανταγωνιστεί δυο ακόμη άντρες που τη διεκδικούν: τον γοητευτικό αλλά επικίνδυνο λοχία Τρόι, έναν νεαρό στρατιώτη χωρίς ηθικούς φραγμούς, και τον αξιοσέβαστο μεσήλικα κτηματία Μπόλντγουντ, στην κοιμισμένη ως τότε καρδιά του οποίου η όμορφη κοπέλα αφυπνίζει ένα άσβεστο πάθος. Κι ενώ η μοίρα των τριών επίδοξων μνηστήρων εξαρτάται από την επιλογή που θα κάνει εντέλει η Μπαθσίμπα, εκείνη ανακαλύπτει τις φοβερές συνέπειες της ανεξάρτητης μα παρορμητικής κι ευμετάβλητης φύσης της.

Για τον συγγραφέα Τόμας Χάρντυ

Ο Τόμας Χάρντυ, από τους κορυφαίους εκπροσώπους της βρετανικής λογοτεχνίας, γεννήθηκε το 1840 σε ένα μικρό χωριό του Ντόρσετ και πέθανε το 1928 στο Ντόρτσεστερ. Η αγροτική αυτή περιοχή της νοτιοδυτικής Αγγλίας, στην οποία ο Χάρντυ έδωσε το μυθικό όνομα Ουέσεξ (εμπνευσμένος από ένα αρχαίο αγγλοσαξονικό βασίλειο), υπήρξε κατά κύριο λόγο το πεδίο εκδήλωσης του συγγραφικού του σύμπαντος. Το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά ενός λιθοξόου με μουσικές καταβολές και μιας φιλομαθούς πρώην καμαριέρας, ο Χάρντυ, έχοντας κλίση στο σχέδιο, εργάστηκε στα νεανικά του χρόνια ως βοηθός αρχιτέκτονα, προτού καταπιαστεί με την ποίηση και την πεζογραφία. Το «Μακριά απ’ το αγριεμένο πλήθος» (1874) αποτέλεσε τεράστια εκδοτική επιτυχία, ενώ θεωρείται και το πιο «αισιόδοξο» από τα διάσημα βικτοριανά επιτεύγματά του («Ο δήμαρχος του Κάστερμπριτζ», «Η Τες των ντ’ Υρμπερβίλ», «Τζουντ ο αφανής»). Το βιβλίο γνώρισε δύο βραβευμένες κινηματογραφικές μεταφορές (το 1967 σε σκηνοθεσία Τζον Σλέσιντζερ και το 2015 σε σκηνοθεσία Τόμας Βίντερμπεργκ).

H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Bing.