- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Ξέρω πως ακούγεται παλαβό, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό. Και εμένα μού ακούγονται παλαβά πολλά πράγματα, αλλά συνήθως μένω εκεί: στη διαπίστωση. Οι άνθρωποι ξέρουμε κάπως να μεταφράζουμε τη δική μας ζωή, όχι των άλλων. Οι ζωές των άλλων είναι γραμμένες σε μια ολότελα ξένη γλώσσα, μια γλώσσα χωρίς λεξικό και σαφείς κανόνες.
Επίσης η ώρα περνάει. Πρέπει να ετοιμαστώ.
Μπαίνω να κάνω ένα γρήγορο ντους. Άλλος στη θέση μου πιθανότατα θα έπαιρνε ένα αφρόλουτρο με άλατα, έλαια και ροδοπέταλα να επιπλέουν στις σαπουνάδες, αλλά σε παρακαλώ τώρα. Ένα ντουζάκι αρκεί. Ποτέ δεν συμπαθούσα τέτοιου είδους ψευτοπολυτέλειες, δεν θα αλλάξω τώρα στο τέλος. Τι σημασία έχει που θα είναι το τελευταίο σου μπάνιο, αφού θα είναι το τελευταίο σου; Το θέμα είναι απλώς να πας καθαρός.
Εμπρός, λοιπόν, εμπρός!
Δεν πρέπει να πάρει πάνω από δέκα λεπτά. Νιώθω τον χρόνο πια να με πιέζει, και έχω αγχωθεί λιγάκι. Και ακούω φωνές μέσα στο κεφάλι μου —ή μάλλον μία φωνή εδώ και μερικές ημέρες, την ανέφερα ήδη αν δεν κάνω λάθος: τη Βαριεστημένη, Αυστηρή Φωνή— σαν να είμαι καμιά τρελή. Που, όπως έχω επίσης ήδη αναφέρει, ενδεχομένως είμαι: λιγάκι. Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό, και σίγουρα τώρα δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. Ας το φρόντιζα στην ώρα του. Τώρα, αντιθέτως, πρέπει να ξεντυθώ, να μπω στην ντουζιέρα, να πλυθώ —αλλά όχι και να λουστώ, λούστηκα χτες, και άλλωστε τα μαλλιά μου είναι κοντά—, να βγω από την ντουζιέρα, να σκουπιστώ με την πετσέτα και το μπουρνούζι μου και να τρέξω να ντυθώ. Τουλάχιστον έχω ετοιμάσει από πριν τα ρούχα που θα φορέσω. Γιατί έχει σημασία πώς θα σε δει ο κόσμος. Αυτό, ναι. Αυτό έχει σημασία.
Καταρχάς τα εσώρουχά μου. Ένα ζευγάρι από τα κάπως καλά μου, απλά και διακριτικά. Καμία ακρότητα. Δεν είμαι η Μίνα — όχι, δεν είμαι. Η Μίνα είναι κάτι που ζει και αναδύεται από μέσα μου, αλλά δεν είμαι εγώ. Και δεν θα μπορούσα να είμαι. Οπότε: απλά και διακριτικά. Και βολικά.
Και τώρα τα κυρίως ρούχα.
Λοιπόν, είχα δίλημμα χθες, όταν τα επέλεγα, ένα δίλημμα ανάμεσα σε μία μαύρη μπλούζα με λαιμόκοψη, και μια άλλη μαύρη με ένα ωραίο βε. Δεν είχα ιδέα ποιαν έπρεπε να φορέσω, καθώς τις αγαπώ και τις δύο εξίσου, αλλά εντέλει κατέληξα να μη χάσω άλλο χρόνο μετρώντας και σταθμίζοντας τα υπέρ και τα κατά της μίας και της άλλης, γιατί αυτό, σκέφτηκα με μία έκλαμψη, αυτό ήταν τρελό. Ήταν σίγουρα τρελό. Και έτσι απλώς έβαλα πίσω στο συρτάρι αυτήν με τη λαιμόκοψη επειδή αυτήν έτυχε να κρατάω στα χέρια μου τη στιγμή της έκλαμψης. Θα φορούσα την άλλη. Μαζί, θα έβαζα ένα μαύρο παντελόνι.
Καμία πρωτοτυπία, το ξέρω.
Και, κυρίως, καμία σχέση με την εποχή. Έχουμε Αύγουστο, και θα ξεχωρίζω σαν τη μύγα μες στο γάλα. Αλλά ας το πω κι αυτό: ας ξεχωρίσω λοιπόν κι εγώ καμιά φορά — δεν θα μου κάνει κακό.
Αφήνω την υγρή πετσέτα μου πάνω στο κρεβάτι και σπεύδω να ντυθώ γρήγορα, για να τελειώνω με τα διαδικαστικά. Την τελευταία στιγμή, βάζοντας το παντελόνι, εντοπίζω ένα μικρό, σχεδόν αδιόρατο ξηλωματάκι στον καβάλο. Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Και, βέβαια, «σχεδόν αδιόρατο» είναι ο πολιτικά ορθός τρόπος για να πούμε «ορατό». Αλλά ξέρετε κάτι; Δεν πειράζει. Όχι επειδή πολλοί θα δουν, λίγοι θα καταλάβουν, αλλά επειδή, όταν το δουν, θα είναι το τελευταίο που θα τους κάνει εντύπωση επάνω μου. Θα έχουν άλλα να σκεφτούν σχετικά με εμένα. Και ασφαλώς δεν θα σκεφτούν ότι το ξήλωμα προϋπήρχε. Άλλωστε, ποιος ξέρει πόσες άλλες, και πόσο μεγαλύτερες, καταστροφές θα έχουν τα ρούχα μου εκείνη την ώρα.
Φοράω το παντελόνι, βάζω και την μπλούζα με το βε και κοιτάζω τα παπούτσια μου. Με κοιτούν κι εκείνα.
Δεν έχω πολλά παπούτσια. Και σχεδόν όλα τους είναι φλατ παπούτσια περιπάτου-παύλα-γραφείου, ή σκέτο γραφείου ή σκέτο περιπάτου. Έχω βέβαια και αθλητικά, καθώς τρέχω πού και πού, και επειδή είναι μάλλον παράλογο να μην έχει κανείς αθλητικά παπούτσια, ακόμη και αν δεν αθλείται ποτέ του. Εγώ έχω δύο ζευγάρια. Που προφανώς αποκλείονται. Και έχω επίσης και δύο ζευγάρια σχετικώς ψηλοτάκουνες γόβες, που το ένα τους είναι απαίσιο και το κρατάω απλώς επειδή δεν μου αρέσει να πετάω πράγματα, αλλά το άλλο το λατρεύω, και ας το έχω φορέσει ελάχιστες φορές μέχρι τώρα — όμως δεν είμαστε για ψηλά τακούνια τώρα.
Θέλουμε ακριβώς αυτά εδώ. Αυτά που ξεχώρισα από χθες.
Σωστά;
Σωστά.
Είναι επίσης μαύρα —ελπίζω να μην το θεωρήσουν κάποιου είδους αλλόκοτο statement, γιατί δεν είναι, για όνομα του Θεού: είναι απλώς μαύρα ρούχα και παπούτσια—, αλλά έχουν κι αυτό το κόκκινο φιογκάκι επάνω, που μοιάζει με κορδόνι φτιαγμένο από συρμάτινο μίσχο. Μου αρέσουν. Τίποτε ιδιαίτερο. Απλή, κλασική γραμμή. Αγρατζούνιστα. Με περασμένες καινούργιες αντιολισθητικές σόλες πέρυσι. Ή μάλλον πρόπερσι. Και με ελάχιστο τακουνάκι. Τρία εκατοστά, αν μπορώ να μετρήσω σωστά με το μάτι. Καλά είναι. Άλλο ύψος είναι αυτό που με απασχολεί τώρα, όχι του τακουνιού.
Οπότε ξεμπερδέψαμε και με τα παπούτσια. Τι μένει;…
Ναι, η ζακέτα. Λεπτή. Δεν κάνει κρύο προφανώς· έχουμε Αύγουστο, ξαναλέω, είναι καλοκαίρι. Όμως δεν κάνει ούτε ζέστη αυτές τις μέρες. Ίσα-ίσα που φυσάει, και μάλιστα όχι ζεστό αέρα. Θα έλεγε κανείς ότι μια ζακετούλα —λεπτή, σχεδόν διάφανη— τη σηκώνει. Νομίζω. Τέλος πάντων, είναι θέμα στιλ. Ή καλών τρόπων. Έτσι πιστεύω. Το ντύσιμό μας πρέπει να εκφράζει και να υπογραμμίζει αυτό που είμαστε, αλλιώς καταντά να είναι μια στολή. Κάπου το είχα διαβάσει αυτό παλιά, και μου έμεινε. Δεν μπορώ να ανακαλέσω πού.
Φορώ και τη ζακέτα μου λοιπόν. Είναι κόκκινη και δένει και με τα παπούτσια. Μια χαρά. Με την οποία ζακέτα, αλλά και με όλα τα άλλα, πηγαίνει και το μαύρο-γκρι τσαντάκι μου που θα μπορούσα να το περάσω χιαστί στους ώμους — αλλά όχι: δεν μου αρέσουν τα τσαντάκια. Και, καθώς δεν γίνεται να κρατάω κανονική τσάντα στον ώμο, επειδή πιθανότατα θα μου πέσει και θα χαθεί, ίσως παρασυρμένη από τα αυτοκίνητα, θα πάρω το μπάκπακ μου. Το μικρό, θαυματουργό μου μπάκπακ. Μικρό ίσα για να χωρά ένα λάπτοπ και πέντε μικροπράγματα, με τσεπούλες δεξιά και αριστερά, αλλά και πιο φουσκωτό αν θες, απλώς λύνοντας τα λουράκια που έχει στο κάτω του μέρος. Μαύρο ματ, με κόκκινο φερμουάρ — τέλειο. Στο ένα λουρί του, έχω πάντα δεμένο ένα μεγάλο μαντίλι με σταμπαρισμένα καλοκαιρινά φρούτα επάνω του.
«Ωραία», μου λέει η Βαριεστημένη, Αυστηρή Φωνή μέσα στο κεφάλι μου. «Αλλά τώρα βιάσου».
«Οκέι», της λέω. «Οκέι. Κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ».
«Εγώ πάλι πιστεύω πως κάνεις ό,τι περνά από το χέρι σου για να αργήσεις».
Αναστενάζω και κατανεύω. Τι κρίμα που η Βαριεστημένη, Αυστηρή Φωνή δεν είναι ένα χαρτί. Αν ήταν ένα χαρτί, θα το ’παιρνα στα χέρια μου, θα το τσαλάκωνα και θα το πετούσα στον κάλαθο των αχρήστων. Θα το πετούσα στα σκουπίδια.
Αλλά δεν είναι.
Η Βαριεστημένη, Αυστηρή Φωνή ήταν εκείνη που μου υπέδειξε —χθες μόλις— ότι σήμερα στις 10:10 θα ήταν η καλύτερη ώρα για να πάψω πια να είμαι μέτρια.
Μου το είπε σε μια ανύποπτη στιγμή, και με έπεισε. Και, ενώ αφηνόμουν να πειστώ όπως κάποιος γλιστρά στον ύπνο, έλεγα συνέχεια από μέσα μου, Δεν είμαι τρελή, όχι, όχι, δεν είμαι τρελή. Το έλεγα και το πίστευα, όπως άλλωστε το έλεγα και το πίστευα κάθε μέρα —κι ας είχα δεχτεί και τη λέξη και το βαθύτερο νόημά της, κι ας τα είχα συνηθίσει, κι ας μη με πείραζε, κι ας μη με πρόσβαλλε—, μολονότι ήξερα πολύ καλά πως αυτό είναι η αγαπημένη ατάκα όλων των τρελών: Δεν είμαι τρελός. Δεν είμαι τρελή. Όχι, όχι, δεν είμαι τρελός. Δεν είμαι, σας λέω! Ναι, δεν είμαι τρελή. Ή όχι τελείως. Είμαι λιγάκι μόνο. Τόσο όσο. Ή τουλάχιστον, ό,τι και να λέω κατά καιρούς, έτσι νομίζω. Νά το: λέω «νομίζω». Άρα, ήδη το αμφισβητώ λιγάκι. Οπότε μπορεί πράγματι να μην είμαι τρελή. Οι κανονικοί τρελοί το αρνούνται κατηγορηματικά πάντα, με το μάτι τους να γυαλίζει. Εγώ όχι. Εγώ λέω: Ναι, τι να σας πω τώρα, μπορεί και να είμαι. Ποιος να ξέρει. Ποια καλύτερη απόδειξη υπάρχει για το γεγονός ότι τελικά δεν είμαι;
Ωστόσο η Βαριεστημένη, Αυστηρή Φωνή έχει δίκιο. Τρελή ή όχι, πρέπει να βιαστώ.
Κοιτάω πάλι την ώρα. Λέει ότι είναι 07:55. Λέει ότι περνά γρήγορα, ότι πετά, ότι εκτοξεύεται στο διάστημα πίσω μας.
Ότι εκτοξεύεται και πάει.
Αυτό είναι επίσης κάτι που σκέφτομαι συχνά. Ή μάλλον, που σκεφτόμουν συχνά. Καμιά φορά με έπιαναν κάτι… κάτι αγωνίες… μια ανησυχία για όλο τον χρόνο που πέρασε, και που πάει. Δεν μπορούσα να καταλάβω, λέει, τη διαδοχή του. Τη διαδοχή του χρόνου. Άφηνα το βιβλίο που διάβαζα, κοιτούσα κάπου χωρίς να εστιάζω το βλέμμα μου, και σκεφτόμουν. Και προβληματιζόμουν. Και αναρωτιόμουν. Τι γινόταν όλο αυτό το παρελθόν; έλεγα. Όλες οι στιγμές; Υπήρχε άραγε μία τεράστια αποθήκη όπως η μνήμη μας, που θα μπορούσες ίσως να την επισκεφτείς και να αγγίξεις πράγματα, ή στιγμές, που πέρασαν; Να δεις ξανά από κοντά κάτι που… που δεν υπάρχει πια; Που υπήρξε για λίγο; Για τόσο δα; Για σχεδόν καθόλου; Και αν ναι, πώς μπορούσες τάχα να πας σε αυτή την αποθήκη; Με ποιον τρόπο ακριβώς; Με τι… τίμημα; Ή με τι είδους εισιτήριο; Μήπως πετώντας;
Όμως… αλήθεια… έκανα πραγματικά αυτές τις σκέψεις παλιά, άφηνα στ’ αλήθεια το βιβλίο μου και κοιτούσα κάπου χωρίς να εστιάζω το βλέμμα, ή τις κάνω μόλις από χθες, από τη στιγμή που πήρα αυτή την απόφαση; Από χθες που μου μίλησε η φωνή με το κεφαλαίο φι; Η Φωνή; Η Βαριεστημένη, Αυστηρή Φωνή μέσα στο κεφάλι μου;
Δεν είμαι σίγουρη. Αλλά και πάλι, ναι… Μπορεί να ’ναι κι έτσι. Μπορεί. Μπορεί όλα να ξεκίνησαν μόλις χθες. Άλλωστε, δεν είμαι ο τύπος της γυναίκας που θα σκεφτόταν ποτέ «αποθήκες παρελθόντος» και τέτοια πράγματα. Εδώ που τα λέμε, δεν ξέρω καν αν υπάρχει τέτοιος τύπος γυναίκας. Ή άντρα. Ή οτιδήποτε. Απλώς όλοι… θυμόμαστε. Και είναι ωραίο να θυμάσαι. Και ταυτόχρονα βέβαια είναι λίγο. Αυτό το καταλαβαίνω. Είναι το πιο λίγο πράγμα του κόσμου. Σαν να μυρίζεις ένα λαχταριστό φαγητό που δεν μπορείς να το γευτείς. Σαν να το μυρίζεις συνέχεια, χωρίς ποτέ να το βάζεις στο στόμα σου.
Η μνήμη δεν φτάνει. Η μνήμη είναι ένα διαβατήριο που έληξε. Ένα κάλπικο νόμισμα. Δεν μετράει στην πραγματική ζωή. Σχεδόν δεν ξέρεις μάλιστα αν μετρούσε και ποτέ… Εννοώ, αυτά που θυμάσαι. Ήταν στ’ αλήθεια αλήθεια; Υπήρξαν; Τα έζησες; Ήσουν εκεί; Ή θυμάσαι τις ίδιες σου τις αναμνήσεις; Ή είσαι αιχμάλωτος της μνήμης σου; Κι αν αυτή σού λέει ψέματα; Κι αν πάλι θυμάσαι τις αναμνήσεις κάποιου άλλου; Πράγματα που διάβασες στα βιβλία ή είδες στον κινηματογράφο; Αν…;
Θεέ μου, νά το πάλι: δεν ξέρω αν κάνω εγώ αυτές τις σκέψεις, ή αν μου τις υπαγορεύει αυτή η φωνή με το κεφαλαίο φι. Η Βαριεστημένη, Αυστηρή Φωνή. Γιατί κανονικά δεν θα τις έκανα. Αν ήμουν ο τύπος της γυναίκας που κάνει τέτοιου είδους σκέψεις, θα τις είχα ξανακάνει, λογικά, και στο παρελθόν, όχι; Όμως σαν να μου συνέβη κάτι μετά τον ερχομό της Βαριεστημένης, Αυστηρής Φωνής και να με άλλαξε. Και πια σκέφτομαι πράγματα που με ανατριχιάζουν και που με κάνουν να θέλω να κλάψω όσο δεν έκλαψα ποτέ. Και πια σκέφτομαι διαφορετικά. Ή μήπως —νά το πάλι— πάντα σκεφτόμουν έτσι, αλλά απλώς δεν είχα τον χρόνο για να το καταλάβω; Ή τα μάτια για να το δω;
Δεν ξέρω…
Όμως δεν παύει να είναι τρομακτικά. Όλα αυτά που σκέφτομαι ή που με βάζει η Βαριεστημένη, Αυστηρή Φωνή να σκέφτομαι.
Και κυρίως ένα.
Ένα πράγμα.
Η αποθήκη με τις στιγμές. Αυτός… αυτός ο όγκος του παρελθόντος. Σαν αραχνιασμένα κοσμήματα, ξεχασμένα σε θυρίδες από ανθρώπους που δεν ζουν πια. Όλα τα κοσμήματα, όλων των τραπεζών που υπήρξαν ή που θα μπορούσαν να υπάρξουν.
Όλα τα κοσμήματα.
(Μα τι λόγια είναι αυτά;!)
Και όλα αυτά πολλαπλασιασμένα επί τον αριθμό των αστεριών. Και διπλασιασμένα μετά. Και ξανά διπλασιασμένα. Και ξανά και ξανά και ξανά. Μέχρι που να καλυφθούν όλες οι παλιές στιγμές όλων των ανθρώπων και όλων των πραγμάτων που θυμούνται. Μέχρι που να γεμίσει όλη η αποθήκη του σύμπαντος. Μέχρι που ο χάρτης του Κόσμου να γίνει ίσος με τον ίδιο τον Κόσμο, ταυτόσημος μαζί του μέχρι και στην πιο παραμικρή-παραμικρή του λεπτομέρεια. Ένας χάρτης ίδιος με το τοπίο, ή με τη χώρα. Ή με το σύμπαν και με τα πάντα.
Θεέ μου.
(Δεν είναι δικά μου αυτά τα γλυκερά, γλυκερά, όλο ζάχαρη και μέλι και μελάσα λόγια).
Λοιπόν; Αν είναι έτσι, αν κάπως έτσι έχουν τα πράγματα, πού πάνε οι παλιές στιγμές; Πού τις φυλάνε, και ποιοι; Και κυρίως πού βρίσκομαι εγώ, μικρή, νέα, με λείο πρόσωπο, με χείλια φουσκωτά, πεταχτά, πονηρά; Πού είναι τα μάτια μου, και πού είναι αυτά που είδαν; Πού είναι τα χέρια μου, τα πόδια μου, η πλάτη μου, το στήθος μου;
Πού είμαι; Πού είναι κρυμμένο το παρελθόν μου; Όλο το παρελθόν μου;
Πού είναι αυτά που είδα, αυτά που άκουσα, αυτά που μου είπαν και αυτά που δεν τόλμησαν ή φοβήθηκαν ή ντράπηκαν να μου πουν; Και πού είναι αυτά που δεν τόλμησα ή φοβήθηκα ή ντράπηκα να πω εγώ; Και πώς μπορώ να γυρίσω πίσω και να πιάσω όσα ειπώθηκαν και όσα ακούστηκαν και όσα έγιναν με τα τωρινά μου χέρια και να τα φέρω στα τωρινά μου χείλια και να τα σφίξω επάνω στο τωρινό μου στήθος και να κλάψω επάνω τους με τα τωρινά μου δάκρυα; Πού έχω πάει, πού κρύφτηκα, πόση σκόνη με έχει σκεπάσει; Πόση σκόνη με έχει σκεπάσει ολόκληρη; Πού είναι η δικιά μου γωνιά στην αποθήκη του Θεού; Και γιατί, γιατί να είναι έτσι τα πράγματα; Γιατί να έχουν γίνει έτσι, έτσι και όχι αλλιώς; Γιατί;
(Δεν είναι δικά μου λόγια! Δεν είναι δικά μου! Θεέ μου!)
«Γιατί;» ρωτάω δυνατά μέσα στο άδειο σπίτι, μέσα στον άδειο από λεπτά κόσμο, μέσα στην άδεια από κόκκους άμμου κλεψύδρα του δικού μου σύμπαντος, «γιατί;»
Μα ίσως να μην τα είπα καν αυτά τα γιατί. Ίσως να τα έκλαψα μόνο. Και ίσως γι’ αυτό να ήταν για λίγο θολό το ρολόι του ΙΚΕΑ στον τοίχο, ίσως γι’ αυτό να μην μπορούσα πια να δω την ώρα που περνούσε και έτρεχε και έψαχνε το μονοπάτι για εκείνη την τρομακτική αποθήκη, για εκείνη τη χοάνη του χρόνου και των στιγμών που χάθηκαν, χάθηκαν, χάθηκαν για πάντα.
Όλα αυτά που λέμε μνήμη, και που λέμε ευκαιρίες, και που λέμε ψέματα, και ζωή.
Καθετί χαμένο.
Και τότε κατάλαβα.
Ήταν η Μίνα αυτή που μιλούσε μέσα μου, που σκεφτόταν και έκλαιγε. Η Μίνα. Η Μίνα μου. Και δεν ήταν γλυκερά τα λόγια της. Όχι τελικά: δεν ήταν γλυκερά. Ήταν η αλήθεια της, και ο πόνος της — ο καημός της. Ήταν ο τρόπος της να συνεννοείται με τις σκιές στην ψυχή της.
Ναι, η Μίνα είναι που μιλά. Ζει μέσα μου, ακόμα. Κοίτα να δεις… Ζει μέσα μου, και παίρνει το πάνω χέρι. Ή, έστω, προσπαθεί· με εκείνο τον μελοδραματισμό που τη χαρακτηρίζει. Εκείνη τη θεατρικότητα. Με εκείνες τις μεγάλες χειρονομίες, και με τον στόμφο παλιάς θεατρίνας. Πάντα έτσι μιλούσε και πάντα έτσι σκεφτόταν όταν εκείνος χανόταν μέσα στον σκοτεινό αέρα της νύχτας. Όταν ήταν, και όταν την άφηνε, μόνη.
Και όταν εκείνη η ίδια τον άφηνε να φύγει από την αγκαλιά της, και να γλιτώσει από το πάθος της.
Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.