Βιβλιο

O Άγγελός της - Μέρος 3ο

Μυθιστόρημα - 3ο Μέρος (03/12/23)

Μυρσίνη Ελευθερίου
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Τα βιβλιαράκια μου έγιναν πέντε μέσα σε περίπου δύο χρόνια. Το πέμπτο —και τελευταίο— εκδόθηκε πριν από τρεις μήνες. Γενικά έβγαιναν με έξι μήνες απόσταση το ένα από το άλλο. Κανονικά, δηλαδή, τον επόμενο Νοέμβριο θα κυκλοφορούσε ο έκτος τόμος της σειράς.

Γιατί πρόκειται φυσικά για σειρά, νομίζω το είπα και προηγουμένως, ή τουλάχιστον το υπαινίχθηκα. Ή ήταν ήδη κατανοητό. Γράφω μόνο τις περιπέτειες του κολασμένου μου ζεύγους, του Βλαντιμίρ και της Μίνα. Αυτές θέλουν να διαβάσουν οι αναγνώστριές μου, και αυτές τούς δίνω να διαβάσουν. Και αυτές απολαμβάνω να γράφω κι εγώ. Δεν γράφω, ούτε θέλησα ποτέ μου να γράψω, τίποτε άλλο.

Ξέρω τι θα πει ο προσεκτικός αναγνώστης — μολονότι ακόμη και ο τυπικός απρόσεκτος θα το θυμάται: ότι ο Βλαντιμίρ έγινε στάχτη στις τελευταίες σελίδες του πρώτου τόμου. Ναι, σωστά. Όμως κοίτα τώρα. Ένα αρχαίο φίλτρο που κατάφερε να παρασκευάσει η Μίνα ψάχνοντας συνταγές σε μία αρχαία βιβλιοθήκη έδωσε εκ νέου ζωή και σχήμα σε μια χούφτα από τη στάχτη του, και ο απέθαντος Κόμης αναγεννήθηκε ξανά, όπως ο μυθικός Φοίνικας από την τέφρα του.

Πώς να το κάνουμε τώρα. Δεν γινόταν αλλιώς.

Δεν γινόταν.

Γιατί δεχτήκαμε μέιλ. Με ερωτήσεις και απορίες. Και με πίεση. Οι αναγνώστριες ήθελαν να μάθουν πότε θα κυκλοφορούσε η συνέχεια.

«Ποια συνέχεια;» ρώτησα εγώ.

«Ο δεύτερος τόμος», μου είπε το αφεντικό μου.

«Μα, δεν υπάρχει δεύτερος τόμος».

«Ναι, δεν υπάρχει. Και δεν υπάρχει γιατί δεν τον έγραψες. Κάτσε γράψ’ τον».

«Μα…»

«Τι “μα”; Τι εννοείς με το “μα”;»

«Έεε…»

«“Ε”;»

«Τίποτα…»

«Αυτό λέω κι εγώ».

«Οπότε…;»

«Οπότε είπαμε τι θα κάνεις, Μαίρη».

«Να γράψω τη συνέχεια;»

«Μπράβο, το θυμήθηκες. Καλό αυτό για σένα, δείχνει συγκέντρωση. Και διορατικότητα».

«Μη με κοροϊδεύεις, αισθάνομαι άσχημα. Μα ο πρωταγωνιστής πέθανε».

«Οι βρικόλακες δεν πεθαίνουν».

«Πεθαίνουν! Αν τους βγάλεις στον ήλιο, πεθαίνουν. Όλοι το ξέρουν. Είναι γνωστό. Κι αυτός βγήκε στον ήλιο».

«Μπορεί να είχε συννεφιά εκείνη την ημέρα».

«Δεν… Α! Μα τι λες; Με κοροϊδεύεις. Πώς να…;»

Δεν μου απάντησε. Απλώς με κοιτούσε.

Και, κοίτα να δεις, είχε πάλι δίκιο.

Ναι, ναι και ναι: είχε πάλι δίκιο. Ήταν φως φανάρι. Το άδικο το είχα εγώ, η άπειρη και απονήρευτη. Η άσχετη. Και όφειλα να το παραδεχτώ και αυτή τη φορά.

Έτσι, τα μάζεψα και στρώθηκα στη δουλειά.

Γιατί τα Γαλάζια μάτια της καταχνιάς είχαν ξεπεράσει εκείνη τη συγκεκριμένη χιλιάδα πωληθέντων αντιτύπων που ζωντανεύει βρικόλακες.

Βρικόλακες που είχαν γίνει στάχτη από τον καυτό, αδίστακτο ήλιο.

Ο Βλαντιμίρ σώθηκε από τις πωλήσεις: το πιο δυνατό μαγικό φίλτρο του σύμπαντος κόσμου.

Σε τρεις μήνες, το Αίμα του φεγγαρίσιου πόθου ήταν στον υπολογιστή του εκδότη μου. Άλλες 75.000 λέξεις πάθους, περιπέτειας, ίντριγκας, γυμνωμένων δοντιών, ασίγαστου πάθους και άγριου σεξ. Ο συγκλονιστικός Βλαντιμίρ και η μοναδική Μίνα χώρισαν ξανά, βρέθηκαν πάλι, κυνηγήθηκαν, κρύφτηκαν, κινδύνευσαν και ξανάσμιξαν πολλές φορές, καθώς οι εχθροί τους μπορεί μεν να τους καταδίωκαν ανηλεώς, αλλά οι δυο τους πάντα έβρισκαν την τελευταία στιγμή τον τρόπο να τους ξεφύγουν ή να τους εξολοθρεύσουν, ή και τα δύο μαζί. Η Μίνα διοχέτευε πια τη δίψα της κυνήγι βρικολάκων στους διώκτες του Βλαντιμίρ, που ήταν κι αυτοί κάθε είδους τέρατα. Και φυσικά δεν έπαυε να έχει από κοντά τον μεγάλο της και πρωταρχικό στόχο, που προφανώς δεν ήταν άλλος από τον μυστηριώδη εραστή της. Γιατί κάποια στιγμή ο Βλαντιμίρ θα έπεφτε νεκρός από το χέρι της αγαπημένης του — κι αυτό ήταν κάτι που το ήξεραν και οι δύο. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Ή, έστω: ένας τρόπος υπήρχε να μην πεθάνει από το χέρι της, ή μάλλον από τη μυτερή σφήνα της — να μπορέσει να γίνει θνητός. Μόνο τότε η Μίνα Χέλσινγκ θα του χάριζε τη ζωή.

Αλλά, μολονότι όλοι ξέρουμε πώς μπορεί να γίνει κάποιος βρικόλακας —αρκεί να τον δαγκώσει κάποιο άλλο βαμπίρ, στον λαιμό κατά προτίμηση, και να του πιει μερικές γουλιές αίμα—, κανείς δεν μας έχει μάθει πώς γίνεται, άπαξ και έγινες, να ξεγίνεις. Σίγουρα πάντως δεν το ήξερε ο Βλαντιμίρ. Γιατί, αν το ήξερε, δεν θα το σκεφτόταν δεύτερη φορά: θα απαρνιόταν αμέσως την αιώνια καταραμένη ζωή του, για να ζήσει όσα χρόνια θα του απέμεναν στην αγκαλιά της Μίνα, φυσιολογικά, σαν άνθρωπος — σαν θνητός.

Στο Αίμα του φεγγαρίσιου πόθου εξέτασα πιο βαθιά την περίπλοκη σχέση του ζεύγους. Έγραψα αρκετά για τους λόγους που ο Βλαντιμίρ δεν έπινε το αίμα της Μίνα για να την κάνει κι αυτή βαμπίρ, για το πόσο τον πονούσε αυτό —αλλά και για τον βαθμό στον οποίο απολάμβανε κάθε τέτοια μικρή του νίκη—, για τον αυτοκτονικό ιδεασμό του (νά τος πάλι…), για το πώς είχε επιλέξει να θέσει τέρμα ο ίδιος στη ζωή του και όχι να επιτρέψει να τον σκοτώσει κάποιος από τους ελεεινούς εχθρούς του, και βέβαια για τους τρόπους που μηχανευόταν η Μίνα να απαλύνει τα βάσανά του και να ελαφρύνει τη μελαγχολία του, καθώς αυτό ήταν που λαχταρούσε όσο άλλο τίποτε.

Αλλά ασφαλώς το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, κάπου 65.000 λέξεις από το σύνολο των 75.000, ήταν περιπέτεια και σεξ. Ατόφια περιπέτεια και —το είπαμε— άγριο, καυτό σεξ. Γιατί το κοινό μου αυτά ήθελε να διαβάζει, όχι «φιλοσοφίες». Αν ήθελαν φιλοσοφίες, δεν θα έπαιρναν τα βιβλία της Μαίρης Νόρντικ, θα μπορούσαν να επιλέξουν ανάμεσα σε μερικές χιλιάδες άλλα. Γιατί η Μαίρη Νόρντικ ήταν ρηχή, και είχε σχέση με τη φιλοσοφία, με την κουλτούρα γενικώς, τη βαριά λογοτεχνία και όλα αυτά, όσο ο Βλαντιμίρ με τον μεσογειακό ήλιο.

Καμία.

Όχι, όχι, όχι. Κανένας ήλιος. Ο Βλαντιμίρ ήταν το φεγγάρι. Ήταν η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού — η πιο όμορφη, η πιο σαγηνευτική. Και η πιο επικίνδυνη.

Το Αίμα πούλησε διπλάσια αντίτυπα από το πρώτο βιβλίο της σειράς, και μάλιστα τόνωσε και τις πωλήσεις της Καταχνιάς. Οι αναγνώστριές μου είχαν νικήσει κατά κράτος. Ο Βλαντιμίρ δεν θα πέθαινε έτσι εύκολα. Όχι, κύριε.

Και βέβαια, πριν ακόμα πάρουμε τη λίστα με τις παραγγελίες των βιβλιοπωλείων, εγώ στρώθηκα ήδη να γράφω τον τρίτο τόμο. Τα Ταξίδια στην απέραντη νύχτα. Και μετά τον τέταρτο, τη Δεσμώτρια της παραδεισένιας Κόλασης, που τελικά έγινε Αιχμάλωτη του Παραδείσου για κάποιο λόγο. Και τέλος τον πέμπτο και τελευταίο τόμο, τον Σιωπηλό θάνατο ενός βασιλιά.

Όσο έγραφα, ζώντας μέσα στις ζωές των δύο ηρώων μου, ξαπλώνοντας στα ίδια κρεβάτια με αυτούς και κρυμμένη μαζί τους στα ίδια υπερπολυτελή διαμερίσματα του Μανχάταν και του Λονδίνου —ή στις ίδιες σπηλιές και στα ίδια ρημαγμένα κάστρα—, έκανα πέντε ή έξι απόπειρες αυτοκτονίας. Όχι κάτι συνταρακτικό. Μια φορά πήγα να πέσω στις ράγες του μετρό, αλλά την τελευταία στιγμή σκόνταψα και έπεσα στην αποβάθρα, γλιτώνοντας με ένα ελαφρύ κοκκίνισμα στα γόνατα — και ένα πολύ πιο βαθύ κοκκίνισμα στα μάγουλά μου, γιατί έγινα ρεζίλι στον κόσμο που περίμενε αποκαμωμένος το τρένο. Μια άλλη, ήπια δύο κουτιά με ασπιρίνες. Πράγμα που με διέλυσε και με έκανε κουρέλι, αλλά προφανώς δεν με σκότωσε. Μια άλλη, προσπάθησα να κρεμαστώ. Δεν είχα ιδέα πώς να το κάνω, και, ψάχνοντας στο διαδίκτυο, έπεσα πάνω σε ένα φόρουμ ανθρώπων που είχαν το ίδιο πρόβλημα με εμένα. Έτσι, αντί να πάρω πληροφορίες για το θέμα που με έκαιγε, κατέληξα να παρηγορώ μια άγνωστή μου νεαρή που ζούσε κάπου σε ένα νησί της Ιαπωνίας — ελπίζω να ζει ακόμη εκεί· ή τέλος πάντων να ζει γενικώς. Και βέβαια η ιδέα να ανέβω σε ένα σκαμνί και να κάνω και όλα τα υπόλοιπα έφυγε από μέσα μου όπως σκορπά ένα σμάρι μπλεγμένες σκιές μόλις πέσει επάνω τους το φως της ανατολής.

Γενικά μιλώντας, δεν ήμουν πολύ καλή σ’ αυτά. Ίσως να το έχω πει και πιο πριν, αλλά μάλλον δεν είμαι πολύ καλή σε μία σειρά από πράγματα. Σε κάποια άλλα, πάλι, είμαι. Ένα από αυτά είναι η υπομονή. Α, και η επιμονή βέβαια. Αυτά ή δεν πάνε καθόλου, ή πάνε ζευγάρι.

Πού θα πήγαινε; σκεφτόμουν. Κάποια στιγμή θα τα καταφέρω.

Και νομίζω πως πλέον έφτασε η ώρα· έφτασε η στιγμή, για την ακρίβεια. Ναι, μιλώ για σήμερα — για τώρα.

Βασικά, πάντως, για να το πω κι αυτό, σιγουρεύτηκα πως δεν μπορεί παρά να τα καταφέρω κάποια στιγμή όταν πέθανε ο Έντουαρντ. Είχα τρελαθεί από τη στενοχώρια μου όταν χάθηκε η μικρή μου Μπέλα, αλλά ο χαμός και του λατρεμένου μου Έντουαρντ ήταν το σημείο μηδέν. Το σημείο χωρίς γυρισμό.

Τότε το κατάλαβα. Τότε πείστηκα πως δεν πήγαινε άλλο. Τότε σιγουρεύτηκα εκατό τα εκατό πως, παρά τις τόσες θλιβερές και αποκαρδιωτικές αποτυχίες μου, γρήγορα θα έφτανε η στιγμή που θα τα κατάφερνα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Η Μπέλα και ο Έντουαρντ ήταν τα δύο σκυλάκια μου. Τα πήρα μέσα σε μια στιγμή τρέλας, λίγες εβδομάδες μετά την έκδοση της Καταχνιάς, από μια αγγελία που είδα εντελώς τυχαία στο Facebook. Ήταν μικρά, ήταν αδελφάκια, ήταν όμορφα, ήταν μια πρόσμειξη από διάφορες κοντοπόδαρες μαλλιαρές ράτσες και, πώς να το κάνουμε, μου μιλούσαν από την οθόνη.

Ναι, ξέρω, είναι παλαβό αυτό, αλλά έτσι το είχα δει τότε εγώ, και δεν μου το βγάζει κανένας από το μυαλό ότι πράγματι υπάρχει ένας κόκκος αλήθειας εδώ πέρα.

Ναι, ναι, δεν υπάρχει κανείς κόκκος αλήθειας. Εντάξει, το παραδέχομαι. Αλλά καμιά φορά όλοι εμείς αισθανόμαστε και λέμε διάφορα για τα σκυλιά μας, πράγματα που τα πιστεύουμε με έναν τελείως ιδιαίτερο, τελείως προσωπικό τρόπο, και αυτό είναι αληθινό — είναι εντελώς πραγματικό και μη διαπραγματεύσιμο. Και είναι τόσο ωραίο, και ξεχωριστό.

Και, ναι, τα βάφτισα παίρνοντας τα ονόματα από τους δύο ήρωες που πρωταγωνιστούν στο Λυκόφως της Στέφενι Μάιερ. Αγόρασα τον πρώτο τόμο της σειράς της μετά την έκδοση της Καταχνιάς, οπότε δεν έκλεψα κάτι από την καλή συνάδελφο για το δικό μου βιβλίο, αλλά δεν το κρύβω πως είχα δει καναδυό ταινίες βασισμένες στα μυθιστορήματά της από πριν. Μου άρεσαν. Αλλά και τα βιβλία μού άρεσαν εξίσου. Γιατί τελικά τα πήρα και τα διάβασα όλα. Δεν είναι μόνο για κορίτσια στην εφηβεία, έχω να πω.

Και έτσι λοιπόν βρέθηκα από τη μια στιγμή στην άλλη με δύο σκυλιά στο σπίτι. Όλη μου η ζωή άλλαξε. Από μεταφράστρια έγινα συγγραφέας, και, από εκεί που έμενα μόνη και ευτυχής, βρέθηκα με δύο μικρά παιδιά μες στα πόδια μου. Στ’ αλήθεια παιδιά όμως. Με τις ανάγκες τους, τις ιδιοτροπίες τους, τους καβγάδες τους, τις ζήλιες τους — όλο το πακέτο.

Ήταν σχεδόν ανυπόφορα. Ήταν κουραστικά. Ήταν ό,τι μπορεί να φανταστεί κάποιος. Και ήταν υπέροχα. Υπέροχα! Δεν θα το άλλαζα με τίποτε.

Η Μπέλα πέθανε από επιπλοκές της Ασθένειας του Καρέ έξι μήνες μετά.

Ήμουν απαρηγόρητη και το μυαλό μου πλημμύριζε διαρκώς με μαύρες, σκοτεινές, φρικτές σκέψεις για εμένα, τη ζωή, τον κόσμο και τα πάντα, αλλά τουλάχιστον είχα τον Έντουαρντ. Τον μικρό, γλυκό, δειλό, χαζό Εντουαρντάκο μου.

Δεκαπέντε μήνες μετά τον θάνατο της Μπέλα, ο Έντουαρντ διαγνώστηκε με καρκίνο των οστών.

Ένα πρήξιμο δυσχέραινε το περπάτημά του, και ήταν κάποια πρωινά, στην πρώτη μας βόλτα της ημέρας, που δεν ήθελε καθόλου να περπατήσει και με κοιτούσε με εκείνα τα μεγάλα, στοχαστικά μάτια του που πάσχιζαν να μου μεταφέρουν ό,τι είχε μέσα στο μυαλουδάκι του και στη μεγάλη του καρδιά. Εννοείται πως τα καταλάβαινα όλα, όλες του τις σκέψεις, όλες του τις λέξεις, όλη του την αγάπη — αλλά δεν μπορούσα να τον βλέπω να υποφέρει. Μου ήταν αδύνατον, ξεπερνούσε κάθε διαχειριστική μου ικανότητα. Πονούσα κι εγώ μαζί του, και ευχόμουν να υπήρχε ένας τρόπος να πάρω όλο του τον πόνο και να τον απλώσω πάνω στα δικά μου κόκαλα για να μπορεί να ξαπλώνει χωρίς να έχει εκείνο το ύφος — εκείνο το ύφος της πικρής απορίας.

Δεν υπήρχε τέτοιος τρόπος. Δεν υπήρχε κανείς τρόπος για να κάνω οτιδήποτε. Ούτε εγώ, ούτε ο γιατρός του, ούτε οι άλλες κλινικές που τον πήγα, ούτε κανείς, κανείς, κανείς. Πάλευα με την ιδέα της ευθανασίας για αρκετά εικοσιτετράωρα, γιατί ήξερα πως δεν θα μπορούσα να πάρω την απόφαση αν και έπρεπε να την πάρω, μέχρι που ο ίδιος ο όμορφος, γενναίος Έντουαρντ με απάλλαξε από το τρομερό εκείνο δίλημμα, φεύγοντας, ξεγλιστρώντας απαλά ένα βράδυ στον ύπνο του. Και ήταν τότε ακριβώς που κατάλαβα καλά ότι πια τα ψέματα είχαν τελειώσει, και ότι η έκτη ή έβδομή μου φορά —έχανα τον λογαριασμό, ποτέ δεν έκατσα να μετρήσω στα σοβαρά τις ασόβαρες απόπειρές μου— θα ήταν και η τελευταία.

Κανόνισα τα πάντα —εφορείες, χρέη, ασφάλιση, λογαριασμούς, κάρτες, κινητά, συνδρομές σε τηλεοράσεις και περιοδικά— ώστε να μην υπάρχει κανένας δεσμός τέτοιου τύπου με τη γη και εμένα, τράβηξα όσα χρήματα είχα στην τράπεζα και τα κράτησα σε μετρητά στο σπίτι μου —θα αποφάσιζα τελευταία στιγμή τι θα τα έκανα—, και άρχισα να προετοιμάζομαι με άκρα μεθοδικότητα.

Όχι ότι είχα πολλά να κάνω, αν το καλοσκεφτείς. Ζούσα μόνη, δεν είχα άντρα ή παιδιά, δεν είχα καν σκυλιά πια, οι γονείς μου είχαν πεθάνει εδώ και χρόνια, νεότατοι, σε δυστύχημα, δεν είχα κρατήσει άξιες λόγου επαφές με κανέναν συγγενή, καθώς όλο και κάποιος υπήρχε — οπότε, ναι: ήμουν εγώ, το σπίτι μου, τα βιβλία μου, ο εκδότης μου, ο Βλαντιμίρ και η Μίνα… αυτοί. Όχι πολλοί, αλλά ούτε και λίγοι. Μια χαρά το βλέπω εγώ, αν με ρωτάτε. Βασικά, είναι ανακουφιστικό. Να μην έχεις πολλούς σ’ αυτό τον κόσμο, εννοώ. Να μην πρέπει να νοιάζεσαι για πολύ κόσμο και να μην πρέπει να νοιάζεται και πολύς κόσμος για σένα. Λίγοι —για την ακρίβεια: πολύ λίγοι— και καλοί. Όσο καλός μπορεί να είναι κάποιος, τέλος πάντων. Γιατί πολύ συχνά κι αυτό είναι συζητήσιμο. Δεν χρειάζεται να ζητά τον ουρανό με τ’ άστρα κανείς. Και σίγουρα δεν τον ζητούσα εγώ.

Δεν είμαι τέτοια. Δεν τον ζήτησα ποτέ, από κανέναν. Ούτε το αντίθετο μου συνέβη ποτέ.

Έτσι λοιπόν, ναι: είμαι έτοιμη. Με όλες μου τις υποθέσεις καθαρές και τελειωμένες. Οπότε, τέρμα η μέτρια, χλιαρή ζωή, κόσμε. Τέρμα. The end. Fin.

Εδώ που τα λέμε, και πολύ κάθισα. Και σίγουρα έσπασα το ρεκόρ μου.

Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.